Μέρος 1ο
Ο
ΟΣΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ
“Ἱερές
ἀναμνήσεις”
Βαθειά
καί
ἀπερίγραπτη ἦταν
ἡ
θλῖψις
πού
προξένησε
ὁ
θάνατός
του.
Ἀνεχώρησε
γιά
τήν
αἰωνιότητα
στίς
10
Ὀκτωβρίου
τοῦ
1891,
στήν
ἡλικία
τῶν
ἑβδομηνταεννέα
ἐτῶν,
καί
ἄφησε
πίσω
του
μεγάλο
πνευματικό
κενό.
Οἱ
εὐλαβεῖς
Χριστιανοί
τῆς
Ρωσίας
τόν
ἐθρήνησαν
πολύ.
Ἡ
ἀπώλεια ἦταν
μεγάλη.
Παρ᾿
ὅλο
ὅμως
πού
ἔφυγε,
ἡ
μορφή
του,
ἡ
ζωή
του,
τά
λόγια
του
παρέμεναν
ὁλοζώντανα
στήν
καρδιά
καί
στήν
σκέψι
τους.
Ὁ ἕνας
ἀτένιζες
συνεχῶς
τό
ἐπιβλητικό
πορτραῖτο
του
πού
τό
εἶχε
τοποθετήσει
στήν
πιό
περίοπτη
θέσι
τοῦ
σπιτιοῦ
του.
Ὁ
ἄλλος
ξεφύλλιζε
τό
βιβλίο
πού
εἶχε
πάρει
εὐλογία
ἀπό
τά
ἁγιασμένα
χέρια
του.
Ὁ
τρίτος
διάβαζε
καί
ξαναδιάβαζε
μιά
ἐπιστολή
του
πού
ἀξιώθηκε
κάποτε
νά
λάβη.
Δέν ἦταν
λίγοι
κι᾿
ἐκεῖνοι
πού
ἀνέφεραν
προσωπικές
περιπτώσεις,
στίς
ὁποῖες
εἶχε
ἐκδηλωθῆ
τό
προφητικό
του
χάρισμα.
Πολυάριθμοι
ἀγρότες
μιλοῦσαν
γιά
τήν
δύναμι
τῆς
προσευχῆς
του.
Τούς
εἶχε
σώσει
ἀπό
ἐπικίνδυνες
ἀνομβρίες.
Πολλά
καί
θαυμαστά
ἀκούγονταν
γιά
τόν
ὁσιώτατο
ἐκεῖνον
στάρετς.
Καί
δέν
μποροῦσε
κανείς
νά
ἀμφιβάλη,
γιατί
ἐπρόκειτο
γιά
γεγονότα
ὁλοφάνερα,
πρόσφατα
καί
χειροπιαστά.
- Ἐγώ, διηγεῖτο κάποιος εὐσεβής Χριστιανός, εἶχα βρεθῆ σέ μεγάλη ἀπόγνωσι. Ἀντιμετώπιζα ἕνα ὀξύ προσωπικό πρόβλημα καί δέν μποροῦσα νά βρῶ ἄκρη. Στόν ἀγρό τῆς ψυχῆς μου ἄρχισαν νά βλαστάνουν τά ζιζάνια τῆς ἀπελπισίας. Πόση παρηγορία μοῦ ἔδωσε τότε μία ἐπιστολή του! Πόση ἀνακούφισι! Τήν φυλάω σάν κόρη ὀφθαλμοῦ!
«Εἰρήνη
σέ
σένα
– ἔτσι
ἄρχιζε
ἡ
ἐπιστολή
– ἀδελφέ,
πού
βρίσκεσαι
σέ
θλῖψι
καί
ἀμηχανία.
Διάβασε,
σέ
παρακαλῶ,
τίς
τελευταῖες
σελίδες
τοῦ
Ἀββᾶ
Δωροθέου.
Ἐκεῖ
ἀναφέρεται
ὅτι
δέν
πρέπει
νά
δίνουμε
σημασία
στούς
λογισμούς
τῆς
μικροψυχίας.
Διάβασε
καί
θά
ἠρεμήσης.
Συζητήσαμε
πολύ
γιά
τήν
περίπτωσί
σου
καί
τίποτε
δέν
κατωρθώσαμε
νά
κάνουμε.
Γι᾿
αὐτό
τό
καλύτερο
ἀπ᾿
ὅλα
εἶναι
νά
ἀναθέσουμε
τήν
ἐλπίδα
μας
στήν
πρόνοια
τοῦ
Παναγάθου
Θεοῦ.
Αὐτή
μπορεῖ
ὅλα
νά
τά
τακτοποιήση
κατά
τόν
καλύτερο
τρόπο
καί
παρά
πᾶσαν
προσδοκία
μας.
Μελέτησε
μέ
προσοχή
τό
49ο
κεφ.τοῦ
Ἀββᾶ
Ἰσαάκ
τοῦ
Σύρου,
περί
πνευματικῆς
νηπιότητος.
Προσπάθησε
ὅσο
μπορεῖς
νά
ἐγκολπωθῆς
αὐτές
τίς
ἀλήθειες.
Κάθε
ὑπόστασις
καί
κάθε
ἔργο
δέν
τελειώνει
μονομιᾶς.
Χρειάζεται
νά
περάση
χρόνος,
νά
καταβληθῆ
προσπάθεια,
νά
γίνη
βαθειά
μελέτη,
νά
ἀσκηθῆ
ὡρισμένες
φορές
καί
βία.
Θά
γίνουν
καί
σφάλματα,
θά
προκληθοῦν
καί
δυσαρέσκειες.
Σύν
τῷ
χρόνῳ
ὅμως
ὅλα
θά
περάσουν
καί
θά
ξεχασθοῦν·
ἀλλά
τό
ἔργο
θά
παραμείνη
καί
θά
μᾶς
χαροποιῆ...
Καί
πάλι
εἰρήνη
σέ
σένα.
Ὁ
πολυαμαρτωλός
Ἱερομόναχος
Ἀμβρόσιος.
Ἄξιες
προσοχῆς
εἶναι
οἱ
παραπομπές
στά
κείμενα
τῶν
Ἁγίων
Πατέρων.
Ὁ
σοφός
ποιμήν
ἐγνώριζε
νά
ὁδηγῆ
τά
πρόβατα
σέ
τόπους
ἐκλεκτῆς
χλόης
καί
στερεᾶς
πνευματικῆς
τροφῆς.
-
Ἐγώ, διηγεῖτο κάποιος ἄλλος, ἤμουν μανιώδης καπνιστής. Κάπνιζα
ἀναρίθμητα τσιγάρα τήν ἡμέρα, καί κατάντησα σωματικά καί ψυχικά ράκος.
Ἔφθασα στό σημεῖο νά περνῶ καί δυνατές κρίσεις μελαγχολίας. Καί ἄν δέν
ὑπὴρχε ἡ παρέμβασις τοῦ ἁγίου ἐκείνου Γέροντος, μέ περίμενε ὁριστική
καταστροφή. Τό γράμμα πού μοῦ ἔστειλε ἦταν γιά μένα σωσσίβιο. Τό φυλάω
σάν ἀκριβό κειμήλιο. Τό ἔχω ἀποστηθίσει ὁλόκληρο. Ἀφοῦ στήν ἀρχή μοῦ
ἀνέφερε τίς ζημίες πού προξενεῖ ὁ καπνός στό σῶμα καί στήν ψυχή,
κατέληγε:
«Τά
ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι...» Σᾶς συνιστῶ νά
ἀντιμετωπίσετε τό πάθος μέ φάρμακα πνευματικά. Νά πλησιάσετε δηλαδή στό
Μυστήριο τῆς Μετανοίας καί νά ἐξομολογηθῆτε λεπτομερῶς ὅλες τίς ἁμαρτίες
ἀπό τήν μικρή σας ἡλικία μέχρι σήμερα. Νά ἑτοιμασθῆτε νά κοινωνήσετε
τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Νά διαβάζετε καθημερινῶς ἕνα ἤ περισσότερα
κεφάλαια τοῦ Εὐαγγελίου ὄρθιος. Καί ὅταν σᾶς πιάνη ἡ μελαγχολία νά
διαβάζετε πάλι τό Εὐαγγέλιο, μέχρις ὅτου περάση. Ἤ ἀντί γι᾿ αὐτό νά
κάνετε τριαντατρεῖς μεγάλες μετάνοιες εἰς τιμήν τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ
Σωτῆρος καί τῆς Ἁγίας Τριάδος....».
Μέ τίς σοφές ὑποδείξεις Ἡ ψυχή καθαρίσθηκε, δυνάμωσε. Καί σέ λίγο χρονικό διάστημα κατώρθωσε νά νικήση τό ἀκατανίκητο πάθος.
- Ὁ στάρετς, διηγεῖτο κάποια μοναχή, ἦταν Πνευματικός μου, καί μοῦ συνιστοῦσε νά ἐγκαταβιώσω στό Μοναστήρι τοῦ Σαμορτίνου. (Πρόκειτε γιά τό γυναικεῖο Μοναστήρι πού ὁ ἴδιος εἶχε ἱδρύσει). Ἐγώ ὅμως εἶχα τίς ἐπιφυλάξεις μου. Δυσκολευόμουν νά πάρω μιά τέτοια ἀπόφασι. «Καλά εἶναι ἐκεῖ», ἔλεγα, «ὅσο ζῆ ὁ Γέροντας. Ὅταν ὅμως πεθάνη, τί γίνεται»; Πολύ μέ βασάνιζαν αὐτές οἱ σκέψεις. Καί δέν ἔπαιρνα τό θάρρος νά τοῦ τίς ἀνακοινώσω. Κάποια φορά περίμενα μέ ἄλλους προσκυνητάς ἔξω ἀπό τό κελλί του στήν Ὄπτινα. Μόλις βγῆκε μᾶς εὐλόγησε καί ἄρχισε νά μᾶς προσφέρη λόγους πνευματικῆς οἰκοδομῆς. Πολλές φορές ἄκουγες νά λέη πράγματα πού φαίνονταν ἄσχετα ἤ ἀσυνάρτητα ἤ ἀδιάφορα. Καί ὅμως! Γιά κάποιον ἀπό τούς ἀκροατάς εἶχαν μεγάλη σημασία. Αὐτή τήν φορά ἀνέφερε κάτι πού διέλυσε τίς ἀγωνίες καί τούς δισταγμούς μου. «Οἱ Γέροντες», εἶπε, «πού ἱδρύουν ἕνα Κοινόβιο, ὅσο ζοῦν τό προσέχουν. Μετά τόν θάνατό τους ὅμως τό ἐγκαταλείπουν; Ὄχι! Δέν τό ξεχνοῦν. Τό παρακολουθοῦν καί τότε καί τό προστατεύουν»! Δέν ἦταν μόνο ἡ χαρά καί ἡ ἀνακούφισις πού μοῦ ἔδωσαν αὐτά τά λόγια του. Ἦταν καί ἡ μεγάλη ἔκπληξις. Πῶς νά μήν ἐκπλαγῆς, ὅταν ἀντιληφθῆς ὅτι ὁ ἄλλος ἐξιχνίαζε τίς μυστικές καί ἀπόκρυφες γωνίες τῆς ψυχῆς σου»!
Παρόμοιες
διηγήσεις
ἀναφέρονταν
πολλές.
Καί
ἀκόμη
πιό
καταπληκτικές!
Δηλαδή:
Γεγονότα
μελλοντικά
καί
ἀπόμακρα,
πού
δέν Ἦταν
δυνατόν
οὔτε
νά
τά
φαντασθῆ
κανείς,
τό
μάτι
του
σάν
προφητικό
τηλεσκόπιο
τά
διέκρινε
μέ
ἀπόλυτη
ἀκρίβεια.
Ὅσοι
ἐγνώριζαν
ἀπό
θεολογία
ἔλεγαν
ὅτι
ὁ
ὅσιος
αὐτός
Ἱερομόναχος
εἶναι
φορεύς
τοῦ
προορατικοῦ
χαρίσματος,
τοῦ
σπουδαιοτέρου
ἀπό
τά
φωτιστικά
χαρίσματα
τοῦ
Ἁγίου
Πνεύματος.
- Καί ἐγώ καί ὁ Ἱερεύς, διηγεῖτο κάποια εὐσεβής πρεσβυτέρα, εἴχαμε σέ μεγάλη εὐλάβεια τόν ἅγιο ἐκεῖνο Γέροντα, καί εἴχαμε κρεμάσει στό σπίτι μᾶς φωτογραφία του. Κάποτε μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀπό τό διπλανό χωριό ἡ ἀδελφή μου – πρεσβυτέρα κι αὐτή. Μόλις ἀντίκρυσε τήν μορφή του συγκλονίσθηκε. Ἡ ἔκπληξίς της καί ἡ χαρά της δέν εἶχαν ὅρια. Σέ λίγο τήν ξεκρέμασε καί ἄρχισε νά τήν ἀσπάζεται. «Ποῦ τήν βρῆκες αὐτή τήν φωτογραφία; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ μοναχός; Ζῆ ὁ ἄγγελος αὐτός τοῦ Θεοῦ»; ἄρχισε νά μ᾿ ἐρωτᾶ γεμάτη ἀγωνία. «Ζῆ ὁ οὐράνιος αὐτός ἄγγελός πού τόν ἔστειλε ὁ Θεός νά μᾶς σώση ἀπό τήν καταστροφή, ἀπό τό ἔγκλημα»! Ἀκούγοντας ἐγώ τίς τελευταῖες αὐτές λέξεις αἰφνιδιάστικα καί ζήτησα ἐξηγήσεις. Ἡ ἀδελφή μου τότε μοῦ ἐξιστόρησε ἕνα δραματικό γεγονός. Ἔτσι δικαιολόγησα ἀπόλυτα τήν συγκίνησι πού ἔνιωσε ἀντικρύζοντας τήν φωτογραφία τοῦ στάρετς.
Ἀλλά
πιό ἦταν
τό
συνταρακτικό
δρᾶμα
πού
διηγήθηκε
ἡ
μία
ἀδελφή
στήν
ἄλλη;
Θά
τό
ἀναφέρουμε
μέ
κάθε
λεπτομέρεια,
γιατί
ὁμολογουμένως
πρόκειται
γιά
συγκλονιστική
περίπτωσι:
Γιά
ἀπόπειρα
φόνου,
ὁ
ὁποῖος
ἀπεφεύχθη
τήν
τελευταία
στιγμή,
χάρις
στήν
ὑπερφυσική
ἐπέμβασι
τοῦ
ὁσίου
ἐκείνου
Γέροντος.
Ἡ
πρεσβυτέρα
εἶχε
ἀναθέσει
τό
μαγειρεῖο
τοῦ
σπιτιοῦ
σέ
κάποια
γυναῖκα,
ἡ
ὁποία
δέν ἦταν
στόν
χαρακτῆρα
ἥσυχη
καί
γαλήνια
θάλασσα.
Πολύ
εὔκολα
ὁ
ἄνεμος
τῆς
νευρικότητος
ἤ
καί
τῆς
ὀργῆς
ἀνατάραζε
τά
κύματά
της.
Κάποτε
πῆρε
τήν
ἀπόφασι
νά
ἐξομολογηθῆ.
Φεύγοντας
ἀπό
τό
Ἐξομολογητήριο
εἶχε
πάρει
καί
τόν
κανόνα
της.
Τῆς
ὥρισε
ὁ
Ἱερεύς
νά
κάνη
καθημερινῶς
ἀρκετές
γονυκλισίες,
πρᾶγμα
τό
ὁποῖο
πολύ
τῆς
ἐκόστισε.
Ἀπό
τήν
ἡμέρα
ἐκείνη
ἔτρεφε
στήν
ψυχή
τῆς
μεγάλη
ἀντιπάθεια
πρός
τόν
Ἱερέα...
Ἀλλά
ἄς
δώσουμε
καλύτερα
τόν
λόγο
στήν
πρεσβυτέρα.
- Ὁ σύζυγός μου ἐπρόκειτο τήν ἄλλη ἡμέρα νά λειτουργήση. Κοιμόταν στό δωμάτιό του. Ἡ νύχτα εἶχε κάπως προχωρήσει. Ἐγώ στήν κρεββατοκάμαρα εἶχα ἀποκοιμηθῆ βαθειά. ξαφνικά ἀκούω δίπλα μου μία φωνή: «Ξύπνα ἀμέσως! Τόν σύζυγό σου τόν φονεύουν»! Ἀνοιξα τά μάτια μου καί διέκρινα ἕναν μοναχό. «Οὔφ! Ἀνοησίες! Σατανική φαντασία»! Εἶπα, σταυροκοπήθηκα καί γύρισα ἀπό τό ἄλλο πλευρό. Σέ λίγο ἐπαναλήφθηκε τό ἴδιο, κι ἐγώ ἔκανα πάλι τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Δέν πέρασε ὅμως ἕνα λεπτό, ὁπότε ὁ μοναχός παρουσιάζεται γιά τρίτη φορά. Μέ τραβᾶ ἀπό τό κρεββάτι λέγοντας ἐπιτακτικά: «Γρήγορα! Γρήγορα τρέξε! Νά, τώρα τόν φονεύουν τόν σύζυγό σου! Πετάγομαι τότε ἀμέσως ἀπό τό κρεββάτι καί προχωρῶ στήν σάλα. Καί τί νά ἰδῶ! Θεέ μου! Ἡ μαγείρισσα μ᾿ ἕνα τεράστιο μαχαίρι ἦταν ἕτοιμη νά ὁρμήση στό δωμάτιο τοῦ Ἱερέως! Βρισκόταν ἀκριβῶς μπροστά στήν πόρτα. Τρέχω ἀμέσως ἀπό πίσω της καί τῆς τό ἁρπάζω. «Τί εἶναι αὐτά πού κάνεις»; τήν ρωτῶ ταραγμένη. «Θέλω νά τόν σκοτώσω», μοῦ ἀπαντᾶ. «Δέν εἶναι στοργικός παπᾶς. Δέν λυπᾶται τούς ἀνθρώπους ὁ παπᾶς σου. Ἐγώ μετανόησα γιά τίς ἁμαρτίες μου καί ἐξωμολογήθηκα. Κι ἐκεῖνος μ᾿ ἐφόρτωσε μ᾿ ἕνα σωρό μετάνοιες! Αὐτός δέν μέ εὐσπλαγχνίσθηκε. Οὔτε κι ἐγώ θά τόν εὐσπλαγχνισθῶ».
Ἡ
πρεσβυτέρα
στήν
κρίσιμη
ἐκείνη
ὥρα
ἐνήργησε
πολύ
συνετά
καί
πολύ
ψύχραιμα.
Κάνοντας
πώς
πηγαίνει
ν᾿
ἀφήση
τό
μαχαίρι
στό
διπλανό
δωμάτιο,
ἔστειλε
κι᾿
ἐφώναξαν
τόν
ἀστυνόμο,
ὁ
ὁποῖος
ἀπεμάκρυνε
ἀπό
τό
σπίτι
τήν
ἐπικίνδυνη
γυναῖκα.
Ὅλα
ἔγιναν
ἀθόρυβα.
Ὁ
Ἱερεύς
ἀνυποψίαστος
συνέχισε
τόν
ὕπνο
του,
καί
ξημερώνοντας
ξεκίνησε
γιά
τήν
Λειτουργία
του.
Ὁ
νοῦς
τῆς
πρεσβυτέρας
τριγυρνοῦσε
συνεχῶς
στά
περιστατικά
τοῦ
νυκτερινοῦ
δράματος.
Μεταξύ
τῶν
ἄλλων
σκεπτόταν:
«Ποιός
νά ἦταν ἆραγε
ἐκεῖνος
ὁ
μοναχός,
ὁ
σωτήρας
μας;
Κανένας
ἀπό
τούς
παλαιούς
Ὁσίους;
Ἀλλά
δέν
θυμᾶμαι
τήν
μορφή
του
ἀνάμεσα
στίς
εἰκόνες
τῶν
Ὁσίων.
Νά
εἶναι ἆραγε
σύγχρονος;
Σέ
ποιό
Μοναστήρι
νά
ζῆ»;
Ὅλες
αὐτές
τίς
ἀπορίες
τίς
ἔλυσε
ἡ
ἐπίσκεψις
στό
σπίτι
τῆς
ἀδελφῆς
της.
Καί
χωρίς
καθυστέρησι
ξεκίνησε
γιά
τήν
Μονή
τῆς
Ὄπτινα.
Φθάνοντας
ἐκεῖ
ρωτοῦσε
μέ
ἀγωνία
τούς
μοναχούς:
«Πέστε
μου,
σᾶς
παρακαλῶ.
Ποῦ
βρίσκεται
ὁ
μοναχός
Ἀμβρόσιος;
Ποῦ
βρίσκεται
ὁ
εὐεργέτης
μου,
ὁ
σωτήρας
μου;
Αὐτός
πού
μᾶς
ἔσωσε
ἀπό
βέβαιο
θάνατο; Ἦρθα
νά
τόν
εὐχαριστήσω,
νά
τοῦ
φιλήσω
τά
πόδια...».
Ὁ
εὐλογημένος
αὐτός
Γέροντας
ὑπῆρξε
σιτοδότης
Ἰωσήφ
πού
ἐμοίρασε
στούς
Ὀρθοδόξους
τοῦ
Βορᾶ
τόν
ἐπουράνιο
ἄρτο.
Γι᾿
αὐτό
ὁ
λαός
– τί
συγκινητικό!
– ἀψηφοῦσε
τεράστιες
ἀποστάσεις
γιά
νά
φθάση
ὥς
τό
κελλί
του.
Ἐμεῖς
– τί
εὐλογία!
– χωρίς
κόπους,
χωρίς
ὁδοιπορίες,
μέ
κάθε
ἡσυχία
καί
ἄνεσι,
μποροῦμε
μέσα
στίς
σελίδες
πού
ἀκολουθοῦν
νά
πλησιάσουμε
τό
ἱερό
πρόσωπό
του.
Παρακολουθῶντας
τήν
πορεία
τῆς
ζωῆς
του,
τούς
ἀγῶνες
του,
τίς
ἀρετές
του,
τίς
ὑψηλές
του
κατακτήσεις,
τίς
λάμψεις
τῶν
θείων
χαρισμάτων
του,
θά
ἀπολαύσουμε
πλουσία
πνευματική
εὐφροσύνη.
Τελειώνοντας
θά
ἔχουμε
ὅλο
τό
δικαίωμα
νά
ἀναφωνήσουμε:
«Θαυμαστός
ὁ
Θεός
ἐν
τοῖς
Ἁγίοις
αὐτοῦ»
(Ψαλμ.
67,
36).
«δότε δόξαν τῷ Θεῷ·
ἐπί τόν Ἰσραήλ ἡ μεγαλοπρέπεια αὐτοῦ,
καί ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐν ταῖς νεφέλαις.
θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ·
ὁ Θεός Ἰσραήλ αὐτός δώσει δύναμιν καί
κραταίωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ. εὐλογητός ὁ Θεός.»
Ψαλμ. 67 : 35 - 36
Ἀπό
τό βιβλίο: “Ο ΟΣΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ”
ΙΕΡΑ
ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου