Το κίνητρο της ενανθρωπήσεως
Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Aρτος Ζωής, Β΄ εκδ. Αθήνα 1989, σελ. 33-42, μτφρ. Σταμ. Χατζησταματίου
«Ἐγώ εἰμί τό ἄλφα καίι τό ὦ» (ʼποκ. 1, 8)
1. Το χριστιανικό μήνυμα ήταν από την πρώτη του αρχή το μήνυμα της Σωτηρίας. Γι' αυτό και ο Κύριος μας εμφανιζόταν κατά κύριο λόγο σαν ο Σωτήρας που λυτρώνει το λαό Του από τα δεσμά της αμαρτίας και της φθοράς. Το ίδιο το γεγονός της ενανθρωπήσεως η πρωτο- χριστιανική θεολογία το ερμήνευε συνήθως μέσα στην προοπτική της απολυτρώσεως. Οι εσφαλ- μένες αντιλήψεις περί του Προσώπου του Χριστού, που έπρεπε να πολεμήση η Πρώτη Εκκλησία, κατεδικά- ζοντο και απεκρούοντο, ακριβώς επειδή έτειναν να υπονομεύσουν την αλήθεια του γεγονότος της ανθρώπινης λυτρώσεως. Ήταν από όλους παραδεκτό ότι το νόημα της Σωτηρίας δεν ήταν άλλο από το ότι η στενή κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου αποκαταστάθηκε, πράγμα που σημαίνει ότι ο Λυτρωτής έπρεπε να ανήκη και στα δύο μέρη, να είναι δηλ. ταυτόχρονα θείος και ανθρώπινος, γιατί διαφορετικά η διακοπείσα κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν θα μπορούσε να αποκατασταθή. Αυτή ήταν η κύρια γραμμή των επιχειρημάτων όχι μόνο του Αγ. Γρηγορίου του Ναζιανζηνού κατά των Αρειανών στην αναίρεσι του Απολλιναρισμού, αλλά και άλλων συγγραφέων τοϋ Δ' και Ε' αι.: «Ὁ δε ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται» (1) . Η λυτρωτική όψις της ενανθρωπήσεως και η περιχώρησις των φύσεων τονίσθηκαν με έμφασι από τους Πατέρες. Σαν σκοπός και αποτέλεσμα της ενσαρκώσεως ωρίσθηκαν ακριβώς η Απολύτρωσις του ανθρώπου και η αποκατάστασίς του στην προπτωτική κατάστασι που χάθηκε με την πτώσι και την αμαρτία. Η αμαρτία του κόσμου καταργήθηκε και διώχθηκε από τον ενανθρωπήσαντα, που μόνο αυτός, όντας θείος συνάμα και ανθρώπινος, μπορούσε να κάνη κάτι τέτοιο. Από τ' άλλο μέρος, θάταν άδικο να ισχυρισθή κανείς ότι οι Πατέρες θεωρούσαν το λυτρωτικό αυτό σκοπό σαν τη μόνη αιτία Ένσαρκώσεως, έτσι που η Ενανθρώπησις να μπορούσε να μην είχε γίνει ποτέ, αν δεν είχε αμαρτήσει ο άνθρωπος. Ουδέποτε έθεσαν οι Πατέρες το ερώτημα κατ' αυτόν τον τρόπο. Το θέμα του εσχάτου κινήτρου της ενανθρωπήσεως δεν συζητήθηκε ποτέ επίσημα στην Πατερική εποχή. Το πρόβλημα της σχέσεως του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως και του αρχικού σκοπού της Δημιουργίας δεν το έθιξαν σαν πρόβλημα ούτε μια φορά οι Πατέρες, και δεν το επεξεργάσθηκαν συστηματικά. «Ίσως είναι αλήθεια να πη κανείς ότι η σκέψις για μια ενσάρκωσι ανεξάρτητη από την πτώσι εναρμονίζεται με τη γενική κατεύθυνσι της Ελληνικής Θεολογίας. Μερικές πατερικές φράσεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έγινε πραγματικά μια τέτοια σκέψις, εδώ ή εκεί, που ίσως και να συζητήθηκε» (2). Οι πατερικές αυτές φράσεις συγκεντρώθηκαν και εξετάσθηκαν αρκετές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, αφού μπορούμε να παραπέμψουμε στους ίδιους αυτούς πατέρες, προκειμένου και περί του αντιθέτου. Δεν είναι αρκετό να μαζεύουμε χωρία βγάζοντας τα από τη συνάφεια τους και αγνοώντας το σκοπό, συχνά πολεμικό, για τον όποιο γράφθηκε καθένα απ' αυτά τα κείμενα. Πολλές από εκείνες τις «πατερικές φράσεις» είναι περικοπές περιπτωσιακές, που δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε παρά μόνο με μεγάλη περίσκεψι και προσοχή. Το σωστό τους νόημα εξακριβώνεται μόνο, αν τις διαβάσουμε στη συνάφεια τους, δηλ. μέσα στην προοπτική της σκέψεως του κάθε συγγραφέως.
2. Ο Rupert του Deutz (†1135) φαίνεται νάναι ο πρώτος απ' τους θεολόγους του Μεσαίωνος, που διετύπωσε το πρόβλημα περί του κινήτρου της ενανθρωπήσεως. ʼποψίς του ήταν ότι η Ένσάρκωσις ανήκε στο αρχικό σχέδιο της Δημιουργίας και επομένως ήταν ανεξάρτητη από την Πτώσι. Η ενσάρκωσις, κατά την ερμηνεία του, ήταν το αποκορύφωμα του αρχικού σκοπού της Δημιουργίας, ένας αυτοσκοπός και όχι απλό φάρμακο της αποτυχίας του ανθρώπου (3). Ο Η onorius του Α utum (γ. 1152) είχε την ίδια γνώμη (4). Οι μεγάλοι δάσκαλοι του ΙΓ' αι. σαν τον Α lexandre του Η ales ή τον Αλβέρτο το Μέγα δέχονταν την ιδέα για μια Ενσάρκωσι ανεξάρτητη από την Πτώσι σαν τη βολική λύσι του προβλήματος (5). Ο Duns Scotus (1266-1308) επεξεργάσθηκε αυτή την άποψι με μεγάλη επιμέλεια και συνέπεια λογική. Γι' αυτόν η E νσάρκωσις ξέχωρα από την Πτώσι δεν ήταν απλώς μια πολύ βολική υπόθεσις, αλλά πολύ περισσότερο μια απαραίτητη δογματική προϋπόθεσις. Η Ενανθρώπησις του Υιού του Θεού ήταν αυτός ο ίδιος ο σκοπός ολόκληρης της Δημιουργίας. Διαφορετικά, σκεφτόταν, αυτή η υπέρτατη πράξις του Θεού θάταν απλώς τυχαία και «περιπτωσιακή». « Ι tem, si lapsus esset causa praedestinationis Christi, sequeretur quod summum opus Dei esset occasionatum tantum, quia Gloria omnium non erit tanta intensive quanta erit Christi» και «quod tantum opus dimisisset Deus propter bonum factum Adae, puta, si non peccasset, videtur valde irrationabile». Όλο το πρόβλημα για τον Duns Scotus ήταν η σειρά του θείου « praedestinatio » σκοπού, δηλ. η σειρά των σκέψεων που ακολούθησε η θεία απόφασις περί της Δημιουργίας. Ο Ενανθρωπήσας Χριστός ήταν το πρώτο μέλημα της δημιουργικής βουλής του Θεού· όλα τα άλλα δημιουργήθηκαν χάριν Εκείνου. « Incarnatio Christi non fuit occasionaliter praesiva , sed sicut finis immediate videbatur a Deo ab aeterno , ita Christus in natura humana , cum sit propinquior fini , ceteris prius paedestinabatur loquendo de his quae praedestinatur ». Η σειρά αυτή των «σκοπών» και των «προβλέψεων» ήταν οπωσδήποτε λογική. Η κύρια έμφασις του Duns Scotus είναι στην άνευ όρων πρωτογενή απόφασι του Θεού περί της Ενσαρκώσεως, τοποθετημένη μέσα στην όλη προοπτική της Δημιουργίας (6). Ο Ακινάτος (1224 - 1274) επίσης συζήτησε το πρόβλημα σε μεγάλη έκτασι. Έβλεπε ότι όλο το βάρος των επιχειρημάτων ήταν υπέρ της γνώμης ότι « nihilominus Deus incarnates fuisset », ακόμη και ανεξάρτητα από την Πτώσι, παρέπεμπε μάλιστα στη φράσι του Αυγουστίνου: « alia sunt cogitanda in Christi incarnatione praeter absolutionem a peccato » ( De Trinitate Χ II Ι, 17). Δεν μπορούσε όμως ο Ακινάτος να βρη ούτε στη Γραφή ούτε στα συγγράμματα των Πατέρων καμμιά σίγουρη μαρτυρία για αυτήν την ανεξάρτητη από την Πτώσι Ενσάρκωσι, κι' έτσι, λοιπόν, έφτασε να πιστεύη ότι δεν θα είχε σαρκωθή ο Υιός του Θεού, αν δεν είχε αμαρτήσει ο άνθρωπος: « quanquam Deus peccato non existente potuerit , incarnari , convenientius tamen dicitur quod , si homo non peccasset , Deus incarnates non fuisset , cum in S . Scriptura ubique Incarnationis ratio ex peccato primi hominis assignetur ». Το ανεξιχνίαστο αυτό μυστήριο της θείας βουλής δεν μπορεί να το κατανόηση ο άνθρωπος, παρά μονάχα αν τούτο μαρτυρείται σαφώς μέσα στην Αγία Γραφή, nisi quatenus in S . Scriptura traduntur , ή, όπως λέει αλλού ο Ακινάτος, nisi in quantum nobis innotescunt de auctoritate sanctorum , quibus Deus suam volutatem revelavit . Μονάχα ο Χριστός ξέρει τη σωστή απάντησι σ' αυτό το ερώτημα: quod hujus quaestionis veritatis solus Ille scire potest qui natus et oblatus est , quia voluit (7) . Ο Β onaventura (1221 - 1274) στα ίδια στρέφει την προσοχή μας. Αφού συγκρίνει τις δυο γνώμες, περί εξαρτήσεως ή μη της Πτώσεως - Ενσαρκώσεως, συμπεραίνει: « uterque etiam excitat animam ad devotionem secundum diversas considerationes : videtur autem primus modus magis consonari judicio rationis : secundus tamen , sicut apparet , plus consonant pietati fidei ». Πρέπει να βασισθή κανείς περισσότερο στις άμεσες μαρτυρίες της Γραφής, παρά στα επιχειρήματα της ανθρώπινης λογικής (8). Τον Dun Scotus γενικά ακολουθούσαν οι περισσότεροι Φραγκισκανοί Θεολόγοι, αλλά και πολλοί εκτός του τάγματος, όπως λόγου χάριν ο Dionysius Cathusianus, ο Gabriel Biel, ο John Wessel και στην εποχή της εν Τριδέντω Συνόδου, ο Giacomo Ν achianti, επίσκοπος της Chiozza ( Jacobus Ν aclantus ). Επίσης πολλοί από τους πρώτους Μεταρρυθμιστές σαν τον Α ndreas Osiander (9).
Η παραπάνω γνώμη πολεμήθηκε με πείσμα από άλλους, όχι μόνο αυστηρούς Θωμιστές, και γενικά όλο το πρόβλημα συζητήθηκε πάρα πολύ και από τους Καθολικούς και από τους Διαμαρτυρόμενους Θεολόγους του ΙΖ ' αι. (10). Μεταξύ των Καθολικών υπερμάχων της απολύτου Ενσαρκώσεως θα πρέπει να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα τους Francois de Sales και Μ alebranche. Ο Malebranche επέμενε σταθερά στη μεταφυσική αναγκαιότητα της Ενσαρκώσεως, εντελώς ανεξάρτητα από την Πτώσι· ει δ' άλλως, έλεγε, δεν θα υπήρχε επαρκής λόγος ή σκοπός για την πράξι αυτής της ίδιας της Δημιουργίας (11) . Η συζήτησις συνεχίζεται ακόμη ανάμεσα στους Ρωμαιοκαθολικούς Θεολόγους, πολλές φορές με υπερβολική ζέσι και σθένος, χωρίς όμως το ζήτημα να κατασταλάζη κάπου οριστικά (12). Μεταξύ των Αγγλικανών τον περασμένο αιώνα, ο Επίσκοπος Westcott συνηγορούσε υπέρ του «απολύτου κινήτρου» στη θαυμάσια μελέτη του «Το Ευαγγέλιο της Δημιουργίας» (13). Ο αείμνηστος Πατήρ Sergius Bulgakov υποστήριζε σθεναρά τη γνώμη ότι η Ενανθρώπησις πρέπει να θεωρηθή σαν απόλυτη απόφασις του Θεού, και προηγείται της καταστροφής της Πτώσεως (14).
3. Μέσα στην πορεία της μακραίωνης αυτής συζητήσεως έγινε μια αδιάκοπη έκκλησις στους Πατέρες. Είναι πολύ παράξενο εν τούτοις ότι το πιο σπουδαίο λήμμα μέσα στην ανθολογία των χωρίων παραθεωρήθηκε. Επειδή το ζήτημα του κινήτρου της Ενσαρκώσεως δεν εξετάσθηκε επίσημα στην εποχή των Πατέρων, τα περισσότερα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στη μεταγενέστερη συζήτησι δεν μπορούν να μάς οδηγήσουν σωστά (15). Ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662) φαίνεται ο μόνος Πατήρ που ενδιαφέρθηκε άμεσα για το πρόβλημα, αν και δεν το τοποθετή όπως οι μετέπειτα θεολόγοι της Δύσεως. Διεκήρυξε ότι η Ενσάρκωσις πρέπει να θεωρηθή σαν απόλυτος και πρωταρχικός σκοπός του Θεού στην πράξι της Δημιουργίας. Η φύσις της Ενανθρωπήσεως, της ενώσεως δηλ. της θείας μεγαλωσύνης με την ανθρώπινη αδυναμία, είναι οπωσδήποτε ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο, αλλά τουλάχιστο μπορούμε να συλλάβουμε ότι ο λόγος και ο σκοπός αυτού του υπέρτατου μυστηρίου ήταν, κατά τον Αγ. Μάξιμο, αυτή η ίδια η Ενσάρκωσις, και μαζί μ' αυτήν η δική μας ενσωμάτωσις στο Σώμα του Ενανθρωπήσαντος. Η φρασεολογία του Αγ. Μαξίμου είναι σαφής και καθαρή. Η «ξ' ερώτησις προς Θαλάσσιον» είναι ένα σχόλιο στο χωρίο Α' Πέτρου 1, 19-20: «ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Χριστοῦ, προεγνωσμένου μέν ἀπό καταβολῆς κόσμου». Ακολουθεί η ερώτησις, κι' ο Αγ. Μάξιμος, πρώτα συνοψίζει την αληθινή διδασκαλία περί του Προσώπου του Χριστού, και συνεχίζει: «τοῦτό ἐστί τό μακάριον, δι' ὅ τά πάντα συνέστησαν, τέλος. Τοῦτό ἐστί ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοοόμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντες εἶναι φαμεν, προεπινοούμενον τέλος, οὐ ἕνεκα μέν πάντα, αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκα. Πρός τοῦτο τό τέλος ἀφορῶν, τάς τῶν ὄντων ὁ Θεός παρήγαγεν οὐσίας. Τοῦτο κυρίως ἐστί τό τῆς προνοίας καί τῶν προνοουμένων, πέρας. Καθ' ὅ εἰς τόν Θεόν, ἡ τῶν ὑπ' αὐτοῦ πεποιημένων ἐστίν ἀνακεφαλαίωσις. Τοῦτό έστι τό πάντας συγγράφον τούς αἰώνας, καί τήν ὑπεράπειρον καί ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσαν τῶν αἰώνων μεγάλην τοῦ Θεοῦ βουλήν ἐκφαίνον μυστήριον. Ἧς γέγονεν ἄγγελος αὐτός ὁ κατ' οὐσίαν τοῦ Θεοῦ λόγος γενόμενος ἄνθρωπος. Καί αὐτόν, εἰ θέμις εἰπεῖν, τόν ἐνδότατον πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητος φανερόν καταστήσας, καί τό τέλος ἐν αὐτῷ δεῖξας, δι' ὅ τήν πρός τό εἶναι σαφῶς ἀρχήν ἔλαβον τά πεποιημένα. Διά γάρ τόν Χριστόν, ἤγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες, καί τά ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τήν ἀρχήν τοῦ εἶναι καί τό τέλος εἰλήφασιν. Ἕνωσις γάρ προϋπενοήθη τῶν αἰώνων, ὅρου καί ἀοριστίας, καί μέτρου καί ἀμετρίας, καί πέρατος καί ἀπειρίας, καί κτιστοῦ καί κτίσεως, καί στάσεως καί κινήσεως. Ἥτις ἐν Χριστῷ ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων φανερωθέντι γέγονε». Πρέπει να γίνη προσεκτική διάκρισις μεταξύ της αϊδιότητος του Λόγου εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος και της «οικονομίας» της Ενανθρωπήσεως Του. Η «πρόγνωσις» έχει ακριβώς σχέσι με την Ενσάρκωσι: «προεγνώσθη οὖν ὁ Χριστός, οὔχ ὅπερ ἦν κατά φύσιν δέ ἑαυτόν, ἀλλ' ὅπερ ἐφάνη κατ' οἰκονομίαν δι' ὑμᾶς γενόμενος ὕστερον» (Ρ G 90,621, 624). Ο «απόλυτος προορισμός» του Χριστού δηλώνεται με μεγάλη σαφήνεια (16). Αυτή η πεποίθησις βρίσκεται σε μεγάλη συμφωνία με τη γενική πορεία του θεολογικού συστήματος του Αγ. Μαξίμου· καταπιάνεται, μάλιστα, με το πρόβλημα σε πολλές περιπτώσεις στις απαντήσεις προς Θαλάσσιον και στο «Περί διαφόρων αποριών». Λόγου χάριν με αφορμή το χωρίο Εφεσίους 1,9 γράφει ο Αγ. Μάξιμος: «ἔδειξε καί ἡμᾶς ἐπί τούτου γεγενῆσθαι, καί ὑπό τῶν αἰώνων περί ἡμᾶς παντ' ἀγαθοῦ Θεοῦ σκοπόν» κτλ. (Περί διαφόρων αποριών, Ρ G 91, 1097). Από την ίδια του την καταβολή ο άνθρωπος προγεύεται στον εαυτό του «θείου τοῦ σκοποῦ τό μέγα μυστήριον», την έσχατη τελείωσι των πάντων εν τω Θεώ (Περί διαφόρων αποριών στ. 1305 εξ.). Όλη η ιστορία της Θείας Προγνώσεως διαιρείται κατά τον Αγ. Μάξιμο σε δύο μεγάλες περιόδους: η πρώτη κορυφώνεται στην Ενσάρκωσι του Λόγου, είναι η ιστορία της Θείας συγκαταβάσεως («ἐπί τῷ ἀνθρωπισθῆναι»). Η δεύτερη είναι η ιστορία της ανθρώπινης ανυψώσεως στη δόξα της Θεώσεως, μια προέκτασις, θα λέγαμε, της Ενσαρκώσεως σ' ολόκληρη τη Δημιουργία. «Διέλωμεν οὖν τῇ ἐπινοία τούς αἰώνας, καί ἀφορίσωμεν, τούς μέν, τῷ μυστηρίῳ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τούς δέ τῇ χάριτι τῆς ἀνθρωπίνης θεώσεως... καί συντόμως εἰπεῖν τῶν αἰώνων οἱ μέν τῆς τοῦ Θεοῦ πρός ἀνθρώπους εἰσι καταβάσεως, ο! δε της ανθρώπων προς Θεό ν ΰπάρχουσιν αναβάσεως. "Η μᾶλλον, ἐπειδή καί ἀρχή, καί μεσότης, καί τέλος πάντων ἐστί τῶν αἰώνων, τῶν δέ παρελθόντων καί ὄντων, καί ἐσομένων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός (Προς Θαλάσσιον περί διαφόρων απόρων της θείας γραφής 22, Ρ G 90, 317· πρβλ. Περί διαφόρων αποριών,Ρ G 91,1308 εξ.). Η εσχάτη τελείωσις, στα μάτια του Αγ. Μαξίμου, συνδέεται με την αρχική δημιουργική βουλή και το σκοπό του Θεού. Έτσι όλη του η θεώρησις είναι αυστηρά «Θεοκεντρική», αλλά και «Χριστοκεντρική» ταυτόχρονα. Τούτο όμως με κανένα τρόπο δεν συσκοτίζει τη θλιβερή πραγματικότητα της αμαρτίας, την έσχατη αθλιότητα της αμαρτωλής υπάρξεως. Τη μεγάλη έμφασι τοποθετεί ο Αγ. Μάξιμος επί της μεταστροφής και της καθάρσεως της ανθρωπίνης βουλήσεως, στον πόλεμο κατά των παθών και του κακού. Αλλά βλέπει αυτή την τραγωδία της Πτώσεως και της αποστασίας του κτίσματος μέσα στην ευρύτερη προοπτική του αρχικού σχεδίου της Δημιουργίας (17).
4. Ποιο είναι το βάρος της μαρτυρίας του Αγ. Μαξίμου; Ήταν κάτι παραπάνω από «προσωπική γνώμη»; Ποια είναι η αυθεντία τέτοιων «γνωμών»; Είναι ολοφάνερο ότι στο ερώτημα περί του πρώτου ή εσχάτου «κινήτρου» της Ενσαρκώσεως δεν μπορεί να δοθή παρά «υποθετική» η «τακτοποιούσα τα πράγματα» απάντησις. ʼλλωστε πολλές δογματικές ρήσεις είναι υποθετικές ή «θεολογούμενα» (18). Τουλάχιστον φαίνεται πως η «υπόθεσις» περί μιας Ενσαρκώσεως ανεξάρτητης από την Πτώσι είναι επιτρεπτή μέσα στο σύστημα της Ορθοδόξου θεολογίας και ταιριάζει αρκετά καλά στην Πατερική διδασκαλία γενικά. Η ικανοποιητική απάντησις στο ερώτημα του «κινήτρου» της Ενσαρκώσεως μπορεί να δοθή μόνο σε συνάφεια με το γενικό περί της Δημιουργίας δόγμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Επιστ. 101, προς Κληδόνιον, PG 37, 181, 184.
2. Επισκόπου B. F. Westcott, «The Gospel of Creation», στο έργο The Epistles of St. John, The Greek Text with notes and essays, Τρίτη έκδοση, Macmillan 1892, σελ . 288.
3. Rupertus Tuitensis, De Gloria et honore Filii hominis super Matthaeum, lib. XIII, PL 168, ex. 1628: « Hic primum illud quaerere libet utrum iste Filius Dei, de quo hic sermo est, etiam si peccatum, propter quod omnes morimur, non intercessisset, homo fieret, an non. Nam de eo quod mortalis homo non fieret, quod mortale corpus non assumeret, nisi peccatum accidisset, propter quod et nos omnes facti summus mortales, nulli dubium est, nulli nisi infideli incognitum est. Illud quaerimus utrum hoc futurum, et humano generi aliquo modo necessarium erat, ut Deus homo fieret, caput et rex omnium, ut nunc est, et quid de hoc respondebitur». Κατόπιν ο Rupert αναφέρεται στον Αγ. Αυγουστίνο για τον αιώνιο προορισμό ( De Civitate Dei XIV 23). K αι συνεχίζει: Cum ergo de sanctis et electis omnibus dubium non sit, quod nanscituri forent omnes usque ad praefinitum numerum secundum propositum Dei, quo ante peccatum benedicens : « Crescite, ait, et multiplicamini », et absurdum sit putare, quod propter eos, ut nascerentur, peccatum necessarium fuerit, quod de isto capite, ex rege omnium electorum angelorum et hominum sentiendum, nisi quod et ipse maxime causam necessariam non habuerit ipsum peccatum, ut homo fieret ex hominibus delicias suae caritatis habiturus cum filiis hominum ». Πρβλ. επίσης De Glorificatione Trinitatis κλπ. lib III 20, PL 160 IX, στ. 72: « igitur probabillius hoc dicimus, quod non tam homo propter supplendum angelorum numerum quam et angeli et homines propter unum hominem Jesum Christum facti sunt, ut, quoniam unus idemque et Deis ex Deo natus erat, et homo nasciturus erat, haberet praeparatam ex utroque latere familiam... Antequam Deus quidquam faceret a princi p io, hoc erat in praeposito, ut Verbum Dei, Verbum Deus caro fierem, et in hominibus habitarem magna caritati et summa humilitate, quae verae deliciae sunt » ( αναφορά στο Παρ. 8,23).
4. Honorius Augustodensis, Libellus octo quaestionum de angelis et homine, cap. II, P L 172, στ. 1187-1188: «et ideo peccatum primi hominis non fuit, causa Christi incarnationis, sed potius fuit causa mortis et damnationis. Causa autem Christi incarnationis fuit praedestinatio humanae deificationis: ab aeterno quippe a Deo praedestinatum, ut homo deificaretur, dicente Domino: «Pater, dilexisti eos ante constitutionem mundi», subaudi, per me deificandos...opportuit ergo hune incarnari, ut homo posset deificari. Et ideo non sequitur, peccatum fuisse causam ejus incarnationis; sed hoc magis sequitur, peccatum non potuisse propositum Dei immutare de deificatione hominis. Siquidem auctoritas sacrae Scripturae et manifesta ratio declarat, Deum hominem assumpsisse etiam si homo nunquam peccasset».
5. Alexander Halensis, Summa theologica éd. ad. Claras Aquas, dist. III, qu. 3, m. 3. Albertus Magnus In III, 1 Sententiarum, dist. XX, art. 4, εκδ. Borgnet, τόμος 28, 361: «dicendum quod in hac quaestione solutio incerta est; sed quantum possum opinari, credo quod Filius Dei factus fuisset homo, etiamsi numquam fuisset peccatum».
6. Duns Scotus, Opus Oxoniense, III, dist. XIX, 8k8. Wadding, τόμος 7, σελ. 415 · πρβλ. Reportata Parisiensia, lib. III, dist. VII, qu. 4, schol. 2, εκδ. Wadding, τόμος 11, σελ. 451. «Dicotamen quod lapsus non sit causa praedestionis Christi, imo nec fuisset Ang e lus lapsus, nec homo, adhuc fuisset Christus sic praedestinatus; alii quam solus Christus. Illud probo, quia omnis ordinate voles primo vult finem, deinde immediatus illa, quae sunt fini immediatora; sed Deus est ordinatissime volens; igitur primo vult se, et pmnia intrinseca sibi: immediatus quantum ad extrinseca est anima Christi: igiturt ad quodcumque meritum et ante quodcumque demeritum, praevitum, praevidit Christum sibi esse uniendum in unitate suppositi... Primo est ordinatio et praedestinatio completa circa electos, quam aliquid fiat circa reprobos in actu secundo, ne aliquis gaudet ex perditione alterius. Quasi sibi sit lucrum : igitur ante lapsum praevisum, et ante omne demeritum, fuit totus processus praevisus de Christo...Dico igitur sic : primo Deus diligit se : secundo diligit se aliis, et iste est amor castus: tertio vult se diligi ab alio qui potest eum summe diligere, loquendo de amore alicuius extrinseci : et quarto praevidit unionem illius narurae, quae debet eum summe dillige,etsi nullus cecidisset ;... et ideo in quanto instanti vidit mediatorem venientem, passurum, ac redemptum populum suum et non venisset ut mediator, ut passurus, ut redempturus, nisi, aliquis prius peccasset, neque fuisset gloria carni dilata, nisi fuisset redimenda sed statim fuisset totus Christus glorificatus ». Ο ίδιος τρόπος σκέψεως στο Opus Oxoniense, dist. VII, qu. 3 scholium 3, Wadding 202- Βλ. P. Raymond, Duns Scot, στο «Dictionnaire de la Th éologie Catholique " v. 4. 1890-1891, και το άρθρο του Le motif de l'Incarnation : Duns Scott et l'Ecole scotiste στο «Etudes Franciscaines» 1912. Επίσης R. Seeberg, Die Theologie des Johannes Duns Scotus, Leipzig 1900 p.250.
7. Summa Theologica, IIIa, qu. I, art. 3, στη S ente nt, dist. I, qu. I, art 3.
8. Bonaventura, IIII Sentent., dist, I, qu. 2 ed. Lugduni 1668, p. 10-12.
9. Πρβλ. A. Michelé, Incarnation στο Dictionnaire de la Théologie Catholique, v. 7. 1495 εξ. -J. Wessel, De causis Incarnationis lib. Ii, c. 7, παραπομπή από το G. Vilmann, Die Reformatoren vor der Reformation, v. 2, Gotha 1866, p. 398 εξ. - Περί Naclantus βλ. Westcott, ε. Α. Σελ. 31 εξ.-Andreas Osiander, An Filius Dei fuit Incarnatus, si peccatum non invervenisset in mundum? Item de imagine Dei quid sit? Ex certis et evidentibus S. Scripturae testimonis et non ex philosophicis et hunmanae rationis copitationibus derompta explicatio, Monte Regia Prussiae 1550. Βλέπε I. A. Dorner, Entwicklungsges chichte der Lehre von der Person Christi, 2 e ed.1853, v. 2. p. 438&584. Otto Ritschl, Dogmengeschichte des Protestantismus, v. 2. Leipzig 1912, p. 462. Ο Καλβίνος έκρινε με σθένος τον Osiander στην Institutio, lib. ΙΙ, cap. 12, 4-7, ed. Tholuk I. P. 304- 309.
10. Βλέπε λόγου χάρη την μακρά συζήτησι στο Dogmata Theologica του L. Thomassin (1619-1995), v. 3, De Incarnatione Verbi, lib. II., cap. 5, t. II, ed. Niva, Parisiis 1866, p. 189- 249. O Thomassin απορρίπτει την θεωρία του Scotus σαν «παραίσθησι», που βρίσκεται φανερά σε αντίφασι με την μαρτυρία των Γραφὠν και την διδασκαλία των Πατέρων. Πραθέτει ένα ν μακρό κατάλογο Πατερικών χωρίων, κυρίως από τον Αγ. Αυγουστίνο. Ο Bellarmin (1542- 1621) απορρίπτει αυτήν την ιδά σε μια φράσι:" si enim Adam stetisset in ea innocentia, in qua conditus fuerat, sine dubitatione ulla, Dei fillius passus non fuisset ; fortasse etiam carnem assumpisset, ut ipse etiam Calvinus docet ", De Christo, lib. V, cap. 10, editio prima Romana, Romae 1832, v. 1,. p. 432. O Petravius (1583- 1652) λίγο ενδιαφέρθηκε για την συζήτησι: « haec quaestio fuse magnaque contentione disputatur in scholis, sed nos, altercatione semota, quae in antiquire Theologia hoc loco nulla est, paucis illam explanabimus ". Δεν υπάρχει μαρτυρία υπέρ αυτής της απόψεως στην παράδοσι και ο Petavius κάνει μερικές παραπομπές με το αντίθετο αποτέλεσμα, Opus de Theologicis Dogmatibus, τομ. 4, DeIncarnatione, lib. II, cap. XVII, 7-12, ed. Venetiis 1757, p. 95-96. Για τους Διαμαρτυρομένους βλέπε μια σύντομη συζήτησι στο John Gerhard, Loci Theologici, Locus Quartus, De Persona et Officio Christi, cap. 7., με αξιόλογες αναφορές στην προηγούμενη γραμματεία και μια ενδιαφέρουσα παράθεσι πατερικών χωρίων, εκδ. Preus, Berolini 1863, v. 1., p. 513- 514, και πιο εκτεταμένη συζήτησι αυτού από τον J. A. Quenstedt, Theologia Didactico - Polemica, sive Systema Theologicum, Wittenbergae 1691, Pars III, Membrum I, Sectio I, Quastio I, p. 108- 116. Από το άλλο μέρος ο Suarez (1548- 1617) υπεστήριξε μια συμβιβαστική άποψι, όπου οι δύο αντιμαχόμενες γνώμες μπορούν να διατηρηθούν συγχρόνως. Βλέπε τα σχόλιά του στη Summa, IIIa, Disput. IV, section 12, και ολόκληρη η Disp. Va. - Opera Omnia, ed. Berton, Parisiis 1860, p. 186- 266.
11. François de Sales, Traité de l'amour de Dieu, livre 4, ch. 4 και 5 στο «Oeuvres», εκδ. πλήρης, τ. 4., Annecy 1894, σελ.. 99 εξ. και 102 εξ. -Malebranche, Entretiens sur la Métaphysique et sur la Religion, έκδοσις κριτική από τον Armand Cuvillier, Paris 1948, τομ. 2, Entrettien IX, 6, σ. 14 : «Qui assurément 1'Incarnation du Verbe est le premier et le principal des desseins de Dieu ; c'est ce qui justifie sa conduite ;». Traité de la Nature et de la Grâce, Rotterdam 1712, Discours I, I, σελ. 2- Seconde Eclaircissement, σελ. 302 εξ. Reflexions sur la prémotion Physique, Paris 1715, σελ. 300 : «Il suit évidemment ce me semble, de ce que je viens de dire, que le premier et principal dessein de Dieu dans la création est l'Incarnation du Verbe : puisque Jésus - Christ est le premier en toutes choses...et qu'ainsi, quand 1'homme n' auroit point péché, le Verbe se ne seroit incarné». Πρβλ. σελ. 211 passim. Για περισσότερες βλέπε : J. Vidgrain, Le Christianisme dans la philosophie de Malebranche, Paris 1923 σελ. 99 H. Gouhier, La Philosophie de Malebranche et son Expérience Religieuse, Paris 1926, σελ. 22. J. Maydieu, La Création du Monde et l' Incarnation du Verbe dans la Philosophie de Malebranche, στο «Bulletin de Littérature Ecclésiastique», Toulouse 1935. - Αξίζουμε ν ' αναφέρουμε ότι και ο Leibniz θεωρούσε την Ενανθρώπισι σαν απόλυτο σκοπό μέσα στη δημιουργία· βλέπε αναφορές από τα ανέκδοτά του στον J. Baruz, Leibniz et l'organisation religieuse de la Terre, Paris, Alcan 1097, σελ. 273 - 274.
12. Η άποψις του Scotus αντιπροσωπεύεται από ένα Φραγκισκανό πατέρα Χρυσόστομο σε δύο έργα : (Christus Alpha et Oméga, seu de Christi universali regno, Lille 1910 ( χωρίς το όνομα του σγυγγραφέα ) και Le Motif de l'Incarnation et des principaux thomistes contemporains, Tours 1921 ( απάντησις στους επικριτές ), όπου συγκεντρώνει μια εντυπωσιακή παράθεσι πατερικών κειμένων. Την θωμιστική άποψι έδωσε ο πατήρ E. Hogon, Le Mystère de l'Incarnation, Paris 1913, p. 63 κ. ε και ο πατήρ Pau1 Gallier, S, J., De Incarnatione et Redemptione, Parisiis 1926. Βλέπε και του πατρός Hilair de Paris, Cur Deus Homo? Dissertatio de motivo Incarnationis, Lyon 1867 ( περιλαμβάνει ανάλυσι πατερικών κειμένων από Θωμιστική άποψι ). Πρβλ. και την εισαγωγή από το βιβλίο του Dr. Aloysius Spindler, Cur Verbum caro factum. Das Motiv der Menschwerdung und des Verhältnis der Erlösung zur Menschwerdung Gottes in den christologischen Glaubenskämpfen des vierten und fünften christlichen Jahrhunderts, Paderborn 1938, (« Forschungen zur Christlichen Literatur - und Dogmengeschichte», hrsg. von A. Ehrhard und Dr. J. P. Kirsch, v. 18, τευχ. 2.
13. B λέπε σημ. 2.
14. Sergius Bulgakov, Agnetz Bozhij, Paris 1933, σελ. 191 εξ. ( Ρωσικά ). Γαλλική μετάφρασις, Du Verbe Incarné, Paris 1943.
15. O Dr. Spindler στο βιβλίο που αναφέρουμε στη σημείωσι 12 είναι ο μόνος μελετητής του προβλήματος, που χρησιμοποιεί την κατάλληλη ιστορική μέθοδο στη χρήσι κειμένων.
16. Πρβλ. Hans Urs von Balthasar, Liturgie Cosmique : Maxime le Confesseur, Paris, Aubier, 1947, σελ. 204 - 205 : ο Πατήρ Balthasar αναφέρεται στην 50 Ερώτησι προς Θαλάσσιον και προσθέτει, ο Μάξιμος θα είχε πάρει το μέρος του Scotus στη συζήτησι των Σχολαστικών, αν και με καλύτερες προϋποθέσεις : Maxime du reste est totalement étranger au postulat de ce débat scholastique qui imagine la possibilité d' un autre ordre du monde sans péché et totalement irréel. Pour lui la «volonté préexistante» de Dieu est identique au monde des «idées» et de «possibles»: «l'ordre des essences et l'ordre des faits coïncident en ce point suprême ( στη Γερμανική έκδοσι, Kosmische Liturgie, σελ . 267 - 268). Βλέπε επίσης Dom Polycarp Sherwood, O. S. B., The Earlier Ambigua of Saint Maximus the Confessor and his réfutation of Origenism, Romae 1955 («Studia Anselmiana, τευχ. 26) κεφ. IV, Logos, σελ. 155 εξ .
17. Η καλύτερη έκθεσις της θεολογίας του Αγ. ΜΑξίμου είναι του S. Epiphanovich, ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής και η Βυζαντινή Θεολογία, Κίεβο 1915 (Ρωσικά)· πρβλ. και το κεφάλαιο περί του Μαξίμου στο βιβλίο μου, Οι Βυζαντινοί Πατέρες, Παρίσι 1933, σελ. 200-227 (Ρωσικά). Εκτός από το βιβλίο του πατρός von Balthasar, που εσημειώσαμε παραπάνω, μπορεί να συμβουλευθεί κανείς επωφελώς την «εισαγωγή» του DomPoly carp Sherwood στη μετάφρασί του « The Four Centuries on Charity » του Αγ. Μαξίμου, Ancient Christian Writers, Nr. 21, London και Westminster, Md., 1955.
18. Βλέπε τον ορισμό του Bolotov για τα «θεολογούμενα»: Thesen ü ber das « Filioque », πρώτη έκδοσις χωρίς το όνομα του συγγραφέα (« von einem Russichen Theologen »), στο « Revue Internationale de Th é ologie », τευχ. 24, Οκτ.- Δεκ. 1898, σ. 682: «Man kann mich fragen, was ich unter Theologumenon verstehe? Seinem Wesen nach ist es auch eine theologische Meinung, aber eine theologische Meinung derer welche für einen jeden «katholiken» mehr bedeuten als gewöhnliche Theologen; es sind die theologische Meinun-gen der hl.Vâter der einen ungeteilten Kirche ; es sind Meinungen der Männer unter denen auch die mit Recht οι διδάσκαλοι της Οικουμένης genannten sich befinden». Κανένα « θεολογούμενο » δεν μπορεί να απαιτήση κάτι περισσότερο από την « πιθανότητα » · κανένα « θεολογούμενο » δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ένα μπορούμε σαφώς να το αποφύγουμε με μια αυθεντική ή « δογματική » απόφασι της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου