Μία σύντομη θεολογική θεώρηση της θεωρίας της Εξελίξεως
(Η ειδική προσφορά της προς Εβραίους Επιστολής)
Παν. Ι. Μπούμη, Κοινωνία Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1985,
σελ. 326-351
σελ. 326-351
1. Προεισαγωγικά
Εν πρώτοις θα πρέπει νά διευκρινήσουμε, ότι δεν επιγράφουμε το άρθρο μας αυτό «θεώρηση της θεωρίας του Δαρβίνου», αλλά «θεώρηση της θεωρίας της εξελίξεως», γιατί οι αρχικές θέσεις του Δαρβίνου στη θεωρία αύτη εδοκίμασαν εν συνεχεία τόσες πολλές αναθεωρήσεις, τροποποιήσεις, διορθώσεις και προσθήκες, ώστε πολλοί να ομιλούν και «περί εξελίξεως της θεωρίας της εξελίξεως» (1). Έτσι σήμερα έχουμε φτάσει στον κλασσικό νεοδαρβινισμό (ή τη συνθετική θεωρία), με κυρίους εκπροσώπους τους Dobzhansky, Mayr και Simpson, και το συντηρητικό νεοδαρβινισμό (ή δαρβινισμό των κοινωνιολόγων) με κυρίους εκπροσώπους τους Wilson, Trivers, Dawkins και Smith, με κατάληξη το μοντέλο «των διαλειπουσών ισορροπιών» των J. Gould, Niles Eldredge, Carson κ.ά., οι οποίοι αποκλίνουν μάλλον προς τη θεωρία της τύχης, την άποψη δηλαδή των τυχαίων και αιφνίδιων συμβάντων και μεταβολών.
2. Οι πρώτες πληροφορίες της Αγ. Γραφής (Γενέσεως)
Έπειτα από τα ολίγα αυτά προκαταρκτικά, ας καταφύγουμε (είμαστε άλλωστε υποχρεωμένοι ως Θεολόγοι και σύμφωνα με την επικεφαλίδα του άρθρου μας νά καταφύγουμε) στο πρώτο κεφάλαιο της «Γενέσεως» και γενικότερα της Αγ. Γραφής, στο οποίο γίνεται λόγος για τη δημιουργία του κόσμου, αψύχου και εμψύχου, ανόργανου και οργανικού, για να δούμε τί μας αποκαλύπτει επάνω στο θέμα που μας απασχολεί. Εκεί θα διαπιστώσουμε ότι ο Δημιουργός Θεός επενέβαινε κατά διαστήματα («ημέρα πρώτη..., ημέρα τρίτη..., ημέρα πέμπτη»), προκειμένου νά εμφανισθούν τα διάφορα άψυχα και έμψυχα όντα επάνω στον πλανήτη μας. Πιο συγκεκριμένα η Γένεσις λέει (2):
ΕΝ ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. 3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς. 4 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. 5 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία....
9 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά. καὶ ἐγένετο οὕτως. καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά. 10 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θαλάσσας. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν.
11 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως... 13 καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τρίτη...
20 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ἐγένετο οὕτως. 21 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγε τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν, καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά...23 καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα πέμπτη.
24 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος. καὶ ἐγένετο οὕτως. 25 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος, καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος αὐτῶν καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά. 26 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν...καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη.
Στους στίχους αυτούς η επέμβαση του Θεού διαφαίνεται κα! διακηρύσσεται ιδιαιτέρως με τά ρήματα: «Βλαστησάτω», «ἐξαγαγέτω», «ἐποίησεν ὁ Θεός», «ποιήσωμεν». Επίσης στους στίχους αυτούς της Γενέσεως λέμε ότι η «ημέρα» αντιπροσωπεύει «ενα ολόκληρο χρονικό διάστημα», όχι (μόνο) γιατί με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύονται, εξηγούνται φυσικότερα και κατανοούνται ευκολότερα - ορθολογικότερα τα γεγονότα της Γενέσεως. Αλλά καταφεύγουμε σ' αυτή τη λογική ερμηνεία, γιατί προς αυτήν μας, κατευθύνει κατ' αρχάς και το γεγονός, ότι η εβδόμη «ημέρα» της Γενέσεως ακόμη συνεχίζεται (3), και άρα δεν γίνεται λόγος για μιά 24ωρη ημέρα, αλλά γιά μιά μεγαλύτερη χρονική περίοδο. Εξ άλλου προς αυτήν τήν ερμηνεία μας ωθεί και η Αγ. Γραφή, η οποία αλλού λέει: «Ἐν δέ τούτῳ μή λανθανέτω ὑμᾶς, ἀγαπητοί, ὅτι μία ἡμέρα παρά Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη καί χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» (Β' Πέτρου 3, 8) (4) . Πρβλ. και Ψαλμ 89 (90), 4.
3. Βοηθητικά - Διαφωτιστικά στοιχεία της προς Εβραίους Επιστολής
Στην ερμηνεία όμως αυτή της «ημέρας» ως ολόκληρης χρονικής περιόδου μπορεί να μας βοηθήσει αποφασιστικώς και η προς Εβραίους Επιστολή, η οποία στο πρώτο κεφάλαιο, το οποίο αναφέρεται στη δημιουργία του ουρανού και της γης από τον Ι. Χριστό (5) λέει: «Δι' οὗ καί τούς αἰῶνας ἐποίησεν (ο Θεός)» (Εβρ. 1-, 2). Αν, λοιπόν, λάβει κανείς υπ' όψη του τη γενική αρχή, ότι η Π. Διαθήκη κατανοείται με τη βοήθεια της Κ. Διαθήκης (6), και ότι η προς Εβραίους Επιστολή απευθύνεται προς εκείνους, για τους οποίους κατ' αρχάς εγράφη και η Γένεση, μπορούμε να υποθέσουμε τα εξής: Ότι η φράση αυτή ετέθη στην προς Εβραίους Επιστολή ακριβώς, για να ερμηνεύσει και τη Γένεση, και πιο συγκεκριμένα, για να δώσει το πραγματικό νόημα στη λέξη «ημέρα».
Ασφαλώς όμως, εδώ πρέπει νά προσθέσουμε και το εξής: Προφανώς ο συγγραφεύς της προς Εβραίους Επιστολής δεν θέλει να πει, ότι ο Θεός εδημιούργησε δια του Υιού Του τους αιώνες, δηλαδή το χρόνο, την αφηρημένη αυτή έννοια, όπως τυχόν είναι δυνατόν να νομίσουν μερικοί (7), αλλά θέλει να πει, ότι μέσα σ' αυτούς τους αιώνες, μέσα σ' αυτά τα χρονικά πλαίσια, μέσα σ' αυτές τις χρονικές περιόδους, εδημιούργησε τον κόσμο (8), τον ουρανό και τη γη και τά ευρισκόμενα επάνω σ' αυτή. Έθεσε δηλ. με τη λέξη «αιών» το περιέχον αντί του περιεχομένου, εχρησιμοποίησε το συντακτικό σχήμα της μετωνυμίας (9) ή υπαλλαγής (10).
Ότι χρησιμοποιεί ο Απ. Παύλος το σχήμα της μετωνυμίας ή υπαλλαγής και ότι έθεσε το περιέχον αντί του περιεχομένου, φαίνεται καλλίτερα στο παράλληλο χωρίο της ίδιας επιστολής (Εβρ. 11, 3), οπού λέει: «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τούς αἰῶνας ρήματι θεοῦ, εἰς τό μη εκ φαινομένων τό βλεπόμενον (ή τα βλεπόμενα) γεγονέναι». Η ύπαρξη εδώ του ρήματος «κατηρτίσθαι», το οποίο θά έλεγε κανείς είναι πιο υλικό, πιο περιεκτικό και πιο ουσιαστικό άπό το «ἐποίησεν» του Εβρ. 1, 3, διότι σημαίνει τό «ἐδημιουργήθησαν καί ἐτακτοποιήθησαν» (11), μας βοηθάει νά εννοήσουμε τά δημιουργηθέντα «ἐν χρόνῳ» παρά τον ίδιο το χρόνο, τη χρονική περίοδο, τον «αιώνα». Και τοΰτο-, γιατί, όπως και προηγουμένως με άλλα λόγια εσημειώσαμε, ο χρόνος «ὁ αἰών, οὐκ οὐσία τίς ἐστιν, ἀλλ' ἀνυπόστατον χρῆμα» (12), ή γιατί ο «αἰών ἐστι τό τῇ κτιστῇ φύσει παρεζευγμένον διάστημα» (13). Ότι εννοεί τά δημιουργήματα, τα ορατά κτίσματα, φαίνεται και από τη συνέχεια του χωρίου, το οποίο λέει, «εἰς τό μή ἐκ φαινομένων τό βλεπόμενον (ή τά βλεπόμενα) γεγονέναι», όπως επίσης φαίνεται και από την ερμηνεία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου στο χωρίο αυτό, ο οποίος λέει: «Ἐξ οὐκ ὄντων τά ὄντα ἐποίησεν ὁ Θεός, ἐκ τῶν μή φαινομένων τά φαινόμενα, ἐκ τῶν οὐχ ὑφεστώτων τά ὑφεστῶτα» (14).
ʼλλα γιατί ό ʼπ. Παΰλος χρησιμοποίησε το σχήμα αυτό; Κατά τή γνώμη μας και εκτός των άλλων λόγων (15) και για να βοηθήσει να ερμηνευθεί ορθώς η έννοια της ημέρας και η δημιουργία του κόσμου κατά τη Γένεση και για να ανασκευάσει με τρόπο τις σχετικές εσφαλμένες ιδέες των Γνωστικών, όπως είδαμε προηγουμένως (16).
Και πρέπει ίσως ακόμη νά προσέξουμε ότι ο συγγραφεύς της προς Εβραίους Επιστολής δεν προσδιορίζει ποίους αιώνες εννοεί. Τους αιώνες που αποτελούνται από 100 χρόνια ο καθένας ή εννοεί ένα είδος γεωλογικών αιώνων (π.χ. αρχέγονος ή αζωϊκός, πρωτογενής ή παλαιοζωϊκός, δευτερογενής ή μεσοζωϊκός, τριτογενής και τεταρτογενής ή καινοζωϊκός), οι οποίοι διήρκεσαν εκατομμύρια χρόνια; (17) Έτσι δεν μπορούμε νά καθορίσουμε επακριβώς τη διάρκεια τους. ʼλλωστε ο ακριβής αυτός χρονικός προσδιορισμός δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το γεγονός, ότι μπορούμε νά εκλάβουμε την ημέρα της Γενέσεως ως ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, και το γεγονός γίνεται ιδιαιτέρως σημαντικό, επειδή στην ερμηνεία αύτη μας βοηθάει η ίδια η Αγ. Γραφή.
Ορθώς, λοιπόν, ο Μέγ. Αθανάσιος έγραφε: «Αὐτάρκεις μέν γάρ εἰσιν αἱ ἁγίαι καί θεόπνευστοι Γραφαί πρός τήν τῆς ἀληθείας ἀπαγγελίαν» (18). Και αλλού ο ίδιος υπενθύμιζε: «Ἡ Ἐκκλησία... διατίθεται ἡμῖν ἀρκεῖσθαι τῇ θεοπνεύστῳ Γραφῇ, ἱκανή οὔση διδᾶξαι ἡμᾶς» (19). Γι'' αυτό δικαίως και ο ιστ' καν. του Μεγ. Βασιλείου λέει: «Πρόσεχε οὖν ἀκριβῶς τῇ Γραφῇ καί αὐτόθεν εὑρήσεις τήν λύσιν τοῦ ζητήματος» (20). Και το άξιο σημειώσεως επί του προκειμένου είναι, ότι ο κανόνας αυτός καταλήγει έτσι μετά από απάντηση του Μεγ. Βασιλείου σε προβληματιζόμενο και απαιτητικό ερευνητή (πρβλ. τις λέξεις «ἀπαιτοῦντος» και «ὑπό ἀνδρός ζητητικοῦ κινηθέν πρόβλημα») επί θέματος σχετικού με τή δημιουργία των όντων («κοσμοποιΐαν») (21).
4. Γενική θεώρηση της αρχής της Δημιουργίας και της θεωρίας της εξελίξεως
Σύμφωνα, λοιπόν, και με τις υποδείξεις αυτές ας συνεχίσουμε την έρευνα της Γραφής και συγκεκριμένως της Γενέσεως. Ελέγαμε, λοιπόν, ότι τά ρήματα «βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου...», «ἐξαγαγέτω τά ὕδατα ἑρπετά... καί πετεινά», «ἐξαγαγέτω ἡ γῆ... τετράποδα» κτλ., τα οποία είναι «ρήματα (=λόγοι) Θεοῦ» δηλώνουν, ότι ο Θεός παρενέβαινε κατά διαστήματα στη φύση, προκειμένου να εμφανισθούν τα διάφορα έμψυχα όντα. Θα πρέπει όμως να προσέξουμε ιδιαιτέρως («ακριβώς») στη διατύπωση της Αγ. Γραφής. Αν, λοιπόν, την ερευνήσουμε (22) με μεγάλη προσοχή, θα δούμε ότι λέει να «εξαγάγουν», να βγάλουν τα ύδατα, τα νερά, οι θάλασσες, και η γη, η ξηρά, τα διάφορα ζώα. Και τίθεται το ερώτημα: Αυτό μήπως θέλει να υποδηλώσει, ότι από το νερό και από τή γη, από τα στοιχεία αυτά, από την ανόργανο δηλ. ύλη προήλθαν τα έμβια όντα;
Προς μία τέτοια άποψη οδηγεί τα πράγματα και ο ιε' καν. του Μεγ. Βασιλείου, ο οποίος λέει: «Τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, καί οἱ ἰχθύες τῆς θαλάσσης, καί ἐν τῇ κοσμοποιΐα (κατά τη δημιουργία του κόσμου στη Γένεση) τήν αὐτήν ἔλαχον γένεσιν ἐκ τῶν ὑδάτων γ άρ ἐξήχθη» (23). Και ο μέγας βυζαντινός κανονολόγος, μοναχός Ιωάννης Ζωναράς (12ος αι.), ερμηνεύοντας τον κανόνα λέει: «Φησίν, ὅτι καί ἄμφω ἐκ τῶν ὑδάτων παρήχθησαν, καί ἐκεῖθεν ἔσχον τήν γένεσιν» (24). Και ο άλλος σύγχρονος του Ζωναρά, βυζαντινός κανονολόγος Αριστηνός λέει: «Εἶπεν ἡ Γραφή, ὅτι ἐκ θαλάσσης ἀμφοτέρων ἡ γένεσις» (25). Και ο νεώτερος μέγας κανονολόγος, Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο «Πηδάλιον», ερμηνεύοντας τον ίδιο κανόνα λέει, ότι «καί τά δύο ταῦτα γένη τῶν ζώων ἐδημιουργήθησαν ἀπό τά αὐτά νερά» (26).
Συγχρόνως όμως πρέπει να εξαρθεί και να υπογραμμισθεί και το γεγονός, ότι τόσο ο κανόνας του Μεγ. Βασιλείου, όσο και τα σχόλια των εν λόγω κανονολόγων επάνω σ' αυτόν λένε, ότι τα ζώα αυτά εδημιουργήθηκαν από των υδάτων και όχι υπό των υδάτων. ʼρα η έκφραση αύτη δεν δηλώνει το ποιητικό αίτιο, τον ποιητή, δηλαδή το δημιουργό, αλλά δηλώνει, όπως προείπαμε,, μόνο την προέλευση του υλικού, την ύλη των όντων ή έστω και το χώρο, όπου εμφανίσθηκαν και εδημιουργήθηκαν τα ζώα αυτά.
Έτσι, λοιπόν, διερωτάται κανείς, μήπως ενισχύεται η άποψη, ότι η Αγ. Γραφή με τις εκφράσεις «βλαστησάτω ἡ γῆ», «ἐξαγαγέτω τά ὕδατα» κτλ. θέλει να υποδηλώσει, ότι από τα ανόργανα στοιχεία της φύσεως εσχηματίσθηκαν οι πρώτες ενόργανες χημικές ενώσεις, τα βασικά χημικά συστατικά των έμβιων όντων (νουκλεοτίδια, αμινοξέα κτλ.), και με τή δημιουργική επέμβαση του Θεού εμφανίσθηκαν τα αρχέγονα κύτταρα και έν συνεχεία οι μονοκύτταροι και οι πολυκύτταροι οργανισμοί; Αλλά μήπως αυτό δεν δέχονται και πολλοί βιοχημικοί και βιολόγοι ή μήπως σ' αυτό το σημείο θα είναι δυνατόν και αυτοί να συμφωνήσουν σήμερα μιά και αναγνωρίζουν, ότι, ενώ μπορούνε να φθάσουν πειραματικώς στην παρασκευή του προβιοτικού σταδίου, δηλαδή στο σχηματισμό των νουκλεοτιδίων και των αμινοξέων, δεν έχουν «ιδέα τί πράγμα θα μπορούσε να είναι η δομή ενός αρχεγόνου κυττάρου» (27), το οποίο χρειάζεται τη βοήθεια ενός τελεονομικού συστήματος (=ενός σχεδίου με κάποιο σκοπό), για να προωθεί και να επιτυγχάνει την ίδια του την ανατύπωση, τον πολλαπλασιασμό του ;
Επίσης, πρέπει νά σημειώσουμε ή μάλλον να δώσουμε και μία πλατύτερη ερμηνεία και στην έκφραση «ἀπό τῶν ὑδάτων», η οποία χρησιμοποιείται από τα κείμενα, τα σχετικά με τη δημιουργία των έμβιων όντων, τα οποία είδαμε πιο πάνω. Δεν εννοεί, λοιπόν, όπως νομίζεται συνήθως, μόνο τις θάλασσες, αλλά εννοεί και τα ύδατα της ατμόσφαιρας, τους υδρατμούς, από τους οποίους προήλθαν τα υλικά για ωρισμένα ζώα ή πτηνά ή έντομα κλπ. Μήπως αυτό δεν παραδέχονται, και οι οπαδοί της σύγχρονης βιολογίας (28), όταν λέγουν, ότι «στις αρχικές συνθήκες της ατμόσφαιρας και των ωκεανών παρήχθησαν μεγάλες ποσότητες των οικοδομικών υλικών της ζωής, όπως μόρια αμινοξέων, από τα οποία και προήλθε η ζωή» (29); Ότι υπό τη λέξη «ὕδατα» η Αγ.Γραφή εννοεί και τα ύδατα της ατμόσφαιρας (νέφη κτλ.), τα οποία περιβάλλουν τη γη, βοηθούν και άλλα χωρία της Π. Διαθήκης. Π.χ. το Ιερ. 10, 12 - 13 έχει: «Κύριος ὁ ποιήσας τήν γῆν... καί τῇ φρονήσει αὐτοῦ ἐξέτεινεν τόν οὐρανόν καί πλῆθος ὕδατος ἐν οὐρανῷ καί ἀνήγαγεν νεφέλας ἐξ ἐσχάτου τῆς γῆς» (30).
Και συνεχίζουμε τη μελέτη του κειμένου της Αγ. Γραφής του σχετικού με τη δημιουργία του κόσμου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διήγηση της Γενέσεως τα φυτά έγιναν την τρίτη ημέρα, πρώτα τα μικρά («βοτάνη χόρτου») και ύστερα τα μεγάλα («ξύλαν κάρπιμον»). Την τέταρτη ημέρα δεν έχουμε καμμία δημιουργία εμψύχου όντος, και ερχόμεθα στην πέμπτη ημέρα, οπότε αρχίζει η δημιουργία του ζωικού κόσμου, για να συνεχισθεί και την επόμενη περίοδο, «την έκτην ημέραν».
Εκείνο που είναι άξιο προσοχής και κατά τη δημιουργία του ζωϊκού κόσμου είναι το γεγονός ότι πρώτα δημιουργήθηκαν τά θαλάσια ζώα, υστέρα τα πετεινά του ουρανού καιί τελευταία τα επίγεια ζωα, τα θηλαστικά, τα τετράποδα, θα έλεγε κανείς γι' αυτό, ότι πρώτα εμφανίστηκαν τα κατώτερα ζώα και ύστερα τα ανώτερα. Τελευταίος δε και με ιδιαίτερη μάλιστα φροντίδα (31) δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Όλα αυτά μοιάζουν σαν να έχουμε ένα είδος εξελίξεως (32) μέσα στο φυτικό και το ζωϊκό βασίλειο. Γι' αυτό δεν είναι παράδοξο ούτε αντιβιβλικό το γεγονός, αν μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας και άλλοι εκκλησιαστικοί άνδρες, όπως ο Μέγ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Χρυσόστομος, ο Αυγουστίνος κ.ά., «εδέχοντο ἐξέλιξίν τινα, κατευθυνομένην υπό του Θεού» (33).
Παρά ταύτα δεν πρέπει να μας διαφεύγει την προσοχή και ένα άλλο γεγονός: Στο κείμενο της δημιουργίας (Γενέσεως) η Αγ. Γραφή τονίζει επανειλημμένως, ότι όλα αυτά δημιουργήθηκαν «κατά γένος» (34) (στα φυτά προσθέτει «καί καθ' ὁμοιότητα»). Τούτο μήπως μας υπενθυμίζει και μήπως θέλει να μας υποδείξει τους βιολογικούς νόμους, τους νόμους της γενετικής ή κληρονομικότητος, όπως τους διατύπωσαν κατά τους νεωτέρους χρόνους ο Gr. Mendel, J. Morgan, N. Eldredge και S. J. Gould (Γκούλντ) (35); Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς δεν μπορεί γενικώς και φυσιολογικώς ενα γένος, ένα είδος ζώου να προέλθει από άλλο γένος ή είδος, ή από τη διασταύρωση δύο διαφορετικών γενών· ήτοι υιοθετούν τη σταθερότητα των ειδών (36).
Ειδικότερα και επί του προβλήματος, αν μπορούν ναά κληρονομηθούν επίκτητες ιδιότητες, ώστε να μεταβούμε από το ενα είδος στο άλλο, ο Βάισμαν λέει ότι όλες οι αλλαγές που οφείλονται σε εξωτερικές επιδράσεις «είναι παροδικής φύσεως και εξαφανίζονται μαζί με τα άτομα» (37).
Είναι εξ άλλου γνωστό, ότι ακόμη και ο ημίονος (μουλάρι), ο οποίος προέρχεται ας πούμε από τη διασταύρωση δύο διαφορετικών ειδών (ίππο και όνο) δεν είναι γόνιμος, δεν γεννά απογόνους. Το ίδιο συμβαίνει και στη διασταύρωση λύκου και σκύλου, όπου δεν παράγονται άτομα γόνιμα, άτομα ικανά για αναπαραγωγή. Επιπροσθέτως θα μπορούσε κανείς να επισημάνει και την εμφάνιση θνησιγενών τεράτων από τέτοιες αφύσικες (εκτός του αυτού είδους) διασταυρώσεις, ή αλλιώς «μοιχείες», όπως λέει ο Μέγ. Βασίλειος (38).
Επί πλέον θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, ότι η έκφραση «κατά γένη» μας υπενθυμίζει και την άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία και όπως έχει παρατηρηθεί από το ένα γένος στο άλλο δεν πάμε σιγά - σιγά με μία βραδεία εξέλιξη π.χ. από τη μία ράτσα στην άλλη κ.ο.κ., αλλά αντιθέτως με μία απότομη μετάβαση, με ένα άλμα (39).
Αυτούς τους νόμους της βιολογίας (γενετικής ή κληρονομικότητος) τους αναγνωρίζουν βεβαίως και όλοι οι επιστήμονες οπαδοί της θεωρίας της εξελίξεως. Και γι' αυτό οι τελευταίοι και για να υπερπηδήσουν αυτό το φράγμα (νόμους) λέγουν - καταλήγουν στην εξής θέση: Ναι, προήλθε το ενα γένος των ζώων από το άλλο, τα ανώτερα γένη ζώων από τα κατώτερα, αλλά αυτό δεν έγινε με μία π.χ. διασταύρωση ή με τη φυσική λεγομένη επιλογή, αλλά αυτό έγινε, γιατί κάποιο τυχαίο γεγονός (40) (π.χ. κάποια ακτίνα φωτός, ή ακτίνες Χ ή μία κοσμική ακτινοβολία) επέδρασε στο εσωτερικό του γενετικού (41) κυττάρου και ειδικότερα στη δομή του D ΝΑ. Αυτή δε η επίδραση, και το αποτέλεσμα αυτής της επιδράσεως οδήγησε σε μία κτυπητή και προφανή μεταβολή σε μία «μετάλλαξη» (Μ utation) και μάλιστα σε μιά «συστηματική μετάλλαξη» ή «μακρομετάλλαξη» (42), σε μία αλλοίωση, η οποία τελικά κατέληξε στην εμφάνιση του νέου αυτού γένους των ζώων, του ανωτέρου από το κατώτερο.
Αύτη η άποψη μπορεί να διατυπωθεί με άλλα λόγια και ως εξης: επειδή έχει παρατηρηθεί, ότι οι επίκτητες ιδιότηνες γενεές, γι' αυτό και για νά μεταβιβασθούν πρέπει νά περά-λον σ' έναν οργανισμό· δεν μεταβιβάζονται άμεσα στις επόμενες γενεές, για να μεταβιβασθούν πρέπει νά περάσουν απαραιτήτως μέσα από το κληρονομικό ή γενετικό υλικό, μέσα από το D ΝΑ (43).
Πλην όμως η εν λόγω άποψη αμφισβητείται:
1) Γιατί από πολλούς θεωρείται, ότι όλο το σύστημα του D ΝΑ είναι «κλειστό στον εαυτό του και απολύτως ανίκανο να δεχτεί οποιαδήποτε υπόδειξη από τον εξωτερικό κόσμο» (44).
2) Γιατί άλλοι λέγουν, ότι οι μεταλλάξεις αφορούν δευτερεύοντα ή μάλλον τριτεύοντα χαρακτηριστικά στους οργανισμούς, όπως είναι το χρώμα των τριχών ή του σώματος ή των ματιών, ή η μορφή των πτερύγων, δηλ. σε χαρακτηριστικά της ράτσας και όχι του γένους.
3) Γιατί τρίτοι ισχυρίζονται, ότι οι μεταλλάξεις στα ανώτερα ζώα και τον άνθρωπο είναι σπάνιες. «Γιά να συμβούν δραστικές μεταβολές στο γενετικό υλικό των ανωτέρων ζώων η πιθανότητα συνδυασμών από μεταλλάξεις στά γονίδια είναι εξαιρετικά μικρή (σχεδόν αμελητέα ή απίθανη)», λέει ο καθηγητής Ι. Παπαβασιλείου (45).
4) Γιατί τέταρτοι ισχυρίζονται, ότι οι μεταλλάξεις που αναφέραμε είναι μάλλον ατυχήματα, ανήκουν μάλλον στην κατηγορία των ατυχημάτων, τα οποία δεν προάγουν, αλλά μάλλον βλάπτουν, εξασθενίζουν και αναστέλλουν την πρόοδο ενός οργανισμού.
Παραδείγματος χάρη ο καθηγητής Th. Dobzhansky παραδέχεται, ότι «η πλειονότητα των μεταλλάξεων, τόσο εκείνες που προκύπτουν στα εργαστήρια, όσο και εκείνες που συσσωρεύονται στους φυσικούς πληθυσμούς, παράγουν χειροτερεύσεις της βιωσιμότητος, κληρονομικές νόσους και τερατοποιήσεις» (46).
5) Ίσως εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε από θεολογικής πλευράς και τα εξής: Ότι βρισκόμαστε στη μεταπτωτική περίοδο και αν προ της παρακοής και της πτώσεως των πρωτοπλάστων, δηλ. κατά τη δημιουργία είχαμε μία εξέλιξη προς τα άνω (από τα κατώτερα προς τα ανώτερα είδη) των όντων, όμως μετά την πτώση έχουμε τη φύση υποταγμένη στη φθορά. Πρβλ. το Γεν. 3, 17: «Ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου». Πρβλ. και Γεν. 5, 29. Αυτό διαβεβαιώνει και ο Απ. Παύλος (Ρωμ. 8, 20- 22).
6) Τέλος, γιατί δεν μπορούμε να παραθεωρήσουμε και το γεγονός, ότι πολλοί (οι διαλεκτικοί υλιστές) δεν δέχονται το τυχαίο, αλλά υποστηρίζουν τη νομοτέλεια, την αιτιοκρατία, στη φύση.
5. Ειδική θεολογική θεώρηση του παράγοντα «τύχη»
Σ' αυτό ακριβώς το σημείο μπορεί να συνεχίσει και ο Θεολόγος, και στηριζόμενος στη θεόπνευστη Γραφή, που λέει τα αναφερόμενα ανωτέρω στη Γένεση και το του Απ. Παύλου : «Πᾶς γάρ οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τίνος, ὁ δε πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ. 3 ; 4), να παρατηρήσει με ηρεμία και μετριοφροσύνη: Δεν επέδρασε κάποιο τυχαίο γεγονός, αλλά επενέβη στην κατάλληλη στιγμή ο Θεός, ο σοφός Δημιουργός, και έτσι αντί να έχουμε τη γένεση και τη δημιουργία θνησιγενών τεράτων ή στείρων ζώων, έχουμε την ομαλή, αρμονική και προοδευτική εμφάνιση ανωτέρων όντων.
Τώρα ποια θεωρία ή θεώρηση είναι προτιμότερη, πιθανότερη, λογικότερη και επιστημονικότερη αφήνεται σε κάθε καλοπροαίρετο και λογικό άνθρωπο να κρίνει. Στό σημείο αυτό δεν πρέπει ίσως να παραλείψουμε να προσθέσουμε και τα εξής, τα οποία ίσως υποβοηθήσουν τους καλοπροαίρετους ανθρώπους στο να πάρουν μίαν απόφαση πιο οριστική και θετική. Είδαμε πιο πάνω το χωρίο της προς Εβραίους Επιστολής, που λέει: «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τούς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ, εἰς τό μή ἐκ φαινομένων τό βλεπόμενον γεγονέναι» (Εβρ. 11, 3). Επάνω στο χωρίο αυτό ο καθηγ. Παν. Τρεμπέλας παρατηρεί τα εξής για τη με μεγάλη προσοχή χρησιμοποίηση από τη Γραφή των ανωτέρω λέξεων: «Δεν βεβαιοί μεν ρητώς (η Γραφή), ότι εξ ουκ όντων αλλά μόνον εκ μη φαινομένων εδημιούργησεν ο Θεός τον ορατόν κόσμον, αλλ' είναι όλως απίθανον, ότι ο συγγραφεύς εκφράζει ενταύθα την γνώμην του Φίλωνος καθ' ην ο φαινόμενος ούτος κόσμος εγένετο κατά το πρότυπον ασωμάτου τινός και νοητού ή των αρχετύπων ιδεών. Η Βουλγάτα εν τούτοις (ex invisibili - bus visibilia = εξ αοράτων τα ορατά) φαίνεται ευνοούσα την εκδοχήν, ότι ο κόσμος υπήρξε κατ' αρχάς εν τη ιδέα του Θεού» (47).
Εμείς παίρνοντας αφορμή και από την παρατήρηση αύτη του καθηγ. Παν. Τρεμπέλα (48), έχουμε να προτείνουμε τα εξής: Ότι η λέξη «φαινόμενα» δεν εννοεί (ή έστω δεν εννοεί μόνο) (49) τά δρώμενα, τα βλεπόμενα, τα όντα, αλλά εννοεί και τα φαινόμενα, τα φυσικά ή χημικά ή βιολογικά φαινόμενα, τα συμβαίνοντα, τα συμβάντα, τις μεταβολές.
Εδώ και πριν προχωρήσουμε παρακάτω οφείλουμε να κάνουμε ωρισμένες, ερμηνευτικές μεθοδολογικές παρατηρήσεις. Με αυτή την έννοια του φυσικού φαινομένου ίσως να μην απαντάται η λέξη σε άλλο χωρίο της Αγ. Γραφής. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι στην εν λόγω λέξη δεν απέδιδαν κατά την αρχαιότητα και την έννοια αυτή, ιδίως για τα ουράνια φαινόμενα (50).
Αλλά και πέρα απ' αυτό, και αν ακόμη υποθέσουμε, ότι ο συγγραφεύς της προς Εβραίους Επιστολής δεν έδινε το νόημα αυτό στην υπ' όψη λέξη, αυτό δεν μας εμποδίζει καθόλου στο να αποδώσουμε εμείς και την έννοια αυτή. Και τούτο, γιατί ένα θεόπνευστο κείμενο πολλές φορές κρύβει και θέλει να μας πει πολύ περισσότερα από εκείνα πού εννοεί ο συγγραφεύς του. Ας θυμηθούμε τις προφητείες της Π. Διαθήκης ή την Αποκάλυψη του Ιωάννου.
Την άποψη αυτή ενισχύουν και όσα λέγονται και γι' αυτά τα ανθρώπινα δημιουργήματα ακόμη. Κατά τη γνώμη του Κ. Engisch «Πολύ εύστοχα λέει ο Α ndre Gide στο έργο του Paludes : "Προτού εξηγήσω στους άλλους το βιβλίο μου, περιμένω να μου το εξηγήσουν οι άλλοι. Το να θέλω να το εξηγήσω πρώτος σημαίνει ότι συγχρόνως θα περιόριζα το νόημα του· γιατί ακόμη κι' όταν ξέρουμε τί θέλουμε να πούμε, δεν ξέρουμε αν είπαμε μόνο αυτό. Λέμε πάντα περισσότερα από αυτό». Και εκείνο που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι ακριβώς αυτό που πρόσθεσα χωρίς να το ξέρω -αυτό το μέρος του ασυνείδητου που θα ήθελα να το ονομάσω μέρος του Θεού... Ένα βιβλίο αξίζει τόσο περισσότερο, όσο μικρότερη είναι η συμμετοχή του συγγραφέα και μεγαλύτερη η παρουσία του Θεού σ' αυτό»... Στον S. Ε liot επίσης διαβάζουμε: «Αν η λέξη «έμπνευση» υποτίθεται πως έχει κάποιο νόημα, τότε αυτό το νόημα είναι ότι αυτός που μιλά ή γράφει εκφράζει κάτι που δεν το καταλαβαίνει εντελώς...» (51).
Ένεκα αυτών των λόγων και η νεότερη φιλολογική επιστήμη στρέφεται όλο και περισσότερο προς την ερμηνεία, η οποία αναζήτα όχι μόνο το νόημα που έδωσε συνειδητά ένας συγγραφεύς στο κείμενο του, αλλά το νόημα, «το οποίο ισχύει αντικειμενικά, έτσι ώστε, όπως λέει η έκφραση που ανάγεται στον Κ ant, να «καταλαβαίνει κανείς τον συγγραφέα καλύτερα από ό,τι καταλάβαινε ο ίδιος τον εαυτό του» (52).
Την ίδια αυτή ερμηνευτική μέθοδο (την αντικειμενική, την υπεριστορική) δέχονται και οι νομικοί G. Radbruch - Κ. Ζ weigert και για τους νόμους της Πολιτείας. Και τούτο, γιατί οι νόμοι της Πολιτείας δεν έχουν ένα μοναδικό πρόσωπο ως δημιουργό, αλλά είναι μάλλον το προϊόν της συμπράξεως πολλών ανθρώπων (π.χ. της υπηρεσίας του Υπουργείου, του Υπουργικού Συμβουλίου, των βουλευτών και γενικότερα των πολιτών), οι οποίοι κάτω από τις ίδιες λέξεις μπορεί να έδωσαν ο καθένας διαφορετικό νόημα. Και γι' αυτό ο ερμηνευτής του νόμου ερευνά το νόημα που υπάρχει σ' αυτό το δημιούργημα του πνεύματος, αδιάφορος αν τέθηκε αυτό ενσυνειδήτως από κανένα (53).
Και εάν αυτά ισχύουν για τα ανθρώπινα δημιουργήματα, πολύ περισσότερο ισχύουν για την Αγ. Γραφή, η οποία είναι θεόπνευστη και συγχρόνως εκφράζει την παράδοση όλων των μελών της Εκκλησίας. Γι' αυτό και οι G. Radbruch - Κ. Ζ weigert με άλλο τρόπο λένε: «Αλλά αυτή η ευφορία (των ανθρωπίνων δημιουργημάτων και ειδικότερα των νόμων) έχει τα όριά της. Αλλιώς θα εσήμαινε, ότι αποδίδουμε σ' αυτά όχι μόνον εκείνη τήν αξιόλογη υπερσυνειδητή ευφορία των ανθρωπίνων δημιουργών, αλλά την τελειότητα θείας εμπνεύσεως, όπως έγινε παραδεκτό εκ μέρους της Θεολογίας για την Αγ. Γραφή» (54).
Ύστερα απ' αυτές τις μεθοδολογικές παρατηρήσεις, στην άποψη ότι η λέξη φαινόμενα δεν εννοεί (ή έστω δεν εννοεί μόνο) τά δρώμενα τα βλεπόμενα όντα, αλλά εννοεί και τα φυσικά ή χημικά φαινόμενα, τα συμβαίνοντα, μας ωθεί πρώτα -πρώτα η χρησιμοποίηση αυτής της ίδιας της λέξεως «φαινόμενα». Πράγματι, γιατί ο συγγραφεύς της προς Εβραίους Επιστολής να χρησιμοποιήσει τη λέξη αυτή («φαινόμενα») και να μη χρησιμοποιήσει τη λέξη «βλεπόμενα», αφού μάλιστα τούτο θα ήταν πιο φυσικό «μια και μιλάει» (αν μίλαγε μόνο) για μια τέτοια αντίθεση μεταξύ «μη βλεπομένων» και «βλεπομένων»; Και πρέπει εδώ να υπογραμμίσουμε, ότι μια τέτοια αντίθεση στον Απ. Παύλο είναι γνωστή και έχει χρησιμοποιηθεί αλλού. Έτσι στην Β' προς Κορινθίους Επιστολή του λέει: «Μή σκοπούντων ἡμῶν τά βλεπόμενα, ἀλλά και μή βλεπόμενα· τά γάρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δε μή βλεπόμενα αιώνια» (Β' Κορ. 4, 18).
Και επίσης, γιατί στο χωρίο αυτό της προς Εβραίους Επιστολής ο Απ. Παύλος να χρησιμοποιήσει τη λέξη «φαινόμενα» και να μη χρησιμοποιήσει τη λέξη «δρώμενα», ή «ορατά», ή αόρατα, αφού και η χρήση τών λέξεων αυτών είναι πολύ οικεία σ' αυτόν; Έτσι έχουμε στην προς Κολασσαείς Επιστολή το σχετικό χωρίο: «Ὅτι ἐν αὐτῷ (τῷ Ἰ. Χριστῷ) ἐκτίσθη τά πάντα ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί ἐπί τῆς γῆς, τά ὀρατά καί τά ἀόρατα» (Κολασ. 1, 16). Πρβλ. και Ρωμ. 1, 20, Α' Τιμ. 1, 17, Εβρ. 11, 27.
Μια δεύτερη αφορμή και ώθηση μας δίνει και το εξής γεγονός: Ότι το χωρίο λέει «εἰς το μη ἐκ φαινομένων τό βλεπόμενον γεγονέναι» και όχι «εἰς τό ἐκ μή φαινομένων τό βλεπόμενον γεγονέναι», όπως θα ήταν φυσικότερο, εάν εννοούσε μόνο τα μη φαινόμενα, τα μη δρώμενα («ἐκ τῶν μή δρωμένων», «ἐκ τῶν μή βλεπομένων»). Εάν εννοούσε δηλ. μόνο τα «μή φαινόμενα», έπρεπε το «μη» να ήταν πλησίον του «φαινόμενα» και να μη παρεμβαλλόταν η πρόθεση «εκ». Ενώ έτσι που είναι τοποθετημένο το «μή» υπάγεται στο απαρέμφατο «γεγονέναι». Έχουμε, λοιπόν,, «εἰς τό μή γεγονέναι ἐκ φαινομένων τό βλεπόμενον (ή τα βλεπόμενα)». Η διατύπωση αυτή μας παρέχει την άνεση και την ώθηση να δώσουμε και την ανωτέρω ερμηνεία.
Επίσης, την ερμηνεία αυτή ενισχύει και το γεγονός, ότι μεταβαίνει από τον πληθυντικό στον ενικό και λέει «εἰς τό μή ἐκ φαινομένων τό βλεπόμενον γεγονέναι», ενώ θα ήταν φυσικότερο να πει «εἰς τό ἐκ μή φαινομένων τά βλεπόμενα γεγονέναι» (όπως έχει δυστυχώς διορθωθεί σε μερικά κείμενα) (55), εάν εννοούσε μόνο τα μη δρώμενα κατ' αρχάς και ύστερα ορώμενα.
Μετά τις παρατηρήσεις αυτές νομίζουμε, ότι η εν λόγω πρόταση μπορεί να τεθεί και ως εξής: «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τούς αἰώνας ρήματι Θεοῦ, εἰς τό μή γεγονέναι ἐκ φαινομένων τό βλεπόμενον». Και επί πλέον να ερμηνευθεί και ως έξης: Ότι τα διάφορα δημιουργήματα εδημιουργήθηκαν και επλήρωσαν τους αιώνες «ρήματι Θεοῦ», με το λόγο του Θεού, με την επέμβαση του Θεού, ώστε να μην πει κανείς, ότι τα διάφορα βλεπόμενα, το κάθε βλεπόμενον, έγινε από διάφορα τυχαία συμβάντα, από διάφορα τυχαία φαινόμενα, υπό την επίδραση ορισμένων φαινομένων, φυσικών ή χημικών.
Στό σημείο αυτό ίσως θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και ένα σχόλιο του Μεγ. Βασιλείου στην Εξαήμερο, το οποίο νομίζουμε, ότι ενισχύει, έστω εμμέσως, την ανωτέρω άποψη. Αυτό αναφέρεται στην πρόταση «Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου» και έχει ως έξης: «Καθ' ἑ αυτήν ἡ γῆ προφερέτω τήν βλάστησιν οὐδεμίας συνεργείας ἑτέρωθεν ἐνδεομένη. Ἐπειδή τίνες οἴονται τόν ἥλιον αἴτιον εἶναι τῶν ἀπό τῆς γῆς φυομένων, τῇ ὁλκῂ τοῦ θερμοῦ πρός τήν ἐπιφάνειαν τήν ἐκ τοῦ βάθους δύναμιν ἐπισπώμενον διά τοῦτο πρεσβυτέρα τοῦ ἡλίου ἡ περί γῆν διακόσμησις· ἵνα καί τοῦ προσκυνεῖν τόν ἥλιον, ὡς αὐτόν τήν αἰτίαν τῆς ζωῆς παρεχόμενον, οἱ πεπλανημένοι παύσωνται» (56).
Και μπορούμε να δώσουμε κάποια βαρύτητα στη γνώμη αυτή, και να την χρησιμοποιήσουμε για την ενίσχυση της εν λόγω ερμηνείας περί φαινομένων, γιατί αποδεικνύεται, ότι ο Μεγ. Βασίλειος δεν είναι προσκεκολλημένος στενά - μυωπικά στο γράμμα του ανωτέρω χωρίου, αλλά με την ευρύτητα του πνεύματος του δέχεται τη συμβολή («συντέλεια») διαφόρων γηίνων υλικών στην εμφάνιση της ζωής. Τούτο διαπιστώνεται από μία άλλη σχετική του άποψη στο παρεμφερές χωρίο «ἐξαγαγέτω τά ὕδατα ἑρπετά ψυχῶν ζωσῶν κλπ». Αύτη έχει ως εξής: «Καί ἡ θάλασσα τά παντοδαπά γένη τῶν πλωτῶν ὤδινε, καί οὐδέ ὅσον ἐν ἰλύσι καί τέλμασι τοῦ ὕδατος ἦν, οὐδέ τοῦτο ἀργόν, οὐδέ ἄμοιρον τῆς κατά τήν κτίσιν συντέλειας ἀπέμεινε» (57).
Έτσι, με αυτή την ερμηνεία, με αυτή τή βιβλική μαρτυρία έχουμε μιά σπουδαία ενίσχυση των λογικών απόψεων, ότι τυχαία γεγονότα, τυχαία φαινόμενα, τυχαίες μεταλλάξεις, δεν μπορούν να μας δώσουν τα διάφορα όντα, τα διάφορα είδη των φυτών και των ζώων, «πᾶν τό ὁρώμενον», κάθε τι πού βλέπουμε.
6. Συνάντηση θεολόγων - εξελικτικών
Μετά την ανωτέρω τοποθέτηση των πραγμάτων ερχόμαστε και στο θέμα της δήθεν προελεύσεως του ανθρώπου από τον πίθηκο ή από κάποιο κοινό πρόγονο πιθήκου και άνθρωπου.
Εν πρώτοις θα πρέπει να υπενθυμίσουμε και πάλι, ότι η Γένεση μας λέει: «Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γεν. 2, 7). Ο Απ. Παύλος, στηριζόμενος προφανώς και στο χωρίο αυτό, γράφει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος (ο Αδάμ) ἐκ γῆς χοϊκός» (Α' Κορ. 15, 47). Και όχι μόνο αυτό, αλλά λέει: «Οὐ πᾶσα σαρξ ἡ αὐτή σάρξ, ἀλλά ἄλλη μέν ἀνθρώπων, ἄλλη δε σάρξ κτηνῶν, ἄλλη δε σάρξ πτηνῶν, ἄλλη δε ἰχθύων» (Α' Κορ. 15, 39).
Παρά ταύτα, για το ζήτημα αυτό της προελεύσεως του ανθρώπου και για να παρακάμψουν ή να εξομαλύνουν μερικοί τις διάφορες θέσεις και αντιθέσεις κάνουν την εξής ερώτηση - παραχώρηση: θα ήταν τάχα δύσκολο ή αδύνατο στο Δημιουργό του παντός να λάβει το υλικό (σώμα) ενός ζωντανού ή και νεκρού («χοῦν ἀπό τῆς γῆς») ακόμη οργανισμού, να το μεταποιήσει και να το εμφυσήσει, να του δώσει πνοή ζωής και να το φτιάξει άνθρωπο, έμψυχο και προσωπικό ον; (58)
Ήδη μερικοί συγγραφείς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έχουν εισηγηθεί τη γνώμη, «ὅτι ὁ σωματικός ὀργανισμός τοῦ ἀνθρώπου προῆλθεν ἐκ τινος τῶν τελειοτέρων κτηνωδῶν ὀργανισμῶν, τῶν προσεγγιζόντων ἤδη πρός τόν άνθρώπινον δι' ἐξελίξεως συντελεσθείσης ὑπό τήν θείαν ἐπίβλεψιν» (59). Επίσης στην εγκύκλιο Η umani Generis του Πάπα Πίου του ΙΒ', που εκδόθηκε το 1950, διακηρύσσεται, ότι «το ζήτημα της αρχής του ανθρωπίνου σώματος είναι αντικείμενον ελευθέρας ερεύνης, δια τας φυσικάς επιστήμας και την θεολογίαν», απαιτείται όμως «μεγίστη σύνεσις», ώστε να μην έρθει κανείς σε αντίθεση με τις Πηγές της Αποκαλύψεως (60).
Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφερόμενος στη δημιουργία του ανθρώπου κάνει την εξής διάκριση, σχολιάζοντας την έκφραση «ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν (λαβών) ἀπό τῆς γῆς» (Γεν. 2, 7) : «Οὐ γάρ ἁπλῶς γῆν λαμβάνει, ἀλλά χοῦν, τό λεπτότατον, ὡς ἄν εἴποι τις τῆς γῆς, καί τοῦτον αὐτόν τόν χοῦν τόν ἀπό τῆς γῆς τῷ οἰκείω προστάγματι εἰς σώματος φύσιν μετέστησεν. Ὥσπερ γάρ αὐτήν τήν οὐσίαν τῆς γῆς οὐχ ὑφεστῶσαν παρήγαγεν, οὕτω καί νῦν, ὅτε ἐβουλήθη, τόν χοῦν ἀπό τῆς γῆς εἰς σῶμα μετέστησεν» (61).
Ο καθηγ. Παν. Τρεμπέλας έχοντας υπ' όψη του τα ανωτέρω λέει: «Πρέπει εντούτοις να τονισθή, ότι κάν έτι δεχθή τις, ότι ο κατά Χρισόστομον «χοῦς ὁ λεπτότατος τῆς γῆς», εξ ου επλάσθη το πρώτον ανθρώπινον σώιμα, υπήρξεν ύλη ζώσα και χους κατειργασμένος εις ζωϊκόν οργανισμόν προηγμένον εν σχέσει προς τους των λοιπών αλόγων ζώων, και πάλιν επιβάλλεται να δεχθώμεν, ότι ο οργανισμός ούτος, ίνα καταστή κατάλληλος όπως εισδεχθή την ανθρωπίνην ψυχήν, έδει να ακουσθή το δημιουργικόν πρόσταγμα, Γενηθήτω σώμα ανθρώπινον και η από του κτηνώδους οργανισμού εις τον ανθρώπινον μεταπήδησις να συντελεσθή δι' αμέσου δημιουργικής επεμβάσεως του Θέού» (62).
Δεν ξέρουμε, αν τα ανωτέρω και ιδιαιτέρως η λεπτή διάκριση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου δίνουν το δικαίωμα (63) ή την ελευθερία να διατυπώσει κανείς διάφορες τέτοιες υποθέσεις ως προς την προέλευση του γήϊνου ή μάλλον του χοϊκού αυτού υλικού, με το οποίο δημιουργήθηκε ο άνθρωπος κατά τη σωματική του φύση, αν και θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι η Γραφή λέει «ἔπλασε χοῦν ἀπό τῆς γῆς» και όχι μετέπλασε. Εν πάση όμως περιπτώσει, ότι, από τη στιγμή που ο Θεός «ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου πνοήν ζωῆς» (Γεν. 2, 7), ο άνθρωπος έγινε ένα ιδιαίτερο, μοναδικό, μέσα στο ζωικό βασίλειο προσωπικό ον, λογικό, δεν υπάρχει αμφιβολία. Τούτο φαίνεται από το ό,τι λέει η Αγ. Γραφή, όταν ο Θεός (ανέθεσε στον Αδάμ να ονομάσει τα διάφορα ζώα «τῷ δε Ἀδάμ οὐχ εὑρέθη βοηθός ὅμοιος αὐτῷ» (Γεν. 2, 20). Ήδη ο άνθρωπος, ο Αδάμ, είχε δημιουργηθεί «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» (Γεν. 1, 27), τελείως διαφορετικός από όλα τα άλλα απρόσωπα ζώα.
Αλλά εμείς θα ελέγαμε εδώ κάτι άλλο: Για ποιο λόγο να έρχονται σε οξεία πολεμική αντιπαράθεση οι Χριστιανοί με τους συνετούς και μετριοπαθείς οπαδούς της θεωρίας της εξελίξεως; Εκτός του γεγονότος, το οποίο εσημειώσαμε στην αρχή του παρόντος άρθρου, ότι δηλ. στη Γένεση υποφώσκει ένα είδος πρ ο οδευτικής δημιουργίας, η τάση αυτή για αποδοχή μιας θεωρίας εξελίξεως μεταξύ των επιστημόνων και άλλων ανθρώπων, Ανατολής και Δύσεως, μήπως υποδηλώνει και την τάση, την οποία έθεσε ο Θεός στον άνθρωπο , α φού αποφάσισε να τον φτιάξει «καθ' ομοίωσιν» δική Του; Το «καθ' ὁμοίωσιν» Θεού δεν είναι μία συνεχής πορεία εξελίξεως, προόδου και ανόδου; Μήπως, λοιπόν, αυτήν την ανοδική τάση, την έμφυτη αυτή στην ψυχή κάθε ανθρώπου ροπή, φανερώνουν και προβάλλουν (ψυχολογική προβολή) (64) και οι οπαδοί της θεωρίας της εξελίξεως;
Ότι δε αύτη η θεωρία της εξελίξεως, της προόδου, είναι εν πολλοίς και μία προβολή αυτής της ψυχικής τάσεως και ροπής που υπάρχει μέσα μας, μέσα στον κάθε υγιή (και ελεύθερο) άνθρωπο και ότι αντιθέτως αύτη η τάση είναι η αφορμή της θεωρίας της εξελίξεως, ίσως γίνεται κατανοητό και από το εξής φαινόμενο: Γιατί να δεχόμαστε ότι τα ανώτερα είδη προήλθαν από τα κατώτερα και να μην πάρουμε το αντίθετο, ότι τα κατώτερα είδη προήλθαν από τα ανώτερα; Και το παράδοξο αυτό φαινόμενο γίνεται ακόμη πιο χτυπητό, αν σκεφθούμε, ότι πιο φυσικό είναι σήμερα , η φθορά και ο εκφυλισμός της ύλης, η αποσύνθεση της, ο υποβιβασμός της, παρά το αντίθετο. Τούτο βεβαίως συμβαίνει, εφ' όσον δεν υπεισέρχεται, εφ' όσον δεν επεμβαίνει κάποια ανώτερη δύναμη, κάποιος Θεός, κάποιο Πνεύμα, κάποια διάνοια με κάποιο σχέδιο και με κάποια σκοπιμότητα. Την αποσύνθεση δε αυτήν της ύλης δεν διακηρύσσει και η θεμελιώδης δεύτερη αρχή ή αξίωμα της θερμοδυναμικής, ή ο νόμος. της εντροπίας; (65) Και τούτο δεν διαπιστώνουν και οι παρατηρήσεις των βιολόγων - γενετιστών, οι οποίοι, όπως είδαμε πιο πάνω, λένε, ότι οι περισσότερες μεταλλάξεις είναι επιβλαβείς (66) και δη «μειώνουν τήν ικανότητα (Fitness) του οργανισμού στον οποίο συμβαίνουν»; (67) Υπενθυμίζουμε συγχρόνως και το γεγονός, ότι βρισκόμαστε στη μεταπτωτική εποχή, κατά την οποία η φύση είναι υποταγμένη ακόμη στη φθορά (Πρβλ, Ρωμ. 8,21 -22).
Για όλους αυτούς, τους λόγους, θα έλεγε κανείς, ότι δικαιολογημένα πολλοί χριστιανοί δέχονται μόνο, ότι υπήρξε ίσως μία εποχή, κατά τήν οποία είχαμε μία διευθυνομένη ή κατευθυνόμενη (68) εξέλιξη στον κόσμο της φυσικής - βιολογίας, στο «θαυμαστό κόσμ ο των φυτών και των ζώων», και ακολουθούν τους λόγους του θεόπνευστου Ψαλμωδού: «Αὐτός (ὁ Θεός) εἶπεν, καί ἐγενήθησαν, αὐτός ἐνετείλατο, καί ἐκτίσθησαν» (Ψαλμ. 32, 9), Αυτό το ψαλμικό χωρίο ανακαλεί στη μνήμη και πάλι το χωρίο της προς Εβραίους (11, 3), όπου λέγεται: «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τούς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ, εἰς τό μή ἐκ φαινομένων τό βλεπόμενον γεγονέναι». Αυτό βεβαίως το χωρίο λέει καθαρά και διακηρύσσει, ότι εμείς οι Χριστιανοί με την πίστη αντιλαμβανόμαστε, κατανοούμε και γνωρίζουμε τη δημιουργία των όντων.
Αλλά θέτουμε και το ερώτημα: Μήπως θέλει να δηλώσει και κάτι παραπάνω; Μήπως θέλει νά προειδοποιήσει και όλους τους επιστήμονες και όλους τους ανθρώπους, και να τονίσει το εξης; Ό,τι και να κάνουν, όποιες θεωρίες και να διατυπώσουν, τελικώς με την πίστη μόνο θα καταλήξουν να εννοήσουν και να παραδεχθούν τα της δημιουργίας, διότι είναι ανεφάρμοστες αι βασικές μέθοδοι της φυσικής επιστήμης (η παρατήρηση και το πείραμα) τουλάχιστον, όπως δείχνουν τα πράγματα (69). Ας μην ξεχνάμε και το ότι τώρα είμαστε σε μιά άλλη εποχή -τη μεταπτωτική.
Και ο καθηγ. Παν. Τρεμπέλας στην ερμηνεία του εν λόγω αποκαλυπτικού χωρίου της Αγ. Γραφής (της προς Εβραίους Επιστολής) λέει: «Η πίστις οδηγεί το όμμα της ψυχής όχι μόνον προς κατόπτευσιν του μέλλοντος, αλλά και προς θεώρησιν του απωτάτου παρελθόντος. Δια της πίστεως κατανοούμεν πολύ περισσότερα περί της δημιουργίας του κόσμου, παρ' όσον δια του γυμνού οφθαλμού του λογικού μας. Η βίβλος παρέχει εις ημάς την αληθεστάτην και ακριβεστάτην εξιστόρησιν περί της αρχής του κόσμου, απηλλαγμένην των φανταστικών υποθέσεων και θεωριών, τας οποίας προβάλλουν εκάστοτε φιλοσοφούντες επιστήμονες» (70).
Αλλ' ας επιμείνουμε λίγο ακόμη στο σκοπό του χωρίου της προς Εβραίους Επιστολής. Γιατί ο θεόπνευστος συγγραφεύς τονίζει το θέμα της πίστεως; Μήπως θέλει νά αποθαρρύνει τους επιστήμονες και να τους αποτρέψει από το να ερευνούν τον κόσμο, το σύμπαν; Νομίζουμε, όχι. Αντιθέτως, νομίζουμε, ότι θέλει να προλάβει κάποια απογοήτευση από μία ενδεχομένη αποτυχία σ' αυτές τους ειδικώς τις έρευνες. Και ίσως να υποδείξει, ότι πιο χρήσιμο και αποδοτικό θα ήταν να αναλώνουν οι επιστήμονες τις δυνάμεις τους, τη ζωή τους και το χρόνο τους, στο να ανακαλύψουν π.χ. φάρμακα και μεθόδους καταπολεμήσεως του πόνου ή παρατάσεως της ζωής του ανθρώπου, παρά να πασχίζουν να ανεύρουν τις αρχές της ζωής ή να παρασκευάσουν ζωή στο εργαστήριο... για να κατασκευάσουν θεωρίες κατά της υπάρξεως του Θεού, του χορηγού της ζωής.
Αλλ' εκτός απ' αυτά ο θεόπνευστος συγγραφεύς τονίζει την πίστη, γιατί ίσως θέλει να επιτιμήσει και τους χριστιανούς εκείνους, θεολόγους και μη, οι οποίοι αφήνουν τα σπουδαία έργα της αρετής, της αγάπης και της οικοδομής, και παρακολουθούν εναγωνίως (71), τι θα αποφανθούν οι διάφοροι επιστήμονες, για να αμυνθούν ή καμμιά φορά και για να τους αντεπιτεθούν (72).
7. Αντί επιλόγου
Αυτά θα είχαμε να παρατηρήσουμε σε μία σύντομη θεολογική θεώρηση (από βιβλικοκανονική και πατερική σκοπιά) της θεωρίας της εξελίξεως. Και τελειώνοντας, θα ηθέλαμε να μεταφέρουμε και εδώ τους λόγους ενός παλαιότερου καθηγητού τής θεολογικής Σχολής, του Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, τους οποίους πρέπει να έχει κανείς υπ' όψη του, όταν ασχολείται με θέματα που έχουν σχέση και με την Αποκάλυψη και με την επιστήμη: Αντίθεση μεταξύ αληθινής επιστήμης και θεοπνεύστου (ή θείας) Γραφής δεν υπάρχει. Όπου τούτο «ανακαλύπτεται» οφείλεται ή στην κακή από τους θεολόγους ερμηνεία και χρήση της Αγ. Γραφής, ή στο γεγονός ότι η επιστήμη δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ʼλλοι επίσης ομιλούν, όχι περί θεωρίας, αλλά περί θεωριών της εξελίξεως, οι οποίες διακρίνονται γενικώς «σ' εκείνες των υλιστών εξελικτικών και τις άλλες των με πίστη στο Θεό». Ο Δαρβίνος ανήκει μάλλον στους δεύτερους. Πρβλ. Απ. Παπαδημητρίου, Επιστήμη, υλισμός και πίστη, τεύχ. Α', Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 189. Τέλος θα πρέπει να τονισθεί, ότι πρόκειται περί θεωρίας ή θεωριών (Working Hypothesis) και όχι περί επιστημονικών αποδείξεων.
(2) Αντιγράφουμε τους στίχους εκείνους, οι οποίοι αφορούν πιο άμεσα το θέμα μας.
(3) Τούτο φαίνεται από το γεγονός, ότι μεν έξι πρώτες ήμερες κλείνει ηή διήγηση με τη χαρακτηριστική έκφραση «καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωῒ ἡμέρα μία... ἡμέρα δευτέρα... ἡμερα ἕκτη », ενώ για την εβδόμη ημέρα δεν χρησιμοποιείται η έκφραση αυτή. Πρδλ. Ευ. Θεοδώρου, Η σχέσις της μωσαϊκής Εξαημέρου και της Επιστήμης, στο «Ο Εφημέριος », τόμ. θ' (1960), σελ. 876.
(4) Πρβλ. Αυγ. Νικολάου, Φιλοσοφικαί μελέται περί του Χριστιανισμού (εξεγλ. από Π. Βράϊλα - Αρμένη και Α. Μαυτομάτη), τόμ. Α', Αθήναι 1910, σελ. 257 και Σαβ. Αγουρίδου , Χρόνος και αιωνιότης εν τη θεολογική διδασκαλία Ιωάννου του Θεολόγου, Εν Θεσσαλονίκη 1959, σελ. 37 εξ.
5. Δεν είναι άνευ σημασίας ίσως και το γεγονός, ότι ο Δαρβίνος τις τελευταίες ημερες της ζωής του διάβαζε την προς Εβραίους Επιστολή, την οποία χαρακτήριζε ως «Βασιλικό βιβλίο» (Νικ. Βασιλειάδη, Ο Δαρβίνος και η θεωρία της εξελίξεως, Εκδ. Β', Αθήναι 1985, σελ. 154 - 155).
6. Πρβλ. Β' Κορ. 3, 14: «Ἀλλά ἐπωρώθη τά νοήματα αὐτῶν. Ἄχρι γάρ τῆς σήμερον ἡμέρας τό αὐτό κάλυμμα επί τῇ ἀναγνώσει τῆς παλαιᾶς διαθήκης μένει μή ἀνακαλυπτόμενον, ὅτι ἐν Χριστῷ καταργεῖται ». Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά, καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή... προέλαβε γάρ τά παλαιά· οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά· ἠρμηνεύθη γάρ ἐν τῇ Καινῇ » (Ομιλία, Εἰς τό ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου », Ρ G 50, 796). Και ο ιερός Αυγουστίνος με άλλες λέξεις παρατηρεί: «Ν ovum Testamentum in vetere Testamento latet, vetus testamentum in novo Testamento patet » (S. Aurelii Augustimi, Quaestionum in Heptateuchum, Lib. II, LXXIII , PL 34, 623).
7. Επίσης δεν θέλει να πει, ότι ο Θεός δια του Υιού Του εδημιούργησε τους «αιώνες», όπως ονόμαζαν οι Γνωστικοί τα ενδιάμεσα μεταξύ Θεού και ανθρώπων (ή ύλης) όντα, μεταξύ των οποίων και ο δημιουργός Θεός (ένας από τους κατώτερους αιώνες) και ο Σωτήρ (ένας από τους ανώτερους αιώνες). Πρβλ. Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία απ' αρχής μέχρι σήμερον, Εκδ. Γ΄, Αθήναι 1970, σελ. 64 έξ. και Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμ. Α', Αθήναι 1977, σελ. 142, 146, 148, 231. Αντιθέτως, μπορούμε να πούμε, ότι ο συγγραφεύς της προς Εβραίους Επιστολής εχρησιμοποίησε ίσως τη λέξη «αιώνες», για να καταπολεμήσει εμμέσως τη διδασκαλία των Γνωστικών. Γιατί, ενώ αυτοί έλεγαν, ότι ο δημιουργός Θεός και ο Σωτήρ είναι «αιώνες», ο συγγραφεύς της προς Εβραίους λέει, ότι οι αιώνες εδημιουργήθηκαν δια του Ιησού Χριστού, δια του Σωτήρος. Εδανείσθηκε δηλ. ο εν λόγω συγγραφεύς τη λέξη «αιών», πιθανώς για να του δοθεί η ευκαιρία να τοποθετήσει ορθώς τα πράγματα και στο θέμα αυτό. Έκαμε δηλ. σ' αυτή την επιστολή ο συγγραφεύς της, ό,τι έκαμε και ο Απ. Παύλος στην προς Κολασσαεΐς Επιστολή. Ο Βασ. Στεφανίδης λέει σχετικώς «Ο Απόστολος Παύλος (προς Κολασσαείς 2, 9), πολέμων τους Γνωστικούς της εποχής αυτού, μετεχειρίσθη τον όρον "πλήρωμα". Πιθανώς εδανείσθη την λέξιν παρά των Γνωστικών, ίνα δείξη την ορθήν έννοιαν αυτής. Εν αυτώ (τω Χριστώ) κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς". Η συσχέτισις αύτη του λογίου Αποστόλου ήτο επιτυχής» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σελ. 66 - 67, υποσ. 2). Τα ίδια μπορούμε να πούμε και για το συγγραφέα της προς Εβραίους Επιστολής. Μήπως αυτή η αναλογία - ομοιότης είναι ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της ταυτότητος του συγγραφέως και των δύο αυτών επιστολών (Κολασσαείς - Εβραίους);
8. Πρβλ. G. Kittel, Τ heologisches Wörterbuch zum Neuen Testament, Band I, Stuttgart 1933, σελ. 204.
9. O C. L. V. Grimm : «Κατά μετωνυμίαν του περιέχοντος αντί του περιεχομένου οι αιώνες είναι ο κόσμος ή το σύνολον εκείνων, άτινα εν χρόνω περιλαμβάνονται». (C. L. V. Grimm, Lexicon Graecolatinum in Libros Novi Testamenti, Lipsiae 1903, σελ. 13 · η μετάφρ. στον Παν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Επιστολάς της Καινής Διαθήκης, τόμ. Γ', Εκδ. Β', Αθήναι 1956, σελ. 24).
10. Περί του σχήματος τούτου βλέπε Αχ. Τζαρτζάνου, Συντακτικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Εν Αθήναις 1965, σελ. 177 και Κων. Κατεβαίνη, Συντακτικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι, σελ. 177.
11. Η. I. Ripley, The epistle to the Hebrews, Boston 1868· η μετάφρ. στον Παν. Τ ρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Επιστολάς, τόμ. Γ', σελ. 156.
12. Θεοδωρήτου Κύρου , Ερμηνεία της προς Εβραίους επιστολής, Ρ G 82, 680 Β.
13. Όπου παρ.» Ρ G 82» 680 C.
14. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Εβραίους Επισςτολήν, Ομιλία ΚΒ',Ρ G 63, 154. Πρβλ. και Νικόδημου Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τας ιδ' Επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, τόμ. Γ΄, Εκδ. «Ο ʼγιος Νικόδημος», Αθήναι 1971, σελ. 394: «Ήτοι όλα τα αισθητά κτίσματα».
15. Π.χ. για να υποδηλώσει (ή και να υποδείξει ακόμη), ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι μορφές ανεξάρτητες. Έχουν μία ενδογενή ενότητα. Έχουμε το χωροχρόνο.
16. Υποσημ. 7.
17. Πρβλ. Δημ. Κωτσάκη, Η προέλευσις της ζωής και η επιστήμη, Εκδ. Γ', Αθήναι 1985,, σελ. 60 εξ.
18. Αθανασίου Αρχιεπ. Αλεξάνδρειας, Λόγος κατά Ελλήνων 1, Ρ G 25, 4Α, ή Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησ. Συγγραφέων (= ΒΕΠΕΣ), Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, τόμ. 30, σελ. 31.
19. Αθανασίου Αλεξάνδρειας, Η λθ΄ εορταστική επιστολή, στο Εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, αριθ. 21, σελ. 348 ή Στ. Σάκκου, Η λθ' εορταστική επιστολή του Μ. Αθανασίου, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 68 - 69. Πρβλ. και Στ. Παπαδοπούλου, Αθανάσιος ο Μέγας και η Θεολογία της, Οικουμενικής Συνόδου, Αθήναι 1975, σελ. 161 εξ.
20. Ράλλη- Ποτλή, τόμ. Δ', σελ. 136. Πρβλ. και ιη' καν. του ιδίου πατρός: «Προσέχειν ἀκριβῶς τῷ κατ' ἔννοιαν φαινομένῳ πράγματι, καί τῇ τῆς Γραφῆς διάνοιᾳ...» (Ράλλη- Ποτλή, τόμ. Δ', σελ. 140).
21. Αξίζει εδώ να μεταφέρουμε το σχετικό κείμενο, το οποίο αποτελεί και τον ιε' καν. του Μεγ. Βασιλείου: «Θαυμάζω δέ σοῦ τήν γραμματικήν ἀκρίβειαν ἐπι τῆς Γραφῆς ἀπαιτοῦντος καί λογιζομένου ὅτι ἠναγκαοιμένη ἐστίν ἡ λέξις τῆς ἑρμηνείας τό ἑαυτῆς εὔσημον ἐκδιδούσης, οὐ τό κυρίως ὑπό τῆς Ἑβραϊκῆς φωνῆς σημαινόμενον μετατιθείσης. Ἐπεί δέ δεῖ μή ἀργῶς παρελθεῖν τό ὑπό ἀνδρός ζητητικοῦ κινηθέν πρόβλημα, τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί οἱ ἰχθύες τῆς θαλάσσης, καί ἐν τῇ κοσμοποιΐᾳ τήν αὐτήν ἔλαχον γένεσιν · ἐκ τῶν ὑδάτων γάρ ἐξήχθη καί ἀμφότερα τά γένη· τό δέ αἴτιον, ὅτι ταυτόν ἐστιν ἑκατέροις ἰδίωμα · τά μέν γάρ διανήχεται τό ὕδωρ · τά δέ ἐπινήχεται τῷ ἀέρι · διά τοῦτο κοινή μέν αὐτῶν ἐπεμνήσθη. Τό δέ σχῆμα τοῦ λόγου, ὡς μέν πρός τούς ἰχθύας ἀκατάλληλος ἀπεδόθη, ὡς δέ πρός πάντα τά ἐν ὕδασι διαιτώμενα, καί πάνυ οἰκείως · τά γάρ πετεινά τοῦ οὐρανοῦ ὑποτέτακτάι τῷ ἀνθρώπῳ, καί οἱ ἰχθύες τῆς θαλάσσης· καί οὐκ αὐτοί μόνον, ἀλλά καί πάντα τά διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν. Οὐ γάρ εἴ τι ἔνυδρον, τοῦτο καί ἰχθύς ἐστιν, ὡς τά κητώδη, φάλαιναι, καί ζύγαιναι, καί δέλφινες, καί φώκαι, καί προσέτι ἵπποι, καί κύνες, καί πρίονες καί ξιφίαι, καί οἱ θαλάσσιοι βόες, εἰ δέ βούλει, καί ἀκαλῆφαι, καί κτένες, καί τά ὀστρακόριναί (ή οστρακόδερμα) πάντα, ὧν οὐδέν ἐστιν ιχθύς, καί πάντα (ἅ) διαπορεύεται τρίβους θαλασσῶν, ὡς εἶναι τρία τά γένη (ἤ τῷ γένει), πετεινά οὐρανοῦ, ἰχθύας θαλάσσης, καί ὅσα τῶν ἐνύδρων τοῖς ἰχθύσιν ἀντιδιαστελλόμενα διαπορεύονται καί αὐτά τάς τρίβους θαλασσών» (Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Δ', σελ. 135).
22. Πρβλ. και το Ιω. 5, 39: «Ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς».
23. Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Δ', σελ. 135.
24. Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Δ', σελ. 136.
25. Ράλλη - Πο τ λή, τόμ. Δ',, σελ. 136.
26. Ιερομ. Αγαπίου- Μονάχου Νικοδήμου, «Πηδάλιον », ήτοι άπαντες οι ιεροί και θείοι κανόνες, Εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1957, σελ. 601.
27. Ζακ Μονό (J. Monod) - Μετάφρ. Ν. Π. Παπαδόπουλου , Η τύχη και η αναγκαιότητα, Δοκίμιο για τη φυσική φιλοσοφία της νεότερης, βιολογίας, Εκδ. Ράππα, Αθήνα 1971, σελ. 185.
28. Πρβλ, Δημ. Κωτσάκη, Η προέλευσις της ζωής, σελ. 100 εξ.
29. Απ. Φράγκου, Από τον πίθηκο; Τα επιστημονικά στοιχεία για την θεωρία της εξελίξεως, Εκδ. Β', Αθήναι 1985, σελ, 205.
30. Εδώ παρεμπιπτόντως και για να ενισχύσουμε την ανωτέρω άποψη περί της εννοίας της εκφράσεως «τῶν ὑδάτων », αλλά συγχρόνως και για να διαλύσουμε - απομακρύνουμε κάποιο ίσως «σκανδαλισμό» των πιστών, ο οποίος δημιουργείται κατά τις ημέρες της Μεγ. Εβδομάδος (ιδία Πέμπτη και Παρασκευή), αναφέρουμε και τα εξής: Όπως είναι γνωστό, ακούμε κατά τη Μ. Πέμπτη - Μ. Παρασκευή το «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τήν γήν κρεμάσας », και διαλογίζονται πολλοί, ότι ο υμνωδός της Εκκλησίας εσφαλμένως έχει γράψει αυτό, προφανώς επηρεαζόμενος από τήν αντίληψη της εποχής του, κατά την οποία οι άνθρωποι ενόμιζαν, ότι η ξηρά - γη είναι στηριγμένη επάνω στα ύδατα των θαλασσών. Όμως πρέπει να προσέξουμε, ότι δεν αναφέρει συγκεκριμένως και ειδικώς την «ξηρά», αλλά λέει γενικώς και αορίστως «γη». Επίσης δεν λέει «ἐστήριξε », αλλά λέει απλώς «ἐκρέμασε » τη γη, όπως επίσης δέν λέει «ὁ κρεμάσας ἐπί ὑδάτων » τη γη, αλλά λέει «ὁ ἐν ὕδασι τήν γήν κρεμάσας », δηλ. ότι μέσα σε ύδατα κρέμασε τη γη. Έτσι συμπεραίνουμε, ότι ομιλεί για ολόκληρη τη γη, για την υδρόγειο, την οποία μας λέει, ότι εκρέμασε «ἐν ὕδασι », μέσα σε ύδατα, σε υδρατμούς. Και αυτό δεν το αμφισβητεί σήμερα κανείς.
Επίσης πρέπει να προσέξουμε ότι δεν λέει, ότι την εκκρέμασε από κάπου ή επάνω σε κάτι. Έτσι δεν έρχεται ο υμνωδός σε αντίθεση με τη σημερινή, επιστήμη, αλλά δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε και με το άλλο θεόπνευστο χωρίο της Παλ. Διαθήκης, που λέει: «Κρεμάζων (ὁ Θεός) γήν ἐπί οὐδενός » (Ιώβ 26, 7). Μάλιστα θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ακριβώς ο υμνωδός δεν παρασύρεται από τις αντιλήψεις της εποχής του και δεν έρχεται σε αντίθεση με την αληθινή επιστήμη, διότι ακολουθεί τη θεόπνευστη Αγ. Γραφή. Σε αντιπερισπασμό όμως προς αυτά θα έλεγε ίσως κάποιος, ότι έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο ο υμνωδός της Εκκλησίας, αλλά και ο συγγραφεύς του Ιώβ με τον Ψαλμωδό της Π. Διαθήκης, ο οποίος στον 135(136) Ψαλμό, στίχο 6, λέει: «Ἐξομολογεῖσθε τῷ κυρίω τῶν κυρίων... τῷ στερεώσαντι τήν γήν ἐπί τῶν ὑδάτων ». Η δήθεν όμως αντίθεση αυτή, διευθετείται, αν παρατηρήσουμε ότι εδώ ο Ψαλμωδός δεν ομιλεί για τη γη γενικώς, την υδρόγειο, αλλά για την ξηρά της γης. Τούτο φαίνεται και στον Ψαλ,μ. 23, 1 - 2, όπου έχουμε: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ · ἐπί θαλασσῶν ἐθεμελίωσεν αὐτήν καί ἐπί ποταμῶν ἡτοίμασεν αὐτήν ». Πρβλ. και Εξοδ. 20, 4. Και λέει τούτο ο Ψαλμωδός ίσως, γιατί τα 3/4 της υφηλίου είναι θάλασσα και το 1/4 είναι ξηρά και μοιάζει η ξηρά να στηρίζεται επάνω σε ύδατα. Πρβλ. Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακοπούλου, Οι Ψαλμοί, Αθήναι 1965, σελ. 121 - 122.
31. Στη Γένεση ωσαύτως διαβάζουμε: «Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν » (Γεν. 2, 7).
32. Ίσως θεολογικότερο θα ήταν, εάν μιλούσαμε «Περί προοδευτικής δημιουργίας ».
33. Ευ. Θεοδώρου, Η αιωνία αλήθεια (Κατηχητικά Βοηθήματα), Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι σελ. 102 και του ιδίου, Η χριστιανική θρησκεία και η θεωρία της εξελίξεως, στο «Ο Εφημέριος», τόμ. Θ' (1960), σελ, 724. Πρβλ. Παν. Τρεμπέλα, Απολογητικαί μελέται, τευχ. Β', Αι αρχαί της δημιουργίας, Εκδ. Δ', Αθήναι 1976, σελ. 351: Από εκκλησιαστικούς άνδρες αναγνωρίζεται ότι περί τον τρόπον της δημιουργίας και του σχηματισμού των όντων έχει τις ελευθερίαν να φιλοσοφή και δεν δεσμεύεται προς τούτο ούτε υπό του γράμματος της Αγίας Γραφής, ούτε υπό ά λλου τινός στοιχείου της κατά θείαν αποκάλυψιν αληθείας». Πρβλ. και Νικ. Ματσούκα, Επιστημονικά, Φιλοσοφικά και Θεολογικά στοιχεία της Εξαημέρου του Μ. Βασιλείου, στο «Εόρτιος Τόμος χιλιοστής εξακοσιοστής επετείου Μεγάλου Βασιλείου (379 - 1979)», Επιμ. Ιω. Καλογήρου, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 75 εξ. και υποσ. 86.
34., Πρβλ. Παν. Τρεμπέλα, Απολογητικαι μελέται, τευχ, Β' σελ. 346.
35. Πρβλ. Απ. Παπαδημητρίου , Επιστήμη, σελ. 210 και Νικ. Βασιλειάδη, Ο Δαρβίνος, σελ. 102.
36. Μιλάμε φυσικά περί των γενών ή ειδών και όχι για τις ποικιλίες ή ράτσες ή παραλλαγές που υπάρχουν μέσα στο γένος, και όπου μπορούμε από μία ράτσα (π.χ. της γάτας) να έχουμε μία άλλη καλλίτερη ράτσα με την κατάλληλη, διασταύρωση.
37. Φρ. Ζακόμπ (Ρ h. Jacob) - Μτφρ. Γ.Κ. Χατζοπούλου, Η λογική του ζώντος. Ιστορία της κληρονομικότητας,, Εκδ. Ράππα Αθήνα, 1971,, σελ. 307.
38. «Μοιχεία τις, ἐστι τῆς φύσεως ἤ τῆς ἐχίδνης καί τῆς μοραίνης ἐπιπλοκή » (Βασιλείου Αρχιεπ. Και σ αρείας, Εἰς τήν Ἑξαήμερον, Ὁμιλία Ζ', Ρ G 29, 160 C.
39. Πρβλ. Νικ. Βασιλειάδη, Ο Δαρβίνος, σελ. 101 εξ. και 107.
40. Για τον παράγοντα τύχη πρβλ. Ζ. Μονό- Μτφρ. Ν. Π. Παπαδόπουλο υ, Η τύχη, σελ. 151. Πρβλ. και Απ. Παπαδημητρίου, Επιστήμη, σελ. 217 εξ., 231, ως και Δημ. Κωτσάκη, Η προέλευσις της ζωής, σελ. 111 εξ.
41. Τα γενετικά κύτταρα, όπως είναι γνωστό, αποτελούνται από τον πυρήνα και από το κυτταρόπλασμα. Μέσα στον πυρήνα υπάρχουν τα χρωμόσωμα ή χρωματοσώματα, τα οποία είναι ραβδόμορφα σωμάτια. Τα χρωματοσώματα περιέχουν νουκλεϊνικά οξέα και μάλιστα το δεσοξυριβοξονουκλεϊνικό οξύ (= D ΝΑ). Το D ΝΑ εκτελεί την αποστολή ενός μικροσκοπικού ηλεκτρονικού υπολογιστή με εγκατεστημένη μνήμη, διατηρεί τον οργανισμό μέσα, στα όρια που έχουν αρχικώς τεθεί γι' αυτόν και δεν επιτρέπει αλλαγές, εκτός εάν υποστεί ατυχήματα, όπως ακτινοβολίες εξω από τό κύτταρο. Τμήματα του D ΝΑ είναι τα γονίδια, τα οποία είναι διαταγμένα καθ' όλο το μήκος των ραβδομόρφων χρωματοσωμάτων, όπως οι χάνδρες στο κομπολόι. Τα γονίδια, θα λέγαμε, είναι οι «μονάδες λειτουργίας την ζωής, που περικλείουν το μυστικό της και αποτελούν και τους φορείς τής κληρονομικότητος » (Απ. Φράγκου, Από τον πίθηκο; σελ. 201).
42. Πρβλ. «Ε volution », από τους Τ. Dobzhansky - F. Ayala - G. L. Stebbins - W. J. Freedman, Chicago 1977, σελ. 59, ή Απ. Παπαδημητρίου, Επιστήμη, σελ. 268.
43. Πρβλ. Νικ. Βασιλειάδη, Ο Δαρβίνος, σελ. 27.
44. Ζ. Μονό- Μτφρ. Ν. Π. Παπαδοπούλου, Η τύχη, σελ. 149.
45. Ιω. Παπαβασιλείου, Σύγχρονη Βιολογία και Χριστιανισμός, Αθήνα 1985, σελ. 91.
46. Τ. Dobzhansky, Genetics and the Origin of Species, New York 1951, σελ. 73.
47. Πρβλ. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς, τόμ. Γ', σελ. 157.
48. Πρβλ. και Ang. Strobel, Der Breif an die Hebräel (Das neue Testament Deutch, 9), Aufl. 11., Göttingen 1975, σελ. 212.
49. Δεν είναι αδύνατο ή απίθανο ένα χωρίο να δέχεται δύο και περισσότερες ερμηνείες υπό ωρισμένες βεβαίως προϋποθέσεις. Πρβλ. Σαβ. Αγουρίδου, Οι Πατέρες της Εκκλησίας ως ερμηνευταί των Αγίων Γραφών, Αθηναι 1973, σελ. 6 εξ. και Παν. Μπούμη, Αρχαί του ποιμαντικού έργου του Ιερέως (Κατευθυντήριοι γραμμαί), Εκδ. Β', Αθήναι 1980, σελ. 25.
50. Πρβλ. H. Liddel - R. Scott (εκδ. Α. Κων στα ντινίδου). Μέγα Λεξικόν τής Ελληνικής Γλώσσης, τόμ. Δ', Αθήναι, σελ. 511 (Φαίνω, Β, II, 2). Πρβλ. και Δημ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, τόμ. Θ', Αθήναι 1950, σελ. 7557 (Φαινόμενον).
51. Κ. Ε ngisch - Μτφρ. Δ. Σπινέλλη, Εισαγωγή στη νομική σκέψη, Εκδ. «Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης», Αθήνα 1981, σελ. 108.
52. Κ. Ε ngisch - Μτφρ. Δ. Σπινέλλη, Εισαγωγή, σελ. 108.
53. G. Radbruch- K. Zweigert, Einfühhrung in die Rechtswissenschaft, Aufl. 11., Stuttgart 1964, σελ. 242 εξ. και 251.
54. G. Radbruch- K. Zweigert, Einfühhrung, σελ. 252 - 253.
55. Λέμε «έχει διορθωθεί», γιατί εμείς νομίζουμε, ότι η αυθεντική γραφή είναι ο ενικός αριθμός («τό φαινόμενον »), αφού είναι η καλλίτερα μαρτυρουμένη (Πρβλ. Η. Windisch, Der Hebr ä erbrief (Handbuch zum N. Tetsament, 14], Aufl. II, T ü bingen 1931, σελ. 100). Την άποψη αυτή ενισχύει και ο νόμος της Παλαιογραφίας, που λέει, ότι η δυσκολότερη (Lectio Difficilior) και η πα ραδοξότερη γραφή είναι και η πιο αυθεντική, ενώ η συνηθέστερη και πιο καλλιεπής μπορεί να προήλθε από διόρθωση των αντιγραφέων. Πρβλ. Ε l. Μ ioni - Μτφρ. Ν. Παναγιωτάκη, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, Αθήνα 1977, σελ. 130.
56. Βασιλείου Αρχιεπ. Καισαρείας, Εις την Εξαήμερον, Ὁμιλία Ε', Ρ G 29, 96 ΑΒ.
57. Βασιλείου Αρχιεπ. Καισαρείας. Εις την Εξαήμερον, Ὁμιλία Ζ', PG 29, 148 Β.
58. ʼλλωστε ο ίδιος ο Ι. Χριστός δεν έλεγε προς τους Φαρισαίους και Σαδουκαίους «λέγω γάρ ὑμῖν, ὅτι δύναται ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ » (Ματθ. 3, 9). Πρβλ. και Λουκ. 3,8.
59. Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', Αθήναι 1959, σελ. 462. Πρβλ. και Ευ . Θεοδώρου, Η αιωνία αλήθεια, σελ. 104.
60. Πρβλ. Παν. Τρεμπέλα, Δογιματική, τόμ. Α ', σελ. 462. Πρβλ. Κ. Κ. Rahner- J. Kalin, Abstammung des Menschen, Lexikon für Theologie und Kirche, τόμ. Α΄, Freiburg 1957, σελ. 81 εξ. Φαίνεται, ότι και επισήμως ήδη, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ασπάζεται τη γνώμη, ότι ο άνθρωπος από βιολογικής απόψεως «είναι προϊόν εξελικτικής διαδικασίας, Βασ. Μουστάκη, Ο προπτωτικός άνθρωπος και η θεωρία της εξελίξεως, στο «Εκκλησία», τόμ. ΛΗ' (1961), σελ. 282).
61. Ιωάννου του Χρυσοστόμου , Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΙΒ', Ρ G 53, 106.
62. Παν. Τ ρ εμ π έλα, Δογματική, τομ. Α', σελ. 462.
63. Ως γνωστόν, ούτε η ερμηνεία ενός Πατρός, ούτε η εγκύκλιος ενός Πάπα, ούτε η γνώμη των θεολόγων μπορεί να θεωρηθεί οπωσδήποτε ως αλάθητη, αν δεν λάβει μία οικουμενική συνοδική επικύρωση, ή τουλάχιστον αν δεν έχει τη σύμφωνο εκκλησιαστική αναγνώριση. Πρβλ. Παν. Μπούμη, Η αυθεντική εκκλησιαστική παράδοση (Το κριτήριο της Ορθοδοξίας), Αθήναι 1984, σελ. 18 εξ.
64. Προβολή λέγεται στην Ψυχολογία και γενικότερα στη Φιλοσοφία η προς τα έξω δηλ. στον εκτός του ανθρώπου χώρο (σε άλλα υποκείμενα ή αντικείμενα) τοποθέτηση ή απόδοση, ωρισμένων αισθημάτων του. Πρβλ. An. Lalande - Μτφρ. Ευ. Φικιώρη, Λεξικόν της Φιλοσοφίας, τόμ. 8, Εκδ. ΣΤ', Εν Αθήναις 1955, σελ. 1236 - 1237, και Ιω. Μαρκαν τ ώνη , Σύγχρονα ζητήματα Παιδαγωνικης και Ψυχολογίας, Αθήναι 1969, σελ. 192 - 193. Μόνο που πρέπει να ληφθεί υπ' όψι, ότι το «καθ' ομοίωσιν » τέθηκε μόνο στον άνθρωπο, όχι στα άλλα δημιουργήματα.
65. Σύμφωνα με το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα, είναι αδύνατη η εξ ολοκλήρου μετατροπή της θερμότητος σε ωφέλιμο έργο. Έτσι θα έλεγε κανείς, ότι ένα ποσό ενέργειας χάνεται, μετατρέπεται σε υποενέργεια. Κάθε επομένως μεταβολή (π.χ. χημική αντίδραση) αυξάνει γενικώς την απώλεια στη φύση. Και όσο πιο μεγάλη είναι η «αταξία», που επικρατεί στα σωματίδια ενός συστήματος, τόσο πιο μεγάλη είναι και η απώλεια αύτη.
66. Ο Π. Γκρασσέ επίσης λέει: «Η μεγάλη πλειονότητα τών θεατών μεταλλάξεων αναφέρονται σε έντονα θανατηφόρες ανωμαλίες» (P. P. Grass é), Μτφρ. Ν. Π. Παπαδόπουλου, Εσύ ο μικρούλης Θεός !, Εκδ. Ράππα, Αθήνα 1971, σελ. 158.
67. J. M Smith - Μτφρ. Δ. Κουρτόβικ, Η θεωρία της εξέλιξης, Εκδ. ʼλμπατρος, Αθήνα 1979, σελ. 81.
68. Ο Νικ. Ματσούκας (Επιστημονικά, σελ. 85 εξ.) θεωρεί μάλλον αδόκιμη την έκφραση αύτη.
69. Πρβλ. και Ι ω. Παπαβασιλείου, Σύγχρονηι Βιολογία» σελ. 88. Και ο Βασ. Μουστάκας (Ο προπτωτικός άνθρωπος, σελ. 282) γράφει: «Όποιος ήτο ο δια του Υιού και Λόγου του Θεού ποιηθείς αρχέγονος κόομος, μόνον δια της πίστεως και, ως δι ' εσόπτρου (Α' Κορ. ιγ' 12), δια της Γραφής, δυνάμεθα να γιγνώσκωμεν ». Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε και τα λόγια του Φρ. Κρίκ, ο οποίος λέει: «Πριν από τη φυσική επιλογή, όλα θα πρέπει να γίνονταν λίγο πολύ τυχαία και όσο και αν έχει η φαντασία μας αμέτρητο χρόνο και χώρο στη διάθεση της, υπάρχει ένα όριο στον αριθμό των πραγμάτων, που μπορεί να θεωρήσει πως έγιναν από τύχη. Η πραγματική "προέλευση" θα πρέπει να ήταν ένα μάλλον σπάνιο φαινόμενο, και όπως έχω ήδη υποστηρίξει, μπορεί να μην έλαβε χώρα παρά μία μόνο φορά(...). Η πραγματική δυσκολία στο θέμα της προελεύσεως της ζωής οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν εξαφανιστεί εδώ και πολλά χρόνια, οι πειραματικές αποδείξεις, που θα μας μαρτυρούσαν τι ακριβώς έχει γίνει... Αυτό δυσκολεύει πάρα πολύ την επιστημονική έρευνα γιατί αναπόφευκτα δημιουργούνται περισσότερες θεωρίες απ' όσα υπάρχουν γεγονότα για να τις αντικρούσουν. Μπορώ να προβλέψω πως το θέμα αντί ν' αναπτυχθεί με τον κατάλληλο επιστημονικό τρόπο, θα γίνει σχεδόν θεολογικό » (Fr. Crick - Μτφρ. Λευτ. Σιδέ ρη, Περί μορίων και ανθρώπων, E κδ. Χατζηνικολή, A θήνα 1977, σελ. 40 - 41).
70. Παν. Τρεμπέλα, "Υπόμνημα ε i ς τας Επιστολάς, τόμ. Γ', σελ, 157.
71. Πρβλ. τα λεγόμενα περί «οδυνηρού εφιάλτου » στο Νικ. Ματσούκα, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία, κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1980, σελ. 388, υπ . 3.
72. Πρβλ, όμως Α' Κορ. 2, 15: «Ὁ δέ πνευματικός ἀνακρίνει πάντα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου