Ιστορία απίστευτη βγαλμένη από κάποιο χειρόγραφο, που βρέθηκε στο Οπόρτο,
και ζωγραφισμένη από το ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Αφιερώνεται στον ΑΝΤΡΕΑ ΤΡΙΓΓΕΤΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αν βγάλουμε έξω τη θερμή θέση που έχω μέσα στην καρδιά ένα δυονώ μοναχά, για τους άλλους, όπως στάθηκα πάντα μακριά τους, πέρασα για ένα κεφάλι γεμάτο καπρίτσια. Η αλήθεια είναι πως είμαι ένας άγριος άνθρωπος, σκέτος. Ώρες ώρες μου φαίνεται πως είμαι γερό κεφάλι· πολλές φορές πάλι βλέπω καθαρά πως δεν είμαι τίποτε περισσότερο από έναν άνθρωπο με απλή γνώμη.
Μιλώ έτσι ενώ μέσα μου είναι όλα ήμερα. Περνώ τις μέρες μου απάνου κάτου μοναχός. Είχα μεγάλη αγάπη για τα βιβλία στα μικρά μου χρόνια, αλλά γενικά δεν ήμουνα διόλου από κείνους τους ανθρώπους που κάνουν τους άλλους να περιμένουν απ’ αυτουνούς τίποτα· γι’ αυτό είναι ένα πράγμα ολότελα ανέλπιστο για μένα να τυπώσω ένα βιβλίο· εγώ ο ίδιος απορώ πώς ταίριαξε έτσι. Στ’ αλήθεια, ένα βιβλίο μου αρέσει, μπορώ να πω, όσο ένα ταξίδι με πανιά απάνου σε αφρισμένη θάλασσα· είναι βιβλία που κάνουν να χορεύει ο κόσμος μπροστά μου μίαν ολάκερη βδομάδα.
Ζω, όπως είπα, μοναχός. Κανένας ίσως δε θα βρίσκεται, όταν θα διαβάζει το βιβλίο μου, στην κατάσταση που βρίσκουμαι εγώ, τώρα που γράφω· σε πολλά δε θα με καταλάβει, εξαιτίας της διαφορετικής ζωής που ζούμε. Είμαι όξω απ’ όλην εκείνη τη βουή, που δίνει στον άνθρωπο της πολιτείας την ιδέα πως ζει και πως συλλογίζεται.
Κατοικώ απάνου σ’ ένα ανεμόδαρτο βουνό. Όλη τη μέρα κάτου από τα μάτια μου η θάλασσα διπλώνει και ξεδιπλώνει τα κύματά της, και τη νύχτα ακούω μονάχα τη βουή της. Στην πολιτεία κατεβαίνω σπάνια· ανάμεσα στους ανθρώπους χάνω το θάρρος μου, όπως το σκυλί που φυλάγει τα πρόβατα στο βουνό.
Εδώ, στο νησάκι μου, είμαι βασιλιάς. Περπατώ με μεγάλα βήματα, είμαι στο κέφι, και καταλαβαίνω το Θεό και τους προγόνους μου να μου κρατάν σιωπηλή συντροφιά. Σηκώνουμαι πολύ πρωί και κάνω ένα μικρό περίπατο γύρω στο μεγάλο και παράξενο βράχο, που κρέμεται απάνου απ’ το σπιτάκι μου. Έτυχε, με σεισμό, να τον ακούσω να τρίζει απάνου απ’ το κεφάλι μου. Το καλοκαίρι, σαν κάνει ζέστη τ’ απομεσήμερο, πάω και ξαπλώνουμαι στον ίσκιο του, και το μάτι μου βάζεται να λογαριάζει το ανιστόρητο βάρος που κρέμεται στον αγέρα. Με πιάνει ζάλη και μου φαίνεται πως ξεφεύγει το κούτελο μου.
Κάπου κάπου, βγαίνουν στη στεριά ένα δυο ψαράδες και μιλούμε για τα βάσανα του κόσμου. Γνωρίζω τις βάρκες τους από δύο μίλια, και τις σεργιανίζω είτε σαν αρμενίζουν με τα πανιά τους είτε σαν ρίχνουν τα δίχτυα μέσα στο μπουγάζι. Τούτοι οι φουκαράδες είναι οι φίλοι μου, ακόμα ένας καραβομαραγκός, που φτιάνει τη φελούκα μου, δυο βοσκοί, ένας ζευγάς κι οι δικοί μου. Δουλεύουμε όλοι μας για να μας δώσει το ψωμί μας είτε η στεργιά είτε η θάλασσα. Ξέρουμε πως ο μεγάλος Θεός ρίχνει με σπλαχνιά το μάτι του απάνω μας, όταν πηγαινοέρχουνται τα βόδια μέσα στα μαύρα αυλάκια σιμά στ’ ακρογιάλι, και παρέκει τα ψαροκάικα δουλεύουν βιαστικά στον αργαλειό, όπως οι αράχνες μόλις χτυπήσει ο ήλιος στο εργόχειρό τους. Περπατάω σαν πιωμένος απάνου στις αυλακιές· μια δυνατή πνοή αχνίζει απ’ τη γης και με μεθά· πάγω κι αδράχνω την αλετρόχερη απ’ το χέρι του ζευγά και δουλεύω μαζί με τα βόδια μου.
Μέσα σε τέτοια τιποτένια πράματα, δεν μπορεί κανένας να ’χει μεγάλες ιδέες. Ωστόσο, στο καλύβι μου περνώ πολλές ώρες χωρίς δουλειά, κι έρχουνται στο κεφάλι μου τόσα παράξενα πράματα, που απορώ κι εγώ ο ίδιος.
Από πάνου απ’ το νησί μου είναι ανοιχτά τα ουράνια! Απάνω σε τούτους τους βράχους πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, όπως οι παλαιότεροι της γενιάς μου. Έμαθα να βλέπω με το μάτι του αγριμιού, που ζει μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού, και δε μου είναι μπορετό να καταλάβω πολλά πράματα απ’ εκείνα που έχουν μέσα στο κεφάλι τους οι άνθρωποι της πολιτείας.
Συχνά φχαριστώ τους προγόνους μου, που μ’ άφηκαν το μοναχικό νησάκι ετούτο για να τραβηχτώ και να ζήσω με ειρήνη. Ειρήνη! Ειρήνη! Βαθιά δροσερή λίμνη!
Από μικρός έφυγα με τη μανία να δω τα μακρινά μέρη της σφαίρας. Τώρα πια δεν πιθυμώ τίποτα· το μάτι μου ζητά μοναχά ένα κομμάτι βουνό και μια στενή λωρίδα θάλασσα.
Μέσα στην ιστορία, που τυπώνω παρακάτου, ένας ερημίτης γράφει: «Και η αγάπη από μέρος των ομοίων μου θα ’ταν για μένα μιαν ανυπόφορη ανησυχία.» Αυτός ο Σπανιόλος είναι μέσα στην καρδιά μου, γιατί αυτά τα λόγια εγώ δε θα μπορούσα να τα βρω ποτές μου. Οι Σπανιόλοι μου αρέσουν, μου αρέσουν ακόμα οι Μπρετόνοι κι οι νησιώτες του ελληνικού πελάγου. Περισσότερο όμως μου αρέσει η ερημιά. Τώρα θέλω να ξεκουραστώ. Πέρασα ένα χειμώνα στη Βαρκελώνα, ένα χρόνο στο Πόρτο, άλλο τόσο στο Σεν Μαλό και στο Καλβαντός, στη Ντορντόνια λίγους μήνες, στο Παρίσι απάνου από τρία χρόνια. Είδα περαστικός τη Σενεγκάλη και τη Λιμπερία, τραβώντας για την Αγκόλα. Έγραψα του εξερευνητή Σάκλετον, παρακαλώντας τον να στρέξει να πάω μαζί του στο Νότιο Πόλο, μα δεν έγινε τρόπος[1]…
Αυτή τη στιγμή μου φαίνεται πως βλέπω αντίκρυ, απάνου στον τοίχο, την Κονκόρντ του Παρισιού γεμάτη νευρικό κόσμο που μυρμηγκιάζει, μελανιασμένος από το κρύο.
Εγώ τρίβω τα χέρια μου μέσα στο ζεστό καλύβι μου, διαβάζοντας το Ροβινσών Κρούσο.
Ο Ροβινσών Κρούσος! Το βιβλίο τούτο του Δανιήλ Ντι Φόου μου είναι πάντα αχώριστο. Τώρα που γράφω, το βλέπω να κιτρινίζει ανάμεσα στα λίγα βιβλία μου. Είναι τυπωμένο, πυκνά πυκνά, απάνου σ ένα σκούρο χαρτί σαν καπνισμένο. Μυρίζει σαν παλιό ναυτικό έγγραφο. Το ύφος του είναι απλό. Εκεί μέσα δεν μπορεί να βρει κανείς καν μια λέξη γραμμένη από ποιητή· καν μια φράση δε βγαίνει όξω απ’ το μέτριο. Ένα σωρό λογαριασμοί από μοαδόρες, κάμποσες λίστες που λες πως τις τράβηξε απ’ το τεφτέρι ενός έμπορα, συνομιλίες απ’ τις πιο συνηθισμένες, απ’ τις καθημερινές, που πέφτουν συχνά σε μιαν ανυπόφορη πολυλογία, από τέτοια είναι γεμάτο το βιβλίο του Ντι Φόου. Ωστόσο, σε κανένα από τα βιβλία του ίδιου είδους που ήρταν στα χέρια μου δε βρίσκω μια κάποια ουσία που είναι εκεί μέσα κάτι τις περισσά θετικό, όσο θετικό μπορεί να γίνει ένα γράψιμο τέχνης. Η εντύπωση πως είναι δεμένη η ιστορία του με σπάνια μαστοριά, είναι μοναδική. Το ύφος του είναι συμπαθητικό, γιατί είναι απλό. Ο Ντι Φόου είναι ένας άνθρωπος που ξέρει καλά τι θέλει να πει, και το λέγει μ’ έναν τρόπο, που να μένει μ’ εκείνον που το διαβάζει σύμφωνος πως δε χρειάζεται περισσότερο. Του λείπουν τα έξυπνα πυροτεχνήματα που συνηθίζουν όσοι γράφουν βιβλία. Τόσο πιτυχημένα είναι τα λόγια του, που λες: δε θα μπορούσε κανένας να τα πει πιο καλά. Έτσι αρχίζει το ημερολόγιο του ο Ροβινσών:
«30 Σεπτεμβρίου 1659
Εγώ, ο φουκαράς Ροβινσών Κρούσος, ναυάγησα στο πέλαγο μέσα σε μιαν άγρια φουρτούνα, κι αφού πνίγηκε όλο το τσούρμο, όντας μισοπεθαμένος κι εγώ ο ίδιος, ρίχτηκα απάνου σ’ αυτό το ξερόνησο, που το ονόμασα Νησί της Απελπισίας.»
Καταλαβαίνεις τον άνθρωπο. Μ’ όλο που το θέμα του είναι περιγραφικό, του λείπει ολότελα η περιγραφή. Δεν καταπιάνεται καθόλου να ζωγραφίσει τα δάση των τροπικών· λέγει απάνου κάτου ότι θα ’λεγε ένα ξερό βιβλίο του σχολείου. Και όμως, ανεξήγητο θάμα, μονάχα μες στο Ροβινσών Κρούσο καταλαβαίνω να φλογοβολά ο ήλιος της Βραζιλίας. Μ’ όλη την ανεπιτηδειότητα που έχει στη ζωγραφιά, η ιστορία του είναι γεμάτη από πρόσωπα, που ζουν με απίστευτη φυσικότητα, ένα σωρό τύποι του καιρού του, θαλασσινοί, έμποροι, σκλάβοι, κουρσάροι. Μυρίζει σαν ρούμι και σαν μουχλιασμένο αμπάρι.
Λίγα γραψίματα βρήκα έτσι τεχνικά όσο το κομμάτι που θέτω παρακάτου:
«Θέλησα λοιπόν τότες να γίνω κι εγώ έμπορος στη Γκουινέα και, για την κακή μου τύχη, επειδής ο φίλος μου πέθανε λίγο διάστημα ύστερ’ απ’ τον ερχομό του, αποφάσισα να καταπιαστώ ακόμα ένα ταξίδι και μπαρκάρισα στο ίδιο καράβι...
»Ποτές δεν έγινε ταξίδι έτσι άτυχο, γιατί, αν και δεν πήρα απάνου μου σωστές 100 στερλίνες από την καινούργια μου περιουσία, αφήνοντας 200 στη χήρα του φίλου μου, που στάθηκε πολύ πιστή, δεν έπαψα να πέφτω σε τρομερές ατυχίες. Το καράβι μας, ενώ αρμένιζε κατά τις Κανάριες ή, καλύτερα, ανάμεσα σ’ αυτά τα νησιά και στη στεριά της Αφρικής, έπεσε, προς την αυγή, απάνου σ’ έναν κουρσάρο Τούρκο του Σαλέ, που μας κυνήγησε μ’ όλα τ’ άρμενα που μπορούσε να κάνει. Για να τον περάσουμε, βαρθήκαμε κι εμείς να ισάρουμε όσα πανιά μπορούσαν να πάρουν οι αντένες και να σηκώσουν τ’ άλμπουρά μας· αλλά, βλέποντας πως ο κουρσάρος κέρδιζε δρόμο ολοένα και πως σε λίγο θα μας έφτανε, ετοιμαστήκαμε να τον χτυπήσουμε· το καράβι μας είχε δώδεκα κανόνια, κι εκείνος είχε δεκαοχτώ.
»Κατά τις τρεις, απάνου κάτου, τ’ απομεσήμερο, μπήκε στα νερά μας και μας χτύπησε, κατά λάθος, από τη μπάντα, αντί να πέσει απάνου μας από την πρύμη, όπως ήθελε· ρεγουλάραμε οχτώ απ’ τα κανόνια μας, απ’ αυτή τη μπάντα, και του στείλαμε μια φωτιά που τον έκανε να τραβηχτεί, αφού απάντησε στα κανόνια μας κι έριξε μια μπαταριά απάνου κάτου από διακόσια μουσκέτα που είχε απάνω του. Μολαταύτα, όπως είχαμε πιάσει μετερίζι όλοι μας, ένας καν από τους δικούς μας δεν έπαθε. Ετοιμάστηκε να μας χτυπήσει ξανά, κι εμείς ξανά να φυλαχτούμε· αλλά τούτη τη φορά, πέφτοντας δίπλα μας απ’ την άλλη μπάντα, έριξε εξήντα άντρες απάνου στην κουβέρτα μας, που ευτύς έκοψαν και λασκάρισαν τα ξάρτια μας. Τους πέσαμε με τη λόγχη, με τα μουσκέτα και με τις μπόμπες με μια τέτοια μανία, που τους διώξαμε δυο φορές απ’ την κουβέρτα μας. Στο τέλος, για να συντομέψω το λυπηρό αυτό μέρος της ιστορίας μας, αφού έπεσε το καράβι μας στα χέρια τους και σκοτώθηκαν απ’ τους δικούς μας τρεις και λαβώθηκαν οχτώ, στενευτήκαμε να παραδοθούμε, και μας φέρανε όλους σκλάβους στο Σαλέ, λιμάνι που το κρατούσαν οι Μόροι.»
Ο Ροβινσών Κρούσος δεν αξίζει ένα άσπρο για τους διαβασμένους· για κείνους που φιλολογούν. Για λογαριασμό μου, όσο κι αν τον συμπαθώ, μη τυχόν πάρει κανένας πως τον φέρνω ωσάν μέτρο. Έτσι θα ’δειχνα πως οι απαιτήσεις μου από ένα γράψιμο είναι περιορισμένες. Ίσα ίσα, κείνο που κάνει στα μάτια μου την τέχνη πολύτιμη, είναι η απόλυτη ελευθερία που έχει να σοφίζεται και να φτιάνει πράματα που δεν υπήρχαν πριν να τα φτιάξει· νέα πράματα κι όλο νέα κι όλο νέα. Μολαταύτα η θετικότητα, η στενή θετικότητα του Ντι Φόου, είναι θησαυρός δυσεύρετος. Τα ωραιότερα βιβλία που διάβασα (πάντα αυτού του είδους) είναι γραμμένα από ανθρώπους που δεν έχουν την ιδέα πως συγγράφουν. Τέτοια βρήκα στα εγγλέζικα, προ πάντων ημερολόγια κυνηγιού, αρπαγμένα με οικονομία, του καιρού, του χαρτιού, του μελανιού και της φαντασίας· είναι γραμμένα από ανθρώπους, που συχνοχτυπά η καρδιά τους απ’ τη συγκίνηση, που πιάνουν να ιστορήσουν. Δεν είναι οι ακριβοί ρεμβασμοί κάποιου τεμπέλη, που τον τρώγει η έννοια με τι τρόπο να πει ό,τι θέλει να πει, ενώ καλά καλά δεν έχει να πει τίποτα.
Ύστερ’ από τούτα τα λόγια που στενεύτηκα να πω, βγαίνει μονάχη της στη μέση η αντιπάθειά μου για τα πιότερα βιβλία που γράφουνται στις μέρες μου, όπως είναι μπόσικα, επιδειχτικά, γυμνά από μαστοριά. Για όνομα! Για όνομα! Τούτοι οι κύριοι γράφουν όχι μέτρια πράματα (μακάρι) - τούτοι οι κύριοι γράφουν άσκημα πράματα. Χτυπιούνται χωρίς ανάπαψη αναμεταξύ τους, για ιδέες και για το σαρίκι του σουλτάνου της Βαβυλώνιας, για να μη σκάσουν από πλήξη.
Η τέχνη! Οι ιδέες! Τι σιχαμένη εκπόρνεψη! Παντού, απ’ όπου στρίψω, πετιέται μια θεατρίνα, κι αυτή η κουτή θεατρίνα παριστάνει την τέχνη, τάχα. Η μεγάλη έννοια τους είναι να ρίχνουν στο λέγειν τους μπόλικα επίθετα με χουβαρτάδικο χέρι, όπως οι Τούρκοι μάγειροι κάνουν με τα μπαχάρια. Αηδιάζει κανένας με την αντιπαθητική τούτη επιτήδεψη. Μπορείς να βρεις, μέσα σ’ αυτά τα τυπωμένα γυναικολογήματα, υπηρέτριες που μιλάνε με πομπή και με δόξα, λες και είναι τίποτα γέροι θεατρίνοι της Νεάπολης, που μιλάνε μέσα σε μια παρέα από πρόσωπα που τους θαυμάζουνε.
Γυρίζω και ξαναδιαβάζω τα όσα έγραψα παραπάνου. Είπα τόσα πράματα που δεν είχα κατά νου καν να τ’ αγγίξω. Το ’κανα με λύπη μου· και λέγω με λύπη μου, όχι από νεροκέφαλη ευγένεια, αλλά γιατί νοιάζουμαι περισσά για την ομορφιά του βιβλίου μου, κι αυτά τα πράματα, που έχω την ιδέα πως ασκημίζουν άλλα, ασκημίζουν και το δικό μου στανικά.
Ωστόσο, τίποτα δε μου πειράζει τα νεύρα όσο ο σωβινισμός σ’ έναν άνθρωπο της τέχνης. Η φανατική και κουτή τούτη προσήλωση σε μικρόν κύκλο, καταντά να λογαριάζεται για αρετή στους περισσότερους λαούς. Αυτή είναι η αιτία που κάνει να επικρατούν τα μέτρια έργα.
Αλίμονο! Δεν μπορεί κανένας να δείξει πως τον συγκινά κάτι τι από τα τόσα μεγάλα πράματα που περνούν μακριά μας. Τούτοι οι άνθρωποι είναι, όπως λένε οι Τούρκοι, «ψάρια του λιμανιού». Ξέχασαν πια πως η γης γυρίζει, πως οι πόλοι της είναι σκεπασμένοι από πάγους που ασπρίζουν ως τα μάτια κάποιου που παρατηρά το άστρο μας απάνου απ’ το φεγγάρι, πως τα άγρια άλογα πλανιούνται με ορθές χαίτες μέσα στους απέραντους κάμπους του Καναδά, πως αυτή τη στιγμή ένα κύμα σκάζει απάνου στην Καλή Ελπίδα, σκεπάζοντας με αφρούς μια ολάκερη πολιτεία.
Έτσι, άδικα θα ζητήσεις μέσα στα περισσότερα τυπώματα εκείνο που μπορεί να ονομάσει κανένας σοφία του βιβλίου, την εγκυκλοπαίδεια, στη φυσική είτε στην ιστορία.
Για μένα, ο καλλιτέχνης έχει τη ζωηρή εντύπωση πως ζει μέσα σ’ ένα άπειρο. Έτσι μονάχα βγαίνει όξω από τα στενά σύνορα της εποχής και της πατρίδας, και υψώνεται στο μοναδικό τύπο, που ζει μες στον αιθέρα της απόλυτης ελευθερίας. Σφραγίζεται με μιαν αιώνια βούλα. Δεν μπορεί να ’ναι από κείνους που περνούν απάνου από τη γης, κρατώντας τα μάτια κλεισμένα στην πλούσια διακοσμητική ποικιλία του κόσμου, ολόκληρης της γης και τ’ ουρανού.
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ
Κλείνω τον πρόλογο τούτον απάνου στην Τράπεζα του Διαόλου, στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας.
Φεβρουάριος του 1920.
Όσοι δεν είναι της ίδιας γνώμης με μένα, θα ’ταν άδικος κόπος να μου το κράξουν. Θα τους έστελνα όμως σίγουρα στο διάολο, αν καταπιάνουνταν να μου γυρίσουν τις αντιπάθειές μου σε συμπάθειες. Γιατί έχω την πίστη μου, μια θεόστραβη πίστη στο Θεό μου και μονάχα σ’ εκείνον. Δε γίνεται τρόπος να με λυγίσει μπροστά σε ξένα είδωλα καμιά δύναμη. Ας μ’ αφήσουν λοιπόν ήσυχο, και δεν πιθυμώ διόλου να πιάνουν τα βιβλία μου όσοι έχουν διαφορετικά γούστα από μένα. Οι λίγοι, που αισθάνουνται όπως εγώ, μου φτάνουν, και γι’ αυτουνούς γράφω.
Δεν ξέρω καλά καλά τι με σπρώχνει να γράφω αυτό το βιβλίο. Είν’ αλήθεια πως η φιλοδοξία να φημιστώ μέσα στους ανθρώπους με γαργάλιξε σαν ήμουν νέος, αλλά πολύ γλήγορα μιαν αδιαφορία του τάφου μ’ έγιανε απ’ τον κακοηθέστερον απ’ όλους τους πυρετούς. Αν τυχόν κανείς υποθέσει πως η κακή τύχη που βρήκε την πρώτη δοκιμή μου, με βίασε να πάρω την ανάγκη για φιλοτιμία, στη δική μου περίσταση δε θαν εύρει δίκιο γιατί, δεν ξέρω πώς, βρήκα μια πολύ καλή διάθεση σ’ όσους διάβασαν το πρώτο μου τύπωμα. Ωστόσο, η επιτυχία δε στάθηκε πάλι και τόση, ώστε να μπορώ να δικαιολογήσω τη μεταβολή που έλαβα, θέτοντας ως αιτία την αηδία από την εύκολη απόχτηση του ό,τι επιθυμούσα.
Όπως κι αν είναι, από τότες δε με τάραξε η παραμικρή ανησυχία να τραβήξω την προσοχή της ανθρωπότητας, και συχνά ρέμβασα πως έχω το δικαίωμα να μοιραστώ το άγνωστο χώμα με τις πιο περήφανες ψυχές της γης.
Και να, τώρα, σε ηλικία πενήντα χρονών, ξαναπιάνω την πέννα. Τ’ όνομά μου, όπως βλέπει ο αναγνώστης, δεν είναι γραμμένο απάνου στο βιβλίο τούτο· όμως, αν όχι η ματαιοδοξία, μια αδυναμία πάντα με κάνει συγγραφέα. Με βιάζει να βγάλω απ’ τα βαθύτερα κι από τα απόκρυφα της ψυχής μου κατιτί, που σίγουρα δε θαν εύρει καμιάν ηχώ, απλά, η περίεργη εκείνη ιδιοτροπία της ψυχής να θέλει να μοιράζεται με άλλους τις συγκινήσεις της.
Αυτό με κάνει ακόμα μια φορά να σκεφτώ πως τα μεγαλύτερα θάματα είναι ανίκανα ν’ αλλάξουν την ανθρώπινη μικρότητα. Μήπως δεν απομένουμε οι ίδιοι κατόπι από κάθε βήμα μας μέσα στα μυστήρια της δημιουργίας; Ο Νεύτονας, βρίσκοντας το μηχανισμό του ουρανού, άφησε τάχα την πιο ασήμαντη απ’ τις προηγούμενες συνήθειες του;. . . Κι αν ένα βράδυ βρίσκαμε άξαφνα το Θεό, το πρωί δε θα χτενίζαμε τα μαλλιά μας, όπως κάναμε πάντα;
Κι εγώ, γράφοντας σήμερα, απορώ με το τι κάνω. Δεν πίστευα πως είναι δυνατό να καθήσει φρόνιμα μπρος σ’ ένα τραπέζι, για να γράψει, ένας που είδε ό,τι είδα κι άκουσα εγώ, χωρίς να αναποδογυριστεί ο ουρανός. Κι ακόμα, να αισθάνεται πως σίγουρα θα τον περιπαίξουν πρόστυχα πρόσωπα… Κάθε τόσο γυρίζω και διαβάζω τα γραψίματα μου· δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν, όπως είναι γραμμένα, αφήνουνε να φανεί η απόλυτη ειλικρίνειά μου. Το θέμα είναι ακροβατικό, μιαν αράδα από περιστατικά ολωσδιόλου αλλόκοτα, όξου απ’ τον κύκλο της ανθρώπινης πίστης. Βρισκόμαστε μπρος σε μια σφίγγα με μάτια αλλήθωρα... Δεν ξέρω αν θαν αντισταθώ έως το τέλος στον πειρασμό να ξεσκίσω το χειρόγραφο μου...
Ό,τι κι αν γίνει, θα μου επιτραπεί να βάλω τέλος στο μικρόν αυτόν πρόλογο· σε πράματα τέτοιας λογής, όλη η ανθρώπινη ρητορική είναι ανίκανη να κερδίσει την πίστη.
Σέτουμπαλ, 1887.
Ήμουνα μικρός σαν πέθανε ο πατέρας μου. Απ’ το σόι του δε γνώρισα κανέναν, μα ξέρω πως δεν ήτανε περισσότεροι απ’ της μητέρας μου. Όταν γεννήθηκα, το σπίτι της μετρούσε όλα όλα έξι πρόσωπα, τον πατέρα της, δυο αδερφούς της, δυο αδερφές της κι εκείνη, μονάχη παντρεμένη απ’ όλους. Ο πατέρας μου, άνθρωπος άσωτος, παντρεύτηκε σε περασμένη ηλικία. Επί ένα διάστημα φάνηκε πως δαμάστηκε απ’ τη ζωή του σπιτιού ή καν απ’ τα χρόνια· όμως, απάνου στις μέρες που μ’ είχε στην κοιλιά της η μητέρα μου, άξαφνα ξανάρχισε πάλι την παράλυτη ζωή της περασμένης εποχής κι έγινε αψύς σ’ ένα βαθμό ανυπόφορο. Μέσα στη συφορά τούτη ήρτα στον κόσμο, ζαρωμένος και με ψαρά τσουλούφια.
Ύστερ’ από λίγο, ο πατέρας μου έφυγε απ’ το σπίτι, αφού μάλωσε με το θείο μου. Ήμουν πέντε χρονώ, όταν μια μέρα μάθαμε πως πέθανε στη Λιζμπόνα από συγκοπή, μέσα σε μια κραιπάλη.
Περσότερα δεν ξέρω γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Όταν ήμαστε μικροί, κλαίγαμε συχνά μαζί με τη μητέρα μας· η αιτία όμως ήτανε τα δάκρυα εκεινής που τον θυμόταν, κι όχι η ορφάνια.
Εγώ γεννήθηκα στην Γκόα. Η οικογένεια της μητέρας μου φαίνεται να είναι πολύ παλιά, παλαιότερη από τρακόσω χρονώ. Η γυναίκα του πρώτου προγόνου μας που μπόρεσα να τραβήξω μέσ’ απ’ το βάθος του καιρού βρίσκεται με το όνομα Αλμάγκρο. Η θαμπή παράδοση που έφταξε έως εμένα, είναι φανερό πως είχε χάσει την ιστορική αλήθεια· οπωσδήποτε άκουσα από το στόμα του θείου μου, πως η οικογένεια Αλμάγκρο δεν είναι άλλη, παρά του κοσμογυρισμένου συντρόφου του Φραγκίσκου Πιζάρρου. Αλλά κι αν πάρει κανείς πως μπορεί να ’ναι ψέμα το λίγο αίμα που έσταξε από την καρδιά του Σπανιόλου τυχοδιώχτη μέσα στην πορτουγέζικη γενιά, πάλι γίνεται τρόπος να μετρήσει πάμπολλους του είδους του μέσα στον καθαρό πατρικό τους κλάδο. Ο παλαιότερος είναι κάποιος Σιδόνιο, στενός φίλος του Πέρα, που τον συντρόφεψε στο παράτολμο ταξίδι, της Ινδίας. Ύστερα από τη δολοφονία του Πέρα, αντάμα μ’ ένα δυο συντρόφους που ξέφυγαν, βρήκανε, κατόπι από απίστευτα βάσανα, την αποστολή του Κόβιλχαμ έτοιμη να μπαρκάρει στην Ερυθρή Θάλασσα. Στα 1497, μια βαριά αρρώστια τον κράτησε απ’ το ταξίδι του Βάσκο ντε Γκάμα· όμως, δέκα χρόνια υστερότερα, κυβερνούσε ένα από τα καράβια του Αλμπουκέρκη. Σε μια ναυμαχία με την αρμάδα του Μισιριού έχασε το χέρι του απ’ τη μασκάλη, κι αργότερα έμεινε μονόφθαλμος. Μ’ αυτόν τον τρόπο σακατεμένος, διατηρούσε έως τις τελευταίες μέρες του την αδάμαστη ζωηρότη του. Συνήθιζε ν’ ακουμπά πάντα απάνου σ’ ένα μπαστούνι από κανελόδεντρο της Κεϋλάνας, που το ξεφλούδιζε και πρόσφερνε. Μ’ αυτό το μπαστούνι φοβέριζε συχνά απ’ το Πόρτο το βασιλιά της Αβυσσηνίας, που μπόδιζε τους Πορτουγέζους να θέσουν σε ενέργεια το σατανικό σκέδιο να πεθάνουνε το Μισίρι, στρίβοντας το ρέμα του Νείλου.
Έως τις μέρες μου βρίσκουνταν ακόμα απ’ το 1500 η ζουγραφιά ενός άλλου προγόνου μου κείνης της εποχής. Τον έλεγαν Λεοκάντιο κι ήτανε διαβόητος για τα ταξίδια του έως τα πλέον μακρυσμένα μέρη που είχε σπρώξει τους Ευρωπαίους η περιέργεια κι η δίψα του χρυσαφιού στα χρόνια του. Το κεφάλι του ήτανε χοντρό και το βλέμμα σκοτεινό μέσα στα πρησμένα μάτια του, με δυο μελανές τσέπες κάτου απ’ τις ματότρυπες. Τα χοντρά χείλια του κι η χοντρύτερη μύτη του, μαζί με τα αραιά γένια που κορνίζωναν το πρόσωπο, του έδιναν μιαν παράξενη αγριάδα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μικρό κουτί πλουμισμένο με πολλά πετράδια.
Κατά το 1650, η σύντομη φιλία που έδεσε τους Πορτουγέζους με τους Ολλαντέζους, έκανε ν’ ανακατωθεί με λίγο βορινό αίμα η γενεά του Σιδόνιο.
Η σειρά που ξετυλίγεται ύστερ’ από το 1700 δε δείχνει κανένα σημάδι ανησυχίας, μέσα στη φρόνιμη επίδοση στο εμπόριο. Ο νέος αιώνας σημειώνει Ένα φανερό μούδιασμα απάνου στην τρελή τούτη γενεά. Ωστόσο μένουν ακόμα οι ιδιοτροπίες των παλιών, και κάπου κάπου καταπατά τα νέα συνήθια και κανένας ονειροπόλος. Οι τελευταίοι πρόγονοί μου ήτανε φίλοι της μοναξιάς, σχεδόν μισάνθρωποι και με μιαν άγρια αυστηρότητα στην ηθική. Πλέον από δέκα καλόγεροι είναι θαμμένοι στα μοναστήρια της Εστρεμαδούρας και γύρω στην Γκουάρντα.
Στο τέλος του 1700 βρισκόμαστε κύριοι μιας κάποιας περιουσίας στην Ινδία, όπου είχα το ευτύχημα να φτάξει ως τα χρόνια μου, έστω και λιγοστεμένη από την ολότελη αδιαφορία για τον πολλαπλασιασμό της ή καν τη διατήρηση της. Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, εύκολο στέκεται να συμπεράνει κανένας πως ο ασκητισμός κι η μισανθρωπία, που χαρακτήρισαν τους τελευταίους μας, είναι τα σημάδια μιας γενεάς που γέρασε πια. Δεν είναι πολλά χρόνια που πέθανε ο μεγαλύτερος από τ’ αδέρφια μου, αφού έζησε την ίδια ζωή με τον πατέρα του. Από τους τρεις μας εκείνος είχε πάρει το οικογενειακό όνομα της μητέρας μου, με σκοπό να το γλυτώσει από τον αφανισμό· όμως η τύχη τον περίπαιξε σκληρά, γιατί ούτε καν παντρεύτηκε. Ο άλλος χάθηκε πολύ νέος… Έτσι, σήμερα, οι τελευταίες στάλες από το αίμα του πατέρα μου και της γυναίκας του τρέχουνε αργά μέσα στο κουρασμένο κορμί μου.
Ο θάνατος χαϊδεύει την ψυχή μου με μιαν ανέκφραστη ειρήνη… Πόσο είμαι κουρασμένος!... Σε μια έτσι άθλια κούραση που καταλαβαίνω, πρέπει μονάχα η Αιώνια Ανάπαψη…
Από μικρός έδειξα μια μεγάλη δίψα για τη σπουδή. Πραγματικά, η τύχη δε μ’ άφησε να παραπονεθώ, γιατί μπόρεσα να έμπω στην Ανώτερη Σχολή της Μπομπάης, που είχε ανοίξει όχι προ πολλά χρόνια, στα 1857.
Νότα. — Έως εδώ, πρόσφερα στον αναγνώστη πράματα που δεν έχουνε σημασία για κανέναν άλλον, όξω από μένα. Όμως ας λάβει υπομονή. Αργότερα θα μπορέσει να τα συνταιριάξει με τα παράξενα καθέκαστα που θέλω ιστορήσει μέσα σε τούτο το βιβλίο. Και να δεις· μου κόλλησε η ιδέα; δε θαν έβλεπαν και δε θ’ άκουγα ό,τι είδα και άκουσα, αν δεν ήμουν ο στερνός απόγονος της γενεάς του Λευκάδιου Κάλβου.
Ο Θεός ξέρει αν έχω δίκιο. Γι’ αυτό μου φάνηκε καλό να του κάνω γνωστά τα ιστορικά της γενιάς μου. Έπειτα υπάρχει και μιαν άλλη αιτία: Τα φαινόμενα που ανάφερα, όπως είναι αφύσικα, θα καταντούσαν ολότελα απίστευτα (αν είναι δυνατό να γίνουν πιο απίστευτα) μέσα σε μια εξιστόρηση, απ’ την οποία θα ’λειπαν τα συνηθισμένα καθέκαστα της ζωής. Δοκίμασα λοιπόν να κόψω τη δύναμη του κρασιού τούτου, που δεν είναι για τους θνητούς, ανακατώνοντάς το επιτήδεια με λίγο δροσερό νερό της γης. Η καθημερινή ζωή ή, αν μπορώ να πω, τα θετικά φαινόμενα, χρησίμεψαν στο παραλυμένο μυαλό μου ωσάν άγκουρα, απ’ την οποία κρατήθηκε στην παραζάλη που το ’δερνε αλύπητα. Τα σημεία λοιπόν αυτά, απάνου στα οποία δοκιμάζοντας ξαναβρήκα, σε πολύ κρίσιμες στιγμές, την πίστη στις αισθήσεις μου, και κράτησαν στη θέση του το μυαλό μου, που ήταν έτοιμο να γίνει ανάρπαστο σαν φτερό μέσα στον απερίγραφτο σίφουνα, στο πνεύμα εκείνου που διαβάζει θα ’χουν χωρίς άλλο μιαν επίδραση ανάλογη.
Μίλησα παραπάνου για την Ουνιβέρσιτα της Μπομπάης. Τον τελευταίο χρόνο πέρασα θλιβερές μέρες από μιαν παράξενη νευρική ανησυχία, που μ’ έπιασε χωρίς αιτία. Δεν μπορούσα να ’συχάσω στη θέση μου. Όλη σχεδόν τη μέρα και τις περισσότερες νύχτες περπατούσα χωρίς ν’ αναπαυτώ. Μου κατέβηκε να φύγω στην Ευρώπη, κατόπι πώς μου ’ρθε να ιστορίσω μιαν ωδή στα κόκαλα του Κάμοενς, που τυπώθηκε σε 400 αντίτυπα και τράβηξε απάνου στο υποκείμενο μου όση προσοχή δεν αξίζει ο ίδιος ο Κάμοενς. Είχα σκοπό να τη διαβάσω απάνου στο μνήμα του, όταν θα γύριζα στην Γκόα. Οι μοναχοί συντρόφοι μου ήτανε λίγα βιβλία κι οι δικές μου σκέψεις. Αλλά σε πολύ λίγα βιβλία εύρισκα κείνο που ζητούσα, κι όσο σπάνιζαν εκείνα που παύανε τη δίψα μου, τόσο έπαιρναν στα μάτια μου την αξία που έχει κάθε πράμα δυσεύρετο. Θυμάμαι πως η χαρά μου στάθηκε ανεκδιήγητη, σαν βρήκα, ύστερ’ από πολλά βάσανα, μιαν ολλαντέζικη πίπα, μακριά ένα μέτρο· μ’ αυτή την πίπα να δείτε τι μου ήρτε.
Ένα βράδυ, προτού πλαγιάσω, κάθισα στο ανοιχτό παράθυρο, ακουμπώντας την πίπα μου στα κάγκελα. Το φεγγάρι ήτανε στο πρώτο του κάρτο, κι όπως ο καπνός ανέβαινε σ’ ένα ψιλό φιτίλι μέσα στο χλωμό φως, οι ρεμβασμοί μου άρχισαν να με παίρνουν μακριά από τη γης. Θα ήτανε μεσάνυχτα, όταν πετάχτηκα άξαφνα ανατριχιασμένος. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί, κι ήμουν βουτημένος στο σκοτάδι. Στην αρχή δεν μπόρεσα να καταλάβω τι τρέχει, παρά έστεκα μ’ ανοιχτό στάμα, απ’ όπου χωρίς να θέλω έβγαινε η λέξη: Κάβνα!... Κάβνα!... Μ’ έλουζε ένας κρύος ίδρωτας... Τ’ αυτιά μου άκουγαν την παράξενη τούτη λέξη σαν να μη την έλεγαν τα χείλια του ίδιου κορμιού… Έσυρα τα πόδια μου μέσα στο σκοτάδι, πασκίζοντας να πιάσω κάτι με τεντωμένα χέρια, και κουτρουβάλησα μπερδεμένος μέσα στην καρέκλα μου. Σύντομα, όταν ήρτα στον εαυτό μου, κατάλαβα πως είχα αποκοιμηθεί, και πως με ξύπνησε η πίπα πέφτοντας όξω απ’ το παράθυρο. Το ’κλεισα κι άναψα ένα κερί. Πέρασα μπροστά στον καθρέφτη με το πρόσωπο γυρισμένο απ’ τ’ άλλο μέρος κι έπεσα ντυμένος απάνου στο κρεβάτι μου.
Την άλλη μέρα, όταν ξύπνησα, κατάλαβα πως όξω έβρεχε ελεεινά. Έμεινα όλη τη θλιβερή μέρα μέσα. Με βάραινε μια μεγάλη κούραση. Με κανέναν τρόπο δεν μπόρεσα να θυμηθώ τη λέξη που έβγαινε χτες απ’ το στόμα μου. Προς το βράδυ μ’ ένα χτύπημα φώναξα με μια δυνατή φωνή: Κάβνα!... Ναι, Κάβνα!... Δεν ξέρω γιατί την πήρα ευτύς εξ αρχής για όνομα κάποιας πολιτείας και τη σημείωσα μη μου ξαναφύγει.
Όσοι με γνώρισαν στην Μπομπάη και στην Γκόα είχανε την ιδέα πως είμαι τρελός· κι ακόμα, έκαναν τρόπο να το μάθω. Ξέρω όμως χαλά πως στο βάθος απορούσαν γιατί ήμουνα τόσο αδιάφορος και δε νοιαζόμουν διόλου να τους αποδείξω πως το μυαλό μου δεν είχε βλαφτεί. Φαντάσου ένας τρελός!... Τι παράξενες ιδέες που περνούν απ’ το κεφάλι του ανθρώπου! Ο Θεός να με συχωρέσει, αν γέλασα πολλές φορές για τα πλάσματα του…
Όπως κι αν είναι, έφυγα σύντομα από την Ινδία, κι αν κρατώ κάποια πίκρα της τύχης μου, είναι όχι για το κακό όνομα που έβγαλα, αλλά γιατί πέρασε απ’ το μυαλό του κόσμου πως βιάστηκα να τους αφήσω υγεία, μην υποφέροντας μια τέτοια κακή φήμη. Ωστόσο εγώ δεν τους ξαναείδα. Η αλήθεια είναι πως δεν έχανα τον καιρό μου μαζί μ’ αυτά τα πορδοβουλώματα, περνώντας τις περσότερες μέρες μου μέσα στους ταρσανάδες, και μέσα στα βάση του τεκ, στο Μαλαμπάρ. Στο μεταξύ οι πατριώτες μου με περίμεναν να διαβάσω την ωδή μου απάνου στη σκόνη του Κάμοενς, κι εγώ έχανα τις μέρες μου, όπως είπα παραπάνου, αφήνοντας στη μέση την Ουνιβέρσιτα της Μπομπάης, αφού έκαψα όσα βιβλία μου μπόρεσα.
Από τα λίγα πράματα που κέρδισα εκεί μέσα, το πιο περίφημο ήτανε η φιλία ενός Εγγλέζου τζέντλεμαν, του σερ Κόρκε. Ο Θεός ας μην του αρνηστεί την αγκαλιά του Αβραάμ!
Σ’ αυτό το μεταξύ, πέρασα από την Γκόα μια φορά για δυο μήνες κι άλλη μια για είκοσι μέρες· τη δεύτερη βρήκα ζωντανή μονάχα τη μια θεια μου. Θέλησα να την πάρω μαζί μου στη Λιζμπόνα, αλλά δε δέχτηκε και πέθανε στην Ινδία ύστερ’ από λίγους μήνες. Γυρίζοντας από την Ευρώπη, αφού πούλησα ό,τι είχα στην Γκόα, κάπου 150.000 πεσέτες, μπαρκάρισα σ’ ένα καράβι που τραβούσε για το Μακάο. Ως τότε υπόγραφα με τ’ όνομα του πατέρα μου· από τότες, δεν ξέρω γιατί, μου κάπνισε να τ’ αλλάξω με της μητέρας μου, δε θυμάμαι όμως πια να ’βαλα πουθενά την υπογραφή μου.
Τα δέκα ακόλουθα χρόνια με βρήκανε είτε απάνου στα νησιά της Σόντας ή στη Μικρονησία ως το Τουαμοτού. Πουθενά δεν μπόρεσα να σταματήσω παραπάνου από δυο η τρεις μήνες το περσότερο. Η θέρμη του κεφαλιού μου ήταν ικανή να με κάνει να κινήσω ξυπόλητος και μ’ ένα καλαμένιο μπαστούνι για να εύρω το Ελδοράντο.
Στο Μιντανάο έμεινα κάμποσους μήνες άρρωστος, στην αρχή ενός ταξιδιού που καταπιαστήκαμε μαζί με τον Κόρκε. Ωστόσο ύστερ’ από λίγον καιρό βρισκόμαστε μακριά από το μάτι του Θεού, στα νησιά του Κρίστμας. Απάνου στο Μεγάλον Ωκεανό περάσαμε αντάμα κάπου δυο χρόνια. Το 1868 χωριστήκαμε στο Σίδνεϊ, απ’ όπου ο Κόρκε τράβηξε στο Τράνσβαλ, αφού του ’δωσα υπόσχεση πως θα πήγαινα να τον εύρω το δεύτερο εξάμηνο του ίδιου χρόνου. Αν και το Σίδνεϊ μ’ άρεσε, το δεύτερο μήνα μου κατέβηκε να φύγω βιαστικά στην Ινδία. Ανέλπιστα, ύστερ’ από λίγες μέρες,
βρήκα τον Κόρκε στην Καλκούτα· μόλις είχε ξεμπαρκάρει. Μού εξήγησε πως πολύ σοβαρές αιτίες τον βίασαν να γυρίσει στην Ινδία, και συμφωνήσαμε να φύγουμε για το Νατάλ αντάμα, ευτύς μόλις τελείωνε η υπόθεσή του. Ξέχασα να πω πως ήτανε ένας από τους πλέον μανιώδεις κυνηγούς, και πάντα σαν να ’βλεπα το κοκαλιασμένο χέρι του θανάτου να του χαϊδεύει τα ωραία σγουρά μαλλιά, τόσο τον έθρεφε ο κίντυνος. Η Αφρική τον τραβούσε πιο πολύ από την Ινδία, ίσως γιατί του ήταν άγνωστη, και γύρω απ’ το μαγικό τούτο κέντρο έστριβε η απλή καρδιά του μεθυσμένη από λαχτάρα. Όσο για μένα, δεν μπόρεσα ούτε τούτη τη φορά να εύρω έναν κάποιο σκοπό για το ταξίδι μου, όπως δα άσκοπα πέρασα όλη τη ζωή μου. Όμως, για να ’μαι δίκιος, δεν πρέπει να κρύψω πως δεν ήμουν ως πέρα ένας αδιαφόρετος άνθρωπος· δεν έπεφτα κάτου απ’ το φίλο μου σε τίποτα, μ’ όλο που το κυνήγι δεν μπόρεσε να με κυριέψει και να δώσει ένα μεράκι στη ζωή μου.
Μονάχα μέσα στο 1870 μας στάθηκε δυνατό, να βρεθούμε στο Νατάλ. Τότες ήμουνα τριάντα τριώ χρονών. Από την πρώτη μέρα αρρωστήσαμε κι οι δυο μας, σαν να ’θελε να μας δείξει η μοίρα το λυπηρό τέλος, που δεν άργησε να μας έρθει: Τ’ άλογο του Κόρκε ψόφησε, δαγκαμένο από τη φαρμακερή μύγα τσε τσε· ύστερ’ από δέκα μέρες σκοτώθηκε κι ο ίδιος κυνηγώντας πεζός, άφοβο παιδί, έναν θηλυκόν ελέφα. Ζαλισμένος πέρασα στη Μοζαμβίκη. Δε χωρούσε αμφιβολία πως η δύναμη που κυβερνά τον κόσμο δε μου ήτανε φιλική.
Οι Πορτουγέζοι της Σοφάλας είναι οι χειρότεροι απ’ όσους έχω δει. Έδερναν αλύπητα τους αράπηδες, κι έκλεβαν ο ένας τον άλλον. Ύστερ’ από τόσα χρόνια, θυμάμαι ακόμα ένα μικρό καπηλειό κοντά στη θάλασσα, όξω από την πολιτεία, που το κρατούσε κάποιος Σπανιόλος χωρίς μια τρίχα στο κεφάλι και στο πρόσωπο. Εκεί ερχόντανε συχνά δυο νέγκροι με μια φυσαρμόνικα, φορώντας άσπρα φαρδιά πανταλόνια και κάτι μεγάλους φιόγκους, πάλι άσπρους, στα παπούτσια. Κάθε φορά, πριν πιάσουν να τραγουδούν και να χορεύουν σαν μανιακοί, άρχιζαν από έναν καβγά με τον κάπηλα. Πάντα όμως η γιορτή τελείωνε με γενικό κέφι μέσα σ’ ένα σύννεφο μύγες.
Απ’ τη Σοφάλα γύρισα πάλι πίσω στο Νατάλ, με σκοπό να μπαρκάρω για την Ταναναρίβα, κι από κει για τα νησιά Σέισελ, απ’ όπου σχεδίαζα να τραβήξω πάλι στο Σίδνεϊ, παίρνοντας τη γραμμή που κατεβαίνει απ’ το Άντεν. Αλλά στο Ντουρμπάν άλλαξα γνώμη και μπήκα μέσα σε μια γολέτα που τραβούσε για το Φαγκούα.
Το νησί τούτο είναι σταθμός για τα καράβια που ψαρεύουν στις θάλασσες της Νοτιάς. Εκεί ξεχειμωνιάζουν και κάνουν τα τιμάρια τους για να πιάσουν το πέλαγο την άνοιξη. Το καράβι που μπαρκάρισα ήτανε φορτωμένο ξυλική για τον ταρσανά, όπου βρήκα τρία μπρίκια να περιμένουν τη σειρά τους.
Νότα. - Το γκρούπο του Φόο ι μάα ή του Μωυσή βρέθηκε στο 1661 από κάποιο πορτουγέζικο καράβι που έπεσε τυχαίως απάνου του σε μια τρικυμία που το μάκρυνε από το δρόμο της Ινδίας. Η παράμερη θέση του στο νότιο μέρος του Ινδικού και η λίγη σημασία που είχανε τα ρημόνησά του για ανθρώπους που έκαιγε η δίψα του πλούτου, έκαναν ώστε να μείνει κι ύστερ’ από την ανακάλυψη του σχεδόν άγνωστο, αφού ως το 1700 μονάχα η ανάγκη του νερού βίαζε κάποτε κανένα καράβι να έμπει στα επικίντυνα νερά του. Στο 1755 στο Φαγκούα, που ήτανε το μεγαλύτερο νησί, φάνηκε ένα μικρό χωριό από εκατό ψυχές, θύματα του σεισμού που ’ρείπωσε τότες τη Λιζμπόνα. Την εποχή που πήγα, βρήκα ένα μικρό χωριό πολύ όμορφα χτισμένο και με αρκετήν ευτυχία. Έξω από το μικρό εμπόριο που γίνεται με τα καράβια σε ζώα, βόδια, πρόβατα, γουρούνια, η γης είναι καρπερή και, για να δώσει τα δώρα της, ωραία λαχανικά κι ένα χοντρό σιτάρι όπως του Τράνσβαλ, δε χρειάστηκε παρά δουλειά και επιμονή, πράμα που έλειπε από τους τυχοδιώχτες του παλαιότερου καιρού, όπως ήτανε συνηθισμένοι ν’ αρπάχνουν το έτοιμο πλούτος που είχαν μαζώξει ξένοι λαοί. Το Φαγκούα βρίσκεται σε 41ο Ν.Π. και 52ο Α.Μ.
Δυο πρόσωπα μου έκαναν εντύπωση στο Φαγκούα… Αλλά πρώτα πρώτα αξίζει, να πω δυο λόγια για το νησί τούτο, που είναι τόσο μακριά απ’ όλα τα κέντρα του πολιτισμένου κόσμου. Είναι μια κίτρινη γης πολύ χαμηλή, όλο χώμα, τριγυρισμένη από μια λουρίδα άμμο που μετρά έως μισό μίλι πλάτος. Από δέκα μίλια δε φαίνεται διόλου η γης, παρά μοναχά ένας βράχος μελανός και ψηλότερος από εκατό μέτρα στυλώνεται άξαφνα μέσα στην ερημιά της θάλασσας. Τα περιγιάλια του δεν τα κόβει ούτε κάβος ούτε κόρφος· μιαν ανέκφραστη μελαγχολία σφίγγει την ψυχή του ανθρώπου, όταν το καράβι κατεβαίνει έχοντας πλάγι του τη στεριά. Πού και πού μερικές τούφες αγκάθια η κανένα κοπάδι γλάροι ασπρίζουν μέσα στην ερημιά. Όταν όμως αντικρίσει κανένας τα σπίτια και το λιμάνι σιμά στο βουνό, η εντύπωση αλλάζει μ’ ένα χτύπημα. Εδώ το θέαμα είναι από τα πλέον χαρούμενα που μπορεί να δει κανένας· τα σπιτάκια απλώνουν ανάρια απάνου σε μια γης αμμουδερή· τα περισσότερα είναι άσπρα. Στο περιγιάλι ξεχωρίζει το λιμεναρχείο και τα λίγα μαγαζάκια, σκόρπια απάνου στον καθαρόν άμμο, το καθένα μ’ ένα μεγάλον ανεμοδείχτη απάνου στη σκεπή του.
Ο ταρσανάς είναι κοντά στα θεμέλια του βράχου που βουτούν στο νερό του λιμανιού, και παρέκει στέκουνται δυο παράγκες που αποθηκεύουν ξυλική. Πουθενά δεν είδα τόσα πολλά θαλασσοπούλια. Έχουν τις φωλιές τους απάνω στο βράχο και γύρω του κράζουν όλη τη μέρα τόσο δυνατά, που στέκει δύσκολο ν’ ακούσει κανένας τι του λέει ο άλλος. Εκεί είδα κάτι πουλιά, μικρότερα από τους γλάρους, που δε βρίσκουνται σε κανένα άλλο μέρος του Ωκεανού. Οι Φαγκουάνοι τα λεν κοχάλος.
Τώρα ξανάρχομαι στα πρόσωπα που είπα παραπάνου… Όσο κι αν θέλω να παρατρέξω σύντομα καθετί που είναι άσχετο με την ιστορία μου, δεν μπορώ να βαστάξω στον πειρασμό να πω δυο λόγια για ένα υποκείμενο… Τι λέω;… Τώρα που συλλογίστηκα καλύτερα, βλέπω πως αυτό το πρόσωπο έχει τη θέση του χωρίς άλλο μέσα στην ιστορία μου... Εβίβα λοιπόν για τα χοντρά χείλια του Τιν Τιν. Κι εβίβα για τ’ ακριβό χαμόγελο του Τιν Τιν, που κάνει τον κόπο να λαστιχάρει μισή λίβρα κρέας, για να φανεί μια στενή γραμμή από τ’ άσπρα δόντια του. Η φύση τον έχυσε μέσα σε καλούπι ξεχωριστά. Απορείς ακούγοντας ένα Τιν Τιν, που κουδουνίζει σαν κρούσταλλο στον αγέρα, να βγαίνει μέσ’ από κείνο το στάμα. Ξέρουμε πού πρέπει να ταξιδέψουμε για να δούμε κάποια σπάνια ζώα, ποιος όμως θα μας πληροφορούσε πού άπλωσε το καραβόπανό του Ο Τιν Τιν;... Έτσι η γνωριμία του μου είναι εύνοια καθαρή της τύχης.
Μια μέρα, ενώ περπατούσα με το κεφάλι γεμάτο από όλες τις μαύρες ιδέες παρεκτός από μαύρους ανθρώπους, τον είδα καθισμένον στο νύχι μιας άγκουρας που κείτουνταν χωσμένη σιμά στον ταρσανά. Από την πρώτη στιγμή έδειξε μεγάλη διάθεση για παρέα, πράμα ανέλπιστο, γιατί γύρω του γύριζαν σκοτεινές ιστορίες. Αληθινά, δεν μπορούσε κανένας να περιμένει απ’ αυτόν τίποτα διαφορετικό απ’ όσα είχα ακούσει να λέγουνται για το υποκείμενό του. Η αποχτήνωση περνούσε κάθε σύνορο. Το βάδισμά του έμοιαζε με του πίθηκα, όπως έριχνε μπρος τα χέρια του Αν ξεφτίλιζε τα δόντια του, σίγουρα θα ’βγαζε ένα κομμάτι κρέας ανθρώπινο. Σ’ έβλεπε με κάτι μάτια θολά και κουρασμένα, ζωσμένα από έναν κόκκινο γύρο που σχεδίαζαν τα ματόφυλλά του γυρισμένα απ’ όξω. Απόρησα πως έπεφτε με μιας απ’ το κέφι στη λύσσα· τότες έμοιαζε με το διάολο.
Λοιπόν, μ’ όλη την καλή διάθεση που έδειξε για μένα, δεν έπαψα να τον προσέχω. Παράξενα, μου φάνηκε ως το τέλος ειρηνικός, κι ακόμα, πιο αληθινός απ’ όλους τους Φαγκουάνους. Ο αθεόφοβος έπινε τόσο, που αν έστυβε τη μύτη του θα ’βγαζε ένα λίτρο σπίρτο. Κάποτε κάποτε πετούσε καμιά λέξη σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα, του τόπου του ως φαίνεται· μουρμούριζε κάπου κάπου και δυο λόγια από ένα παλιό εγγλέζικο τραγούδι: «Έχασα το κεφάλι μου — έχασα το κεφάλι μου»… Σηκωνότανε κι έφερνε σαν μουδιασμένος δυο τρεις γύρους τρικλίζοντας απάνου στα ψιλά του πόδια, που τελείωναν σε δυο πατούνες από δω ως εκεί πέρα…
Στο γλέντι έπαιρνε μέρος κι ο γλάρος του, ένα λερωμένο πλάσμα άξιο του αφέντη του. Το καταραμένο αυτό πουλί, όσο ο Τιν Τιν ήτανε ήσυχος, στεκότανε μπρος στην πόρτα της τέντας με μια σοβαρότητα άξια του Στσηπίωνα, και μονάχα από ώρα σε ώρα άρχιζε ένα ατελείωτο ξελαρύγγισμα με το κεφάλι χαμηλωμένο στη γης. Μόλις όμως έβλεπε τον αφέντη του να χορεύει, το ’παιρνε μια νευρική φούρια· έφερνε μια δυο βόλτες την τέντα με μάτια άγρια και δοκίμαζε να πάρει φτερό, κατέβαζε μερικές τσιμπιές στο καραβόπανο και στο τέλος άρχιζε να στριφογυρίζει μέσα στα πόδια του αράπη με μια βακχική μανία.
Ανοιχτά απ’ το λιμάνι ξεχώριζαν δυο νησάκια έρημα. Κάποτε κάποτε, όταν δεν ήταν θαλασσοταραχή, ο Τιν Τιν έπαιρνε μια βάρκα και περνούσε όλη τη μέρα σ’ αυτά τα νησιά. Ποιος ξέρει τι έκανε! Μια μέρα τον είδα να γυρίζει μαζί με κάποιον άλλον πολύ χαρούμενος· τον ρώτησα πότε θα πηγαίναμε μαζί στα νησάκια. «Όποτε Θέλεις», μου είπε.
Πήγαμε ύστερ’ από λίγες μέρες. Δεν κατάλαβα τίποτα απ’ αυτές τις πέτρες, απάνου στις οποίες δεν μπορεί καν να περπατήξει κανένας… Ο σύντροφος μου ψάρευε κι εγώ κοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, σκάλωσα σ’ ένα ψηλό βράχο κι είδα κατά τη Νοτιά ένα δυο νησιά που άσπριζαν σαν παγόβουνα μέσα στα μελανά νερά. «Θα ’θελα να πάγω εκεί κάτου», είπα του Τιν Τιν. Κάναμε το πανί μας και γυρίσαμε στο λιμάνι.
Τι διάολο να μου μπουν τόσο βαθιά στο μυαλό αυτά τα άσπρα νησιά… Ο Τιν Τιν δεν ήτανε σε θέση να μου δώσει καμιάν άλλη πληροφορία, παρά πως ήταν τέσσερα, τρία μικρά κοντά κοντά, κι ένα μεγάλο που το ’λεγαν Ζάτο.
Μέσα σε λίγες μέρες μπόρεσα να ’χω όλη την ιστορία αυτουνών των νησιών από καταβολής κόσμου. Σύντομη υπόθεση. Για να πούμε πιο σωστά, δε θα χε κανένας να πει τίποτα γι’ αυτά, αν δεν είχε να πει για έναν παράξενον άνθρωπο, που του είχαν δώσει οι θαλασσινοί το όνομα Όσο[2]. Ήτανε καλαφάτης, ψαράς, τιμονιέρης, μαραγκός κι ακόμα μυλωνάς. Όλες αυτές τις δουλειές τις μετάλλαζε όπως το ’φερνε η τύχη, αλλά ο Θεός ξέρει γιατί δε μιλούσε σχεδόν ολότελα. Δε σίμωνε καν σε άνθρωπο τις ώρες που δε δούλευε. Κατοικούσε μέσα σε μια παλιά αποθήκη, μισή ώρα όξω απ’ το χωριό, που μέσα σ’ αυτή άλλη φορά φύλαγαν ψαρόλαδο, ξερά ψάρια και τομάρια φώκιας. Συχνά γύριζε έρημος στην άλλη άκρη του νησιού, είτε μ’ ένα μακρύ ξύλο στον ώμο του, κανείς δεν ξέρει γιατί, είτε μ’ ένα μεγάλο παλιό ναυτικό μαχαίρι κρεμασμένο σε πέτσινη ζώνη, άλλη τρέλα, αφού στο Φαγκούα δεν υπάρχουν αγρίμια. Υπήρχε μιαν ιδέα πως ήτανε πολύ επιδέξιος στ’ άρματα, όμως κανείς απ’ όσους είδα δεν ήξερε αν είναι αλήθεια. Αλλά ο πιο αγαπημένος του περίπατος ήτανε στα άσπρα νησιά που ανάφερα παραπάνου. Περνούσε εκεί δυο και τρεις βδομάδες. Πολλές φορές τον είχαν για πνιγμένον. Έπαιρνε μια παλιά σκαμπαβία, που ήτανε δεμένη πάντα μπρος στην τέντα του Τιν Τιν, και ξεμπουκάριζε, ακόμα και με θαλασσοταραχή.
Σε λίγες μέρες μπόρεσα κι εγώ να πατήσω απάνου στο Ζάτο. Είμαστε τρεις· οι άλλοι δυο ήταν ένας καπετάνιος απ’ τις Φιλιππίνες που τώρα έκανε τον έμπορα, κι ένας Εγγλέζος από κείνους τους χαμένους που βρίσκει κανένας στα πιο απόμερα της γης, κοσμογυρισμένος κι απρόκοφτος. Άμα αράξαμε, εγώ κι ο πλοίαρχος βγήκαμε όξω. Ο Εγγλέζος έμεινε μέσα στη βάρκα και τον πήρε ο ύπνος· όπως όλοι του είδους του, δεν τον ενοχλούσε η παραμικρή περιέργεια.
Εμείς περπατήξαμε κάπου μισή ώρα απάνου στην ακροθαλασσιά. Ο έμπορας ήταν και κείνος νυστασμένος και φτερνίζουνταν δίχως διακοπή σαν πρόβατο. Στο τέλος μου ζήτηξε συγνώμη και ξάπλωσε μέσα σε μια μικρή ρεματιά. Σ’ αυτό απάνου ξακολούθησα το δρόμο μου και φιλοσοφούσα πως, αν πέρασα τις μέρες γυρίζοντας, πάντα μ’ έσπρωχνε η περιέργεια, η ακοίμητη οχιά, ενώ άλλοι περνούσανε τη ζωή τους με μιαν απόλυτη αδιαφορία.
Σταμάτησα και κοίταξα γύρω μου. Ο ήλιος έκαιγε. Αραιά κομμάτια αφρός πηδούσαν εδώ κι εκεί απάνου στα βαθιά νερά. Το βογκητό της θάλασσας βαστούσε από τη μια έως την άλλη άκρη απάνου στον άμμο, κουφό και υποχθόνιο σαν να σκάβανε κάτου από τα πόδια μου. Τα φύκια έτρεχαν σαν ζωντανά απάνου στην ισόπεδη γης, διωγμένα απ’ τις ελαφρές πνοές που πλανιόνταν ακόμα στο πέλαγο. Κατάλαβα να με πλακώνει η ερημιά και για μια στιγμή είπα πως ονειρεύουμαι... Η πολυάνθρωπη Ινδία!... Νύσταζα… Τι διάβολος συμβαίνει με τούτη τη νύστα;… Χωρίς να το καταλάβω ξεντύθηκα για να κολυμπήσω, κολλημένος στη σκέψη πως αληθινά υπήρχε στον κόσμο η Μπομπάη και πως ο φουκαράς ο Κόρκε σάπιζε εκεί που τον άφησα. Μάλιστα, την ώρα που περνούσα απάνω απ’ το κεφάλι το πουκάμισο μου, είδα κατακάθαρα το θείο μου να βάζει τα γυαλιά του με το μακρύ μαύρο κορδονάκι. Κατόπι πέρασαν σαν αστραπή από το νου μου χίλια πράματα και, στο τέλος, ένας κουτσός Εβραίος και κάποιος γέρος Κινέζος Τηλ, αντάμα με τον οποίον έπαιζα χαρτιά στην Καλκούτα.
Έμεινα περισσότερο από μισή ώρα στη θάλασσα. Κατόπι έφαγα κάτι και, τρώγοντας, αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα ύστερ’ από τρεις ώρες απάνου κάτου. Το κέφι μου ήτανε σε πολύ καλή κατάσταση.
Ξακολούθησα να περπατώ, σαν ένας άνθρωπος που ξέρει πού πηγαίνει. Όξω απ’ τα θαλασσοπούλια, δεν είδα άλλο ζωντανό
πλάσμα. Με ξαλάφρωση έπεσε το μάτι μου, ύστερ’ από λίγο, σε κάτι βράχους απάνου σ’ ένα μικρό βουνό, που στράβωνε η κορφή του απαράλλαχτα όπως η ράχη ενός βοδιού που ’ναι πλαγιασμένο απάνου στο πλευρό του. Φτάνοντας εκεί απάνου, έμεινα σαν χαζός μπροστά σ’ έναν κόσμο βράχους, που ακουμπούσαν ο ένας απάνου στον άλλο σε μιαν απερίγραπτη σύγχυση· θα λεγε κανένας πως τους πρόφταξα απάνου στη στιγμή να κουτρουβαλήσουν. Από τ’ άλλο μέρος, το βουνό κατέβαινε στρωτά έως τα νερά ενός μικρού κόρφου, που ήτανε κλεισμένος απ’ όλα τα μέρη. Θεέ μου! Τι ουράνια ειρήνη μου ήρτε μπροστά στο λησμονημένο αυτό κομμάτι της θάλασσας!... Από κει που στεκόμουν ξεχώριζα κάτου από το καθαρό νερό τις πέτρες και τις πράσινες σκιές του βυθού. Με μιας φούσκωσε η καρδιά μου από κέφι. Τα ουράνια άνοιξαν απάνου απ’ το κεφάλι μου κι ο Θεός μου έστελνε τη χαρά του.
Η στεριά, χέρσα και μπάσα, έζωνε, όπως είπα, από παντού τη θάλασσα, και τελείωνε σε μια γλώσσα άμμο, που προχωρούσε σε μικρή απόσταση απ’ το βουνό που πατούσα, με τρόπο που ν’ αφήνει μεταξύ τους ένα στενό λαιμό θάλασσα, όχι πλατύτερο από μισό μίλι. Κείνη την ώρα το ρέμα τραβούσε ζωηρό όξου στο πέλαγο, όμοιο με μια μεγάλη μαβιά κορδέλα ανάμεσα στις δυο κίτρινες στεριές του μπουγαζιού.
Κατέβηκα και σταμάτησα στο ρηχό ακροθαλάσσι. Μιαν ιδέα πέρασε από το κεφάλι μου, κι άλλα πράματα που δεν ήταν ιδέες, ως φαίνεται. Ωστόσο ήμουν σε αλλόκοτη κατάσταση. Σα να γνώριζα αυτό το μέρος. Αν δεν ντρεπόμουν, θα ’λεγα πως ήτανε απ’ όσα είχα δει μέσα στα όνειρά μου... Σύντομα, αφού ξέρουμε πως χίλια πράματα πλανιόνται σαν κολασμένες σκιές σε τόσο αμέτρητο βάθος, που έως τη συντέλεια του κόσμου δε θα φτάσει καν μια χλωμή αχτίνα του λόγου, κάθισα και σκεδίασα με τη φαντασία ένα μικρό σπιτάκι, χαμηλό και μαυρισμένο, μ’ ένα φράχτη γύρω του, για να ’ναι πιο συμμαζωμένο, με μια μικρή πόρτα, απ’ όπου να μπαίνει κανείς σκυφτά. Ένας άνθρωπος τυλιγμένος με χοντρά ρούχα φτάνει μπρος στο σπιτάκι και το κοιτάζει με αγάπη, τρίβει τα χέρια του και μπαίνει μέσα, κατόπι του ακλουθά ένας σκύλος. Από μια μικρή καμινάδα, που διακρίνεται απάνου στο καλύβι, βγαίνει χαρούμενα ένας καπνός μέσα στην ερημιά. Δυο μικρά παραθυράκια είναι ανοιχτά προς τη θάλασσα, κι από μέσα βλέπει κανένας τα θαλασσοπούλια, που ασπρίζουν μαζεμένα απάνου στο νερό, και τα μεγάλα ψάρια. Ακόμα και κανένα μαυράδι στην αντικρινή αμμουδιά, που κάθε φορά που θα πέσει το μάτι σου απάνω του το παίρνεις για άνθρωπο, ενώ ξέρεις πια πως είναι μια πέτρα... Δοξάζεις το Θεό που δε φτάνει έως εδώ η κακία του διαόλου. Λες: «Είμαι ευτυχισμένος. Ο ήλιος βγαίνει απάνου στο νησί μου μονάχα για μένα, για τα θαλασσοπούλια και για τις φώκιες, και το βράδυ θα φάγω το ψωμί μου με ψυχή γεμάτη από ειρήνη. Είναι πολλά χρόνια που ’χω ξεχάσει τους ανθρώπους. Θυμάμαι το μύθο του Πυθαγόρα, που από φιλόσοφος έγινε βασιλιάς, γυναίκα, άλογο, ψάρι, βάθρακας, σκαντζόχοιρος και, στο τέλος, όταν μεταμορφώθηκε σε κόκορα, είδε πως ο άνθρωπος είναι το πλέον κακομοιριασμένο απ’ όλα τα πλάσματα... Οι μεγάλες πολιτείες μου έρχουνται κάποτε στο νου σαν όνειρα, μα χάνουνται γλήγορα, και βγαίνω ν’ ακούσω τη φώκια που γαβγίζει. Δεν περιμένω τίποτα αύριο, ούτε την άλλη βδομάδα, για να έχω ανησυχία. Ο καιρός δε φαίνεται καν πως περνά, ούτε τρέχει, ούτε σταματά, δεν το καταλαβαίνω διόλου, γιατί καμιά βία δε με κάνει να τον συλλογίζουμαι... Ξέρω πως οι πιο κουτοί άνθρωποι του κόσμου θα μπορούσαν να με περιπαίξουν όπως ένα παιδί, γιατί κατάντησα πολύ απλός. Κάποτε δακρύζω για τιποτένια πράματα, που δεν αρμόζει καθόλου, όπως όταν βλέπω την ίσια και απλή γραμμή που τελειώνει ο Ωκεανός ή όταν ο σκύλος μου ζουρλαίνεται από ευτυχία και μου δείχνει περσότερη ευγνωμοσύνη απ’ όσο χρειάζεται ...»
Γυρίσαμε στο Φαγκούα με το φεγγάρι. Οι δυο σύντροφοι μου τα χάλασαν μαζί μου· με κατάλαβαν, λέγει, γι’ άνθρωπο που χάνει τις ώρες του να συλλογιέται τον Παράδεισο, όπως οι καλόγεροι του Τολέδου. Τους άφησα να λεν· είπα πως οι πιο κουτοί άνθρωποι του κόσμου μπορούν να με περιπαίξουν σαν ένα μωρά, γιατί κατάντησα πολύ απλός...
Ο Όσο πέρασε απ’ το μυαλό μου. Τι κουταμάρα κι εκείνος ο άνθρωπος, να σέρνει μαζί του ένα ξύλο χωρίς αιτία!...
Είκοσι τέσσερις ώρες ήμουν αναίσθητος από το μεθύσι... Ήπια όλη τη μέρα μαζί με τον αράπη. Στην παρέα μας ήτανε κι ένας καπετάνιος που, χωρίς άλλο, όπως κατάλαβα, χρωστούσε το κορμί του στο νέγκρο, όπως χρωστούσε την ψυχή του στο διάολο. Κρατούσε τα μάτια του ολοένα κλειστά σα να μην του χρειαζόντανε, το στόμα του ήτανε στραβό. Όταν μιλούσε, έκανε σαν νεροπρίονο από τη σβράχνα.
Εγώ όλο αυτό το διάστημα βρισκόμουν μέσα σε πυκνό καπνό, όπου δεν έβλεπα άλλο τίποτα, όξω απ’ το κεφάλι του Τιν Τιν, που γυάλιζε σαν μποτίλια. Θυμάμαι ακόμα πως έβαλα το χέρι μου κι άρπαξα ένα πλατύ μαχαίρι που είχε ο αράπης στο κίτρινο ζουνάρι του... Γιατί τώρα κάθουμαι κι ιστορώ πράματα έτσι τιποτένια;...
Μα μήπως χρωστώ και σε κανέναν τίποτα; Αρμόζει να γελάσω με την κουταμάρα που έκανα, γράφοντας έναν πρόλογο μπρος από την ιστορία μου, για να με συμπαθήσουν, αν τυχόν χάνομαι κάποτε σε πράματα που δεν είναι καμιά βία... Γιατί τάχα; Είναι εύκολο να πάρεις το μαχαίρι απ’ τη μέση ενός μεθυσμένου; ... Κι έπειτα μου περνά μια ιδέα: θέλω να δείξω πως δε μου πάει να κρύψω με τι λογής πρόσωπα είχα να κάνω, και πως δε ντρέπουμαι για ό,τι έκανα. Κι ακόμα, μπορείτε να μάθετε πως τ’ όνομά μου είναι Βάκα Γκάβρο. Στ’ ανάθεμα η τρέλα που με βαστά, μη τυχόν πει ο κόσμος πως είμαι ματαιόδοξος... Μήπως δεν είμαι; Κι έπειτα, για ποια αιτία να κρύβω τ’ όνομά μου, αφού δε μένει απ’ το σόι μου κανένας πίσω μου για να ντροπιαστεί;... Το κάτου κάτου, τ’ όνομά μου δεν έχει να κερδίσει τίποτα· η ιστορία μου φαίνεται πως είναι γραμμένη από ένα χοντρό κεφάλι, αν βγάλει κανείς όξω τον πρόλογο, που μοιάζει πως μαστορεύτηκε από χέρι συνηθισμένο να γράφει βιβλία. Ο Θεός ξέρει πόσο κόπιασα να τον φέρω σε τέλος και, μα την αλήθεια, δεν είχα πει τέτοια πράματα ποτές μου, ούτε τότε που σπούδαζα στη Μπομπάη. Τόσο, που δεν πάει το χέρι μου να τον ξεσκίσω..., λες πως μιλά ένας άνθρωπος πολύ καλοαναθρεμμένος, με άσπρα και μαλακά χέρια...
Μια βδομάδα έπινα ακατάπαυστα. Την άλλη μέρα ήμουν σαν πεθαμένος... Κούραση και ατονία... Ο κόσμος αυτός με πνίγει. Δουλεύουν σαν μανιακοί και τσιρομαχούν όλη τη μέρα σαν κότες μέσα σε κοτέτσι...
Με πειράζουν, με πιάνουν τα νεύρα μου, μου φαίνεται σα να μου ζητούν να στήσω μάτι σε ό,τι κάνουν, και φωνάζω: Να σας πάρει ο διάολος!... Έπειτα ησυχάζω, το μυαλό μου βουτά σ’ ένα δροσερό φως, κι η καρδιά μου κολυμπά μέσα σε μια βαθειά πράσινη λίμνη...
Ξαπλώνουμαι στο χώμα και κοιτάζω τα ζωύφια που κουβαλούν μικρά κομμάτια άχυρο… Κατόπι σηκώνουμαι, βλέπω την ατελείωτη θάλασσα και δακρύζω απ’ τη χαρά μου που είμαι μοναχός... Ο Όσο με το μακρύ ξύλο του έρχεται συχνά στο νου μου, σα να θέλει να τον συνηθίσω και να μη γελώ μαζί του.
Σκαλίζω μέσα στις τσέπες μου και κάτι μου δροσίζει το λαρύγγι. Ανοίγω το χέρι μου και βλέπω μέσα. Συλλογίζουμαι: τι τάχα με μποδίζει να περάσω όσες μέρες μου απομένουν απάνου στο Ζάτο;... Αυτό που έχω μέσ’ στην απαλάμη μου είναι χρυσάφι...
Πρώτη φορά στη ζωή μου κατάλαβα πόσο άθλιος θα ’μουν αν μου έλειπε... Ο καημένος ο Όσο δεν μπορεί να μείνει περσότερο από μια βδομάδα στο Ζάτο, κι ίσως τις μισές μέρες κάθεται πεινασμένος... Σίγουρα εκεί που σταμάτησα, σιμά στο ρηχό ακρογιάλι, σκεδιάζει κι εκείνος το σπιτάκι του απαράλλαχτο με το δικό μου, με δυο παραθυράκια που βλέπουν στη
θάλασσα και με μια καμινάδα που καπνίζει μέσα στην ερημιά...
Τον πέτυχα στην παλιά αποθήκη που καθόταν. Να πάρει η οργή! Τι παράξενος άνθρωπος!... Με κοίταξε αδιάφορος, σα να περίμενε ένα τέτοιο ανέλπιστο πράμα... Πού να περιμένει κανένας ένα τέτοιο θάμα! Ένας άλλος δε θα πίστευε στ’ αυτιά του, θα πηδούσε από χαρά, ύστερ’ από τέτοιον έρωτα με τ’ άσπρα ξερόνησα του Ζάτο. Του είπα: Έχω όσα λεφτά θέλεις, για να ζήσουμε μονάχοι, τα χρόνια που μάς απομένουν... Κρύφτηκε ο μισός πίσω απ’ το κλειστό φύλλο της πόρτας, και με δυο λόγια μου έδωσε να καταλάβω πως δέχεται να μοιραστεί με μένα την ερημιά απάνου στο Ζάτο...
Πως δέχεται!... Από κείνη τη μέρα δε μου ’ρχεται να γελάσω, όταν περνά απ’ το μυαλό μου, φορτωμένος με το μακρύ ξύλο που συνήθιζε...
Όλος ο κόσμος στο Φαγκούα απόρησε για την τρέλα μας.
Κόψαμε πέτρες απ’ το βουνό. Ο Όσο με πήρε να μου δείξει μια φλέβα π’ ανάβρυζε καμιά πεντακοσαριά μέτρα απάνου κάτου μακριά από το καλύβι μας. Το σπιτάκι ήτανε σα ζωγραφιά. Τι όμορφα!... Ήμουν σαν πιωμένος. Ευλογημένα να ’ναι τα θεμέλια σου! Η ειρήνη σε χαϊδεύει. Εδώ κοντά σου θαν αναπαυτώ μια μέρα.
Φτιάξαμε ένα μεγάλο καλύβι κι ένα μικρό κελάρι, κολλημένο από κει που βασίλευε ο ήλιος. Απ’ το μέρος του βουνού ο τοίχος ήτανε τόσο χαμηλός, που η σκεπή τον έκρυβε κάτου απ’ το φτερό της, καθώς άγγιζε σχεδόν στο χώμα. Από τη θάλασσα ήτανε ψηλός ως τρία μέτρα, με δυο μονόφυλλα παραθυράκια. Η πόρτα έπιανε το κομμάτι του τοίχου που άφηνε όξω η αποθήκη, όπως έφραζε μονάχα τον μισόν, σχηματίζοντας μια γωνιά προς το μέρος του βουνού. Η αποθήκη είχε και κείνη μια μικρή πόρτα απάνω στη θάλασσα. Μέσα, το μεγάλο καλύβι το χωρίσαμε σε δυο, το κάθε μέρος μ’ ένα παράθυρο. Στο ένα βρίσκουνταν η οξώπορτα που ανάφερα, και μια άλλη μικρούτσικη που μπαίναμε στην αποθήκη. Το δεύτερο χώρισμα ήτανε το σαλόνι μας. Ψηλά μαύριζαν τα χοντρά δοκάρια της σκεπής. Κάτου, το πάτωμα το ’στρωσα μ’ ένα ταπέτο ολόμαυρο, κι έπειτα έριξα από πάνω πολλά τομάρια που τ’ άφηναν να φαίνεται μονάχα κάπου κάπου. Μπροστά στο ξύλινο κρεβάτι μου είχα στρωμένη μια μαύρη αρκούδα της Γιαπωνίας, που διατηρούσε το κεφάλι και τα νύχια. Κάτου απ’ το παράθυρο βρισκότανε ένας μικρός καναπές και μπροστά του ένα στρογγυλό τραπεζάκι, που χανότανε μέσα στο βυσσινί τραπεζομάντιλό του, όπως άπλωνε σαν μεγάλη μέδουσα ένα γύρο, απάνου στο πάτωμα. Στη γωνιά στερέωσα μια μαύρη θέση με κάμποσα βιβλία, που δεν τα διάβαζα ποτές, και πλάγι ένα τραπέζι, κι απάνου σ’ αυτό μπορούσε να δει κανένας ένα μπρούντζινο καλαμάρι κλεισμένο και λίγα φύλλα χαρτί πλακωμένα μ’ ένα κομμάτι από κείνο το είδος του ανδαλουσίτη, που τον ονομάζουν οι γεωλόγοι χιαστόλιθον.
Μάζευα ό,τι εύρισκα στην ακροθαλασσιά, έναν κόσμο κοχύλια και τσόφλια, είτε χρωματιστές πέτρες. Όλα αυτά τα στόλιζα εκεί μέσα. Μού ’καναν μια βαθειά εντύπωση, όσο τίποτα στον κόσμο... Έστεκα ώρες και τα κοίταζα, σηκωνόμουν κι έβλεπα απ’ το παραθυράκι τα βουνά και τη θάλασσα, κι άκουγα σκεφτικός το ξύλινο ρολόγι, που το ’βαζα να δουλεύει μόνο για τικ τακ, χωρίς να δείχνει την ώρα.
Πολλές φορές μου φαινότανε πως ερχόμουν κείνη τη στιγμή στον κόσμο· σα να περνούσε ένα φως μπροστά απ’ την ψυχή μου κι απορούσα, λες κι έβλεπα πρώτη φορά τα βουνά και τη θάλασσα. Έριχνα τότε μια ματιά απάνου στους τοίχους, σα να μετρούσα με το μάτι δυο ζωγραφιές, ένα πιστόλι, ένα τουφέκι κι ένα βαρόμετρο με σκαλιστό ξύλο κρεμασμένο απάνου απ’ το τραπέζι μου. Έτριβα τα χέρια μου από ευτυχία και κούμπωνα το σακάκι μου, σα να ’θελα να την κλείσω μέσα στο ρούχο μου... Οι γλάροι πετούσαν απ’ όξου, κολυμπώντας με τα λευκά φτερά τους μέσα στο φως της καθαρής μέρας.
Νότα. - Από δω και πέρα η ιστορία μου κόβεται απ’ ένα δυο κομμάτια τραβηγμένα μέσα απ’ ένα ημερολόγιο, που κρατούσα τις μέρες που η ζωή μου ήτανε ήσυχη. Αυτές οι μέρες έμειναν οι πιο χρυσές της ζωής μου. Έτσι, κοντά στο ότι οι σημειώσεις τούτες δείχνουν την κατάσταση που βρίσκουνταν τότε η ψυχή μου, τώρα που τις ξεσηκώνω σα να γλυκαίνουν ακόμα μια φορά τις πικρές μέρες που περνώ, γέρος και τριγυρισμένος από πρόστυχα πρόσωπα.
Ο Όσο καταγίνεται να ψήσει ένα παχύ πουλί κι έχει γεμίσει την κουζίνα με καπνό. Του κρατά συντροφιά μια λερωμένη γάτα με μαδημένα μουστάκια απ’ τα γηρατειά. Έχουμε τρεις κατσίκες κι εφτά χήνες· θα ’χαμε και τον Πρίγκιπα, το σκυλί μας, αν δεν ψόφαγε δεν ξέρω από τι, τις πρώτες μέρες.
Έχουμε κι ένα κότερο. Το αράζουμε μπροστά στο καλύβι μας και το κατάρτι του ξεμυτίζει απάνου απ’ τη στέγη, σαν μια ψιλή γραμμή με μια στενόμακρη κόκκινη σημαία στην άκρη. Πολλές φορές τη μέρα σκύβω απ’ το παράθυρο μου να το δω. Όταν δεν είναι άσκημος ο καιρός, το παίρνω και γυρίζω όλη μέρα μέσα στο μπουγάζι μετρώντας με το σκαντάλι τα νερά. Συχνά τ’ αράζω κάπου στην αντικρινή αμμουδιά κι εγώ παίρνω, όπως αγαπώ, την ακρογιαλιά για κανένα σπάνιο κοχύλι. Από κει βλέπω το σπιτάκι μας και το βουνό που στέκεται από πάνω του. Διακρίνω τον Όσο που τριγυρίζει... Οι κατσίκες που βόσκουν ψηλά, μοιάζουν σαν κρεμασμένες, γιατί το βουνό φαίνεται από μακριά ολωσδιόλου όρθιο...
Μιαν άσπρη πέτρα απάνου στον άμμο, ένα κομμάτι ξύλο, που κείτεται στ’ ακρογιάλι, τραβούν την προσοχή μου. Τα πιο ασήμαντα πράματα, εδώ μου φαίνονται γεμάτα από ενδιαφέρο. Στα πλάτη τούτα η φύση είναι απλή και πρωτόγονη, έρημη, χωρίς το άσωτο γεννοβόλημα των όντων. Η ζωή είναι λίγη και σπάνια, και χάνεται μέσα στο χάος που λέμε Γης και Νερό!...
Βλέπω τα πράματα ίσια, χωρίς η εντύπωση να βλαφτεί απ’ ό,τι έμαθα να καταλαβαίνω ως τώρα, λέγοντας αυτά τα δυο λόγια: Νερό και γης... Εδώ καν δεν υπάρχουν πλέον ονόματα, παρά τα ίδια πράματα πέφτουν απάνου στην ψυχή μου με το βάρος τους, άγρια κι αδιάφορα, γυμνά από τη φιλική διάθεση, που τους δίνει στα μάτια μας η ανθρώπινη γλώσσα...
Περισσότερο δεν μπορώ να μιλήσω ούτε καλύτερα γι’ αυτά τα πράματα... Μια φορά εγώ καταλάβαινα με ανακούφιση να μου έρχεται η ανθρώπινη διάθεση (ας πούμε έτσι) μπροστά στα πραματάκια που είπα παραπάνου... Πολλές φορές μου έτυχε να κουβαλήσω στο καλύβι μου μια τυχαία πέτρα από δυο μίλια, για να την πετάξω απ’ το παράθυρο, απορώντας πώς μου ήρτε να τη μαζέψω... Το καλύβι κι όσα μαρτυρούσαν το χέρι του ανθρώπου μ’ έκαναν να έρτω στον εαυτό μου...
Βγαίνω όξω και στέκουμαι με σύγκρυο στον ίσκιο που απλώνει στο χώμα. Κατόπι ανεβαίνω στο βουνό και καθίζω σε μια πέτρα σαν ξαφνισμένος. Το μάτι μου πέφτει από ψηλά απάνου στο καλύβι κι η καρδιά μου χτυπά δυνατά...
Πέρα ο άμμος της ακρογιαλιάς κιτρινίζει, έρημος και απλός. Κάποτε κάποτε καμιά φώκια σέρνεται αργά, σαν λαδωμένο τουλούμι, και λιάζεται...
Ξεχωρίζω τα τρία ασπρόνησα. Μού φαίνουνται σα να κρέμουνται μέσα στο χάος, που αρχίζει κάτου απ’ τα πόδια μου και χάνεται μέσα στον ορίζοντα, ανακατεμένο με τον αγέρα... Όταν βρέξει κιτρινίζουν και δε φαίνουνται καθαρά, προ πάντων ύστερ’ από το μεσημέρι. Όταν όμως ο καιρός είναι ξηρός, γίνουνται κάτασπρα, πλουμισμένα με πολλά κόκκινα σημάδια.
Λέγω μέσα μου: Κάθουνται με σιωπή και περιμένουν το τέλος του κόσμου. Τι ιδέα κι αυτή! Μα καλά καλά δεν είναι
αυτό που θέλω να πω... Όταν τ’ αντικρίζω, θυμάμαι τα λόγια που έγραψε ένας σοφός κάτου από το χάρτη του φεγγαριού: «Εδώ ούτε άνθρωποι κατοικούν, ούτε οι σκιές των πεθαμένων έρχουνται.»
Μουρμουρίζω: Τι γίνεται άραγε αυτή τη στιγμή στον πάτο του Ωκεανού...
Κάθουμαι κάμποση ώρα σαν κουτός, λες μούδιασε το μυαλό μου.. .
Τον χειμώνα κλεινόμαστε μέσα για πολλές μέρες. Η κουμπάνια μας ήταν πλούσια σε όλα. Για ψωμί τρώγαμε γαλέτα. Οι χήνες όταν ζητούσαν να βγουν, ανοίγαμε την πόρτα της αποθήκης και πετούσαν στη θάλασσα. Δυο και τρεις μέρες, πετούσαν κι έβοσκαν μαζί με τ’ άλλα θαλασσοπούλια. Γύριζαν όμως ταχτικά στο καλύβι, κι όταν έφταναν απ’ όξω, φωνάζανε να τις ανοίξουμε. Ως το τέλος δεν έλειψε καμιά.
Μπορώ να πω πως δε φανερώνεται ούτ’ ένα σύννεφο, χωρίς να το παρατηρήσω με προσοχή απ’ το παράθυρό μου και να νιώσω μια βαθειά ευτυχία, όπως κυλά αρμενίζοντας μέσα στον αγέρα…. Ένα πουλί κράζει πετώντας πάνου από τη σκεπή και βγαίνω να το δω..., ακούγω για μια στιγμή τα δυνατά φτερά του που τα κουνά βιαστικά, κι έπειτα χάνεται. Απομένω συλλογισμένος... Πολλές φορές ύστερ’ από ’να τέτοιο, τιποτένιο περιστατικό κάνω την προσευχή μου... Ο ουρανός είναι ανοιχτός! Μέσα στα βαθιά νερά μυριάδες ψάρια και θηρία...
Απρίλης. - Ο καιρός είναι ψυχρός. Σήμερα, 5 του μηνός, άνοιξαν οι καταρράχτες των εφτά ουρανών. Μέσα στο μπουγάζι η θάλασσα είναι μαύρη απ’ το χώμα.
10. - Απόψε λίγο πριν βουτήξει ο ήλιος θυμήθηκα τους ανθρώπους. Η αιτία ίσως είναι το κατακόκκινο φως του ήλιου που βασιλεύει, ρίχνοντας μακριές σκιές απ’ όλα τα πράματα. Μού φέρνει στο νου τα χρωματιστά τζάμια της εκκλησιάς στην Γκόα. Τα παιδικά μου χρόνια! ... θυμάμαι ακόμα τις μύγες που κυνηγούνταν στον αγέρα κι ακτινοβολούσαν σαν άστρα...
Πολύ σπάνια, περνά απ’ το νου μου καμιά βουβή σκιά... Τρικλίζει σα μεθυσμένη κι έπειτ’ από λίγο σβήνει, όπως ο ίσκιος του καπνού της πίπας μου απάνου στον τοίχο, σα να καταλαβαίνει πως δεν έχω διάθεση να της δώσω γνωριμιά...
Κι αλήθεια, δεν έχω διάθεση να μου ταράξουν το κεφάλι. Ακόμα κι η αγάπη από μέρος των ομοίων μου θα ’τανε για μένα μιαν ανησυχία ανυπόφορη... Αυτά απάνου κάτου συλλογίζουμαι κοντά στο παράθυρό μου.
Κάτου απ’ τα μάτια μου ο αφρός πηδά κόκκινος απ’ τον ήλιο ανάμεσα στα βράχια.
Έρχεται κοντά μου ο Όσο και στεκόμαστε έτσι πολλήν ώρα χωρίς ν’ ανοίξουμε το στόμα μας.
3 Αυγούστου. - Σήμερα σώνεται η πέμπτη βδομάδα που δερνόμαστε χωρίς διακοπή από έναν καταραμένον άνεμο. Πρώτη φορά βλέπω τέτοια οργή... Η λύσσα του έχει αλλάξει την όψη της γης σε τέτοιο σημείο, που μας στέκει δύσκολο να γνωρίσουμε το μέρος που έχουμε μπροστά στα μάτια μας... Είμαστε κουβαριασμένοι μέσα σ’ ένα χάος. Αυτή τη στιγμή η θάλασσα δεν κρατά πια τίποτα που να είναι για μάτια ανθρώπινα.. .
Σήμερα το πρωί η φουρτούνα έδειξε πως θα λασκάριζε, κι ο αγέρας ως το μεσημέρι έπαιξε με τόσην υποκρισία, που μας γέλασε. Άξαφνα όμως ξεχαλινώθηκε, αφού έστριψε λίγα γράδα ανατολικά. Στρίβει από νοτιά σε γαρμπή. Μέσα στο λιμάνι η θάλασσα χοχλάζει όπως το νερό μέσα στο λεβέτι. Τα μικρά κύματα είναι πυκνά, και τρέχουνε γλήγορα γλήγορα, βγάζοντας ένα κούφιο σφύριγμα· δεν αφρίζουν διόλου, μονάχα κάτι μεγάλες φούσκες, ανάριες και θολές, πηδούν από παντού απάνου στο νερό...
Το κότερο μας έχει βουλιάξει· στέκεται όμως ακόμα απάνου στην καδένα του. Ο Ωκεανός φαίνεται απ’ όξω μονάχα στο μέρος που χαμηλώνει η αντικρινή στεριά, ή καλύτερα δεν ξεχωρίζουμε παρά μια πυκνή θολούρα, μέσα στην οποία από καιρό σε καιρό απλώνει μιαν ασπράδα...
Η ερημιά σφίγγει το λαρύγγι και στουπώνει τη σκέψη. Το φως της μέρας είναι κιτρινωπό και θολό, σα να βλέπουμε μέσ’ από χρωματισμένο γυαλί μιας μποτίλιας. Λες είναι η τελευταία μέρα του κόσμου... Δε φαίνεται ένα καν φτεράκι μέσα στον ουρανό...
Μέσα στο καλύβι όλα είναι ήσυχα, Η φωτιά καίγει και ο Όσο πελεκάει μιαν πίπα. Κοντά του κάθεται ο γάτος μαζεμένος απάνου σ’ ένα ξύλο της φωτιάς και, κάπου κάπου, ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει τον Όσο, σα να τον ρωτά τι τρέχει.
Όσο για μένα, αφουγκράζουμαι τη βουή με το ίδιο αίσθημα που δοκιμάζει κανένας, όταν χώνει το κεφάλι στο σκέπασμα του για να γλυτώσει από τα φαντάσματα.
Καθώς ετοιμαζόμουν ν’ ανέβω στο κρεβάτι μου, μια τρούμπα αγέρας κατέβηκε απ’ την καμινάδα, βουίζοντας σαν κανόνι· μου φάνηκε πως την κρέμνισε... Ο Θεός ας βοηθήσει απόψε.
11. - Ξεράθηκα σαν είδα, σήμερα το μεσημέρι, τον Όσο να μπαίνει μέσα μ’ ένα ανθρώπινο καύκαλο ανάμεσα στις χερούκλες του. Μου ’πε πως ήτανε κάποιου Εγγλέζου απ’ ένα καράβι, που είχε τσακιστεί απάνου στο νησί προ πολλά χρόνια. Από τους τρεις που είχανε γλυτώσει, ο ένας πέθανε· οι άλλοι δυο περιμαζεύτηκαν απ’ ένα γαλλικό καράβι που σίμωσε στο νησί για φώκιες. Τα κόκαλα τα χε βρει μιαν άλλη φορά που είχε περάσει λίγες μέρες απάνου στο Ζάτο.
Σφάξαμε και την τελευταία χήνα μας. Ο Όσο είναι χαρούμενος και τη μαδά σφυρίζοντας. Τον κοιτάζω. Η μύτη του στάζει και τα μάτια του δείχνουν πως ο νους του γυρίζει σε μακρινά μέρη...
Μια σιδερένια χούφτα μου σφίγγει την καρδιά, μόλις περάσει απ’ το μυαλό μου πως δεν έχω άλλον στον κόσμο εξόν απ’ αυτόν…. Ο καημένος ο Όσο... Δεν ξέρει πώς να μου δείξει την αγάπη του. Στο τραπέζι σηκώνεται πολλές φορές να μου φέρει ό,τι φαντάζεται πως έχω ανάγκη... Μου φέρνει δέκα φορές περσότερα απ’ ό,τι μου χρειάζεται. Γεμίζει το πιάτο μου με το καλύτερο μέρος κι εκείνος κρατά τα κόκαλα. Με βάζει να καθίσω πλάγι στη φωτιά κι εκείνος έχει πίσω του το παράθυρο, απ’ όπου μπαίνει η ψύχρα της νύχτας. Κάθε στιγμή με ρωτά: Κρυώνεις; Σηκώνεται μασώντας και συδαυλίζει τη φωτιά..., κατόπι ξανακάθεται, καρφώνει τα βαθιά μάτια του σιωπηλά σ’ ένα μέρος μπροστά του, κι εξακολουθεί να μασά αργά με τα δυο ή τρία δόντια του, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.
Τα λόγια του είναι ανάρια. Σχεδόν ανοίγει το στόμα του μονάχα για ν’ απαντήσει· απαντά σύντομα, αλλά με μεγάλη προθυμία. Μου φαίνεται σα να λέγει: Το φταίξιμο είναι δικό σου που με κάνεις να μιλώ τόσο πολύ. Με σκλαβώνει με την αυστηρή σιωπή του, γιατί ξέρω πως πίσω απ’ αυτήν τη σιδερένια πόρτα κρύβεται η πιο τρικυμισμένη ζωή. Τα λόγια του είναι για μένα όπως πολύτιμα πετράδια σκόρπια απάνου σ’ ένα τραπέζι σκεπασμένο με μαύρη τσόχα... Κλείνουμε τα μάτια μας, και μπορούμε τότες να δούμε να φωσφορίζουν αμέτρητα ρουμπίνια μέσα σε μια σκοτεινή κοιλάδα.
Κανένας άνθρωπος απ’ όσους γνώρισα δεν άφησε βαθύτερα σημάδια μέσα μου με τα λόγια του, όπως ο Όσο με τη βούβα του... και πάλι δε θυμάμαι τίποτα που να μοιάζει με τη φωνή του..., ένα βαρύ σκαντάλι, που κατέβαινε έως εκεί που δε φτάνει τίποτα του απάνου κόσμου... Δεν ξέρει κανένας πού γεννήθηκε, και πολλές φορές παρακαλώ την άγρια ψυχή του να με συγχωρέσει αν τον πίκρανα, γράφοντας το μέρος που πέθανε...
Σ’ όλο το διάστημα που έζησα μαζί του ποτές δεν ανάφερε τίποτα για τους ανθρώπους. Μπορούσε να στοιχηματίσει κανένας πως αγνοούσε ολότελα την ύπαρξή τους. Είχε απάνου του την αδιαφορία των στοιχείων που σπάνει το ραχοκόκαλό μας. Ήτανε βουβός όπως όλα τα μεγάλα πράματα· όπως ο Θεός κι ο Άδης. Τίποτα δεν είχε τη δύναμη να τον βγάλει από τη χάλκινή του απάθεια...
Ξέρω πως ήτανε κοσμογυρισμένος... Είχε σταυρώσει τον Ινδικό σ’ όλα τα πλάτη, όπως ο φυλακισμένος το χώμα του κελιού του σ’ όλες τις διευθύνσεις, πλανήθηκε απάνου στ’ αμέτρητα νησιά του Μεγάλου Ωκεανού πολλά χρόνια, ναυάγησε απάνου στο Ουρούπ μ’ ένα γιαπωνέζικο καράβι, στο Τιοκόα της Πολυνησίας, στο Μπαλούκ του Φόο - ι - μάα...
Κάποτε λύγιζε στην περιέργειά μου, κι έλεγε δυο τρία λόγια, αλλά πάντα δεν ήτανε τρόπος να πει περισσότερα απ’ όσα έκλεινε η ερώτηση μου.
Η διήγηση του δεν έχει καμιά σχέση με το μυθιστορικό ύφος που αγαπούσα· δεν έδινε καμιά σημασία στο ό,τι ’ξιστόριζε. Η έκφραση του ήτανε παρόμοια με ενούς ζώου που θαυμάζουμε μέσα απ’ τα κάγκελα του κλουβιού, χωρίς εκείνο να σκοτίζεται για την κουταμάρα μας.
Για τη μαγειρική έδειχνε ένα μεγάλο ενδιαφέρο, αν και δεν ήτανε διόλου φαγάς.
Γενικά τον χαρακτήριζε μεγάλη ευκολία σε οτιδήποτε χρειάζεται δεξιότητα. Στο Φαγκούα άκουσα να μιλούν για τη μεγάλη πιδεξοσύνη του στ’ άρματα, προπάντων στο τεχνικό παίξιμο του σπαθιού. Συνήθιζε, όσες φορές ξεκινούσαμε για κυνήγι, να ζώνεται ένα πελώριο ναυτικό σπαθί, βαρύ και πολύ μεγαλύτερο απ’ όσα έχω δει αυτουνού του είδους. Στα χέρια του φάνταζε τόσο υπάκουο, που θα μπορούσε να συγκριθεί με του Πιέρσον, του Νορβηγού κουρσάρου, που έκοψε τ’ αυτιά σ’ εφτακόσιους αιχμαλώτους, χωρίς ν’ αγγίξει το λεπίδι στον ώμο κανενός τους...
Πολλές φορές μιλούσε με το γάτο, αλλά ποτές δεν τον άγγιζε με το χέρι του.
Δεν μπόρεσα όμως να ξηγήσω τη συνήθεια που είχε να κάνει τη φωνή του γλάρου και της φώκιας· συχνά ανακάτωνε τα λόγια του μ’ αυτές τις φωνές, χωρίς να υπάρχει κανένα σημάδι ευθυμίας στα μάτια του. Η έκφρασή του, όπως πάντα πέτρινη, έκοβε κάθε διάθεση που θα ’χε κανένας να πάρει το ιδιότροπο αυτό φυσικό για σημάδι ευθυμίας, σε τρόπον ώστε η εντύπωση να είναι τρομερότερη απ’ όσο φαντάζεται κανένας.
Όσο για την εξωτερική όψη του, η δυσαναλογία σπάνια περίπαιξε σε τέτοιο βαθμό τα αιώνια μέτρα της αρχιτεχτονικής του ανθρώπου. Τα χέρια του ήτανε κοντά, αλλά οι πελώριοι γρόθοι, που ήτανε κρεμασμένοι πάντα μακριά απ’ τα πλευρά του, έφταναν απάνου κάτου στην ίδια γραμμή με τα γόνατα· τα είχε γυμνά απάνου από τον άγκωνα. Ο δεξής ώμος του έγερνε, ίσως από το βάρος της χούφτας, που ήτανε χοντρύτερη απ’ την αριστερή, αν και της έλειπε ένα δάχτυλο κομμένο από τη ρίζα. Η κοιλιά του ήταν χωνεμένη κι έκανε πιο εχτρωματικό το φάρδος του στήθους.
Διατηρούσε το ανοιχτό βάδισμα της κουβέρτας. Απ’ τα πόδια του έλειπε ολότελα το γεφύρι, κι οι πατούνες του είχαν καταντήσει ίσιες όπως της αρκούδας και τόσο σκληρές, που τον άκουγα όταν περπατούσε απάνου στις πλάκες, σα να φορούσε γόβες.
Είχε ένα κεφάλι γυμνό και μεγάλο, και δυο αλαφρές μύτες απάνου στα βρεγματικά έδιναν στο καύκαλο ένα τετράγωνο σχήμα. Το πρόσωπό του ήτανε κατατρυπημένο από μια βλογιά, που σε πολλές μεριές ήτανε πυκνή και βαθιά όπως οι τρύπες του φελλού. Ένας αληθινός γόρδιος δεσμός από ζάρες σκέπαζε το κούτελό του απάνου απ’ τ’ αριστερό φρύδι· το στόμα του ήτανε χωρισμένο από μια μαχαιριά, που άπλωνε αχτινωτά απάνου στο δεξί μάγουλο, απαράλλαχτα όπως απάνου σ’ ένα τζάμι.
Τα μάτια του ήτανε βαθιά, τρομερά βαθιά, πέρα απ’ όσο μπορούσα να πιστέψω για ζωντανόν άνθρωπο. Για να πω πιο σωστά, δεν είδα ποτές περισσότερο από ένα μικρό άστρο στο βάθος της ματότρυπας· κάποτε τα έτριβε, καθώς τον πείραζε ο καπνός της φωτιάς, και το μεγάλο του δάχτυλο είδα πως χανότανε ολότελα, όπως μέσα στις άδειες ματότρυπες ενούς νεκροκέφαλου.
Δύσκολο πολύ θα μου ήτανε να του δώσω μιαν ηλικία. Ωστόσο, ποτές δε μου φάνηκε πιο νέος από εξήντα χρονών, και πάλι, πολλές φορές, σκέφτηκα πως πρέπει να έχει έρτει στον κόσμο έναν ή δυο αιώνες νωρίτερα από μένα. Έτσι, ακολουθώντας τη σκέψη μου, μάταια πάντα πάσκισα να φανταστώ τους ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους γεννήθηκε, το μέρος που αρκούδισε κι έπαιξε... Μπρος μου απλωνότανε άγρια η ερημιά του Ωκεανού...
Ένα βράδυ μου συνέβηκε μια περίεργη ιστορία. Δε θυμάμαι τι χρειάστηκα· η πόρτα του κελαριού ήτανε μισοκλεισμένη, και μονάχα μια λουρίδα απ’ το φως της κουζίνας έπεφτε απάνου στον αντικρινό τοίχο. Μπαίνοντας, είδα τον Όσο να κάθεται και να κοιτάζει προσεχτικά τη λουρίδα τούτη. Ερεθίστηκε σαν έσπρωξα την πόρτα, και με νευρική φούρια ρεγουλάρισε το θυρόφυλλο, με τρόπο που να σκεδιαστεί η φωτεινή γραμμή, απαράλλαχτα όπως ήτανε πριν. Κατόπι πέτρωσε ξανά, χαζεύοντας μπρος στον τοίχο.
Τα θαλασσοπούλια κράζουν όλη τη μέρα μέσα στο μπουγάζι. θα ’ναι χιλιάδες... Υπάρχουν μέσα όλα τα είδη, ακόμα και πολλά από κείνα τα κοχάλος, που είχα πρωτοδεί στο Φαγκούα.
Μια μέρα σημείωσα πως τα πουλιά αυτά μυρμήγκιαζαν πάντα σιμά στο μπάσιμο του μπουγαζιού· μου φάνηκε παράξενη η προτίμησή τους γι’ αυτά τα νερά, επειδής βρισκόντανε σε αδιάκοπον αγώνα να κρατηθούν στη θέση τους, απ’ το δυνατό ρέμα που τα ’σπρωχνε με βία· να, όμως, τι δεν μπόρεσα να καταλάβω ολότελα: Τα κουνήματά τους φανέρωναν πως όλα πάσκιζαν να φτάξουνε στο ίδιο σημάδι, απάνου στο οποίο μυρμήγκιαζαν όπως οι μέλισσες γύρω στην κυψέλη, γεμίζοντας τον αγέρα μ’ έναν πολύφωνον αλαλαγμό.
Την απορία μου αυτή για τον ερεθισμό που κρατούσε στο κοπάδι, ζωήρευε η σκέψη πως τα πουλιά αυτά είναι ειρηνικά, και κάνουν μια μοναδική εξαίρεση ανάμεσα σε όλα τα φτερωτά του Ωκεανού, τα πλέον οξύθυμα και αχόρταγα πλάσματα της δημιουργίας. Μπορεί να τα παραφυλάξει κανένας μέρες ολάκερες, χωρίς ν’ ακούγει περισσότερο από ’να μελαγχολικό και μονότονο σφύριγμα, με το οποίο σα να μαρτυρούν την ευτυχία τους ψαρεύοντας. Μακραίνουν πάντα από τις μάχες που στήνουν οι αχόρταγες άρπυιες του νερού, μόλις χαράξει η μέρα· είναι το μόνο σόγι που λείπει πάντα σ’ αυτά τα συμπόσια, που ’ναι προσκαλεσμένοι όλοι οι λαίμαργοι του Ωκεανού, απ’ τα φουσκωμένα άλμπατρα έως το μικρό θαλασσοχελίδονο.
Σαν ρώτηξα τον Όσο, μου ’πε πως ματώνουνταν για να πιουν από μια φλέβα γλυκό νερό, που ανάβρυζε μέσα στη θάλασσα, μην κοτώντας πια να ζυγώσουν στο νερό που παίρναμε εμείς, όπως τους στήναμε καρτέρι συχνά εκεί πέρα...
Μέσα στο χειμώνα, μια νύχτα, ο Όσο μου είχε πει με κάτι παράξενα λόγια πως δε θα ’τανε χαμένος κόπος ν’ ανοίγαμε, σαν καλοκαίριαζε, ένα πηγάδι, για να ’χουμε νερό κοντά μας.
Παραξενεύτηκα, γιατί πρώτη φορά έδινε γνώμη για ένα πράμα, χωρίς να του τη ζητήξω. Ακόμα, απόρησα για τη ζωηράδα που ’χανε τα λόγια του· μάλιστα, σα να μου φάνηκε πως έπιασα μια κάποια σκιά ταραχής απάνου του.
Αλλά, στον παράξενον αυτόν άνθρωπο, αν δεν ήταν κάποιο πλάσμα άλλης λογής, όλα φωνάζανε επανάσταση απάνου στους νόμους που μας κυβερνούν, και πολλές φορές δεν εύρισκα στην έκφρασή του την ελάχιστη ανταπόκριση με ό,τι έχουν κοινό όλοι οι άνθρωποι. Στο τέλος, βλέποντας πως χωρίς άλλο είχα μπροστά μου κάποιο πλάσμα που υπάκουε σε δυνάμεις άγνωστες, ή που δεν υπάκουε σε καμιά, συνήθισα ν’ αφήνω ανεξέταστο κάθε τι που έπιανε το μάτι μου απάνου του, τουλάχιστο τις ώρες που δεν έμοιαζε για άνθρωπος.
Ωστόσο, μέσα σε λίγες μέρες (βρισκόμαστε τότες στη μέση του Οκτωβρίου), οι τρόποι του πήρανε μια τόσο ζωηρή νευρικότητα, που με κράζανε καθαρά πλέον να προσέξω.
Δε μιλούσε πια ολότελα. Λιγότερο σιωπηλή θα ’τανε η συντροφιά μιας σκιάς του Άδη. Το έβλεπα, μάταια πάσκιζε να χαμογελάσει. Περνούσε από κοντά μου κι ανατρίχιαζα. Τις περισσότερες νύχτες κειτόμουν άγρυπνος. Εκείνος δεν κάλυβε διόλου τα μάτια του.
Ώρες ώρες δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυα μου. Από είκοσι πέντε χρόνια δεν είχε δακρύσει το μάτι μου.
Βορινά απ’ το καλύβι μας, μπροστά στην ανοιχτή θάλασσα, βρισκότανε ένα ίσιωμα ανάμεσα στην ακρογιαλιά και σε μια σειρά βράχια, που άφηναν μονάχα ένα στενό πέρασμα. Εκεί βρήκα ένα δυο φορές τον Όσο να κάθεται συλλογισμένος. Ακόμα μια φορά τον είδα να βγαίνει ταραγμένος, σα να τον κυνηγούσαν.
Ύστερ’ απ’ αυτά, όταν μου έδειξε τούτο το μέρος για να σκάψουμε για νερό, μου πέρασε η σκέψη πως πάσκιζε να ξεχώσει ίσως κάποιο θησαυρό. Ένα τέτοιο πράμα δεν μπόρεσε να μου δώσει την παραμικρή συγκίνηση και, μα τα κόκαλα του Αδάμ, παραξενεύτηκα για την ταραχή που έλαβε απ’ την αγάπη του χρυσαφιού, ένας άνθρωπος που τον είχα πάρει για πέτρινον.
Το χώμα ήτανε αφράτο, και το σκεπάζανε αραιά βρούλα και κάτι χαμόδεντρα, φορτωμένα από μαύρες μικρές ρώγες όμοιες με του σταφυλιού. Μερικά απ’ αυτά τα δέντρα είχανε σκαλώσει στο αψηλότερο μέρος του βράχου, κι όταν φυσούσε αγέρας, το ψυχρό τους σούσουρο τάραζε ξαφνικά τη σιωπή του τάφου, που κρατούσε κάτου. Εκεί, ο αντίλαλος ήτανε λες ζωηρότερος απ’ τον κρότο που ξανάλεγε· το αυτί μου άρπαζε τη χλωμότερη σκιά του ήχου, κι ανατρίχιαζα όταν ένα ξηρό φύλλο κρημνιζότανε από πάνου. Μερικές στιγμές μου φαινότανε πως ο αλαφρύτερος κρότος θα μου έσκιζε το καύκαλο.
Είχα πάει στο κυνήγι. Κάθισα σιμά στο κανάλι να ξεκουραστώ, όταν μου φάνηκε ν’ άκουσα πολλά μουγκρητά μαζί, σα να βέλαζε ολάκερο κοπάδι βουβάλια. Στ’ αυτί μου έφταναν πνιγμένα, λες κι έβγαιναν μέσ’ από τη θάλασσα. Έμεινα στη θέση μου πολλή ώρα, χωρίς να ξανακούσω τίποτα.
Ξεκινώντας για το καλύβι, έστριψα κατά τύχη το κεφάλι μου, κι είδα τον Όσο να ’ρχεται σαν μεθυσμένος. Δεν του μίλησα, διόλου (αρχίζω να τον φοβάμαι)... Κείνος όμως ανέλπιστα με σιμώνει, και μου φωνάζει στ’ αυτί με δυνατή και άγρια φωνή:
- Είναι ανάγκη ν’ αρχίσουμε το σκάψιμο αύριο, Βάκα Γκάβρο! Δεν μπορώ χωρίς εσένα...
Έπειτα έσφιξε τη γροθιά του και μουρμούριξε μέσα στο στόμα του κάτι τις που δεν το ξεχώρισα.
ΤΟ μούτρο του τίναζε νευρικά, όπως ο σβέρκος του αλόγου που το τσιμπά η μύγα. Το χείλι του κρεμότανε. Οι φλέβες του λαιμού του, χοντρύτερες απ’ το δάχτυλό μου, φούσκωναν να κρεπάρουν.
Τι μπορεί να καταλάβει κανένας απ’ όλα τούτα;...
Αρχίσαμε να σκάβουμε στις 27 Οκτωβρίου του 1873. Ο Όσο είχε γιατρευτεί άξαφνα ένα δυο μέρες πριν· μάλιστα, εκείνο το πρωί ήτανε στο κέφι.
Σαν φτάξαμε στο μέρος που ανάφερα παραπάνου, και μπήκαμε απ’ το μοναδικό πέρασμα, έκανε μπρος δεξιά, και σταμάτησε από
τομα στη ρίζα του βράχου, φορτωμένος ένα φτυάρι, έναν καζμά κι ένα σκοινί. Έριξε το σκοινί χάμου όπως ήταν κουλουριασμένο, και κάρφωσε τον καζμά στη μέση του γύρου που σκεδιάστηκε απάνου στο χώμα, αναστενάζοντας αλαφρά. Έπειτα έσκυψε και χάραξε ένα γύρο μια φαρδιά περιφέρεια, κι αμέσως πιάσαμε τη δουλειά μας με μεγάλη θέρμη.
Το χώμα ήτανε αφράτο και χωρίς πέτρες, επειδής δεν ήτανε παρά τα τρίμματα του βράχου που είχε σωριάσει το νερό της βροχής, και προχωρούσαμε τόσο γλήγορα, που το βράδυ της ίδιας μέρας είδαμε πως το πρωί ήτανε ανάγκη να στήσουμε ένα μάγγανο για τα χώματα.
Λίγο πριν απ’ τα μεσάνυχτα σηκώθηκε ένας δυνατός αγέρας· το πρωί βρήκαμε την πόρτα της αποθήκης πεσμένη απάνου στο χώμα· βαρθήκαμε να τη δέσουμε την ίδια ώρα, κι είχε περάσει το μεσημέρι όταν τελειώσαμε. Κατόπι στήσαμε το μάγγανο απάνου απ’ το πηγάδι, κι έτσι, αυτή τη μέρα δε σκάψαμε διόλου.
Την άλλη, ο άνεμος φυσούσε με την ίδια φούρια. Μποδισμένοι από άλλες δουλειές, μόλις πιάσαμε αξίνα στις τρεις ύστερ’ απ’ το μεσημέρι.
Μ’ όλον τον αγέρα, ο ήλιος έκαιγε μέσα στον ξηρόν ουρανό. Καθώς κατεβαίναμε κατά την ακρογιαλιά, δεχόμαστε στο μούτρο το θρυμματισμένο νερό σα σιφούνι, σε διακόσια μέτρα απ’ τη θάλασσα.
Εγώ ακολουθούσα πίσω απ’ τον Όσο, και τον έβλεπα να βαδίζει πέφτοντας απάνου στον άνεμο όσο να σχηματίζει με τη γης μια γωνιά όχι μεγαλύτερη από πενήντα μοίρες. Τα χοντρά του ποδάρια σήκωναν ένα σύννεφο από μικρές πέτρες, που μερικές χτυπούσαν απάνου στο πρόσωπο μου και στα χέρια μου.
Εγώ στάθηκα στο μάγγανο κι εκείνος έπιασε να σκάβει χωρίς να μιλήσουμε. Θα ’χε περάσει ως μισή ώρα, όταν τον άκουσα να με φωνάζει. Έτρεξα, θαρρώντας πως μ’ έκραζε ν’ ανεβάσω το κελετέρι με το χώμα.
Τον βρήκα με τη ράχη ακουμπισμένη στον τοίχο του πηγαδιού και με τα χέρια απάνου στα λυγισμένα γόνατα· έτρεμε σύγκορμος και το κεφάλι του κρεμότανε πάνου στο στήθος του. Τα χείλια του ήτανε ξεβαμμένα, κι απ’ το κούτελο του πηδούσανε χοντροί κόμποι ίδρωτα.
Πήδηξα μέσα και, πιάνοντας τον από τους ώμους, τον ρώτηξα τι έχει. Τα χέρια μου, όπως τα ’βαλα απάνου του, ετρέμανε μαζί του, και για μια στιγμή ένας δυνατός σπασμός με κλόνισε ολάκερο, σα ν’ άγγιξα σε ηλεχτρική στήλη. Στο κούτελό του ο ίδρωτας ανάβρυζε κι έπεφτε χάμου, χτυπώντας τη λεπτή σκόνη ωσάν λιωμένο μέταλλο.
Απάνου σ’ αυτά πέρασε από πάνου μας ένα στροβίλι, και δέχτηκα μια φούχτα χώμα στα μάτια. Χωρίς να τ’ ανοίξω, σκάλωσα όξω βλαστημώντας, και στάθηκα σε μια πέτρα για να μην πέσω.
Το κεφάλι μου βρισκότανε σε μεγάλη ταραχή. Τ’ ακούμπησα απάνου στα γόνατά μου, τηρώντας κλειστά τα μάτια μου. Για μια στιγμή άκουσα τη βουή της θάλασσας... κι έπειτα έπεσα σε μαύρο χάος. Οι αισθήσεις μου μ’ άφηναν, κι η εντύπωση για ό,τι με περιστοίχιζε θόλωνε ολοένα, ως που πύκνωσε στο σκοτάδι του τάφου.
Όταν άρχισα να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, σταμάτησα λες απάνου στο κατώφλι της ζωής, με τη συνείδηση συγχυσμένη και αμυδρότατη, όχι ζωηρότερη απ’ του ανθρώπου που τον παίρνει ο ύπνος.
Δεν ξέρω πόσο διάστημα έμεινα σε τούτη τη θέση. Στο τέλος άρχιζα να ξεχωρίζω, μέσα στ’ αμέτρητο βάθος που βρισκόμουν, την κανονική δοξαριά που έκανε το αίμα κρούοντας τα μηλίγγια, και μαζί μ’ αυτό έπιασε να σχεδιάζεται κάποια χλωμή εντύπωση πως κάτι έπλευε μέσα, στο κεφάλι μου.
Σε λίγο, μέσα στο καύκαλό μου βούιζε ένα χάος από μυριάδες κεντίσματα που δεν πρόφταιναν να καθαρίσουν σε μια σκέψη, καθώς φωσφόριζαν κι έσβηναν με μιαν άπιαστη γληγοράδα...
Το μόνο που θα μπορούσα να προσδιορίσω είναι μια επίμονη προσπάθεια να σκεφτώ, χωρίς να φτάνω ωστόσο να δέσω μια σκέψη. Θα ’λεγα ένα είδος φτέρνισμα που κόβεται ακατάπαυστα, χωρίς να ξεσπάσει, φέρνοντας μια θανάσιμη επιθυμία ν’ αρπάξω κάτι που ξέφευγε ολοένα. Στο τέλος πια το μυαλό παράλυσε μ’ ένα χτύπημα κι άφησα να κατρακυλήσω ξανά μέσα στην άβυσσο...
Όταν ανέβηκα στον απάνου κόσμο, δε βρισκόμουν πια καθισμένος στην πρώτη μου θέση, αλλά κειτόμουν μπρούμυτος απάνου στο χώμα, κι ο παγωμένος αγέρας της νύχτας ροκάνιζε τις πλάτες μου.
Λυτή τη φορά η ψυχή μου ανέβηκε μ’ ένα χτύπημα, τόσο απότομα, που τ’ αυτιά μου κρατούσαν ακόμα το γάβγισμα κάποιας ύδρας του ταρτάρου.
Αλλά να, που οι φωνές έβγαιναν σε λίγα βήματα από μένα, ανακατεμένες με το λυπηρό βούισμα που έβγαζαν τ’ αγριόδεντρα.
Δεν ήτανε η φωνή ούτε ζώου ούτε ανθρώπου· δεν είχε καμιάν έκφραση, είτε λύπης είτε πόνου είτε χαράς. Μονάχα ήτανε τρομερή, τρομερότερη απ’ ό,τι άκουσε ποτές άνθρωπος...
Α! Τώρα βλέπω πως με ζώνει η πιο σκληρή φτώχεια σε λόγια, για να δώσω στους ομοίους μου μια χλωμή ιδέα της φωνής που άκουσα... Ωστόσο, πάντα φύλαγα μιαν αθώα πίστη στην ανθρώπινη γλώσσα, όσο κρατούσα κλειστό το στόμα μου. Τι παράξενη απάτη, μπροστά στα πράματα να αισθανόμαστε αυτή την πεποίθηση τόσο βαθύτερα, όσο η εντύπωση είναι ζωηρότερη, και μια μέρα να βλέπουμε πως όλ’ αυτά στέκουνται τρομερά μακριά απ’ τη γλώσσα του ανθρώπου!...
Αφού δυνάμωσε δυο τρεις φορές με τέτοιον φριχτόν τρόπο, που κατάλαβα πως η καρδιά μου μ’ άφηνε, άρχισε σιγά σιγά να σωπαίνει, και κατάντησε στο τέλος σε κάτι κομμένα γαβγίσματα. Έπειτα δεν άκουσα, παρά το λυπηρό βογκητό του ανέμου μέσα στο χάος των βράχων, ωσάν να ’πεφτε απάνου στις φλόγες μιας ξελοχισμένης φωτιάς.
Περίμενα χωρίς ν’ αλλάξω θέση· σε λίγο όμως ένοιωσα τον εαυτό μου πιο ήσυχον, κι έκανα να σταθώ στα πόδια μου· μα μόλις έβαλα τα χέρια μου καταγής, με ξαναπήρε ο φόβος, και δε στάθηκε τρόπος να κρατήσω τα δόντια μου που κροτούσαν…
Τότες έφταξε στ’ αυτιά μου σαν μια βουή από πολλές φωνές, που λες ερχόντανε απ’ ένα μίλι μακριά· μου φάνηκε πως ανέβαιναν από τα βάθη της γης, ίσα ίσα κάτου απ’ το μέρος που ήμουνα πεσμένος.
Ύστερ’ από λίγο σώπασαν· και τότες η απερίγραφτη φωνή που είχα ακούσει πρώτα πρώτα βρυχήθηκε: Ουά..., ουά...», χωρίς τέλος, σα σκύλος που του ’σπασαν το πόδι.
Όταν έπαψε, κράτησε μια σύντομη σιωπή, κι υστέρα μια λυπηρή φωνή, μια ανθρώπινη φωνή χτύπησε καθαρά την ακοή μου. Γνώρισα τη φωνή του Όσο, μ’ όλο που ήτανε πολύ παραμορφωμένη· γιατί έκλαιγε. Θεέ παντοδύναμε! Ο Όσο! Παρακαλούσε! Έλεγε: «Ξεκούρασέ με, σενιόρ Λεοκάντιο! Σενιόρ Λεοκάντιο!» Έπειτα άρχιζε να κράζει με φριχτές φωνές, και σε λίγο πετάχτηκε όξω και στάθηκε με τα πόδια χωμένα μέσα στα χώματα.
Δεν ξέρω πώς δεν πέθανα από το φόβο μου!... Το λίγο φως της μέρας που κρατούσε ακόμα, τον φώτιζε αρκετά. Στο κούτελο του είχε μια πληγή, εκεί που αρχίζουν τα μαλλιά, και το αίμα έσταζε από την άκρη της μύτης του. Ωστόσο εκείνο που με πάγωσε ήτανε το ολάνοιχτο στόμα του. Το κάτω σαγόνι ήτανε πεσμένο σαν ξεκλείδωτο, κι απάνου στ’ αχείλι, που κρεμότανε κατάμαυρο όπως της αρκούδας, αναπαύουνταν η μεγάλη γλώσσα του, ενώ ένας άσπρος αφρός έβγαινε αδιάκοπα μέσ’ απ’ το στόμα του.
Μόλις έλαβα καιρό να τον δω, και ρίχτηκε πάλι μέσα στο πηγάδι, κράζοντας: «Σενιόρ Λεοκάντιο! Σενιόρ Λεοκάντιο!» Μιαν απερίγραφτη αντάρα ακλούθησε, και σύρτηκα τρέμοντας όξω απ’ το καταραμένο αυτό μέρος.
Ο άνεμος φυσούσε με μεγάλη μανία, και κάποια χλωμή αντιφεγγιά μού έδειχνε πως τα σύννεφα τρέχανε ολωσδιόλου χαμηλά.
Ευτύς ρίχτηκα, απάνου στο δρόμο του σπιτιού· μα σε λίγο είδα πως έπρεπε να περάσω σιμά από κάτι σκοτεινά βράχια, κι η ιδέα τούτη μ’ έκανε να περιτρέξω έναν μεγάλο γύρο ανάμεσα στα χαμόδεντρα που μαύριζαν εδώ κι εκεί.
Φτάνοντας στο καλύβι, ρίχτηκα μέσα με παραλυμένα γόνατα. Όλη τη νύχτα μέσ’ από το κρεβάτι μου άκουγα τον αγέρα, που βοούσε με φριχτή αγριάδα. Προς την αυγή με πήρε ο ύπνος και με κράτησε όλη τη μέρα μακριά απ’ τα βάσανα της γης.
Ξυπνώντας, είδα πως πλησίαζε να νυχτώσει, και πως η τρικυμία δεν είχε λασκάρει διόλου.
Την άλλη μέρα έμεινα μέσα. Στις τρεις τ’ απομεσήμερο το φως της μέρας θόλωσε τόσο, που άναψα το φως. Η τρικυμία βογκά με περισσότερη μανία από χτες, κι οι πόρτες κουδουνίζουν χωρίς ανάπαψη.
Κάθισα ώρες ολάκερες, έχοντας μπροστά μου το κερί που έκαιγε χωρίς την αλαφρότερη κίνηση· σε μια στιγμή μου φάνηκε σαν ψέμα πως ζούσα ακόμα στον κόσμο, που θυμόμουν πως κάποτε είχα γεννηθεί· το ίδιο κερί έστεκε στα μάτια μου άγνωστο και ακατανόητο. Σύντομα, ήμουν άρρωστος...
Πέρασα πολύ άσκημα τη νύχτα. Προς την αυγή σηκώθηκα αφανισμένος και βλαστήμησα. Αυτή η κακή συνήθεια μ’ είχε αφήσει από τότε που ξεμάκρυνα από τους όμοιούς μου, κι η άγρια γης που πατούσα σα ν’ άρχισε να τρέμει κάτου απ’ τα πόδια μου. Μου κατέβηκε να έβγω όξω να ουρλιάξω μαζί με τον άνεμο, και να πλανηθώ στα έρημα ακρογιάλια, που δεν υπήρχε ένα καν πλάσμα... Το κερί σίμωνε να τελειώσει, και τράβηξε την προσοχή μου η φλόγα του, που είχε πάρει άξαφνα ένα ζωηρό γαλάζιο χρώμα.
Συλλογίστηκα πως ίσως μου κρατά συντροφιά ο διάολος[3]... Ύστερ’ από λίγο το ’σβησα, και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, ρωτώντας μέσα μου αν ό,τι μας είχε έρτει δεν είχε την αιτία του σε κανένα χαμένο τελώνιο, που πλανήθηκε μέσα στο έρημο μέρος της σφαίρας που βρισκόμαστε.
Η νύχτα δεν έμοιαζε να έχει τέλος, μου έλειψε η υπομονή και σηκώθηκα να έβγω όξω’ γιατί είχα πάρει στερεή απόφαση να πάγω να βρω τον Όσο.
Κι αλήθεια, βγαίνοντας ξεχώρισα μια σκιά να σαλεύει μέσ’ από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας, και στάθηκα ταραγμένος. Έκραξα πολλές φορές τ’ όνομά του, μα βλέποντας πως δε μ’ απαντούσε, αποφάσισα να καρτερήσω την αυγή.
Άμποτε να μη ξημέρωνε η μέρα κείνη, γιατί το μεδούλι πάγωσε μέσα στα κόκαλά μου, κι ένας μαύρος ίσκιος δεν τραβήχτηκε πια απ’ την ψυχή μου, όλες τις μέρες που ήρταν κατόπι της. Δεν ήξερα πως για τον άνθρωπο, που του κράτησε συντροφιά ο σατανάς τη νύχτα, στέκεται ανόητο να φυλάξει τη ζωή του ως να ξημερώσει. Ύστερ’ από δυο μέρες τον σκότωσα με το χέρι μου τον Όσο, αφού κείνη τη μέρα του έσπασα το ποδάρι.
Είπα πως περίμενα να ξημερώσει· δεν ήξερα καν γιατί έκανα έτσι, ούτε τι θαν αποφάσιζα σαν θα ξημέρωνε... Μια φορά δε θέλω να κρύψω πως με κρατούσε ένα μεγάλο κακό.
Με την αυγή μου ήρτε κάποια αλάφρωση. Άναψα ένα φανάρι και τον ξεχώρισα, όπως ήτανε κουβαριασμένος δίπλα σ’ ένα βαρέλι, με το μούτρο κατά τον τοίχο. Η μισή πλάτη του ήτανε γυμνή· ο χοντρός σβέρκος του μου φάνηκε γρατζουνισμένος, λες κι είχε περάσει τη νύχτα του μέσα στην αγκαλιά του διαόλου.
Πριν να λάβω τον καιρό να δω καλύτερα, έφαγα μια κατακεφαλιά· μου φάνηκε πως μου είχε πάρει σύρριζα τη μύτη και πως ένα σιντριβάνι αίμα πηδούσε μέσ’ από τ’ ανοιγμένα μου τ’ άρκανα... Το φανάρι τσακίστηκε ανάμεσα στα πόδια μου. Όταν έπαψε να κατρακυλά, κράτησε μέσα στο σκοτάδι μια σιωπή του τάφου...
Σιγά σιγά τραβήχτηκα όξω. Η μύτη μου έστεκε στη θέση της. Δεν είδα καν μια σταλαματιά αίμα απάνου μου...
Προς το μεσημέρι ο αγέρας έκοψε ξαφνικά. Απάνου απ’ το νησί κρεμόντανε κάτι σύννεφα όμοια με αραιόν καπνό. Πίσω απ’ τη γραμμή του πελάγου μια τεράστια μάζα από άσπρους ατμούς έστεκε ακίνητη, λες κι ήτανε αφρός που φούσκωνε ολοένα... Η σιωπή με συγκίνησε!
Δεν μπορώ να ξέρω αν άλλος κανένας παθαίνει το ίδιο με μένα. Κάτι με γαργάλιξε μες στη μύτη κι έσφιξα τα μάτια μου για να μη δακρύσω.
Δεν μπορώ ν’ αρνηστώ πως είναι ένα κακό φυσικό για έναν άντρα· η ψυχή μου είναι αθώα σαν το γιαλοπούλι που ζητά τη θροφή του, ανάμεσα στις μικρές πέτρες, την ώρα που τραβιέται η θάλασσα...
Ένα σιδερένιο χέρι χούφτιασε την καρδιά μου... Πήγα κι ακούμπησα στην πόρτα της αποθήκης, και φώναξα με μαλακή φωνή τ’ όνομά του.. .
Εκείνος δε μίλησε διόλου, δε μετατόπισε διόλου.
Ύστερ’ από λίγη ώρα έκανα το ίδιο. Τούτη τη φορά χύθηκε κι άρπαξε τη γάτα που κοιμότανε εκεί κάπου, έβαλε τα πόδια της απάνου στο βαρέλι και τα ’κοψε με μια σατίρα που κρατούσε. Το ζώο πετάχτηκε σαν τόπι στον αγέρα. Μια βιτσιά σφύριξε στο μάγουλό μου, μαζί μ’ ένα ράντισμα από ζεστό αίμα...
Ξεκρέμασα το πιστόλι απ’ τον τοίχο και του ’ριξα μια. Δεν τον πήρα.
Εκείνος φάνηκε σα να μην άκουσε τίποτα. Προχώρησε και σταμάτησε στη μέση με λυγισμένα γόνατα και με το πηγούνι ακουμπισμένο στο στήθος.
Χωρίς να χάσω καιρό τον ξανασημάδεψα.
Αυτή τη φορά τον βρήκα στο πόδι. Το ’πιασε με τα πελώρια χέρια του σα να ’θελε να το σπαράξει. Μέσα στο κεφάλι μου στέκει πάντα καθαρά τούτη η στιγμή. Σίγουρα σε κανένα πλάσμα της δημιουργίας δεν μπορεί κανείς να δει μια παρόμοια αγριάδα...
Προς το βράδυ σηκώθηκε μια ξαφνική φουρτούνα. Το φεγγάρι βγήκε αργά.
Κλείστηκα μέσα, και πέρασα όλη τη νύχτα ακουμπώντας στο παράθυρο. Η ματιά μου πλανιότανε απάνου στις μελανές σπιλάδες του ανέμου, που τρέχανε βιαστικά απάνου στην έρημη θάλασσα. Μια ή δυο φορές τον άκουσα να μουγκρίζει.
Το πρωί ήμουν έτσι αφανισμένος, που είπα πως θα πέθαινα. Τα δόντια μου κροταλούσαν.
Είδα πως δεν είχα παρά να τον ξεκουράσω και να ’βγω κι εγώ από τούτη την ανυπόφορη θέση. Ζούσα κοντά σε λαβωμένο λύκο. Έπρεπε να τον αποτελειώσω... Τα ρούχα του ήτανε μαγαρισμένα· χάμου οι πλάκες βρωμολογούσαν γεμάτες αποχωρήματα.
Πήρα το πιστόλι μου... Είχε τυλίξει το ποδάρι του μέσα σε μια προβιά.
Όταν μ’ είδε, χίμηξε απάνου μου· το πόδι του όμως τον μπόδιζε... Μου φαίνεται πως τον πέρασε η σφαίρα μου στο πλευρό... Για μια στιγμή στυλώθηκε απάνου στα νύχια του, τέντωσε και βρόντηξε ανάσκελος. Το ένα ποδάρι του ξακολουθούσε να τινάζει.
Έσκυψα απάνου του. Μ’ όλο που κειτότανε σε σκοτεινό μέρος, ξεχώρισα μιαν άγρια σπίθα στα μάτια του. Ο ίδρωτας τον έλουζε, λες περνούσε τον αγώνα του θανάτου χίλιων ανθρώπων αντάμα. Τότες, όπως ήμουν πεσμένος απάνου του, απάνου απ’ το ανοιχτό του στόμα, μου ήρτε στ’ αυτί σαν ένας ήχος αραιός και σβησμένος, ξεσυρμένος μέσα σ’ ένα λεπτό φύσημα; Κάβνα. ..»
Παράλυσα! Τούτο έβγαινε πλέον από τα σύνορα της γης! Μου φάνηκε σα να έστριψε το μούτρο μου πίσω, κατά την πλάτη. Σάλεψε ο νους μου, φαίνεται πως τρελάθηκα... Ήμουν τρελός, θεότρελος!
Έσυρα το άψυχο κορμί ως την πόρτα. Μιαν άγρια μανία χόχλαζε μέσα μου. Ίσως ήτανε ο διάολος. Μου ’ρτε να του σπάσω τα πλευρά μ’ ένα δαυλό, για να τον κάνω να συρτεί, προτού ξεψυχήσει, όξω από το καλύβι, εκεί που θα μπορούσα να τον θάψω. Πέρασε απ’ το μυαλό μου η γάτα με τα πελεκημένα πόδια... Θεέ μου! Σε τι κατάσταση βρισκόμουν! ...
Ξέσκισα πέρα πέρα το πουκάμισο του, με τι σκοπό; Να μετρήσω το στήθος του, αν μπορούσα να τ’ αγκαλιάσω! ... Μ’ έκαιγε η αλλόκοτη τούτη περιέργεια.
Έως τον αφαλό ήτανε σκεπασμένος από σκέδια και γράμματα. Ανάμεσα στα βυζιά του ήτανε ζουγραφισμένο ένα αρμπαλέτο, και χώριζε στη μέση το όνομα:
Pedro Cazas
1530
Το ένα πλευρό του ήτανε γεμάτο από γράμματα σβησμένα σχεδόν ολότελα· ξεχώρισα μονάχα τη λέξη Πάβο.
1530! Είχα λοιπόν μπροστά μου έναν άνθρωπο που χε ζήσει απάνου από τρακόσα χρόνια ή που γύρισε απ’ τον Άδη; Σίγουρα, αν δεν ήμουνα τρελός, θα πέθαινα από φόβο.
Βέβαια τρελός. Το μυαλό μου μ’ ένα χτύπημα είχε αρνηστεί τους νόμους που το κυβερνούσαν. Ένας πρωτάκουστος σεισμός είχε ταράξει τα θεμέλια του είναι μου. Η κρίση δεν εύρισκε πλέον καμιά δυσκολία να παραδεχτεί πράματα, που βγαίνουν απ’ τα σύνορα της ανθρώπινης πίστης. Κολυμπούσα μέσα σ’ έναν ωκεανό που δε βαφτίστηκε κανένα τέκνο της γης.
Ύστερ’ από λίγο πήγα να τον ξανακοιτάξω.
Το πρόσωπο του ήτανε βαμμένο ζωηρά. Το δυνατό πηγούνι του έστεκε τώρα στη θέση του, κρατώντας το στόμα κλεισμένο σφιχτά.
Τη νύχτα τον άφησα με το κεφάλι ακουμπισμένο στο κατώφλι της αποθήκης. Δε μου ’δινε πια κανέναν κόπο να περνώ και να ξαναπερνώ από πάνου του, περασμένα τα μεσάνυχτα. Δεν κοιμήθηκα ολότελα κάπου πέντε μερόνυχτα.
Είχα κατεβεί ως το κανάλι. Θυμάμαι πως ήτανε η μέρα καθαρή κι απάνου κάτου μεσημέρι. Το πρωί είχα καταλάβει άξαφνα ένα σκληρόν πόνο στο πλευρό... Θυμάμαι πως ήμουν αφανισμένος, και τα πόδια μου κόβουνταν.
Χωρίς να το καταλάβω έφταξα κάτου από τα βράχια και προχώρησα ως το πηγάδι. Άμα είδα πού είχα φτάξει, δε μου πέρασε απ’ την καρδιά τίποτε σαν φόβος. Αλλά, όπως έσκυψα, είδα μέσα ένα σκέλεθρο ανάσκελο. Το καύκαλο έστεκε ακόμα απάνου στα σποντύλια του λαιμού. Τα δόντια του όλα στη θέση τους, άσπρα και μεγάλα. Γύρω στα κόκαλα του μεριού και στα μπράτσα μαύριζαν σαν σιδερένια κλειδιά.
Πήδηξα μέσα... Έτσι ήτανε. Ακόμα πρόσεξα πως είχε άλλα δυο σίδερα σε κάθε αστράγαλο. Το κορμί ήτανε καρφωμένο στο χώμα και διατηρούσε ένα φριχτό σπασμό αγωνίας. Ο σβέρκος στεκότανε τεντωμένος, σαν του πουλιού που το σέρνουν απ’ τη φτερούγα... Η πετρωμένη γης, ανάμεσα στα πλευρά του και στις κλειδώσεις, ήτανε ο δεσμός που το κρατούσε έτσι ολόσωμο και μπόδιζε τα κόκαλα να σκορπίσουν. Γύρω απ’ το σκελετό τα χώματα ήτανε καθαρισμένα μ’ επιμέλεια...
Αυτός ο άνθρωπος είχε χωθεί ζωντανός... Ακούμπησα στον
τοίχο του πηγαδιού και παρατηρούσα τα κοκκινωπά κόκαλα κάμποση ώρα... Στο τέλος πιάστηκα από το σκοινί να βγω απάνου.
Τότες ίσα ίσα μου ’πεσε στο μάτι ένα μακρύ σπαθί μέσα στο θηκάρι του, μισοχωμένο, κι έσκυψα και το σήκωσα. Το θηκάρι έπεφτε σχεδόν κομμάτια κομμάτια απ’ τη σκουριά. Το καθάρισα, κι όταν έμεινε σκέτη η λάμα, ξεχώρισα τη μάρκα του σπαθιού, δυο σιδερένιες φούχτες σφιχτοδεμένες. Η μάρκα ήτανε του περίφημου Γκάτα, που έφτιανε τα καλύτερα σπαθιά στη Λιζμπόνα στα 1500... Απ’ τ’ άλλο μέρος διάβασα καθαρά, μα ολωσδιόλου καθαρά, το όνομα:
Leocadio Calvo
Ο Θεός πρέπει να λυπήθηκε το κακόμοιρο το μυαλό μου!...
Τάχα εκείνος ο αλυσωμένος άνθρωπος ήτανε ο ίδιος ο Λεοκάντιο Κάλβο, ένας από τους προπάτορές μου, που είχε αφήσει πεθαίνοντας μια θρυλική φήμη!...
Γονάτισα σιμά σ’ εκείνα τ’ άψυχα κόκαλα, και το μάτι μου περπατούσε απάνου στα γυμνά παΐδια χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι τρέχει... Θυμάμαι ακόμα τ’ αχαμνά μπράτσα του και τον αγκώνα του, που ήτανε χωμένος στη γη, σα να ’θελε ν’ ανασηκωθεί. Η σκουριά είχε ποτίσει το κόκαλο ένα γύρο στα κλειδιά. Η λεκάνη ήτανε ένας σκληρός βώλος χώμα. Το καύκαλο είχε μια τρύπα στην κορφή, απ’ όπου κατέβαινε μια πένθιμη αντιφεγγιά, που ξέφευγε μέσ’ απ’ τις μασέλες...
Έτσι, σα να μου ’ρχεται να σταματήσω. Το παράθυρό μου είναι ανοιχτό, κι ο αγέρας είναι πλημμυρισμένος από φως. Μια παρέα ψαρόπαιδα ξεντύθηκαν, κι αυτή τη στιγμή βλέπω τα κοκκινωπά κορμιά τους να τρέχουν κατά τη θάλασσα, βγάζοντας δυνατές φωνές.
Είναι κάμποσες μέρες που έπιασα τούτο το σπιτάκι, και μου στέκει αδύνατο να πάω πιο πέρα στην ιστορία μου...
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα τελευταία λόγια που έχω γραμμένα: «Έτσι, σα να μου ’ρχεται να σταματήσω.» Κάθε φορά όλο και περσότερο βρίσκω πως γράφτηκε καλά· βέβαια δε χρειάζεται περσότερο...
Για να πω πιο σωστά, από δω και πέρα, αν αποφασίσω να πω ένα δυο λόγια, θα ’ναι χαμένα λόγια...
Το σπιτάκι μου είναι χτισμένο σιμά στο Βαλφερμόζο. Είμαι τόσο καλά, που συλλογιέμαι πια να πεθάνω εδώ. Πρώτη φορά δοκιμάζω την παράξενη μανία που πιάνει τον άνθρωπο, να διαλέγει το μέρος που θα πεθάνει με μεγαλύτερη φροντίδα, παρ’ όσο το μέρος που θα περάσει τη ζωή του.
Όπως και να ’ναι, το Φάρο είναι μια ζεστή γωνιά χωρίς ταίρι, είτε για να ζήσει είτε για να πεθάνει κανένας. Μονάχα για να τελειώσω το βιβλίο μου δε γίνεται τρόπος… Το τραπέζι μου με τα χοντρά ποδάρια του είναι φτιαγμένο για κρασί.
Ωστόσο θέλω να βάνω ακόμα λίγα λόγια στην ιστορία μου… Τάχα θα μου φάει πολλές μέρες ακόμα;
Αυτό το καράβι έρχεται από την Ταβίρα. Κοιτάξτε! Όσο να ξεχωρίσω τη φιγούρα του, θα ’χω τελειώσει...
Από τώρα κιόλας γεμίζω το ποτήρι μου και το βάζω δίπλα στο καλαμάρι μου. Ο Θεός να σκεπάζει την πρωτεύουσα της Αλγκάρβας από κακό. Καλότυχα παιδιά! Το γέλιο σας πετιέται μέσ’ απ’ τα βρούλα σαν το κελάηδισμα μέσ’ απ’ τις φωλιές. Σηκώνω το ποτήρι μου στην υγειά σας! Να, που έρχεται στ’ αυτί μου μια μακρινή μουσική... Δίχως άλλο, απόψε θα καθαρίσω για πάντα απ’ τα χαρτιά το μαύρο τραπέζι μου...
Βέβαια είναι μια σκοτεινή ιστορία το πως χάθηκε ο Λεοκάντιο Κάλβο. Μας χωρίζουν κιόλας παραπάνου από τρακόσα χρόνια. Άλλοι είπανε πως πνίγηκε ανεβαίνοντας στη Λιζμπόνα από την Ιντία, κι ακόμα πως τον έπνιξε ο Άγιος Λορέντζος για τ’ άπρεπο κάμωμά του να ρίξει το εικόνισμά του στη θάλασσα, λέγοντας πως δεν είχε καθόλου την ανάγκη του για να στρίψει την Καλή Ελπίδα. Άλλοι πάλε είπαν πως τον ρίξανε στη θάλασσα οι σύντροφοί του από φόβο μην πνιγούν, ύστερ’ από τ’ άσκημο φέρσιμο του στον Άγιο Λορέντζο.
Μια φορά κι οι δυο τούτες ιστορίες φαίνεται πως δεν πάνε απάνου στην αλήθεια. Η αλήθεια, κατά τη δική μου γνώμη, βρίσκεται μέσα στο βιβλίο «Ιστορία των νησιών της Μολούκας» του γιατρού Βάντερ Λεμπρούν. Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο σπανιόλικα στα 1588. Όπως φαίνεται, ο Λεμπρούν αυτός γνώριζε τα σπανιόλικα όπως τη γλώσσα του, κι όσα γράφει δείχνουν πως ήταν ένας σοφός άνθρωπος. Περσότερο απ’ όλα, η αμεροληψία του κάνει το βιβλίο τούτο σίγουρα μοναδικό. Οι Κάτου Χώρες, λίγα χρόνια πριν, είχανε πετάξει τη σπανιόλικη κυριαρχία κι είχανε πιάσει τις πορτουγέζικες σκάλες του Ινδικού. Απάνου σ’ αυτά, αρμόζει να πάρουμε την ιστορία με περσότερη τάξη.
Τα νησιά της Μολούκας για εκατό χρόνια, απάνου κάτου, στάθηκαν το σκάνταλο ανάμεσα στους Σπανιόλους και στους Πορτουγέζους. Ο Μαγελάνος μπόρεσε να τα φτάσει μονάχα στα 1521, μ’ άλλα λόγια δέκα χρόνια αργότερα απ’ τους Πορτουγέζους, που είχανε ξεμπαρκάρει στα νησιά αυτά στα 1511 μ’ ένα καράβι του Αλμπουκέρκη. Είναι φανερό όμως πως δε φάνηκε των Σπανιόλων αρκετή δόξα ο γύρος της γης, γιατί δεν έδειξαν καμιά διάθεση ν’ αφήσουνε ήσυχους τους Πορτουγέζους να γεμίζουν τα καράβια τους απ’ τα μπαχάρια της Μολούκας. Οι Πορτουγέζοι υπερασπίστηκαν τα δίκαια τους, κι έτσι και τα δυο μέρη κράτησαν τη θέση τους με πείσμα ανάλογο με τους θησαυρούς που είχαν να διαφεντέψουν ή ν’ αρπάξουν.
Η αλήθεια είναι πως υπήρχε η βούλα της 4 Μαΐου του 1493, που όριζε για σύνορο ανάμεσα στις κτήσεις των δύο εθνών το μεσημβρινό που περνά εκατό λεύγες δυτικά απ’ τις Αζόρες κι από τα νησιά του Πράσινου Κάβου.
Απ’ άλλο μέρος, οι δυο βασιλιάδες είχαν έρθει σε συμφωνία (7 Ιουνίου 1494) βάζοντας μεταξύ τους το μεσημβρινό που περνά τρακόσες εξήντα λεύγες δυτικά απ’ τις Αζόρες. Οι Σπανιόλοι ζήτησαν τότες να στηριχτούν στην τελευταία σύμβαση, και δίκαια, όμως οι Πορτουγέζοι φώναξαν πως τα δυο στέμματα δεν είχαν τη δύναμη ν’ αλλάξουν τίποτα απ’ την απόφαση που είχε βγάλει ο Πάπας στα 1493.
Η κατάσταση έμεινε η ίδια ως τα 1524, όπου αποφάσισαν να λύσουν τη διαφορά τους μ’ ένα είδος συμβούλιο. Ανάμεσα στους αντιπρόσωπους της Σπάνιας βρέθηκε και ο φημισμένος θαλασσινός Σεβαστιανός Καμπότ μαζί με το γιο του Κολόμπου Δον Φερδινάνδο. Μάταια. Το κογκρέσο δεν μπόρεσε να έρθει σε συνεννόηση, γιατί η κάθε μερίδα κρατούσε επίμονα το μέρος της. Οι Πορτουγέζοι έκραζαν να λογαριαστούν οι 100 λεύγες από το ανατολικότερο μέρος της Αζόρας, απαίτηση ολότελα ανόητη, αφού η βούλα του Βατικανού εννοούσε καθαρά πως η γραμμή τούτη έπρεπε να περνά εκατό λεύγες πέρ’ από το δυτικότερο σημείο που φτάνουν τα δυο μαζέματα των νησιών, που είπαμε παραπάνου. Οι Σπανιόλοι από τ’ άλλο μέρος έψελναν από το Μπανταχόθ τα δικά τους, υποστηρίζοντας πως είχαν προλάβει τους Πορτουγέζους στην ανακάλυψη των περισσότερων νησιών της μικρής Μολούκας. Στο τέλος έριξαν στ’ αυτιά των Πορτουγέζων την αξίωση, πως είναι δικά τους όχι μόνο τα νησιά της Μολούκας, παρά και της Σόντας, παραχωρώντας τους ένα μέρος της Αμερικής, από την μπούκα του ποταμού Ματανιάν, έως πέρα από το Ρίο Τζανέιρο.
Δεν είναι δύσκολο να κρίνει κανένας αν οι Πορτουγέζοι έμειναν ικανοποιημένοι. Οι αντίδικοί τους όμως έδειξαν πως δεν τους σκότιζε ολότελα πλέον η περίφημη υπόθεση, παίρνοντάς την για λυμένη, κι έστρεψαν την προσοχή τους στα παρακάτου λόγια της βούλας.
Κατά τα γραφόμενα του Πάπα, οι δοσοληψίες των Σπανιόλων με τα νησιά των μπαχαρικών έπρεπε να γίνουνται από το δρόμο της Δύσης, πράμα που τους στένευε να περνούν μέσα απ’ το ρέζιγο μπουγάζι του Μαγελάνου, και να παίρνουν βόλτα περισσότερο απ’ το μισό μήκος της γης. Ένας τότες από τους συμβούλους, ο Εστεβάν Γκομέζ, βάρθηκε να ζητήξει κάποιο πέρασμα προς τα βορειοδυτικά, και μέσα σε δέκα μήνες το καράβι του έμπαινε στο λιμάνι της Κορούνιας. Ο κόσμος έπιασε το περιγιάλι για να δει το ένδοξο πρόσωπο, κράζοντας ανυπόμονα στους θαλασσοπόρους πριν ακόμα φουντάρουν: «Τι φέρατε; «Κλάβος!» (clavos, μοσχοκάρφια) απαντάν εκείνοι. Η αλήθεια ήτανε πως η φρεγάτα δεν είχε μέσα παρά σκλάβους, esclavos κι η θαλασσοταραχή δεν άφησε την απάντηση τους να φτάξει ολόκληρη στ’ αυτιά του κόσμου της Κορούνιας. Ο Γκομέζ δεν ερχότανε, όπως νόμιζαν, από τα νησιά των μπαχαρικών. Αφού βασανίστηκε μέσα στο Σαν Λορέντζο, ζητώντας μάταια πέρασμα, για να μη γυρίσει στην Ευρώπη με άδεια χέρια, είχε αιχμαλωτίσει κάμποσους, με τη σκέψη να τους πουλήσει για σκλάβους.
Πιο σύντομος φάνηκε ο Κάρολος ο V, παίρνοντας, χωρίς να σκοτιστεί από τα λόγια της βούλας, τον αντίθετο δρόμο για την Ιντία. Η κυβέρνηση της Λιζμπόνας δέχτηκε άσκημα την παράβαση τούτη, και τα πράματα μηνούσανε κακό τέλος. Η αλήθεια είναι πως ο Κάρολος V, ζωσμένος από πολέμους, δεν επιθυμούσε διόλου να καταπιαστεί άλλον έναν, και ζήτηξε να συμβιβαστεί με τους Πορτουγέζους ειρηνικά. Η ευκαιρία δεν άργησε. Στα 1529, έχοντας ανάγκη από χρήματα για να χριστεί βασιλιάς στην Ιταλία, τους πρότεινε ν’ αγοράσουν τα δικαιώματά του απάνου στα νησιά, μετρώντας του τρακόσες πενήντα χιλιάδες δουκάτα, κι έτσι έγινε. Μολαταύτα, ύστερ’ από λίγα χρόνια, έπεσαν ξανά στα χέρια του γιου του, για να καταντήσουν, σχεδόν ευτύς, χτήμα της Ολλανδίας.
Μέσα στο βιβλίο του Λεμπρούν βρήκα τα παρακάτου για το Λεοκάντιο Κάλβο. Λίγους μήνες ύστερ’ από τη δήλωση του Μπανταχόθ, με την οποία οι Σπανιόλοι ζητούσανε δικά τους τα περισσότερα νησιά της ινδικής θάλασσας, οι Πορτουγέζοι έσφαξαν κοντά στα νησιά Μπάντα ένα σπανιόλικο καράβι, που είχε ξεμακρύνει απ’ το μικρό στόλο που κυβερνούσε ο Πέδρο Καζάς. Αυτός ο Σπανιόλος ήτανε γιος κάποιου κακούργου, που σκοτώθηκε από το χέρι του Κορτέζ ύστερ’ από το κρέμασμα του Γκουατιμοζίνου, επειδής τον είχε πάρει η σατανική όρεξη να βιάσει μια νέα Ιντιάνα, ενώ ήτανε πλέον γέρος εξήντα χρονών. Ο Πέδρο αυτός είχε μια φήμη πιο μαύρη απ’ τον πατέρα του.
Λίγο διάστημα ύστερ’ απ’ τη λευτέρωσή του από το κάτεργο, όπου πέρασε σχεδόν όλα τα χρόνια της νιότης του, του δόθηκε η διοίκηση απάνου σ’ ένα δυο κομμάτια μέσα στην αρμάδα της Μέξικας, πράματα που γινόντανε συχνά σε μιαν εποχή, όπου για μεγαλύτερη αξιοσύνη περνούσε η σκληρή καρδιά.
Με το κάμωμα των Πορτουγέζων τον συνεπήρε μια μεγάλη λύσσα. Έπεσε απάνου σε πενήντα Πορτουγέζους, ενώ δούλευαν στην ανατολική άκρη του Τιμόρ, και τους πετσόκοψε· μια γριά που έλαχε μαζί τους την κρέμασε για φιγούρα, όπως είπε, στο μποπρέσο της γαλέρας του και την άφησε ώσπου έμεινε το σκέλεθρό της. Όπως είπανε, το καύκαλό της βρισκότανε ακόμα εκεί, τον καιρό που ο αιμοβόρος αυτός κακούργος έγινε, κουρσάρος.
Όταν βρέθηκαν απάνου στους βράχους της ακρογιαλιάς, περάσανε για σκοτωμένοι από τους ντόπιους. Ωστόσο οι Πορτουγέζοι μάσησαν μερικά παράπονα, όταν κυκλοφόρησε κάποια φήμη για τους πραγματικούς φονιάδες, στα οποία το σπανιόλικο στέμμα, απάντησε με αξιοπρέπεια θαυμαστή.
Τον άλλον μήνα ο Πέδρο κυνήγησε ένα μικρό καράβι με πορτουγέζικη σημαία σιμά στα νησιά Παλάος. Η κυβέρνηση της Λιζμπόνας έστειλε τότες μια σφοδρή διαμαρτυρία στο βασιλιά της Ισπανίας, που νόμισε, πως της δίνει αρκετή ικανοποίηση αλλάζοντας τη θέση του Καζάς, και βάζοντάς τον επικεφαλής των κατεργάρηδων που έλαμναν μέσα στις γαλέρες του κράτους. Όμως είναι φανερό πως η κυβέρνησή του επικροτούσε τα αιμοβόρα του καμώματα, και πως τραβούσε απ’ αυτόν μεγαλύτερη ωφέλεια, στέλνοντάς τον στις μακρινές εκείνες θάλασσες, όπως έλπιζε να κερδίσει την υπόθεση τρομοκρατώντας τους Πορτουγέζους.
Γι’ αυτό, λίγους μήνες αργότερα, ο Καζάς ξαναφαίνεται στην παλιά θέση του. Τη φορά τούτη βάρθηκε να πατήσει ολότελα τα συμφωνημένα ανάμεσα στις δυο χώρες, και καταπιάστηκε ν’ ανέβει στην Ευρώπη από το δρόμο της Καλής Ελπίδας. Τότες απαντήθηκε με τα δυο καράβια του Λεοκάντιο Κάλβο μέσα στην ινδική θάλασσα, κάπου σιμά στον τροπικό του Αιγόκερω, όπως φαίνεται από τα γραφόμενα του Λεμπρούν.
Ο Κάλβο έκραξε στους Σπανιόλους, στ’ όνομα του βασιλέα, ν’ αλλάξουν δρόμο, γιατί, όπως τραβούσαν, πάσκιζαν να βιάσουν το δρόμο της Ιντίας που είχαν ανοίξει οι Πορτουγέζοι, ενώ κανένας δεν τους πείραζε στο πέρασμα του Μαγελάνου. Ο Πέδρο δε σταμάτησε καν ν’ ακούσει. Ο Κάλβο όμως, έχοντας ενάντιο τον άνεμο, αφού τελείωσε τα λόγια του, πήρε βόλτα κι έπεσε πίσω από τους Σπανιόλους, που κατέβαιναν ολόπριμα. Σε λίγο τους πρόφταξε και, πέφτοντας στο πλευρό τους, έριξε απάνου στην κουβέρτα του Καζά κάπου πενήντα νομάτους, αντάμα κι ο ίδιος, Ένα ελεεινό μακελειό ακολούθησε. Ο Λεοκάντιο πήρε πρώτος στο μερί μια λαβωματιά από κοντάρι.
Απάνου σ’ αυτά σηκώθηκε ξαφνικά ένας φουρτουνιασμένος άνεμος. Τα δυο καράβια, όπως ήταν μπερδεμένα ανάμεσά τους, κυλούσαν κουτουλώντας το ’να τ’ άλλο με μεγάλες αβαρίες, ώσπου η φουρτούνα τα βίασε να χωρίσουν. Όταν έπεσε η νύχτα, έχασε ο ένας τον άλλον. Ο Κάλβο είχε δίκαιο να παραπονεθεί για το τέλος που πήρε η ιστορία· την ώρα που ξέφυγαν οι Σπανιόλοι, οι μισοί τους σκεπάζανε με τα κορμιά τους την κουβέρτα. Ο ίδιος ο Πέδρο είχε αρπάξει μια σπαθιά στο πρόσωπο από το χέρι του Κάλβο. Ένα δυο όμως Πορτουγέζοι δεν πρόφταξαν να περάσουν στο καράβι τους κι έμειναν στα χέρια του κακούργου. Τους θανάτωσε με τα βασανιστήρια, που επινοούσε με μια σατανική ευκολία.
Ανέλπιστα, τέσσερα ή πέντε χρόνια αργότερα, πέταξε τη βασιλική εύνοια κι έγινε μπουκανιέρος[4]. Αυτό μαρτυρεί πως ούτε η ταπεινότερη εθνική φιλοδοξία δεν τον έσπρωχνε να πράξει, όπως είχε πράξει, αλλά απλά η πλέον άσβηστη δίψα του αιμάτου, αφού άρχισε την άτιμη τέχνη του βάζοντας στο χέρι ένα καράβι της αμερικάνικης αρμάδας, με την ελπίδα να εύρει χρυσάφι· με λίγα λόγια, πρωτόβαψε τα χέρια του με σπανιόλικο αίμα.
Για δυο χρόνια βρίσκεται, είτε στα νερά των Αντιλλών είτε σιμά στον Πράσινον Κάβο. Αφάνταστη είναι η γληγοράδα που βάζει στα μακρινά τούτα ταξίδια. Η Αμερική και η Ιντία του πληρώνουν ταχτικά χαράτσι, όπως οι Σπανιόλοι και οι Πορτουγέζοι του δίνουν να πιει αίμα. Και για τους δυο είναι ο διάβολος.
Όπως φαίνεται, το παλαιό μίσος του απάνου στο Λεοκάντιο Κάλβο τον σπιρούνισε στο τέλος να περάσει στη θάλασσα της Ιντίας. Κανένας δεν ξέρει πώς έπεσε στα νύχια του ο κακόμοιρος ο Πορτουγέζος. Βγήκε η φήμη πως τον έχωσε ζωντανόν. Αντάμα με το Λεοκάντιο είχε πιάσει και τον αδερφό του Σιδόνιο. Τούτον τον θανάτωσε γαργαλώντας τον. Ο Πέδρο βασάνιζε κάποτε τους οχτρούς ταυ μ’ ένα παρόμοιο τρόπο.
1
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ
Σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω! Ο Θεός να σκεπάζει την πρωτεύουσα της Αλγκάρβας από κακό!... Καλότυχα παιδιά του Φάρο, σηκώνω το ποτήρι μου στην υγειά σας... Πίνω στην υγειά των ζωντανών, και παρακαλώ για την ειρήνη εκεινών που ’ναι στον κάτω κόσμο...
Αφήστε με να κλάψω από αγάπη για ένα ξερονήσι του Ωκεανού, που απάνω του αυτή τη στιγμή ταξιδεύει ένα βουβό σύννεφο... Δίχως άλλο, απόψε θα καθαρίσω από ένα σωρό χαρτιά το μαύρο τραπέζι μου. Λάβετε λίγη υπομονή· θέλω να βάλω λίγα λόγια ακόμα..., λίγα λόγια του κρασιού...
...Τάχα ήρτε στο κεφάλι κανενός ένα τέτοιο πράμα; Όπως κι αν το πάρουμε, είναι πρωτάκουστο... Ο άνθρωπος αυτός, αντάμα με τον οποίον έζησα, ήτανε ο Καζάς, ο Πέδρο Καζάς, τ’ όνομά του ήτανε γραμμένο ανάμεσα στα βυζιά του. Ή έζησε τρακόσα χρόνια, ή γύρισε απ’ τον Άδη. Εγώ όμως ξέρω πως ανέβηκε απ’ την Κόλαση. Είχε περάσει από πάνω του κάτι, που δεν είναι του απάνου κόσμου. Αυτό είναι απίστευτο για όλους, εξόν από μένα. Και όμως, όπως όλοι σας, κι εγώ είμαι παιδί της γης τούτης.
Δεν ξέρω πώς δεν πέθανε η ψυχή μου, βιασμένη να παραδεχτεί για αλήθεια ένα πράμα που θα ’τανε ψέμα για όλες τις γενεές των ανθρώπων που έχουν περάσει απάνου από τη σφαίρα μας!
Κοιτάξτε. Θα παρακαλούσα με δάκρυα να με πιστέψουν ανθρώπους που περιφρονώ. Ο πιο τιποτένιος άνθρωπος θα ’τανε αδερφός μου, αν έδινε μια μικρή πίστη στα λόγια μου. Θα του πουλούσα την ψυχή μου.. .
Βλέπω να με περιπαίζουν πρόσωπα που περιφρονώ. Και όμως έχω τρομερή ανάγκη από την πίστη τους...
Κοιτάξτε! Θα έπνιγα από μίσος τους πρόστυχους αυτουνούς. Να, η αλήθεια του κόσμου, που παίρνει με το μέρος της τους πιο τιποτένιους, για να μου ανοίξει τις φλέβες από απελπισία...
Γυρίζουν μέσα στο κεφάλι μου πράματα, που δεν τα είπε κανένας, ούτε εγώ μπορώ να τα πω. Αν ήμουν στη θέση σας, ξέρω πως θα ’κανα όπως κάνετε, δε θα πίστευα· το συλλογίστηκα και το ξέρω.
Αυτή η σκέψη ωστόσο δε με κάνει να σας συχωρέσω. Δεν καταλαβαίνω πως είναι σωστό να δείξω καμιά επιείκεια για την απιστία σας. Το μυαλό μου έπαθε κάποια ανάκουστη μεταβολή. Η καρδιά μου τρέμει και χτυπά συχνά, σα να περιμένει ολοένα κάτι φοβερό!....
Να, που καταλαβαίνω την πικρή ανάγκη να ζητιανέψω από τους φτωχούς του κόσμου, να πλύνω τα λερωμένα ποδάρια σας με τα χέρια μου. Για μένα είναι πλέον σιμά μου κάτι, που για σας είναι όξω από τα πλέον τολμηρά σύνορά σας.
Μας χωρίζει ένα χάος. Μολαταύτα ζητώ με δάκρυα την πίστη σας. Μα όλα μπορεί να τα ζητήσει κανένας, όξω απ’ αυτή. Δεν είναι τάχα το ίδιο μια μύγα που περνά βουίζοντας, και η καμπάνα της Μόσκας που ζυγίζει εκατόν ογδόντα χιλιάδες κιλά, για το αυτί ενός άπιστου;...
Κανείς δε δοκίμασε ακόμα το σκληρό βάσανο που περνώ. Στη ζωή μου περιφρόνησα τους ομοίους μου, και να τώρα που χρειάζουμαι το πλέον δυσκολόδοτο πράμα απ’ αυτούς, την πίστη τους. Έχω την ανάγκη τους, όσο ένας απελπισμένος χρειάζεται ένα μαχαίρι για να σκοτωθεί... Όξω απ’ αυτό, τους περιφρονώ, όπως πάντα...
Αφήστε με να κλάψω για ένα ρημονήσι του Ωκεανού... Οι νύχτες είναι ψυχρές και καθαρές. Κάποτε κάποτε περνά χαμηλά, απάνω απ’ τη θάλασσα, ένα παράξενο σύννεφο αραιό και κλωσμένο σαν καπνός από τσιγάρο. Το μυαλό μου είναι καθαρό, όπως ο ουρανός του Πόρτου τον Απρίλη.
Πάγω και κάθουμαι κοντά στο κανάλι και κοιτάζω τον πράσινο βυθό, για να δω να περνά κανένα ψάρι. Συχνά έρχεται στο κεφάλι μου η ιδέα πως είμαι μοναχός απάνω σ’ ένα νεκρό άστρο... Και όμως ανάμεσα στις πέτρες βρίσκω κάποτε κάτι μικρά λουλούδια, που δεν τα είχα δει ως τα τώρα...
Άραγες γιατί να χασμουριέμαι τόσο συχνά;... Ανοίγω το στόμα μου άθελα, χωρίς να νυστάζω. Δεν κοιμάμαι ολότελα... Μου φαίνεται πως ποτές μου δε νύσταξα...
Δεν πιστεύω να δω πια τον ήλιο. Η νύχτα που με ζώνει δεν περιμένει καμιάν αυγή...
Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω από πάνω μου τον Σταυρό της Νοτιάς. Το νησί μου λες και σιμώνει ολοένα στον πόλο... Τα άστρα είναι μεγάλα, με μια καθαρή περιφέρεια. Μολαταύτα βγάζουν
μια χλωμή λάμψη, κι είναι βαμμένα με χρυσά χρώματα...
Το κρύο μου καίει το πρόσωπο. Η ατμόσφαιρα είναι καθαρή και σιωπηλή. Ακούω να παφλάζουν γύρω μου βαθιά ζαφειρένια ρέματα.
Με ζώνουν νερά... Όλη η γης είναι σκεπασμένη από νερά...
Το καλύβι μου κάθεται φοβισμένο κάτου απ’ τα ακίνητα άστρα. Στη θέση του Μακρόραμφου στέκεται ένα άστρο, δυο φορές χοντρύτερο από του Κενταύρου. Χαμηλά, στο μέρος της Νοτιάς, ένα άλλο με χρώμα κρασιού ρίχνει τη λυπηρή αντιφεγγιά του μέσα στο τυφλό χάος του Ωκεανού... Ώρες ώρες καταλαβαίνω στο πρόσωπό μου ένα ρέμα από ζεστόν αγέρα, που μου φέρνει μια μυρουδιά σαν από θειάφι...
Δεν ξέρω ποιος σατανάς φοβερίζει την ψυχή μου. Κρημνίζουμαι μέσα σ’ ένα έρημο και κρύο χάος, έχοντας πλάι μου μιαν αχτίνα, που κατεβαίνει..., κατεβαίνει χωρίς τέλος... Το κρύο μού καίει τα κρέατα...
Για δες! Τάχα ο μεγάλος Θεός μου δάνεισε τα μάτια του σήμερα;... Βλέπω τη σκιά μου να μακραίνει..., να μακραίνει..., η άκρη της, ψιλότερη από μια τρίχα, βρίσκεται σε ανιστόρητο βάθος...
Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Βλέπω καθαρά! Ο ουρανός κόβεται από ένα σταχτί βουνό πλουμισμένο με κάτι μεγάλα λουλούδια από φωτιά...
Σα να ακούγω μια μακρινή αρμονία. ..
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ
Έχω την ιδέα πως ο «Πέδρο Καζάς» έχει τα σφάλματα και τις χάρες της νιότης. Σήμερα θ’ άλλαζα τη γλώσσα του σε πολλές μεριές, θα ’βγαζα από μέσα και πολλά φανταχτερά, από κείνα ίσα ίσα π’ αρέσουνε στον κόσμο.
Μολαταύτα δεν έχει και πολλή σαβούρα, μάλιστα απορώ κι εγώ ο ίδιος πως βγήκανε τόσα αληθινά πράματα από την πέννα μου, που την κράταγε τούτο το ίδιο χέρι, που τότες ήτανε ντελικάτο, σαν παιδιακίσιο.
Αλλά τώρα δεν είναι καιρός για τέτοια, θέλω μονάχα να πω δυο λόγια για την επίδραση, που λένε πως είχε ο «Πέδρο Καζάς» και γενικά το γράψιμό μου απάνου στη νέα λογοτεχνία της Ελλάδας.
Εγώ δεν το παραδέχουμαι. Γιατί, όξω από κάποια εξωτερικά πράματα, στη γλώσσα και στη μορφή του λόγου γενικά, που ξομπλιάσανε από μένα κάποιοι λογοτέχνες, και που τα ξεφυλλίσανε σε κούφια σκέρτσα και σε ψεύτικες απομιμήσεις, η επίδραση η βαθύτερη στην ουσία, ώστε να γίνει ένα έργο πιο τίμιο και πιο απλό κι αυστηρό, μια τέτοια επίδραση δεν υπάρχει. Δηλαδή, μ’ άλλα λόγια, δεν είχε επίδραση απάνου στη ζωή μας, κι αυτό θα πει πως κανένα καλό δε βγήκε από μένα για τους άλλους. Πολλοί, μ’ όλο που λένε πως ωφεληθήκανε από μένα, με τα έργα τους δείχνουνε ότι τα πήρανε όλα στ’ αλαφριά, αφού δε νοιώσανε μέσα στο γράψιμό μου κάποιο πράγμα, που ’ναι το τιμιότατον.
Αυτό φαίνεται φανερά από την ξεπεσούρα στην οποία βρίσκεται η τέχνη μας σήμερα, που πάει κατρακυλώντας. Ο Νάρκισσος ζαλίστηκε πια να κοιτάζει την ψεύτικη ομορφιά του στο νερό κι έπεσε μέσα και το ’κανε βούρκο, και κολυμπά λασπωμένος και φχαριστημένος.
Την τέχνη την πήραμε στα χωρατά· ο καθένας γράφει και ζωγραφίζει. Δεν υπάρχει ανοησία, ξυπνάδα, κρυάδα, κουβέντα νερουλιασμένη, που να μη γίνεται βιβλίο· γυναικολογήματα, λόγια αδιαφόρετα, σαν εκείνα που λέγει όλος ο κόσμος, γίνουνται αξιομνημόνευτα πράματα! Κι όλα τούτα γραμμένα με τον πιο άτεχνο τρόπο. Όσοι διαβάζουνε, άλλοι τόσοι γράφουνε. Κανένας δεν έχει πια παράπονο, και καμαρώνουμε. Άνθρωποι που δεν είναι ούτε καν για αναγνώστες, γίνουνται συγγραφείς. Ανακαλύψανε το δυτικό πόλο, γιατί το βόρειο και το νότιο τον βρήκανε πια, θέλω να πω για την πραγματικότητα, την ξώπετση και την εξωτερική, τη χεροπιαστή πραγματικότητα. Οι δε περισσότεροι απ’ όσους κρίνουνε, οι δικαστές κι οι ελλανοδίκες να πούμε της τέχνης, αυτοί γράφουνε, γράφουνε, τι ψυχολογίες, τι υποσυνείδητα, τι ιψενικά τρίγωνα, τι πασχαλικά τετράγωνα, τι σοφίες που τρέμει ο κόσμος, τι θεωρίες, φοβερά πράματα! Κι όλα τούτα, για τίποτα. Μα τι πράμα είναι η Τέχνη; Χαμπάρι! Πέρα βρέχει! Παίρνουνε το έργο, συνοφρυώνουνται σαν το γιατρό, πιάνουνε ύστερα το νυστέρι και το κάνουνε κιμά, ψιλόν ψιλό, για να τον χωνέψει το κοινό, που δεν μπορεί να φάει το ψαχνό αλιάνιστο. Τι είπε ο Προυστ, τι έκανε ο Μποντελέρ, σε πόσες εκδόσεις βγήκε ο τάδες; Επιστήμη, κύριε, εδώ δεν περνάνε αφέλειες! Με τέτοια λοιπόν καθοδήγηση, γέμισε ο κόσμος από λογής λογής ξεράσματα και χαρτοφάναρα.
Λοιπόν έτσι θα ανεβάσετε το ιδεώδες της ζωής; Με τέτοια έμπλαστρα θα γιατρέψετε τη σακατεμένη ανθρωπότητα, που τη δέρνει, την κακομοίρα, η ψευτιά κι η απάτη; Κι εσείς δος του ψευτιά στην ψευτιά και φαρμάκι αντίς για θροφή! Γαργαλίζετέ την, αυτή την υστερική γυναίκα, ξεθεώσετέ την με πρόστυχα ερωτικά σαλιαρίσματα, που κι αυτά είναι χοντροκομμένα και μπουνταλάδικα, αποτελειώστε αυτό το ψοφίμι με τα ναρκωτικά σας, που ’χουνε τόση πέραση.
Εσείς λοιπόν είσαστε οι ήρωες του πνεύματος, οι παιδαγωγοί, κείνοι που ομορφαίνουνε τη ζωή και την κάνουνε πολύτιμη; Μα εσείς είσαστε πάμφτωχοι, ανθρωπάκηδες συμβιβαστικοί, ευνούχοι που τυραννάτε τα νιάτα και θα τα ρίξετε στην απελπισία, άμα περάσει η πρώτη ζάλη.
Βρισκόμαστε λοιπόν ή δε βρισκόμαστε, αγαπητέ αναγνώστη, εκεί που βρισκόμαστε τότες πόγραφα τα ίδια, παιδί με αγνή καρδιά, στον Πρόλογο του «Πέδρο Καζάς»; Ναι, αλίμονο, εκεί βρισκόμαστε, και σε πολύ χειρότερα.
Η τέχνη είναι χάρισμα μεγάλο, είναι όμως και χρέος μεγάλο. Αγώνας μέγιστος και έσχατος!
Πρόσεχε λοιπόν να μην προδώσεις αυτό το μεγάλο αξίωμα που σου δόθηκε. Μα, αν είσαι αληθινός τεχνίτης, δε θα το προδώσεις, γιατί, με το να είσαι τέτοιος, θε να ’σαι τίμιος όσο κανένας άνθρωπος, κι αξιοπρεπής δίχως να ’σαι ακατάδεχτος, κι απάνου σου θα τσακίζουνται οι σαγίτες της κολακείας, και θα χαίρεσαι σε περιστάσεις που άλλοι κλαίνε κι απελπίζουνται και ζητάνε παρηγοριά στα μικρά και στα τριμμένα, μ’ έναν λόγο, αν είσαι αληθινός τεχνίτης, δε φοβάσαι Θάνατο.
Δεκέμβρης 1943
[1] Τούτοι οι ατρόμητοι Εγγλέζοι τράβηξαν με την απόφαση να μη γυρίσουν στην Ευρώπη πριν απ’ τα 1925.
[3] Μια τέτοια πρόληψη κρατά σε κάποια μέρη της Ευρώπης.
[4] Boucaniero, από τη λέξη Boucan
, μέρος όπου οι Ιντιάνοι της Αμερικής καπνίζουν τα κρέατα. Μπουκανιέροι λεγόντανε οι τυχοδιώκτες που κυνηγούσαν τ’ αγριόβοδα στο XVI και XVII αιώνα. Γύριζαν συχνά σε κουρσάρους.
ΠΕΔΡΟ ΚΑΖΑΣ
Ιστορία απίστευτη βγαλμένη από κάποιο χειρόγραφο, που βρέθηκε στο Οπόρτο,
και ζωγραφισμένη από το ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Αφιερώνεται στον ΑΝΤΡΕΑ ΤΡΙΓΓΕΤΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αν βγάλουμε έξω τη θερμή θέση που έχω μέσα στην καρδιά ένα δυονώ μοναχά, για τους άλλους, όπως στάθηκα πάντα μακριά τους, πέρασα για ένα κεφάλι γεμάτο καπρίτσια. Η αλήθεια είναι πως είμαι ένας άγριος άνθρωπος, σκέτος. Ώρες ώρες μου φαίνεται πως είμαι γερό κεφάλι· πολλές φορές πάλι βλέπω καθαρά πως δεν είμαι τίποτε περισσότερο από έναν άνθρωπο με απλή γνώμη.
Μιλώ έτσι ενώ μέσα μου είναι όλα ήμερα. Περνώ τις μέρες μου απάνου κάτου μοναχός. Είχα μεγάλη αγάπη για τα βιβλία στα μικρά μου χρόνια, αλλά γενικά δεν ήμουνα διόλου από κείνους τους ανθρώπους που κάνουν τους άλλους να περιμένουν απ’ αυτουνούς τίποτα· γι’ αυτό είναι ένα πράγμα ολότελα ανέλπιστο για μένα να τυπώσω ένα βιβλίο· εγώ ο ίδιος απορώ πώς ταίριαξε έτσι. Στ’ αλήθεια, ένα βιβλίο μου αρέσει, μπορώ να πω, όσο ένα ταξίδι με πανιά απάνου σε αφρισμένη θάλασσα· είναι βιβλία που κάνουν να χορεύει ο κόσμος μπροστά μου μίαν ολάκερη βδομάδα.
Ζω, όπως είπα, μοναχός. Κανένας ίσως δε θα βρίσκεται, όταν θα διαβάζει το βιβλίο μου, στην κατάσταση που βρίσκουμαι εγώ, τώρα που γράφω· σε πολλά δε θα με καταλάβει, εξαιτίας της διαφορετικής ζωής που ζούμε. Είμαι όξω απ’ όλην εκείνη τη βουή, που δίνει στον άνθρωπο της πολιτείας την ιδέα πως ζει και πως συλλογίζεται.
Κατοικώ απάνου σ’ ένα ανεμόδαρτο βουνό. Όλη τη μέρα κάτου από τα μάτια μου η θάλασσα διπλώνει και ξεδιπλώνει τα κύματά της, και τη νύχτα ακούω μονάχα τη βουή της. Στην πολιτεία κατεβαίνω σπάνια· ανάμεσα στους ανθρώπους χάνω το θάρρος μου, όπως το σκυλί που φυλάγει τα πρόβατα στο βουνό.
Εδώ, στο νησάκι μου, είμαι βασιλιάς. Περπατώ με μεγάλα βήματα, είμαι στο κέφι, και καταλαβαίνω το Θεό και τους προγόνους μου να μου κρατάν σιωπηλή συντροφιά. Σηκώνουμαι πολύ πρωί και κάνω ένα μικρό περίπατο γύρω στο μεγάλο και παράξενο βράχο, που κρέμεται απάνου απ’ το σπιτάκι μου. Έτυχε, με σεισμό, να τον ακούσω να τρίζει απάνου απ’ το κεφάλι μου. Το καλοκαίρι, σαν κάνει ζέστη τ’ απομεσήμερο, πάω και ξαπλώνουμαι στον ίσκιο του, και το μάτι μου βάζεται να λογαριάζει το ανιστόρητο βάρος που κρέμεται στον αγέρα. Με πιάνει ζάλη και μου φαίνεται πως ξεφεύγει το κούτελο μου.
Κάπου κάπου, βγαίνουν στη στεριά ένα δυο ψαράδες και μιλούμε για τα βάσανα του κόσμου. Γνωρίζω τις βάρκες τους από δύο μίλια, και τις σεργιανίζω είτε σαν αρμενίζουν με τα πανιά τους είτε σαν ρίχνουν τα δίχτυα μέσα στο μπουγάζι. Τούτοι οι φουκαράδες είναι οι φίλοι μου, ακόμα ένας καραβομαραγκός, που φτιάνει τη φελούκα μου, δυο βοσκοί, ένας ζευγάς κι οι δικοί μου. Δουλεύουμε όλοι μας για να μας δώσει το ψωμί μας είτε η στεργιά είτε η θάλασσα. Ξέρουμε πως ο μεγάλος Θεός ρίχνει με σπλαχνιά το μάτι του απάνω μας, όταν πηγαινοέρχουνται τα βόδια μέσα στα μαύρα αυλάκια σιμά στ’ ακρογιάλι, και παρέκει τα ψαροκάικα δουλεύουν βιαστικά στον αργαλειό, όπως οι αράχνες μόλις χτυπήσει ο ήλιος στο εργόχειρό τους. Περπατάω σαν πιωμένος απάνου στις αυλακιές· μια δυνατή πνοή αχνίζει απ’ τη γης και με μεθά· πάγω κι αδράχνω την αλετρόχερη απ’ το χέρι του ζευγά και δουλεύω μαζί με τα βόδια μου.
Μέσα σε τέτοια τιποτένια πράματα, δεν μπορεί κανένας να ’χει μεγάλες ιδέες. Ωστόσο, στο καλύβι μου περνώ πολλές ώρες χωρίς δουλειά, κι έρχουνται στο κεφάλι μου τόσα παράξενα πράματα, που απορώ κι εγώ ο ίδιος.
Από πάνου απ’ το νησί μου είναι ανοιχτά τα ουράνια! Απάνω σε τούτους τους βράχους πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, όπως οι παλαιότεροι της γενιάς μου. Έμαθα να βλέπω με το μάτι του αγριμιού, που ζει μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού, και δε μου είναι μπορετό να καταλάβω πολλά πράματα απ’ εκείνα που έχουν μέσα στο κεφάλι τους οι άνθρωποι της πολιτείας.
Συχνά φχαριστώ τους προγόνους μου, που μ’ άφηκαν το μοναχικό νησάκι ετούτο για να τραβηχτώ και να ζήσω με ειρήνη. Ειρήνη! Ειρήνη! Βαθιά δροσερή λίμνη!
Από μικρός έφυγα με τη μανία να δω τα μακρινά μέρη της σφαίρας. Τώρα πια δεν πιθυμώ τίποτα· το μάτι μου ζητά μοναχά ένα κομμάτι βουνό και μια στενή λωρίδα θάλασσα.
Μέσα στην ιστορία, που τυπώνω παρακάτου, ένας ερημίτης γράφει: «Και η αγάπη από μέρος των ομοίων μου θα ’ταν για μένα μιαν ανυπόφορη ανησυχία.» Αυτός ο Σπανιόλος είναι μέσα στην καρδιά μου, γιατί αυτά τα λόγια εγώ δε θα μπορούσα να τα βρω ποτές μου. Οι Σπανιόλοι μου αρέσουν, μου αρέσουν ακόμα οι Μπρετόνοι κι οι νησιώτες του ελληνικού πελάγου. Περισσότερο όμως μου αρέσει η ερημιά. Τώρα θέλω να ξεκουραστώ. Πέρασα ένα χειμώνα στη Βαρκελώνα, ένα χρόνο στο Πόρτο, άλλο τόσο στο Σεν Μαλό και στο Καλβαντός, στη Ντορντόνια λίγους μήνες, στο Παρίσι απάνου από τρία χρόνια. Είδα περαστικός τη Σενεγκάλη και τη Λιμπερία, τραβώντας για την Αγκόλα. Έγραψα του εξερευνητή Σάκλετον, παρακαλώντας τον να στρέξει να πάω μαζί του στο Νότιο Πόλο, μα δεν έγινε τρόπος[1]…
Αυτή τη στιγμή μου φαίνεται πως βλέπω αντίκρυ, απάνου στον τοίχο, την Κονκόρντ του Παρισιού γεμάτη νευρικό κόσμο που μυρμηγκιάζει, μελανιασμένος από το κρύο.
Εγώ τρίβω τα χέρια μου μέσα στο ζεστό καλύβι μου, διαβάζοντας το Ροβινσών Κρούσο.
Ο Ροβινσών Κρούσος! Το βιβλίο τούτο του Δανιήλ Ντι Φόου μου είναι πάντα αχώριστο. Τώρα που γράφω, το βλέπω να κιτρινίζει ανάμεσα στα λίγα βιβλία μου. Είναι τυπωμένο, πυκνά πυκνά, απάνου σ ένα σκούρο χαρτί σαν καπνισμένο. Μυρίζει σαν παλιό ναυτικό έγγραφο. Το ύφος του είναι απλό. Εκεί μέσα δεν μπορεί να βρει κανείς καν μια λέξη γραμμένη από ποιητή· καν μια φράση δε βγαίνει όξω απ’ το μέτριο. Ένα σωρό λογαριασμοί από μοαδόρες, κάμποσες λίστες που λες πως τις τράβηξε απ’ το τεφτέρι ενός έμπορα, συνομιλίες απ’ τις πιο συνηθισμένες, απ’ τις καθημερινές, που πέφτουν συχνά σε μιαν ανυπόφορη πολυλογία, από τέτοια είναι γεμάτο το βιβλίο του Ντι Φόου. Ωστόσο, σε κανένα από τα βιβλία του ίδιου είδους που ήρταν στα χέρια μου δε βρίσκω μια κάποια ουσία που είναι εκεί μέσα κάτι τις περισσά θετικό, όσο θετικό μπορεί να γίνει ένα γράψιμο τέχνης. Η εντύπωση πως είναι δεμένη η ιστορία του με σπάνια μαστοριά, είναι μοναδική. Το ύφος του είναι συμπαθητικό, γιατί είναι απλό. Ο Ντι Φόου είναι ένας άνθρωπος που ξέρει καλά τι θέλει να πει, και το λέγει μ’ έναν τρόπο, που να μένει μ’ εκείνον που το διαβάζει σύμφωνος πως δε χρειάζεται περισσότερο. Του λείπουν τα έξυπνα πυροτεχνήματα που συνηθίζουν όσοι γράφουν βιβλία. Τόσο πιτυχημένα είναι τα λόγια του, που λες: δε θα μπορούσε κανένας να τα πει πιο καλά. Έτσι αρχίζει το ημερολόγιο του ο Ροβινσών:
«30 Σεπτεμβρίου 1659
Εγώ, ο φουκαράς Ροβινσών Κρούσος, ναυάγησα στο πέλαγο μέσα σε μιαν άγρια φουρτούνα, κι αφού πνίγηκε όλο το τσούρμο, όντας μισοπεθαμένος κι εγώ ο ίδιος, ρίχτηκα απάνου σ’ αυτό το ξερόνησο, που το ονόμασα Νησί της Απελπισίας.»
Καταλαβαίνεις τον άνθρωπο. Μ’ όλο που το θέμα του είναι περιγραφικό, του λείπει ολότελα η περιγραφή. Δεν καταπιάνεται καθόλου να ζωγραφίσει τα δάση των τροπικών· λέγει απάνου κάτου ότι θα ’λεγε ένα ξερό βιβλίο του σχολείου. Και όμως, ανεξήγητο θάμα, μονάχα μες στο Ροβινσών Κρούσο καταλαβαίνω να φλογοβολά ο ήλιος της Βραζιλίας. Μ’ όλη την ανεπιτηδειότητα που έχει στη ζωγραφιά, η ιστορία του είναι γεμάτη από πρόσωπα, που ζουν με απίστευτη φυσικότητα, ένα σωρό τύποι του καιρού του, θαλασσινοί, έμποροι, σκλάβοι, κουρσάροι. Μυρίζει σαν ρούμι και σαν μουχλιασμένο αμπάρι.
Λίγα γραψίματα βρήκα έτσι τεχνικά όσο το κομμάτι που θέτω παρακάτου:
«Θέλησα λοιπόν τότες να γίνω κι εγώ έμπορος στη Γκουινέα και, για την κακή μου τύχη, επειδής ο φίλος μου πέθανε λίγο διάστημα ύστερ’ απ’ τον ερχομό του, αποφάσισα να καταπιαστώ ακόμα ένα ταξίδι και μπαρκάρισα στο ίδιο καράβι...
»Ποτές δεν έγινε ταξίδι έτσι άτυχο, γιατί, αν και δεν πήρα απάνου μου σωστές 100 στερλίνες από την καινούργια μου περιουσία, αφήνοντας 200 στη χήρα του φίλου μου, που στάθηκε πολύ πιστή, δεν έπαψα να πέφτω σε τρομερές ατυχίες. Το καράβι μας, ενώ αρμένιζε κατά τις Κανάριες ή, καλύτερα, ανάμεσα σ’ αυτά τα νησιά και στη στεριά της Αφρικής, έπεσε, προς την αυγή, απάνου σ’ έναν κουρσάρο Τούρκο του Σαλέ, που μας κυνήγησε μ’ όλα τ’ άρμενα που μπορούσε να κάνει. Για να τον περάσουμε, βαρθήκαμε κι εμείς να ισάρουμε όσα πανιά μπορούσαν να πάρουν οι αντένες και να σηκώσουν τ’ άλμπουρά μας· αλλά, βλέποντας πως ο κουρσάρος κέρδιζε δρόμο ολοένα και πως σε λίγο θα μας έφτανε, ετοιμαστήκαμε να τον χτυπήσουμε· το καράβι μας είχε δώδεκα κανόνια, κι εκείνος είχε δεκαοχτώ.
»Κατά τις τρεις, απάνου κάτου, τ’ απομεσήμερο, μπήκε στα νερά μας και μας χτύπησε, κατά λάθος, από τη μπάντα, αντί να πέσει απάνου μας από την πρύμη, όπως ήθελε· ρεγουλάραμε οχτώ απ’ τα κανόνια μας, απ’ αυτή τη μπάντα, και του στείλαμε μια φωτιά που τον έκανε να τραβηχτεί, αφού απάντησε στα κανόνια μας κι έριξε μια μπαταριά απάνου κάτου από διακόσια μουσκέτα που είχε απάνω του. Μολαταύτα, όπως είχαμε πιάσει μετερίζι όλοι μας, ένας καν από τους δικούς μας δεν έπαθε. Ετοιμάστηκε να μας χτυπήσει ξανά, κι εμείς ξανά να φυλαχτούμε· αλλά τούτη τη φορά, πέφτοντας δίπλα μας απ’ την άλλη μπάντα, έριξε εξήντα άντρες απάνου στην κουβέρτα μας, που ευτύς έκοψαν και λασκάρισαν τα ξάρτια μας. Τους πέσαμε με τη λόγχη, με τα μουσκέτα και με τις μπόμπες με μια τέτοια μανία, που τους διώξαμε δυο φορές απ’ την κουβέρτα μας. Στο τέλος, για να συντομέψω το λυπηρό αυτό μέρος της ιστορίας μας, αφού έπεσε το καράβι μας στα χέρια τους και σκοτώθηκαν απ’ τους δικούς μας τρεις και λαβώθηκαν οχτώ, στενευτήκαμε να παραδοθούμε, και μας φέρανε όλους σκλάβους στο Σαλέ, λιμάνι που το κρατούσαν οι Μόροι.»
Ο Ροβινσών Κρούσος δεν αξίζει ένα άσπρο για τους διαβασμένους· για κείνους που φιλολογούν. Για λογαριασμό μου, όσο κι αν τον συμπαθώ, μη τυχόν πάρει κανένας πως τον φέρνω ωσάν μέτρο. Έτσι θα ’δειχνα πως οι απαιτήσεις μου από ένα γράψιμο είναι περιορισμένες. Ίσα ίσα, κείνο που κάνει στα μάτια μου την τέχνη πολύτιμη, είναι η απόλυτη ελευθερία που έχει να σοφίζεται και να φτιάνει πράματα που δεν υπήρχαν πριν να τα φτιάξει· νέα πράματα κι όλο νέα κι όλο νέα. Μολαταύτα η θετικότητα, η στενή θετικότητα του Ντι Φόου, είναι θησαυρός δυσεύρετος. Τα ωραιότερα βιβλία που διάβασα (πάντα αυτού του είδους) είναι γραμμένα από ανθρώπους που δεν έχουν την ιδέα πως συγγράφουν. Τέτοια βρήκα στα εγγλέζικα, προ πάντων ημερολόγια κυνηγιού, αρπαγμένα με οικονομία, του καιρού, του χαρτιού, του μελανιού και της φαντασίας· είναι γραμμένα από ανθρώπους, που συχνοχτυπά η καρδιά τους απ’ τη συγκίνηση, που πιάνουν να ιστορήσουν. Δεν είναι οι ακριβοί ρεμβασμοί κάποιου τεμπέλη, που τον τρώγει η έννοια με τι τρόπο να πει ό,τι θέλει να πει, ενώ καλά καλά δεν έχει να πει τίποτα.
Ύστερ’ από τούτα τα λόγια που στενεύτηκα να πω, βγαίνει μονάχη της στη μέση η αντιπάθειά μου για τα πιότερα βιβλία που γράφουνται στις μέρες μου, όπως είναι μπόσικα, επιδειχτικά, γυμνά από μαστοριά. Για όνομα! Για όνομα! Τούτοι οι κύριοι γράφουν όχι μέτρια πράματα (μακάρι) - τούτοι οι κύριοι γράφουν άσκημα πράματα. Χτυπιούνται χωρίς ανάπαψη αναμεταξύ τους, για ιδέες και για το σαρίκι του σουλτάνου της Βαβυλώνιας, για να μη σκάσουν από πλήξη.
Η τέχνη! Οι ιδέες! Τι σιχαμένη εκπόρνεψη! Παντού, απ’ όπου στρίψω, πετιέται μια θεατρίνα, κι αυτή η κουτή θεατρίνα παριστάνει την τέχνη, τάχα. Η μεγάλη έννοια τους είναι να ρίχνουν στο λέγειν τους μπόλικα επίθετα με χουβαρτάδικο χέρι, όπως οι Τούρκοι μάγειροι κάνουν με τα μπαχάρια. Αηδιάζει κανένας με την αντιπαθητική τούτη επιτήδεψη. Μπορείς να βρεις, μέσα σ’ αυτά τα τυπωμένα γυναικολογήματα, υπηρέτριες που μιλάνε με πομπή και με δόξα, λες και είναι τίποτα γέροι θεατρίνοι της Νεάπολης, που μιλάνε μέσα σε μια παρέα από πρόσωπα που τους θαυμάζουνε.
Γυρίζω και ξαναδιαβάζω τα όσα έγραψα παραπάνου. Είπα τόσα πράματα που δεν είχα κατά νου καν να τ’ αγγίξω. Το ’κανα με λύπη μου· και λέγω με λύπη μου, όχι από νεροκέφαλη ευγένεια, αλλά γιατί νοιάζουμαι περισσά για την ομορφιά του βιβλίου μου, κι αυτά τα πράματα, που έχω την ιδέα πως ασκημίζουν άλλα, ασκημίζουν και το δικό μου στανικά.
Ωστόσο, τίποτα δε μου πειράζει τα νεύρα όσο ο σωβινισμός σ’ έναν άνθρωπο της τέχνης. Η φανατική και κουτή τούτη προσήλωση σε μικρόν κύκλο, καταντά να λογαριάζεται για αρετή στους περισσότερους λαούς. Αυτή είναι η αιτία που κάνει να επικρατούν τα μέτρια έργα.
Αλίμονο! Δεν μπορεί κανένας να δείξει πως τον συγκινά κάτι τι από τα τόσα μεγάλα πράματα που περνούν μακριά μας. Τούτοι οι άνθρωποι είναι, όπως λένε οι Τούρκοι, «ψάρια του λιμανιού». Ξέχασαν πια πως η γης γυρίζει, πως οι πόλοι της είναι σκεπασμένοι από πάγους που ασπρίζουν ως τα μάτια κάποιου που παρατηρά το άστρο μας απάνου απ’ το φεγγάρι, πως τα άγρια άλογα πλανιούνται με ορθές χαίτες μέσα στους απέραντους κάμπους του Καναδά, πως αυτή τη στιγμή ένα κύμα σκάζει απάνου στην Καλή Ελπίδα, σκεπάζοντας με αφρούς μια ολάκερη πολιτεία.
Έτσι, άδικα θα ζητήσεις μέσα στα περισσότερα τυπώματα εκείνο που μπορεί να ονομάσει κανένας σοφία του βιβλίου, την εγκυκλοπαίδεια, στη φυσική είτε στην ιστορία.
Για μένα, ο καλλιτέχνης έχει τη ζωηρή εντύπωση πως ζει μέσα σ’ ένα άπειρο. Έτσι μονάχα βγαίνει όξω από τα στενά σύνορα της εποχής και της πατρίδας, και υψώνεται στο μοναδικό τύπο, που ζει μες στον αιθέρα της απόλυτης ελευθερίας. Σφραγίζεται με μιαν αιώνια βούλα. Δεν μπορεί να ’ναι από κείνους που περνούν απάνου από τη γης, κρατώντας τα μάτια κλεισμένα στην πλούσια διακοσμητική ποικιλία του κόσμου, ολόκληρης της γης και τ’ ουρανού.
ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ
Κλείνω τον πρόλογο τούτον απάνου στην Τράπεζα του Διαόλου, στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας.
Φεβρουάριος του 1920.
Όσοι δεν είναι της ίδιας γνώμης με μένα, θα ’ταν άδικος κόπος να μου το κράξουν. Θα τους έστελνα όμως σίγουρα στο διάολο, αν καταπιάνουνταν να μου γυρίσουν τις αντιπάθειές μου σε συμπάθειες. Γιατί έχω την πίστη μου, μια θεόστραβη πίστη στο Θεό μου και μονάχα σ’ εκείνον. Δε γίνεται τρόπος να με λυγίσει μπροστά σε ξένα είδωλα καμιά δύναμη. Ας μ’ αφήσουν λοιπόν ήσυχο, και δεν πιθυμώ διόλου να πιάνουν τα βιβλία μου όσοι έχουν διαφορετικά γούστα από μένα. Οι λίγοι, που αισθάνουνται όπως εγώ, μου φτάνουν, και γι’ αυτουνούς γράφω.
Δεν ξέρω καλά καλά τι με σπρώχνει να γράφω αυτό το βιβλίο. Είν’ αλήθεια πως η φιλοδοξία να φημιστώ μέσα στους ανθρώπους με γαργάλιξε σαν ήμουν νέος, αλλά πολύ γλήγορα μιαν αδιαφορία του τάφου μ’ έγιανε απ’ τον κακοηθέστερον απ’ όλους τους πυρετούς. Αν τυχόν κανείς υποθέσει πως η κακή τύχη που βρήκε την πρώτη δοκιμή μου, με βίασε να πάρω την ανάγκη για φιλοτιμία, στη δική μου περίσταση δε θαν εύρει δίκιο γιατί, δεν ξέρω πώς, βρήκα μια πολύ καλή διάθεση σ’ όσους διάβασαν το πρώτο μου τύπωμα. Ωστόσο, η επιτυχία δε στάθηκε πάλι και τόση, ώστε να μπορώ να δικαιολογήσω τη μεταβολή που έλαβα, θέτοντας ως αιτία την αηδία από την εύκολη απόχτηση του ό,τι επιθυμούσα.
Όπως κι αν είναι, από τότες δε με τάραξε η παραμικρή ανησυχία να τραβήξω την προσοχή της ανθρωπότητας, και συχνά ρέμβασα πως έχω το δικαίωμα να μοιραστώ το άγνωστο χώμα με τις πιο περήφανες ψυχές της γης.
Και να, τώρα, σε ηλικία πενήντα χρονών, ξαναπιάνω την πέννα. Τ’ όνομά μου, όπως βλέπει ο αναγνώστης, δεν είναι γραμμένο απάνου στο βιβλίο τούτο· όμως, αν όχι η ματαιοδοξία, μια αδυναμία πάντα με κάνει συγγραφέα. Με βιάζει να βγάλω απ’ τα βαθύτερα κι από τα απόκρυφα της ψυχής μου κατιτί, που σίγουρα δε θαν εύρει καμιάν ηχώ, απλά, η περίεργη εκείνη ιδιοτροπία της ψυχής να θέλει να μοιράζεται με άλλους τις συγκινήσεις της.
Αυτό με κάνει ακόμα μια φορά να σκεφτώ πως τα μεγαλύτερα θάματα είναι ανίκανα ν’ αλλάξουν την ανθρώπινη μικρότητα. Μήπως δεν απομένουμε οι ίδιοι κατόπι από κάθε βήμα μας μέσα στα μυστήρια της δημιουργίας; Ο Νεύτονας, βρίσκοντας το μηχανισμό του ουρανού, άφησε τάχα την πιο ασήμαντη απ’ τις προηγούμενες συνήθειες του;. . . Κι αν ένα βράδυ βρίσκαμε άξαφνα το Θεό, το πρωί δε θα χτενίζαμε τα μαλλιά μας, όπως κάναμε πάντα;
Κι εγώ, γράφοντας σήμερα, απορώ με το τι κάνω. Δεν πίστευα πως είναι δυνατό να καθήσει φρόνιμα μπρος σ’ ένα τραπέζι, για να γράψει, ένας που είδε ό,τι είδα κι άκουσα εγώ, χωρίς να αναποδογυριστεί ο ουρανός. Κι ακόμα, να αισθάνεται πως σίγουρα θα τον περιπαίξουν πρόστυχα πρόσωπα… Κάθε τόσο γυρίζω και διαβάζω τα γραψίματα μου· δεν είμαι σε θέση να κρίνω αν, όπως είναι γραμμένα, αφήνουνε να φανεί η απόλυτη ειλικρίνειά μου. Το θέμα είναι ακροβατικό, μιαν αράδα από περιστατικά ολωσδιόλου αλλόκοτα, όξου απ’ τον κύκλο της ανθρώπινης πίστης. Βρισκόμαστε μπρος σε μια σφίγγα με μάτια αλλήθωρα... Δεν ξέρω αν θαν αντισταθώ έως το τέλος στον πειρασμό να ξεσκίσω το χειρόγραφο μου...
Ό,τι κι αν γίνει, θα μου επιτραπεί να βάλω τέλος στο μικρόν αυτόν πρόλογο· σε πράματα τέτοιας λογής, όλη η ανθρώπινη ρητορική είναι ανίκανη να κερδίσει την πίστη.
Σέτουμπαλ, 1887.
Ήμουνα μικρός σαν πέθανε ο πατέρας μου. Απ’ το σόι του δε γνώρισα κανέναν, μα ξέρω πως δεν ήτανε περισσότεροι απ’ της μητέρας μου. Όταν γεννήθηκα, το σπίτι της μετρούσε όλα όλα έξι πρόσωπα, τον πατέρα της, δυο αδερφούς της, δυο αδερφές της κι εκείνη, μονάχη παντρεμένη απ’ όλους. Ο πατέρας μου, άνθρωπος άσωτος, παντρεύτηκε σε περασμένη ηλικία. Επί ένα διάστημα φάνηκε πως δαμάστηκε απ’ τη ζωή του σπιτιού ή καν απ’ τα χρόνια· όμως, απάνου στις μέρες που μ’ είχε στην κοιλιά της η μητέρα μου, άξαφνα ξανάρχισε πάλι την παράλυτη ζωή της περασμένης εποχής κι έγινε αψύς σ’ ένα βαθμό ανυπόφορο. Μέσα στη συφορά τούτη ήρτα στον κόσμο, ζαρωμένος και με ψαρά τσουλούφια.
Ύστερ’ από λίγο, ο πατέρας μου έφυγε απ’ το σπίτι, αφού μάλωσε με το θείο μου. Ήμουν πέντε χρονώ, όταν μια μέρα μάθαμε πως πέθανε στη Λιζμπόνα από συγκοπή, μέσα σε μια κραιπάλη.
Περσότερα δεν ξέρω γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Όταν ήμαστε μικροί, κλαίγαμε συχνά μαζί με τη μητέρα μας· η αιτία όμως ήτανε τα δάκρυα εκεινής που τον θυμόταν, κι όχι η ορφάνια.
Εγώ γεννήθηκα στην Γκόα. Η οικογένεια της μητέρας μου φαίνεται να είναι πολύ παλιά, παλαιότερη από τρακόσω χρονώ. Η γυναίκα του πρώτου προγόνου μας που μπόρεσα να τραβήξω μέσ’ απ’ το βάθος του καιρού βρίσκεται με το όνομα Αλμάγκρο. Η θαμπή παράδοση που έφταξε έως εμένα, είναι φανερό πως είχε χάσει την ιστορική αλήθεια· οπωσδήποτε άκουσα από το στόμα του θείου μου, πως η οικογένεια Αλμάγκρο δεν είναι άλλη, παρά του κοσμογυρισμένου συντρόφου του Φραγκίσκου Πιζάρρου. Αλλά κι αν πάρει κανείς πως μπορεί να ’ναι ψέμα το λίγο αίμα που έσταξε από την καρδιά του Σπανιόλου τυχοδιώχτη μέσα στην πορτουγέζικη γενιά, πάλι γίνεται τρόπος να μετρήσει πάμπολλους του είδους του μέσα στον καθαρό πατρικό τους κλάδο. Ο παλαιότερος είναι κάποιος Σιδόνιο, στενός φίλος του Πέρα, που τον συντρόφεψε στο παράτολμο ταξίδι, της Ινδίας. Ύστερα από τη δολοφονία του Πέρα, αντάμα μ’ ένα δυο συντρόφους που ξέφυγαν, βρήκανε, κατόπι από απίστευτα βάσανα, την αποστολή του Κόβιλχαμ έτοιμη να μπαρκάρει στην Ερυθρή Θάλασσα. Στα 1497, μια βαριά αρρώστια τον κράτησε απ’ το ταξίδι του Βάσκο ντε Γκάμα· όμως, δέκα χρόνια υστερότερα, κυβερνούσε ένα από τα καράβια του Αλμπουκέρκη. Σε μια ναυμαχία με την αρμάδα του Μισιριού έχασε το χέρι του απ’ τη μασκάλη, κι αργότερα έμεινε μονόφθαλμος. Μ’ αυτόν τον τρόπο σακατεμένος, διατηρούσε έως τις τελευταίες μέρες του την αδάμαστη ζωηρότη του. Συνήθιζε ν’ ακουμπά πάντα απάνου σ’ ένα μπαστούνι από κανελόδεντρο της Κεϋλάνας, που το ξεφλούδιζε και πρόσφερνε. Μ’ αυτό το μπαστούνι φοβέριζε συχνά απ’ το Πόρτο το βασιλιά της Αβυσσηνίας, που μπόδιζε τους Πορτουγέζους να θέσουν σε ενέργεια το σατανικό σκέδιο να πεθάνουνε το Μισίρι, στρίβοντας το ρέμα του Νείλου.
Έως τις μέρες μου βρίσκουνταν ακόμα απ’ το 1500 η ζουγραφιά ενός άλλου προγόνου μου κείνης της εποχής. Τον έλεγαν Λεοκάντιο κι ήτανε διαβόητος για τα ταξίδια του έως τα πλέον μακρυσμένα μέρη που είχε σπρώξει τους Ευρωπαίους η περιέργεια κι η δίψα του χρυσαφιού στα χρόνια του. Το κεφάλι του ήτανε χοντρό και το βλέμμα σκοτεινό μέσα στα πρησμένα μάτια του, με δυο μελανές τσέπες κάτου απ’ τις ματότρυπες. Τα χοντρά χείλια του κι η χοντρύτερη μύτη του, μαζί με τα αραιά γένια που κορνίζωναν το πρόσωπο, του έδιναν μιαν παράξενη αγριάδα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μικρό κουτί πλουμισμένο με πολλά πετράδια.
Κατά το 1650, η σύντομη φιλία που έδεσε τους Πορτουγέζους με τους Ολλαντέζους, έκανε ν’ ανακατωθεί με λίγο βορινό αίμα η γενεά του Σιδόνιο.
Η σειρά που ξετυλίγεται ύστερ’ από το 1700 δε δείχνει κανένα σημάδι ανησυχίας, μέσα στη φρόνιμη επίδοση στο εμπόριο. Ο νέος αιώνας σημειώνει Ένα φανερό μούδιασμα απάνου στην τρελή τούτη γενεά. Ωστόσο μένουν ακόμα οι ιδιοτροπίες των παλιών, και κάπου κάπου καταπατά τα νέα συνήθια και κανένας ονειροπόλος. Οι τελευταίοι πρόγονοί μου ήτανε φίλοι της μοναξιάς, σχεδόν μισάνθρωποι και με μιαν άγρια αυστηρότητα στην ηθική. Πλέον από δέκα καλόγεροι είναι θαμμένοι στα μοναστήρια της Εστρεμαδούρας και γύρω στην Γκουάρντα.
Στο τέλος του 1700 βρισκόμαστε κύριοι μιας κάποιας περιουσίας στην Ινδία, όπου είχα το ευτύχημα να φτάξει ως τα χρόνια μου, έστω και λιγοστεμένη από την ολότελη αδιαφορία για τον πολλαπλασιασμό της ή καν τη διατήρηση της. Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, εύκολο στέκεται να συμπεράνει κανένας πως ο ασκητισμός κι η μισανθρωπία, που χαρακτήρισαν τους τελευταίους μας, είναι τα σημάδια μιας γενεάς που γέρασε πια. Δεν είναι πολλά χρόνια που πέθανε ο μεγαλύτερος από τ’ αδέρφια μου, αφού έζησε την ίδια ζωή με τον πατέρα του. Από τους τρεις μας εκείνος είχε πάρει το οικογενειακό όνομα της μητέρας μου, με σκοπό να το γλυτώσει από τον αφανισμό· όμως η τύχη τον περίπαιξε σκληρά, γιατί ούτε καν παντρεύτηκε. Ο άλλος χάθηκε πολύ νέος… Έτσι, σήμερα, οι τελευταίες στάλες από το αίμα του πατέρα μου και της γυναίκας του τρέχουνε αργά μέσα στο κουρασμένο κορμί μου.
Ο θάνατος χαϊδεύει την ψυχή μου με μιαν ανέκφραστη ειρήνη… Πόσο είμαι κουρασμένος!... Σε μια έτσι άθλια κούραση που καταλαβαίνω, πρέπει μονάχα η Αιώνια Ανάπαψη…
Από μικρός έδειξα μια μεγάλη δίψα για τη σπουδή. Πραγματικά, η τύχη δε μ’ άφησε να παραπονεθώ, γιατί μπόρεσα να έμπω στην Ανώτερη Σχολή της Μπομπάης, που είχε ανοίξει όχι προ πολλά χρόνια, στα 1857.
Νότα. — Έως εδώ, πρόσφερα στον αναγνώστη πράματα που δεν έχουνε σημασία για κανέναν άλλον, όξω από μένα. Όμως ας λάβει υπομονή. Αργότερα θα μπορέσει να τα συνταιριάξει με τα παράξενα καθέκαστα που θέλω ιστορήσει μέσα σε τούτο το βιβλίο. Και να δεις· μου κόλλησε η ιδέα; δε θαν έβλεπαν και δε θ’ άκουγα ό,τι είδα και άκουσα, αν δεν ήμουν ο στερνός απόγονος της γενεάς του Λευκάδιου Κάλβου.
Ο Θεός ξέρει αν έχω δίκιο. Γι’ αυτό μου φάνηκε καλό να του κάνω γνωστά τα ιστορικά της γενιάς μου. Έπειτα υπάρχει και μιαν άλλη αιτία: Τα φαινόμενα που ανάφερα, όπως είναι αφύσικα, θα καταντούσαν ολότελα απίστευτα (αν είναι δυνατό να γίνουν πιο απίστευτα) μέσα σε μια εξιστόρηση, απ’ την οποία θα ’λειπαν τα συνηθισμένα καθέκαστα της ζωής. Δοκίμασα λοιπόν να κόψω τη δύναμη του κρασιού τούτου, που δεν είναι για τους θνητούς, ανακατώνοντάς το επιτήδεια με λίγο δροσερό νερό της γης. Η καθημερινή ζωή ή, αν μπορώ να πω, τα θετικά φαινόμενα, χρησίμεψαν στο παραλυμένο μυαλό μου ωσάν άγκουρα, απ’ την οποία κρατήθηκε στην παραζάλη που το ’δερνε αλύπητα. Τα σημεία λοιπόν αυτά, απάνου στα οποία δοκιμάζοντας ξαναβρήκα, σε πολύ κρίσιμες στιγμές, την πίστη στις αισθήσεις μου, και κράτησαν στη θέση του το μυαλό μου, που ήταν έτοιμο να γίνει ανάρπαστο σαν φτερό μέσα στον απερίγραφτο σίφουνα, στο πνεύμα εκείνου που διαβάζει θα ’χουν χωρίς άλλο μιαν επίδραση ανάλογη.
Μίλησα παραπάνου για την Ουνιβέρσιτα της Μπομπάης. Τον τελευταίο χρόνο πέρασα θλιβερές μέρες από μιαν παράξενη νευρική ανησυχία, που μ’ έπιασε χωρίς αιτία. Δεν μπορούσα να ’συχάσω στη θέση μου. Όλη σχεδόν τη μέρα και τις περισσότερες νύχτες περπατούσα χωρίς ν’ αναπαυτώ. Μου κατέβηκε να φύγω στην Ευρώπη, κατόπι πώς μου ’ρθε να ιστορίσω μιαν ωδή στα κόκαλα του Κάμοενς, που τυπώθηκε σε 400 αντίτυπα και τράβηξε απάνου στο υποκείμενο μου όση προσοχή δεν αξίζει ο ίδιος ο Κάμοενς. Είχα σκοπό να τη διαβάσω απάνου στο μνήμα του, όταν θα γύριζα στην Γκόα. Οι μοναχοί συντρόφοι μου ήτανε λίγα βιβλία κι οι δικές μου σκέψεις. Αλλά σε πολύ λίγα βιβλία εύρισκα κείνο που ζητούσα, κι όσο σπάνιζαν εκείνα που παύανε τη δίψα μου, τόσο έπαιρναν στα μάτια μου την αξία που έχει κάθε πράμα δυσεύρετο. Θυμάμαι πως η χαρά μου στάθηκε ανεκδιήγητη, σαν βρήκα, ύστερ’ από πολλά βάσανα, μιαν ολλαντέζικη πίπα, μακριά ένα μέτρο· μ’ αυτή την πίπα να δείτε τι μου ήρτε.
Ένα βράδυ, προτού πλαγιάσω, κάθισα στο ανοιχτό παράθυρο, ακουμπώντας την πίπα μου στα κάγκελα. Το φεγγάρι ήτανε στο πρώτο του κάρτο, κι όπως ο καπνός ανέβαινε σ’ ένα ψιλό φιτίλι μέσα στο χλωμό φως, οι ρεμβασμοί μου άρχισαν να με παίρνουν μακριά από τη γης. Θα ήτανε μεσάνυχτα, όταν πετάχτηκα άξαφνα ανατριχιασμένος. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί, κι ήμουν βουτημένος στο σκοτάδι. Στην αρχή δεν μπόρεσα να καταλάβω τι τρέχει, παρά έστεκα μ’ ανοιχτό στάμα, απ’ όπου χωρίς να θέλω έβγαινε η λέξη: Κάβνα!... Κάβνα!... Μ’ έλουζε ένας κρύος ίδρωτας... Τ’ αυτιά μου άκουγαν την παράξενη τούτη λέξη σαν να μη την έλεγαν τα χείλια του ίδιου κορμιού… Έσυρα τα πόδια μου μέσα στο σκοτάδι, πασκίζοντας να πιάσω κάτι με τεντωμένα χέρια, και κουτρουβάλησα μπερδεμένος μέσα στην καρέκλα μου. Σύντομα, όταν ήρτα στον εαυτό μου, κατάλαβα πως είχα αποκοιμηθεί, και πως με ξύπνησε η πίπα πέφτοντας όξω απ’ το παράθυρο. Το ’κλεισα κι άναψα ένα κερί. Πέρασα μπροστά στον καθρέφτη με το πρόσωπο γυρισμένο απ’ τ’ άλλο μέρος κι έπεσα ντυμένος απάνου στο κρεβάτι μου.
Την άλλη μέρα, όταν ξύπνησα, κατάλαβα πως όξω έβρεχε ελεεινά. Έμεινα όλη τη θλιβερή μέρα μέσα. Με βάραινε μια μεγάλη κούραση. Με κανέναν τρόπο δεν μπόρεσα να θυμηθώ τη λέξη που έβγαινε χτες απ’ το στόμα μου. Προς το βράδυ μ’ ένα χτύπημα φώναξα με μια δυνατή φωνή: Κάβνα!... Ναι, Κάβνα!... Δεν ξέρω γιατί την πήρα ευτύς εξ αρχής για όνομα κάποιας πολιτείας και τη σημείωσα μη μου ξαναφύγει.
Όσοι με γνώρισαν στην Μπομπάη και στην Γκόα είχανε την ιδέα πως είμαι τρελός· κι ακόμα, έκαναν τρόπο να το μάθω. Ξέρω όμως χαλά πως στο βάθος απορούσαν γιατί ήμουνα τόσο αδιάφορος και δε νοιαζόμουν διόλου να τους αποδείξω πως το μυαλό μου δεν είχε βλαφτεί. Φαντάσου ένας τρελός!... Τι παράξενες ιδέες που περνούν απ’ το κεφάλι του ανθρώπου! Ο Θεός να με συχωρέσει, αν γέλασα πολλές φορές για τα πλάσματα του…
Όπως κι αν είναι, έφυγα σύντομα από την Ινδία, κι αν κρατώ κάποια πίκρα της τύχης μου, είναι όχι για το κακό όνομα που έβγαλα, αλλά γιατί πέρασε απ’ το μυαλό του κόσμου πως βιάστηκα να τους αφήσω υγεία, μην υποφέροντας μια τέτοια κακή φήμη. Ωστόσο εγώ δεν τους ξαναείδα. Η αλήθεια είναι πως δεν έχανα τον καιρό μου μαζί μ’ αυτά τα πορδοβουλώματα, περνώντας τις περσότερες μέρες μου μέσα στους ταρσανάδες, και μέσα στα βάση του τεκ, στο Μαλαμπάρ. Στο μεταξύ οι πατριώτες μου με περίμεναν να διαβάσω την ωδή μου απάνου στη σκόνη του Κάμοενς, κι εγώ έχανα τις μέρες μου, όπως είπα παραπάνου, αφήνοντας στη μέση την Ουνιβέρσιτα της Μπομπάης, αφού έκαψα όσα βιβλία μου μπόρεσα.
Από τα λίγα πράματα που κέρδισα εκεί μέσα, το πιο περίφημο ήτανε η φιλία ενός Εγγλέζου τζέντλεμαν, του σερ Κόρκε. Ο Θεός ας μην του αρνηστεί την αγκαλιά του Αβραάμ!
Σ’ αυτό το μεταξύ, πέρασα από την Γκόα μια φορά για δυο μήνες κι άλλη μια για είκοσι μέρες· τη δεύτερη βρήκα ζωντανή μονάχα τη μια θεια μου. Θέλησα να την πάρω μαζί μου στη Λιζμπόνα, αλλά δε δέχτηκε και πέθανε στην Ινδία ύστερ’ από λίγους μήνες. Γυρίζοντας από την Ευρώπη, αφού πούλησα ό,τι είχα στην Γκόα, κάπου 150.000 πεσέτες, μπαρκάρισα σ’ ένα καράβι που τραβούσε για το Μακάο. Ως τότε υπόγραφα με τ’ όνομα του πατέρα μου· από τότες, δεν ξέρω γιατί, μου κάπνισε να τ’ αλλάξω με της μητέρας μου, δε θυμάμαι όμως πια να ’βαλα πουθενά την υπογραφή μου.
Τα δέκα ακόλουθα χρόνια με βρήκανε είτε απάνου στα νησιά της Σόντας ή στη Μικρονησία ως το Τουαμοτού. Πουθενά δεν μπόρεσα να σταματήσω παραπάνου από δυο η τρεις μήνες το περσότερο. Η θέρμη του κεφαλιού μου ήταν ικανή να με κάνει να κινήσω ξυπόλητος και μ’ ένα καλαμένιο μπαστούνι για να εύρω το Ελδοράντο.
Στο Μιντανάο έμεινα κάμποσους μήνες άρρωστος, στην αρχή ενός ταξιδιού που καταπιαστήκαμε μαζί με τον Κόρκε. Ωστόσο ύστερ’ από λίγον καιρό βρισκόμαστε μακριά από το μάτι του Θεού, στα νησιά του Κρίστμας. Απάνου στο Μεγάλον Ωκεανό περάσαμε αντάμα κάπου δυο χρόνια. Το 1868 χωριστήκαμε στο Σίδνεϊ, απ’ όπου ο Κόρκε τράβηξε στο Τράνσβαλ, αφού του ’δωσα υπόσχεση πως θα πήγαινα να τον εύρω το δεύτερο εξάμηνο του ίδιου χρόνου. Αν και το Σίδνεϊ μ’ άρεσε, το δεύτερο μήνα μου κατέβηκε να φύγω βιαστικά στην Ινδία. Ανέλπιστα, ύστερ’ από λίγες μέρες,
βρήκα τον Κόρκε στην Καλκούτα· μόλις είχε ξεμπαρκάρει. Μού εξήγησε πως πολύ σοβαρές αιτίες τον βίασαν να γυρίσει στην Ινδία, και συμφωνήσαμε να φύγουμε για το Νατάλ αντάμα, ευτύς μόλις τελείωνε η υπόθεσή του. Ξέχασα να πω πως ήτανε ένας από τους πλέον μανιώδεις κυνηγούς, και πάντα σαν να ’βλεπα το κοκαλιασμένο χέρι του θανάτου να του χαϊδεύει τα ωραία σγουρά μαλλιά, τόσο τον έθρεφε ο κίντυνος. Η Αφρική τον τραβούσε πιο πολύ από την Ινδία, ίσως γιατί του ήταν άγνωστη, και γύρω απ’ το μαγικό τούτο κέντρο έστριβε η απλή καρδιά του μεθυσμένη από λαχτάρα. Όσο για μένα, δεν μπόρεσα ούτε τούτη τη φορά να εύρω έναν κάποιο σκοπό για το ταξίδι μου, όπως δα άσκοπα πέρασα όλη τη ζωή μου. Όμως, για να ’μαι δίκιος, δεν πρέπει να κρύψω πως δεν ήμουν ως πέρα ένας αδιαφόρετος άνθρωπος· δεν έπεφτα κάτου απ’ το φίλο μου σε τίποτα, μ’ όλο που το κυνήγι δεν μπόρεσε να με κυριέψει και να δώσει ένα μεράκι στη ζωή μου.
Μονάχα μέσα στο 1870 μας στάθηκε δυνατό, να βρεθούμε στο Νατάλ. Τότες ήμουνα τριάντα τριώ χρονών. Από την πρώτη μέρα αρρωστήσαμε κι οι δυο μας, σαν να ’θελε να μας δείξει η μοίρα το λυπηρό τέλος, που δεν άργησε να μας έρθει: Τ’ άλογο του Κόρκε ψόφησε, δαγκαμένο από τη φαρμακερή μύγα τσε τσε· ύστερ’ από δέκα μέρες σκοτώθηκε κι ο ίδιος κυνηγώντας πεζός, άφοβο παιδί, έναν θηλυκόν ελέφα. Ζαλισμένος πέρασα στη Μοζαμβίκη. Δε χωρούσε αμφιβολία πως η δύναμη που κυβερνά τον κόσμο δε μου ήτανε φιλική.
Οι Πορτουγέζοι της Σοφάλας είναι οι χειρότεροι απ’ όσους έχω δει. Έδερναν αλύπητα τους αράπηδες, κι έκλεβαν ο ένας τον άλλον. Ύστερ’ από τόσα χρόνια, θυμάμαι ακόμα ένα μικρό καπηλειό κοντά στη θάλασσα, όξω από την πολιτεία, που το κρατούσε κάποιος Σπανιόλος χωρίς μια τρίχα στο κεφάλι και στο πρόσωπο. Εκεί ερχόντανε συχνά δυο νέγκροι με μια φυσαρμόνικα, φορώντας άσπρα φαρδιά πανταλόνια και κάτι μεγάλους φιόγκους, πάλι άσπρους, στα παπούτσια. Κάθε φορά, πριν πιάσουν να τραγουδούν και να χορεύουν σαν μανιακοί, άρχιζαν από έναν καβγά με τον κάπηλα. Πάντα όμως η γιορτή τελείωνε με γενικό κέφι μέσα σ’ ένα σύννεφο μύγες.
Απ’ τη Σοφάλα γύρισα πάλι πίσω στο Νατάλ, με σκοπό να μπαρκάρω για την Ταναναρίβα, κι από κει για τα νησιά Σέισελ, απ’ όπου σχεδίαζα να τραβήξω πάλι στο Σίδνεϊ, παίρνοντας τη γραμμή που κατεβαίνει απ’ το Άντεν. Αλλά στο Ντουρμπάν άλλαξα γνώμη και μπήκα μέσα σε μια γολέτα που τραβούσε για το Φαγκούα.
Το νησί τούτο είναι σταθμός για τα καράβια που ψαρεύουν στις θάλασσες της Νοτιάς. Εκεί ξεχειμωνιάζουν και κάνουν τα τιμάρια τους για να πιάσουν το πέλαγο την άνοιξη. Το καράβι που μπαρκάρισα ήτανε φορτωμένο ξυλική για τον ταρσανά, όπου βρήκα τρία μπρίκια να περιμένουν τη σειρά τους.
Νότα. - Το γκρούπο του Φόο ι μάα ή του Μωυσή βρέθηκε στο 1661 από κάποιο πορτουγέζικο καράβι που έπεσε τυχαίως απάνου του σε μια τρικυμία που το μάκρυνε από το δρόμο της Ινδίας. Η παράμερη θέση του στο νότιο μέρος του Ινδικού και η λίγη σημασία που είχανε τα ρημόνησά του για ανθρώπους που έκαιγε η δίψα του πλούτου, έκαναν ώστε να μείνει κι ύστερ’ από την ανακάλυψη του σχεδόν άγνωστο, αφού ως το 1700 μονάχα η ανάγκη του νερού βίαζε κάποτε κανένα καράβι να έμπει στα επικίντυνα νερά του. Στο 1755 στο Φαγκούα, που ήτανε το μεγαλύτερο νησί, φάνηκε ένα μικρό χωριό από εκατό ψυχές, θύματα του σεισμού που ’ρείπωσε τότες τη Λιζμπόνα. Την εποχή που πήγα, βρήκα ένα μικρό χωριό πολύ όμορφα χτισμένο και με αρκετήν ευτυχία. Έξω από το μικρό εμπόριο που γίνεται με τα καράβια σε ζώα, βόδια, πρόβατα, γουρούνια, η γης είναι καρπερή και, για να δώσει τα δώρα της, ωραία λαχανικά κι ένα χοντρό σιτάρι όπως του Τράνσβαλ, δε χρειάστηκε παρά δουλειά και επιμονή, πράμα που έλειπε από τους τυχοδιώχτες του παλαιότερου καιρού, όπως ήτανε συνηθισμένοι ν’ αρπάχνουν το έτοιμο πλούτος που είχαν μαζώξει ξένοι λαοί. Το Φαγκούα βρίσκεται σε 41ο Ν.Π. και 52ο Α.Μ.
Δυο πρόσωπα μου έκαναν εντύπωση στο Φαγκούα… Αλλά πρώτα πρώτα αξίζει, να πω δυο λόγια για το νησί τούτο, που είναι τόσο μακριά απ’ όλα τα κέντρα του πολιτισμένου κόσμου. Είναι μια κίτρινη γης πολύ χαμηλή, όλο χώμα, τριγυρισμένη από μια λουρίδα άμμο που μετρά έως μισό μίλι πλάτος. Από δέκα μίλια δε φαίνεται διόλου η γης, παρά μοναχά ένας βράχος μελανός και ψηλότερος από εκατό μέτρα στυλώνεται άξαφνα μέσα στην ερημιά της θάλασσας. Τα περιγιάλια του δεν τα κόβει ούτε κάβος ούτε κόρφος· μιαν ανέκφραστη μελαγχολία σφίγγει την ψυχή του ανθρώπου, όταν το καράβι κατεβαίνει έχοντας πλάγι του τη στεριά. Πού και πού μερικές τούφες αγκάθια η κανένα κοπάδι γλάροι ασπρίζουν μέσα στην ερημιά. Όταν όμως αντικρίσει κανένας τα σπίτια και το λιμάνι σιμά στο βουνό, η εντύπωση αλλάζει μ’ ένα χτύπημα. Εδώ το θέαμα είναι από τα πλέον χαρούμενα που μπορεί να δει κανένας· τα σπιτάκια απλώνουν ανάρια απάνου σε μια γης αμμουδερή· τα περισσότερα είναι άσπρα. Στο περιγιάλι ξεχωρίζει το λιμεναρχείο και τα λίγα μαγαζάκια, σκόρπια απάνου στον καθαρόν άμμο, το καθένα μ’ ένα μεγάλον ανεμοδείχτη απάνου στη σκεπή του.
Ο ταρσανάς είναι κοντά στα θεμέλια του βράχου που βουτούν στο νερό του λιμανιού, και παρέκει στέκουνται δυο παράγκες που αποθηκεύουν ξυλική. Πουθενά δεν είδα τόσα πολλά θαλασσοπούλια. Έχουν τις φωλιές τους απάνω στο βράχο και γύρω του κράζουν όλη τη μέρα τόσο δυνατά, που στέκει δύσκολο ν’ ακούσει κανένας τι του λέει ο άλλος. Εκεί είδα κάτι πουλιά, μικρότερα από τους γλάρους, που δε βρίσκουνται σε κανένα άλλο μέρος του Ωκεανού. Οι Φαγκουάνοι τα λεν κοχάλος.
Τώρα ξανάρχομαι στα πρόσωπα που είπα παραπάνου… Όσο κι αν θέλω να παρατρέξω σύντομα καθετί που είναι άσχετο με την ιστορία μου, δεν μπορώ να βαστάξω στον πειρασμό να πω δυο λόγια για ένα υποκείμενο… Τι λέω;… Τώρα που συλλογίστηκα καλύτερα, βλέπω πως αυτό το πρόσωπο έχει τη θέση του χωρίς άλλο μέσα στην ιστορία μου... Εβίβα λοιπόν για τα χοντρά χείλια του Τιν Τιν. Κι εβίβα για τ’ ακριβό χαμόγελο του Τιν Τιν, που κάνει τον κόπο να λαστιχάρει μισή λίβρα κρέας, για να φανεί μια στενή γραμμή από τ’ άσπρα δόντια του. Η φύση τον έχυσε μέσα σε καλούπι ξεχωριστά. Απορείς ακούγοντας ένα Τιν Τιν, που κουδουνίζει σαν κρούσταλλο στον αγέρα, να βγαίνει μέσ’ από κείνο το στάμα. Ξέρουμε πού πρέπει να ταξιδέψουμε για να δούμε κάποια σπάνια ζώα, ποιος όμως θα μας πληροφορούσε πού άπλωσε το καραβόπανό του Ο Τιν Τιν;... Έτσι η γνωριμία του μου είναι εύνοια καθαρή της τύχης.
Μια μέρα, ενώ περπατούσα με το κεφάλι γεμάτο από όλες τις μαύρες ιδέες παρεκτός από μαύρους ανθρώπους, τον είδα καθισμένον στο νύχι μιας άγκουρας που κείτουνταν χωσμένη σιμά στον ταρσανά. Από την πρώτη στιγμή έδειξε μεγάλη διάθεση για παρέα, πράμα ανέλπιστο, γιατί γύρω του γύριζαν σκοτεινές ιστορίες. Αληθινά, δεν μπορούσε κανένας να περιμένει απ’ αυτόν τίποτα διαφορετικό απ’ όσα είχα ακούσει να λέγουνται για το υποκείμενό του. Η αποχτήνωση περνούσε κάθε σύνορο. Το βάδισμά του έμοιαζε με του πίθηκα, όπως έριχνε μπρος τα χέρια του Αν ξεφτίλιζε τα δόντια του, σίγουρα θα ’βγαζε ένα κομμάτι κρέας ανθρώπινο. Σ’ έβλεπε με κάτι μάτια θολά και κουρασμένα, ζωσμένα από έναν κόκκινο γύρο που σχεδίαζαν τα ματόφυλλά του γυρισμένα απ’ όξω. Απόρησα πως έπεφτε με μιας απ’ το κέφι στη λύσσα· τότες έμοιαζε με το διάολο.
Λοιπόν, μ’ όλη την καλή διάθεση που έδειξε για μένα, δεν έπαψα να τον προσέχω. Παράξενα, μου φάνηκε ως το τέλος ειρηνικός, κι ακόμα, πιο αληθινός απ’ όλους τους Φαγκουάνους. Ο αθεόφοβος έπινε τόσο, που αν έστυβε τη μύτη του θα ’βγαζε ένα λίτρο σπίρτο. Κάποτε κάποτε πετούσε καμιά λέξη σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα, του τόπου του ως φαίνεται· μουρμούριζε κάπου κάπου και δυο λόγια από ένα παλιό εγγλέζικο τραγούδι: «Έχασα το κεφάλι μου — έχασα το κεφάλι μου»… Σηκωνότανε κι έφερνε σαν μουδιασμένος δυο τρεις γύρους τρικλίζοντας απάνου στα ψιλά του πόδια, που τελείωναν σε δυο πατούνες από δω ως εκεί πέρα…
Στο γλέντι έπαιρνε μέρος κι ο γλάρος του, ένα λερωμένο πλάσμα άξιο του αφέντη του. Το καταραμένο αυτό πουλί, όσο ο Τιν Τιν ήτανε ήσυχος, στεκότανε μπρος στην πόρτα της τέντας με μια σοβαρότητα άξια του Στσηπίωνα, και μονάχα από ώρα σε ώρα άρχιζε ένα ατελείωτο ξελαρύγγισμα με το κεφάλι χαμηλωμένο στη γης. Μόλις όμως έβλεπε τον αφέντη του να χορεύει, το ’παιρνε μια νευρική φούρια· έφερνε μια δυο βόλτες την τέντα με μάτια άγρια και δοκίμαζε να πάρει φτερό, κατέβαζε μερικές τσιμπιές στο καραβόπανο και στο τέλος άρχιζε να στριφογυρίζει μέσα στα πόδια του αράπη με μια βακχική μανία.
Ανοιχτά απ’ το λιμάνι ξεχώριζαν δυο νησάκια έρημα. Κάποτε κάποτε, όταν δεν ήταν θαλασσοταραχή, ο Τιν Τιν έπαιρνε μια βάρκα και περνούσε όλη τη μέρα σ’ αυτά τα νησιά. Ποιος ξέρει τι έκανε! Μια μέρα τον είδα να γυρίζει μαζί με κάποιον άλλον πολύ χαρούμενος· τον ρώτησα πότε θα πηγαίναμε μαζί στα νησάκια. «Όποτε Θέλεις», μου είπε.
Πήγαμε ύστερ’ από λίγες μέρες. Δεν κατάλαβα τίποτα απ’ αυτές τις πέτρες, απάνου στις οποίες δεν μπορεί καν να περπατήξει κανένας… Ο σύντροφος μου ψάρευε κι εγώ κοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, σκάλωσα σ’ ένα ψηλό βράχο κι είδα κατά τη Νοτιά ένα δυο νησιά που άσπριζαν σαν παγόβουνα μέσα στα μελανά νερά. «Θα ’θελα να πάγω εκεί κάτου», είπα του Τιν Τιν. Κάναμε το πανί μας και γυρίσαμε στο λιμάνι.
Τι διάολο να μου μπουν τόσο βαθιά στο μυαλό αυτά τα άσπρα νησιά… Ο Τιν Τιν δεν ήτανε σε θέση να μου δώσει καμιάν άλλη πληροφορία, παρά πως ήταν τέσσερα, τρία μικρά κοντά κοντά, κι ένα μεγάλο που το ’λεγαν Ζάτο.
Μέσα σε λίγες μέρες μπόρεσα να ’χω όλη την ιστορία αυτουνών των νησιών από καταβολής κόσμου. Σύντομη υπόθεση. Για να πούμε πιο σωστά, δε θα χε κανένας να πει τίποτα γι’ αυτά, αν δεν είχε να πει για έναν παράξενον άνθρωπο, που του είχαν δώσει οι θαλασσινοί το όνομα Όσο[2]. Ήτανε καλαφάτης, ψαράς, τιμονιέρης, μαραγκός κι ακόμα μυλωνάς. Όλες αυτές τις δουλειές τις μετάλλαζε όπως το ’φερνε η τύχη, αλλά ο Θεός ξέρει γιατί δε μιλούσε σχεδόν ολότελα. Δε σίμωνε καν σε άνθρωπο τις ώρες που δε δούλευε. Κατοικούσε μέσα σε μια παλιά αποθήκη, μισή ώρα όξω απ’ το χωριό, που μέσα σ’ αυτή άλλη φορά φύλαγαν ψαρόλαδο, ξερά ψάρια και τομάρια φώκιας. Συχνά γύριζε έρημος στην άλλη άκρη του νησιού, είτε μ’ ένα μακρύ ξύλο στον ώμο του, κανείς δεν ξέρει γιατί, είτε μ’ ένα μεγάλο παλιό ναυτικό μαχαίρι κρεμασμένο σε πέτσινη ζώνη, άλλη τρέλα, αφού στο Φαγκούα δεν υπάρχουν αγρίμια. Υπήρχε μιαν ιδέα πως ήτανε πολύ επιδέξιος στ’ άρματα, όμως κανείς απ’ όσους είδα δεν ήξερε αν είναι αλήθεια. Αλλά ο πιο αγαπημένος του περίπατος ήτανε στα άσπρα νησιά που ανάφερα παραπάνου. Περνούσε εκεί δυο και τρεις βδομάδες. Πολλές φορές τον είχαν για πνιγμένον. Έπαιρνε μια παλιά σκαμπαβία, που ήτανε δεμένη πάντα μπρος στην τέντα του Τιν Τιν, και ξεμπουκάριζε, ακόμα και με θαλασσοταραχή.
Σε λίγες μέρες μπόρεσα κι εγώ να πατήσω απάνου στο Ζάτο. Είμαστε τρεις· οι άλλοι δυο ήταν ένας καπετάνιος απ’ τις Φιλιππίνες που τώρα έκανε τον έμπορα, κι ένας Εγγλέζος από κείνους τους χαμένους που βρίσκει κανένας στα πιο απόμερα της γης, κοσμογυρισμένος κι απρόκοφτος. Άμα αράξαμε, εγώ κι ο πλοίαρχος βγήκαμε όξω. Ο Εγγλέζος έμεινε μέσα στη βάρκα και τον πήρε ο ύπνος· όπως όλοι του είδους του, δεν τον ενοχλούσε η παραμικρή περιέργεια.
Εμείς περπατήξαμε κάπου μισή ώρα απάνου στην ακροθαλασσιά. Ο έμπορας ήταν και κείνος νυστασμένος και φτερνίζουνταν δίχως διακοπή σαν πρόβατο. Στο τέλος μου ζήτηξε συγνώμη και ξάπλωσε μέσα σε μια μικρή ρεματιά. Σ’ αυτό απάνου ξακολούθησα το δρόμο μου και φιλοσοφούσα πως, αν πέρασα τις μέρες γυρίζοντας, πάντα μ’ έσπρωχνε η περιέργεια, η ακοίμητη οχιά, ενώ άλλοι περνούσανε τη ζωή τους με μιαν απόλυτη αδιαφορία.
Σταμάτησα και κοίταξα γύρω μου. Ο ήλιος έκαιγε. Αραιά κομμάτια αφρός πηδούσαν εδώ κι εκεί απάνου στα βαθιά νερά. Το βογκητό της θάλασσας βαστούσε από τη μια έως την άλλη άκρη απάνου στον άμμο, κουφό και υποχθόνιο σαν να σκάβανε κάτου από τα πόδια μου. Τα φύκια έτρεχαν σαν ζωντανά απάνου στην ισόπεδη γης, διωγμένα απ’ τις ελαφρές πνοές που πλανιόνταν ακόμα στο πέλαγο. Κατάλαβα να με πλακώνει η ερημιά και για μια στιγμή είπα πως ονειρεύουμαι... Η πολυάνθρωπη Ινδία!... Νύσταζα… Τι διάβολος συμβαίνει με τούτη τη νύστα;… Χωρίς να το καταλάβω ξεντύθηκα για να κολυμπήσω, κολλημένος στη σκέψη πως αληθινά υπήρχε στον κόσμο η Μπομπάη και πως ο φουκαράς ο Κόρκε σάπιζε εκεί που τον άφησα. Μάλιστα, την ώρα που περνούσα απάνω απ’ το κεφάλι το πουκάμισο μου, είδα κατακάθαρα το θείο μου να βάζει τα γυαλιά του με το μακρύ μαύρο κορδονάκι. Κατόπι πέρασαν σαν αστραπή από το νου μου χίλια πράματα και, στο τέλος, ένας κουτσός Εβραίος και κάποιος γέρος Κινέζος Τηλ, αντάμα με τον οποίον έπαιζα χαρτιά στην Καλκούτα.
Έμεινα περισσότερο από μισή ώρα στη θάλασσα. Κατόπι έφαγα κάτι και, τρώγοντας, αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα ύστερ’ από τρεις ώρες απάνου κάτου. Το κέφι μου ήτανε σε πολύ καλή κατάσταση.
Ξακολούθησα να περπατώ, σαν ένας άνθρωπος που ξέρει πού πηγαίνει. Όξω απ’ τα θαλασσοπούλια, δεν είδα άλλο ζωντανό
πλάσμα. Με ξαλάφρωση έπεσε το μάτι μου, ύστερ’ από λίγο, σε κάτι βράχους απάνου σ’ ένα μικρό βουνό, που στράβωνε η κορφή του απαράλλαχτα όπως η ράχη ενός βοδιού που ’ναι πλαγιασμένο απάνου στο πλευρό του. Φτάνοντας εκεί απάνου, έμεινα σαν χαζός μπροστά σ’ έναν κόσμο βράχους, που ακουμπούσαν ο ένας απάνου στον άλλο σε μιαν απερίγραπτη σύγχυση· θα λεγε κανένας πως τους πρόφταξα απάνου στη στιγμή να κουτρουβαλήσουν. Από τ’ άλλο μέρος, το βουνό κατέβαινε στρωτά έως τα νερά ενός μικρού κόρφου, που ήτανε κλεισμένος απ’ όλα τα μέρη. Θεέ μου! Τι ουράνια ειρήνη μου ήρτε μπροστά στο λησμονημένο αυτό κομμάτι της θάλασσας!... Από κει που στεκόμουν ξεχώριζα κάτου από το καθαρό νερό τις πέτρες και τις πράσινες σκιές του βυθού. Με μιας φούσκωσε η καρδιά μου από κέφι. Τα ουράνια άνοιξαν απάνου απ’ το κεφάλι μου κι ο Θεός μου έστελνε τη χαρά του.
Η στεριά, χέρσα και μπάσα, έζωνε, όπως είπα, από παντού τη θάλασσα, και τελείωνε σε μια γλώσσα άμμο, που προχωρούσε σε μικρή απόσταση απ’ το βουνό που πατούσα, με τρόπο που ν’ αφήνει μεταξύ τους ένα στενό λαιμό θάλασσα, όχι πλατύτερο από μισό μίλι. Κείνη την ώρα το ρέμα τραβούσε ζωηρό όξου στο πέλαγο, όμοιο με μια μεγάλη μαβιά κορδέλα ανάμεσα στις δυο κίτρινες στεριές του μπουγαζιού.
Κατέβηκα και σταμάτησα στο ρηχό ακροθαλάσσι. Μιαν ιδέα πέρασε από το κεφάλι μου, κι άλλα πράματα που δεν ήταν ιδέες, ως φαίνεται. Ωστόσο ήμουν σε αλλόκοτη κατάσταση. Σα να γνώριζα αυτό το μέρος. Αν δεν ντρεπόμουν, θα ’λεγα πως ήτανε απ’ όσα είχα δει μέσα στα όνειρά μου... Σύντομα, αφού ξέρουμε πως χίλια πράματα πλανιόνται σαν κολασμένες σκιές σε τόσο αμέτρητο βάθος, που έως τη συντέλεια του κόσμου δε θα φτάσει καν μια χλωμή αχτίνα του λόγου, κάθισα και σκεδίασα με τη φαντασία ένα μικρό σπιτάκι, χαμηλό και μαυρισμένο, μ’ ένα φράχτη γύρω του, για να ’ναι πιο συμμαζωμένο, με μια μικρή πόρτα, απ’ όπου να μπαίνει κανείς σκυφτά. Ένας άνθρωπος τυλιγμένος με χοντρά ρούχα φτάνει μπρος στο σπιτάκι και το κοιτάζει με αγάπη, τρίβει τα χέρια του και μπαίνει μέσα, κατόπι του ακλουθά ένας σκύλος. Από μια μικρή καμινάδα, που διακρίνεται απάνου στο καλύβι, βγαίνει χαρούμενα ένας καπνός μέσα στην ερημιά. Δυο μικρά παραθυράκια είναι ανοιχτά προς τη θάλασσα, κι από μέσα βλέπει κανένας τα θαλασσοπούλια, που ασπρίζουν μαζεμένα απάνου στο νερό, και τα μεγάλα ψάρια. Ακόμα και κανένα μαυράδι στην αντικρινή αμμουδιά, που κάθε φορά που θα πέσει το μάτι σου απάνω του το παίρνεις για άνθρωπο, ενώ ξέρεις πια πως είναι μια πέτρα... Δοξάζεις το Θεό που δε φτάνει έως εδώ η κακία του διαόλου. Λες: «Είμαι ευτυχισμένος. Ο ήλιος βγαίνει απάνου στο νησί μου μονάχα για μένα, για τα θαλασσοπούλια και για τις φώκιες, και το βράδυ θα φάγω το ψωμί μου με ψυχή γεμάτη από ειρήνη. Είναι πολλά χρόνια που ’χω ξεχάσει τους ανθρώπους. Θυμάμαι το μύθο του Πυθαγόρα, που από φιλόσοφος έγινε βασιλιάς, γυναίκα, άλογο, ψάρι, βάθρακας, σκαντζόχοιρος και, στο τέλος, όταν μεταμορφώθηκε σε κόκορα, είδε πως ο άνθρωπος είναι το πλέον κακομοιριασμένο απ’ όλα τα πλάσματα... Οι μεγάλες πολιτείες μου έρχουνται κάποτε στο νου σαν όνειρα, μα χάνουνται γλήγορα, και βγαίνω ν’ ακούσω τη φώκια που γαβγίζει. Δεν περιμένω τίποτα αύριο, ούτε την άλλη βδομάδα, για να έχω ανησυχία. Ο καιρός δε φαίνεται καν πως περνά, ούτε τρέχει, ούτε σταματά, δεν το καταλαβαίνω διόλου, γιατί καμιά βία δε με κάνει να τον συλλογίζουμαι... Ξέρω πως οι πιο κουτοί άνθρωποι του κόσμου θα μπορούσαν να με περιπαίξουν όπως ένα παιδί, γιατί κατάντησα πολύ απλός. Κάποτε δακρύζω για τιποτένια πράματα, που δεν αρμόζει καθόλου, όπως όταν βλέπω την ίσια και απλή γραμμή που τελειώνει ο Ωκεανός ή όταν ο σκύλος μου ζουρλαίνεται από ευτυχία και μου δείχνει περσότερη ευγνωμοσύνη απ’ όσο χρειάζεται ...»
Γυρίσαμε στο Φαγκούα με το φεγγάρι. Οι δυο σύντροφοι μου τα χάλασαν μαζί μου· με κατάλαβαν, λέγει, γι’ άνθρωπο που χάνει τις ώρες του να συλλογιέται τον Παράδεισο, όπως οι καλόγεροι του Τολέδου. Τους άφησα να λεν· είπα πως οι πιο κουτοί άνθρωποι του κόσμου μπορούν να με περιπαίξουν σαν ένα μωρά, γιατί κατάντησα πολύ απλός...
Ο Όσο πέρασε απ’ το μυαλό μου. Τι κουταμάρα κι εκείνος ο άνθρωπος, να σέρνει μαζί του ένα ξύλο χωρίς αιτία!...
Είκοσι τέσσερις ώρες ήμουν αναίσθητος από το μεθύσι... Ήπια όλη τη μέρα μαζί με τον αράπη. Στην παρέα μας ήτανε κι ένας καπετάνιος που, χωρίς άλλο, όπως κατάλαβα, χρωστούσε το κορμί του στο νέγκρο, όπως χρωστούσε την ψυχή του στο διάολο. Κρατούσε τα μάτια του ολοένα κλειστά σα να μην του χρειαζόντανε, το στόμα του ήτανε στραβό. Όταν μιλούσε, έκανε σαν νεροπρίονο από τη σβράχνα.
Εγώ όλο αυτό το διάστημα βρισκόμουν μέσα σε πυκνό καπνό, όπου δεν έβλεπα άλλο τίποτα, όξω απ’ το κεφάλι του Τιν Τιν, που γυάλιζε σαν μποτίλια. Θυμάμαι ακόμα πως έβαλα το χέρι μου κι άρπαξα ένα πλατύ μαχαίρι που είχε ο αράπης στο κίτρινο ζουνάρι του... Γιατί τώρα κάθουμαι κι ιστορώ πράματα έτσι τιποτένια;...
Μα μήπως χρωστώ και σε κανέναν τίποτα; Αρμόζει να γελάσω με την κουταμάρα που έκανα, γράφοντας έναν πρόλογο μπρος από την ιστορία μου, για να με συμπαθήσουν, αν τυχόν χάνομαι κάποτε σε πράματα που δεν είναι καμιά βία... Γιατί τάχα; Είναι εύκολο να πάρεις το μαχαίρι απ’ τη μέση ενός μεθυσμένου; ... Κι έπειτα μου περνά μια ιδέα: θέλω να δείξω πως δε μου πάει να κρύψω με τι λογής πρόσωπα είχα να κάνω, και πως δε ντρέπουμαι για ό,τι έκανα. Κι ακόμα, μπορείτε να μάθετε πως τ’ όνομά μου είναι Βάκα Γκάβρο. Στ’ ανάθεμα η τρέλα που με βαστά, μη τυχόν πει ο κόσμος πως είμαι ματαιόδοξος... Μήπως δεν είμαι; Κι έπειτα, για ποια αιτία να κρύβω τ’ όνομά μου, αφού δε μένει απ’ το σόι μου κανένας πίσω μου για να ντροπιαστεί;... Το κάτου κάτου, τ’ όνομά μου δεν έχει να κερδίσει τίποτα· η ιστορία μου φαίνεται πως είναι γραμμένη από ένα χοντρό κεφάλι, αν βγάλει κανείς όξω τον πρόλογο, που μοιάζει πως μαστορεύτηκε από χέρι συνηθισμένο να γράφει βιβλία. Ο Θεός ξέρει πόσο κόπιασα να τον φέρω σε τέλος και, μα την αλήθεια, δεν είχα πει τέτοια πράματα ποτές μου, ούτε τότε που σπούδαζα στη Μπομπάη. Τόσο, που δεν πάει το χέρι μου να τον ξεσκίσω..., λες πως μιλά ένας άνθρωπος πολύ καλοαναθρεμμένος, με άσπρα και μαλακά χέρια...
Μια βδομάδα έπινα ακατάπαυστα. Την άλλη μέρα ήμουν σαν πεθαμένος... Κούραση και ατονία... Ο κόσμος αυτός με πνίγει. Δουλεύουν σαν μανιακοί και τσιρομαχούν όλη τη μέρα σαν κότες μέσα σε κοτέτσι...
Με πειράζουν, με πιάνουν τα νεύρα μου, μου φαίνεται σα να μου ζητούν να στήσω μάτι σε ό,τι κάνουν, και φωνάζω: Να σας πάρει ο διάολος!... Έπειτα ησυχάζω, το μυαλό μου βουτά σ’ ένα δροσερό φως, κι η καρδιά μου κολυμπά μέσα σε μια βαθειά πράσινη λίμνη...
Ξαπλώνουμαι στο χώμα και κοιτάζω τα ζωύφια που κουβαλούν μικρά κομμάτια άχυρο… Κατόπι σηκώνουμαι, βλέπω την ατελείωτη θάλασσα και δακρύζω απ’ τη χαρά μου που είμαι μοναχός... Ο Όσο με το μακρύ ξύλο του έρχεται συχνά στο νου μου, σα να θέλει να τον συνηθίσω και να μη γελώ μαζί του.
Σκαλίζω μέσα στις τσέπες μου και κάτι μου δροσίζει το λαρύγγι. Ανοίγω το χέρι μου και βλέπω μέσα. Συλλογίζουμαι: τι τάχα με μποδίζει να περάσω όσες μέρες μου απομένουν απάνου στο Ζάτο;... Αυτό που έχω μέσ’ στην απαλάμη μου είναι χρυσάφι...
Πρώτη φορά στη ζωή μου κατάλαβα πόσο άθλιος θα ’μουν αν μου έλειπε... Ο καημένος ο Όσο δεν μπορεί να μείνει περσότερο από μια βδομάδα στο Ζάτο, κι ίσως τις μισές μέρες κάθεται πεινασμένος... Σίγουρα εκεί που σταμάτησα, σιμά στο ρηχό ακρογιάλι, σκεδιάζει κι εκείνος το σπιτάκι του απαράλλαχτο με το δικό μου, με δυο παραθυράκια που βλέπουν στη
θάλασσα και με μια καμινάδα που καπνίζει μέσα στην ερημιά...
Τον πέτυχα στην παλιά αποθήκη που καθόταν. Να πάρει η οργή! Τι παράξενος άνθρωπος!... Με κοίταξε αδιάφορος, σα να περίμενε ένα τέτοιο ανέλπιστο πράμα... Πού να περιμένει κανένας ένα τέτοιο θάμα! Ένας άλλος δε θα πίστευε στ’ αυτιά του, θα πηδούσε από χαρά, ύστερ’ από τέτοιον έρωτα με τ’ άσπρα ξερόνησα του Ζάτο. Του είπα: Έχω όσα λεφτά θέλεις, για να ζήσουμε μονάχοι, τα χρόνια που μάς απομένουν... Κρύφτηκε ο μισός πίσω απ’ το κλειστό φύλλο της πόρτας, και με δυο λόγια μου έδωσε να καταλάβω πως δέχεται να μοιραστεί με μένα την ερημιά απάνου στο Ζάτο...
Πως δέχεται!... Από κείνη τη μέρα δε μου ’ρχεται να γελάσω, όταν περνά απ’ το μυαλό μου, φορτωμένος με το μακρύ ξύλο που συνήθιζε...
Όλος ο κόσμος στο Φαγκούα απόρησε για την τρέλα μας.
Κόψαμε πέτρες απ’ το βουνό. Ο Όσο με πήρε να μου δείξει μια φλέβα π’ ανάβρυζε καμιά πεντακοσαριά μέτρα απάνου κάτου μακριά από το καλύβι μας. Το σπιτάκι ήτανε σα ζωγραφιά. Τι όμορφα!... Ήμουν σαν πιωμένος. Ευλογημένα να ’ναι τα θεμέλια σου! Η ειρήνη σε χαϊδεύει. Εδώ κοντά σου θαν αναπαυτώ μια μέρα.
Φτιάξαμε ένα μεγάλο καλύβι κι ένα μικρό κελάρι, κολλημένο από κει που βασίλευε ο ήλιος. Απ’ το μέρος του βουνού ο τοίχος ήτανε τόσο χαμηλός, που η σκεπή τον έκρυβε κάτου απ’ το φτερό της, καθώς άγγιζε σχεδόν στο χώμα. Από τη θάλασσα ήτανε ψηλός ως τρία μέτρα, με δυο μονόφυλλα παραθυράκια. Η πόρτα έπιανε το κομμάτι του τοίχου που άφηνε όξω η αποθήκη, όπως έφραζε μονάχα τον μισόν, σχηματίζοντας μια γωνιά προς το μέρος του βουνού. Η αποθήκη είχε και κείνη μια μικρή πόρτα απάνω στη θάλασσα. Μέσα, το μεγάλο καλύβι το χωρίσαμε σε δυο, το κάθε μέρος μ’ ένα παράθυρο. Στο ένα βρίσκουνταν η οξώπορτα που ανάφερα, και μια άλλη μικρούτσικη που μπαίναμε στην αποθήκη. Το δεύτερο χώρισμα ήτανε το σαλόνι μας. Ψηλά μαύριζαν τα χοντρά δοκάρια της σκεπής. Κάτου, το πάτωμα το ’στρωσα μ’ ένα ταπέτο ολόμαυρο, κι έπειτα έριξα από πάνω πολλά τομάρια που τ’ άφηναν να φαίνεται μονάχα κάπου κάπου. Μπροστά στο ξύλινο κρεβάτι μου είχα στρωμένη μια μαύρη αρκούδα της Γιαπωνίας, που διατηρούσε το κεφάλι και τα νύχια. Κάτου απ’ το παράθυρο βρισκότανε ένας μικρός καναπές και μπροστά του ένα στρογγυλό τραπεζάκι, που χανότανε μέσα στο βυσσινί τραπεζομάντιλό του, όπως άπλωνε σαν μεγάλη μέδουσα ένα γύρο, απάνου στο πάτωμα. Στη γωνιά στερέωσα μια μαύρη θέση με κάμποσα βιβλία, που δεν τα διάβαζα ποτές, και πλάγι ένα τραπέζι, κι απάνου σ’ αυτό μπορούσε να δει κανένας ένα μπρούντζινο καλαμάρι κλεισμένο και λίγα φύλλα χαρτί πλακωμένα μ’ ένα κομμάτι από κείνο το είδος του ανδαλουσίτη, που τον ονομάζουν οι γεωλόγοι χιαστόλιθον.
Μάζευα ό,τι εύρισκα στην ακροθαλασσιά, έναν κόσμο κοχύλια και τσόφλια, είτε χρωματιστές πέτρες. Όλα αυτά τα στόλιζα εκεί μέσα. Μού ’καναν μια βαθειά εντύπωση, όσο τίποτα στον κόσμο... Έστεκα ώρες και τα κοίταζα, σηκωνόμουν κι έβλεπα απ’ το παραθυράκι τα βουνά και τη θάλασσα, κι άκουγα σκεφτικός το ξύλινο ρολόγι, που το ’βαζα να δουλεύει μόνο για τικ τακ, χωρίς να δείχνει την ώρα.
Πολλές φορές μου φαινότανε πως ερχόμουν κείνη τη στιγμή στον κόσμο· σα να περνούσε ένα φως μπροστά απ’ την ψυχή μου κι απορούσα, λες κι έβλεπα πρώτη φορά τα βουνά και τη θάλασσα. Έριχνα τότε μια ματιά απάνου στους τοίχους, σα να μετρούσα με το μάτι δυο ζωγραφιές, ένα πιστόλι, ένα τουφέκι κι ένα βαρόμετρο με σκαλιστό ξύλο κρεμασμένο απάνου απ’ το τραπέζι μου. Έτριβα τα χέρια μου από ευτυχία και κούμπωνα το σακάκι μου, σα να ’θελα να την κλείσω μέσα στο ρούχο μου... Οι γλάροι πετούσαν απ’ όξου, κολυμπώντας με τα λευκά φτερά τους μέσα στο φως της καθαρής μέρας.
Νότα. - Από δω και πέρα η ιστορία μου κόβεται απ’ ένα δυο κομμάτια τραβηγμένα μέσα απ’ ένα ημερολόγιο, που κρατούσα τις μέρες που η ζωή μου ήτανε ήσυχη. Αυτές οι μέρες έμειναν οι πιο χρυσές της ζωής μου. Έτσι, κοντά στο ότι οι σημειώσεις τούτες δείχνουν την κατάσταση που βρίσκουνταν τότε η ψυχή μου, τώρα που τις ξεσηκώνω σα να γλυκαίνουν ακόμα μια φορά τις πικρές μέρες που περνώ, γέρος και τριγυρισμένος από πρόστυχα πρόσωπα.
Ο Όσο καταγίνεται να ψήσει ένα παχύ πουλί κι έχει γεμίσει την κουζίνα με καπνό. Του κρατά συντροφιά μια λερωμένη γάτα με μαδημένα μουστάκια απ’ τα γηρατειά. Έχουμε τρεις κατσίκες κι εφτά χήνες· θα ’χαμε και τον Πρίγκιπα, το σκυλί μας, αν δεν ψόφαγε δεν ξέρω από τι, τις πρώτες μέρες.
Έχουμε κι ένα κότερο. Το αράζουμε μπροστά στο καλύβι μας και το κατάρτι του ξεμυτίζει απάνου απ’ τη στέγη, σαν μια ψιλή γραμμή με μια στενόμακρη κόκκινη σημαία στην άκρη. Πολλές φορές τη μέρα σκύβω απ’ το παράθυρο μου να το δω. Όταν δεν είναι άσκημος ο καιρός, το παίρνω και γυρίζω όλη μέρα μέσα στο μπουγάζι μετρώντας με το σκαντάλι τα νερά. Συχνά τ’ αράζω κάπου στην αντικρινή αμμουδιά κι εγώ παίρνω, όπως αγαπώ, την ακρογιαλιά για κανένα σπάνιο κοχύλι. Από κει βλέπω το σπιτάκι μας και το βουνό που στέκεται από πάνω του. Διακρίνω τον Όσο που τριγυρίζει... Οι κατσίκες που βόσκουν ψηλά, μοιάζουν σαν κρεμασμένες, γιατί το βουνό φαίνεται από μακριά ολωσδιόλου όρθιο...
Μιαν άσπρη πέτρα απάνου στον άμμο, ένα κομμάτι ξύλο, που κείτεται στ’ ακρογιάλι, τραβούν την προσοχή μου. Τα πιο ασήμαντα πράματα, εδώ μου φαίνονται γεμάτα από ενδιαφέρο. Στα πλάτη τούτα η φύση είναι απλή και πρωτόγονη, έρημη, χωρίς το άσωτο γεννοβόλημα των όντων. Η ζωή είναι λίγη και σπάνια, και χάνεται μέσα στο χάος που λέμε Γης και Νερό!...
Βλέπω τα πράματα ίσια, χωρίς η εντύπωση να βλαφτεί απ’ ό,τι έμαθα να καταλαβαίνω ως τώρα, λέγοντας αυτά τα δυο λόγια: Νερό και γης... Εδώ καν δεν υπάρχουν πλέον ονόματα, παρά τα ίδια πράματα πέφτουν απάνου στην ψυχή μου με το βάρος τους, άγρια κι αδιάφορα, γυμνά από τη φιλική διάθεση, που τους δίνει στα μάτια μας η ανθρώπινη γλώσσα...
Περισσότερο δεν μπορώ να μιλήσω ούτε καλύτερα γι’ αυτά τα πράματα... Μια φορά εγώ καταλάβαινα με ανακούφιση να μου έρχεται η ανθρώπινη διάθεση (ας πούμε έτσι) μπροστά στα πραματάκια που είπα παραπάνου... Πολλές φορές μου έτυχε να κουβαλήσω στο καλύβι μου μια τυχαία πέτρα από δυο μίλια, για να την πετάξω απ’ το παράθυρο, απορώντας πώς μου ήρτε να τη μαζέψω... Το καλύβι κι όσα μαρτυρούσαν το χέρι του ανθρώπου μ’ έκαναν να έρτω στον εαυτό μου...
Βγαίνω όξω και στέκουμαι με σύγκρυο στον ίσκιο που απλώνει στο χώμα. Κατόπι ανεβαίνω στο βουνό και καθίζω σε μια πέτρα σαν ξαφνισμένος. Το μάτι μου πέφτει από ψηλά απάνου στο καλύβι κι η καρδιά μου χτυπά δυνατά...
Πέρα ο άμμος της ακρογιαλιάς κιτρινίζει, έρημος και απλός. Κάποτε κάποτε καμιά φώκια σέρνεται αργά, σαν λαδωμένο τουλούμι, και λιάζεται...
Ξεχωρίζω τα τρία ασπρόνησα. Μού φαίνουνται σα να κρέμουνται μέσα στο χάος, που αρχίζει κάτου απ’ τα πόδια μου και χάνεται μέσα στον ορίζοντα, ανακατεμένο με τον αγέρα... Όταν βρέξει κιτρινίζουν και δε φαίνουνται καθαρά, προ πάντων ύστερ’ από το μεσημέρι. Όταν όμως ο καιρός είναι ξηρός, γίνουνται κάτασπρα, πλουμισμένα με πολλά κόκκινα σημάδια.
Λέγω μέσα μου: Κάθουνται με σιωπή και περιμένουν το τέλος του κόσμου. Τι ιδέα κι αυτή! Μα καλά καλά δεν είναι
αυτό που θέλω να πω... Όταν τ’ αντικρίζω, θυμάμαι τα λόγια που έγραψε ένας σοφός κάτου από το χάρτη του φεγγαριού: «Εδώ ούτε άνθρωποι κατοικούν, ούτε οι σκιές των πεθαμένων έρχουνται.»
Μουρμουρίζω: Τι γίνεται άραγε αυτή τη στιγμή στον πάτο του Ωκεανού...
Κάθουμαι κάμποση ώρα σαν κουτός, λες μούδιασε το μυαλό μου.. .
Τον χειμώνα κλεινόμαστε μέσα για πολλές μέρες. Η κουμπάνια μας ήταν πλούσια σε όλα. Για ψωμί τρώγαμε γαλέτα. Οι χήνες όταν ζητούσαν να βγουν, ανοίγαμε την πόρτα της αποθήκης και πετούσαν στη θάλασσα. Δυο και τρεις μέρες, πετούσαν κι έβοσκαν μαζί με τ’ άλλα θαλασσοπούλια. Γύριζαν όμως ταχτικά στο καλύβι, κι όταν έφταναν απ’ όξω, φωνάζανε να τις ανοίξουμε. Ως το τέλος δεν έλειψε καμιά.
Μπορώ να πω πως δε φανερώνεται ούτ’ ένα σύννεφο, χωρίς να το παρατηρήσω με προσοχή απ’ το παράθυρό μου και να νιώσω μια βαθειά ευτυχία, όπως κυλά αρμενίζοντας μέσα στον αγέρα…. Ένα πουλί κράζει πετώντας πάνου από τη σκεπή και βγαίνω να το δω..., ακούγω για μια στιγμή τα δυνατά φτερά του που τα κουνά βιαστικά, κι έπειτα χάνεται. Απομένω συλλογισμένος... Πολλές φορές ύστερ’ από ’να τέτοιο, τιποτένιο περιστατικό κάνω την προσευχή μου... Ο ουρανός είναι ανοιχτός! Μέσα στα βαθιά νερά μυριάδες ψάρια και θηρία...
Απρίλης. - Ο καιρός είναι ψυχρός. Σήμερα, 5 του μηνός, άνοιξαν οι καταρράχτες των εφτά ουρανών. Μέσα στο μπουγάζι η θάλασσα είναι μαύρη απ’ το χώμα.
10. - Απόψε λίγο πριν βουτήξει ο ήλιος θυμήθηκα τους ανθρώπους. Η αιτία ίσως είναι το κατακόκκινο φως του ήλιου που βασιλεύει, ρίχνοντας μακριές σκιές απ’ όλα τα πράματα. Μού φέρνει στο νου τα χρωματιστά τζάμια της εκκλησιάς στην Γκόα. Τα παιδικά μου χρόνια! ... θυμάμαι ακόμα τις μύγες που κυνηγούνταν στον αγέρα κι ακτινοβολούσαν σαν άστρα...
Πολύ σπάνια, περνά απ’ το νου μου καμιά βουβή σκιά... Τρικλίζει σα μεθυσμένη κι έπειτ’ από λίγο σβήνει, όπως ο ίσκιος του καπνού της πίπας μου απάνου στον τοίχο, σα να καταλαβαίνει πως δεν έχω διάθεση να της δώσω γνωριμιά...
Κι αλήθεια, δεν έχω διάθεση να μου ταράξουν το κεφάλι. Ακόμα κι η αγάπη από μέρος των ομοίων μου θα ’τανε για μένα μιαν ανησυχία ανυπόφορη... Αυτά απάνου κάτου συλλογίζουμαι κοντά στο παράθυρό μου.
Κάτου απ’ τα μάτια μου ο αφρός πηδά κόκκινος απ’ τον ήλιο ανάμεσα στα βράχια.
Έρχεται κοντά μου ο Όσο και στεκόμαστε έτσι πολλήν ώρα χωρίς ν’ ανοίξουμε το στόμα μας.
3 Αυγούστου. - Σήμερα σώνεται η πέμπτη βδομάδα που δερνόμαστε χωρίς διακοπή από έναν καταραμένον άνεμο. Πρώτη φορά βλέπω τέτοια οργή... Η λύσσα του έχει αλλάξει την όψη της γης σε τέτοιο σημείο, που μας στέκει δύσκολο να γνωρίσουμε το μέρος που έχουμε μπροστά στα μάτια μας... Είμαστε κουβαριασμένοι μέσα σ’ ένα χάος. Αυτή τη στιγμή η θάλασσα δεν κρατά πια τίποτα που να είναι για μάτια ανθρώπινα.. .
Σήμερα το πρωί η φουρτούνα έδειξε πως θα λασκάριζε, κι ο αγέρας ως το μεσημέρι έπαιξε με τόσην υποκρισία, που μας γέλασε. Άξαφνα όμως ξεχαλινώθηκε, αφού έστριψε λίγα γράδα ανατολικά. Στρίβει από νοτιά σε γαρμπή. Μέσα στο λιμάνι η θάλασσα χοχλάζει όπως το νερό μέσα στο λεβέτι. Τα μικρά κύματα είναι πυκνά, και τρέχουνε γλήγορα γλήγορα, βγάζοντας ένα κούφιο σφύριγμα· δεν αφρίζουν διόλου, μονάχα κάτι μεγάλες φούσκες, ανάριες και θολές, πηδούν από παντού απάνου στο νερό...
Το κότερο μας έχει βουλιάξει· στέκεται όμως ακόμα απάνου στην καδένα του. Ο Ωκεανός φαίνεται απ’ όξω μονάχα στο μέρος που χαμηλώνει η αντικρινή στεριά, ή καλύτερα δεν ξεχωρίζουμε παρά μια πυκνή θολούρα, μέσα στην οποία από καιρό σε καιρό απλώνει μιαν ασπράδα...
Η ερημιά σφίγγει το λαρύγγι και στουπώνει τη σκέψη. Το φως της μέρας είναι κιτρινωπό και θολό, σα να βλέπουμε μέσ’ από χρωματισμένο γυαλί μιας μποτίλιας. Λες είναι η τελευταία μέρα του κόσμου... Δε φαίνεται ένα καν φτεράκι μέσα στον ουρανό...
Μέσα στο καλύβι όλα είναι ήσυχα, Η φωτιά καίγει και ο Όσο πελεκάει μιαν πίπα. Κοντά του κάθεται ο γάτος μαζεμένος απάνου σ’ ένα ξύλο της φωτιάς και, κάπου κάπου, ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει τον Όσο, σα να τον ρωτά τι τρέχει.
Όσο για μένα, αφουγκράζουμαι τη βουή με το ίδιο αίσθημα που δοκιμάζει κανένας, όταν χώνει το κεφάλι στο σκέπασμα του για να γλυτώσει από τα φαντάσματα.
Καθώς ετοιμαζόμουν ν’ ανέβω στο κρεβάτι μου, μια τρούμπα αγέρας κατέβηκε απ’ την καμινάδα, βουίζοντας σαν κανόνι· μου φάνηκε πως την κρέμνισε... Ο Θεός ας βοηθήσει απόψε.
11. - Ξεράθηκα σαν είδα, σήμερα το μεσημέρι, τον Όσο να μπαίνει μέσα μ’ ένα ανθρώπινο καύκαλο ανάμεσα στις χερούκλες του. Μου ’πε πως ήτανε κάποιου Εγγλέζου απ’ ένα καράβι, που είχε τσακιστεί απάνου στο νησί προ πολλά χρόνια. Από τους τρεις που είχανε γλυτώσει, ο ένας πέθανε· οι άλλοι δυο περιμαζεύτηκαν απ’ ένα γαλλικό καράβι που σίμωσε στο νησί για φώκιες. Τα κόκαλα τα χε βρει μιαν άλλη φορά που είχε περάσει λίγες μέρες απάνου στο Ζάτο.
Σφάξαμε και την τελευταία χήνα μας. Ο Όσο είναι χαρούμενος και τη μαδά σφυρίζοντας. Τον κοιτάζω. Η μύτη του στάζει και τα μάτια του δείχνουν πως ο νους του γυρίζει σε μακρινά μέρη...
Μια σιδερένια χούφτα μου σφίγγει την καρδιά, μόλις περάσει απ’ το μυαλό μου πως δεν έχω άλλον στον κόσμο εξόν απ’ αυτόν…. Ο καημένος ο Όσο... Δεν ξέρει πώς να μου δείξει την αγάπη του. Στο τραπέζι σηκώνεται πολλές φορές να μου φέρει ό,τι φαντάζεται πως έχω ανάγκη... Μου φέρνει δέκα φορές περσότερα απ’ ό,τι μου χρειάζεται. Γεμίζει το πιάτο μου με το καλύτερο μέρος κι εκείνος κρατά τα κόκαλα. Με βάζει να καθίσω πλάγι στη φωτιά κι εκείνος έχει πίσω του το παράθυρο, απ’ όπου μπαίνει η ψύχρα της νύχτας. Κάθε στιγμή με ρωτά: Κρυώνεις; Σηκώνεται μασώντας και συδαυλίζει τη φωτιά..., κατόπι ξανακάθεται, καρφώνει τα βαθιά μάτια του σιωπηλά σ’ ένα μέρος μπροστά του, κι εξακολουθεί να μασά αργά με τα δυο ή τρία δόντια του, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.
Τα λόγια του είναι ανάρια. Σχεδόν ανοίγει το στόμα του μονάχα για ν’ απαντήσει· απαντά σύντομα, αλλά με μεγάλη προθυμία. Μου φαίνεται σα να λέγει: Το φταίξιμο είναι δικό σου που με κάνεις να μιλώ τόσο πολύ. Με σκλαβώνει με την αυστηρή σιωπή του, γιατί ξέρω πως πίσω απ’ αυτήν τη σιδερένια πόρτα κρύβεται η πιο τρικυμισμένη ζωή. Τα λόγια του είναι για μένα όπως πολύτιμα πετράδια σκόρπια απάνου σ’ ένα τραπέζι σκεπασμένο με μαύρη τσόχα... Κλείνουμε τα μάτια μας, και μπορούμε τότες να δούμε να φωσφορίζουν αμέτρητα ρουμπίνια μέσα σε μια σκοτεινή κοιλάδα.
Κανένας άνθρωπος απ’ όσους γνώρισα δεν άφησε βαθύτερα σημάδια μέσα μου με τα λόγια του, όπως ο Όσο με τη βούβα του... και πάλι δε θυμάμαι τίποτα που να μοιάζει με τη φωνή του..., ένα βαρύ σκαντάλι, που κατέβαινε έως εκεί που δε φτάνει τίποτα του απάνου κόσμου... Δεν ξέρει κανένας πού γεννήθηκε, και πολλές φορές παρακαλώ την άγρια ψυχή του να με συγχωρέσει αν τον πίκρανα, γράφοντας το μέρος που πέθανε...
Σ’ όλο το διάστημα που έζησα μαζί του ποτές δεν ανάφερε τίποτα για τους ανθρώπους. Μπορούσε να στοιχηματίσει κανένας πως αγνοούσε ολότελα την ύπαρξή τους. Είχε απάνου του την αδιαφορία των στοιχείων που σπάνει το ραχοκόκαλό μας. Ήτανε βουβός όπως όλα τα μεγάλα πράματα· όπως ο Θεός κι ο Άδης. Τίποτα δεν είχε τη δύναμη να τον βγάλει από τη χάλκινή του απάθεια...
Ξέρω πως ήτανε κοσμογυρισμένος... Είχε σταυρώσει τον Ινδικό σ’ όλα τα πλάτη, όπως ο φυλακισμένος το χώμα του κελιού του σ’ όλες τις διευθύνσεις, πλανήθηκε απάνου στ’ αμέτρητα νησιά του Μεγάλου Ωκεανού πολλά χρόνια, ναυάγησε απάνου στο Ουρούπ μ’ ένα γιαπωνέζικο καράβι, στο Τιοκόα της Πολυνησίας, στο Μπαλούκ του Φόο - ι - μάα...
Κάποτε λύγιζε στην περιέργειά μου, κι έλεγε δυο τρία λόγια, αλλά πάντα δεν ήτανε τρόπος να πει περισσότερα απ’ όσα έκλεινε η ερώτηση μου.
Η διήγηση του δεν έχει καμιά σχέση με το μυθιστορικό ύφος που αγαπούσα· δεν έδινε καμιά σημασία στο ό,τι ’ξιστόριζε. Η έκφραση του ήτανε παρόμοια με ενούς ζώου που θαυμάζουμε μέσα απ’ τα κάγκελα του κλουβιού, χωρίς εκείνο να σκοτίζεται για την κουταμάρα μας.
Για τη μαγειρική έδειχνε ένα μεγάλο ενδιαφέρο, αν και δεν ήτανε διόλου φαγάς.
Γενικά τον χαρακτήριζε μεγάλη ευκολία σε οτιδήποτε χρειάζεται δεξιότητα. Στο Φαγκούα άκουσα να μιλούν για τη μεγάλη πιδεξοσύνη του στ’ άρματα, προπάντων στο τεχνικό παίξιμο του σπαθιού. Συνήθιζε, όσες φορές ξεκινούσαμε για κυνήγι, να ζώνεται ένα πελώριο ναυτικό σπαθί, βαρύ και πολύ μεγαλύτερο απ’ όσα έχω δει αυτουνού του είδους. Στα χέρια του φάνταζε τόσο υπάκουο, που θα μπορούσε να συγκριθεί με του Πιέρσον, του Νορβηγού κουρσάρου, που έκοψε τ’ αυτιά σ’ εφτακόσιους αιχμαλώτους, χωρίς ν’ αγγίξει το λεπίδι στον ώμο κανενός τους...
Πολλές φορές μιλούσε με το γάτο, αλλά ποτές δεν τον άγγιζε με το χέρι του.
Δεν μπόρεσα όμως να ξηγήσω τη συνήθεια που είχε να κάνει τη φωνή του γλάρου και της φώκιας· συχνά ανακάτωνε τα λόγια του μ’ αυτές τις φωνές, χωρίς να υπάρχει κανένα σημάδι ευθυμίας στα μάτια του. Η έκφρασή του, όπως πάντα πέτρινη, έκοβε κάθε διάθεση που θα ’χε κανένας να πάρει το ιδιότροπο αυτό φυσικό για σημάδι ευθυμίας, σε τρόπον ώστε η εντύπωση να είναι τρομερότερη απ’ όσο φαντάζεται κανένας.
Όσο για την εξωτερική όψη του, η δυσαναλογία σπάνια περίπαιξε σε τέτοιο βαθμό τα αιώνια μέτρα της αρχιτεχτονικής του ανθρώπου. Τα χέρια του ήτανε κοντά, αλλά οι πελώριοι γρόθοι, που ήτανε κρεμασμένοι πάντα μακριά απ’ τα πλευρά του, έφταναν απάνου κάτου στην ίδια γραμμή με τα γόνατα· τα είχε γυμνά απάνου από τον άγκωνα. Ο δεξής ώμος του έγερνε, ίσως από το βάρος της χούφτας, που ήτανε χοντρύτερη απ’ την αριστερή, αν και της έλειπε ένα δάχτυλο κομμένο από τη ρίζα. Η κοιλιά του ήταν χωνεμένη κι έκανε πιο εχτρωματικό το φάρδος του στήθους.
Διατηρούσε το ανοιχτό βάδισμα της κουβέρτας. Απ’ τα πόδια του έλειπε ολότελα το γεφύρι, κι οι πατούνες του είχαν καταντήσει ίσιες όπως της αρκούδας και τόσο σκληρές, που τον άκουγα όταν περπατούσε απάνου στις πλάκες, σα να φορούσε γόβες.
Είχε ένα κεφάλι γυμνό και μεγάλο, και δυο αλαφρές μύτες απάνου στα βρεγματικά έδιναν στο καύκαλο ένα τετράγωνο σχήμα. Το πρόσωπό του ήτανε κατατρυπημένο από μια βλογιά, που σε πολλές μεριές ήτανε πυκνή και βαθιά όπως οι τρύπες του φελλού. Ένας αληθινός γόρδιος δεσμός από ζάρες σκέπαζε το κούτελό του απάνου απ’ τ’ αριστερό φρύδι· το στόμα του ήτανε χωρισμένο από μια μαχαιριά, που άπλωνε αχτινωτά απάνου στο δεξί μάγουλο, απαράλλαχτα όπως απάνου σ’ ένα τζάμι.
Τα μάτια του ήτανε βαθιά, τρομερά βαθιά, πέρα απ’ όσο μπορούσα να πιστέψω για ζωντανόν άνθρωπο. Για να πω πιο σωστά, δεν είδα ποτές περισσότερο από ένα μικρό άστρο στο βάθος της ματότρυπας· κάποτε τα έτριβε, καθώς τον πείραζε ο καπνός της φωτιάς, και το μεγάλο του δάχτυλο είδα πως χανότανε ολότελα, όπως μέσα στις άδειες ματότρυπες ενούς νεκροκέφαλου.
Δύσκολο πολύ θα μου ήτανε να του δώσω μιαν ηλικία. Ωστόσο, ποτές δε μου φάνηκε πιο νέος από εξήντα χρονών, και πάλι, πολλές φορές, σκέφτηκα πως πρέπει να έχει έρτει στον κόσμο έναν ή δυο αιώνες νωρίτερα από μένα. Έτσι, ακολουθώντας τη σκέψη μου, μάταια πάντα πάσκισα να φανταστώ τους ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους γεννήθηκε, το μέρος που αρκούδισε κι έπαιξε... Μπρος μου απλωνότανε άγρια η ερημιά του Ωκεανού...
Ένα βράδυ μου συνέβηκε μια περίεργη ιστορία. Δε θυμάμαι τι χρειάστηκα· η πόρτα του κελαριού ήτανε μισοκλεισμένη, και μονάχα μια λουρίδα απ’ το φως της κουζίνας έπεφτε απάνου στον αντικρινό τοίχο. Μπαίνοντας, είδα τον Όσο να κάθεται και να κοιτάζει προσεχτικά τη λουρίδα τούτη. Ερεθίστηκε σαν έσπρωξα την πόρτα, και με νευρική φούρια ρεγουλάρισε το θυρόφυλλο, με τρόπο που να σκεδιαστεί η φωτεινή γραμμή, απαράλλαχτα όπως ήτανε πριν. Κατόπι πέτρωσε ξανά, χαζεύοντας μπρος στον τοίχο.
Τα θαλασσοπούλια κράζουν όλη τη μέρα μέσα στο μπουγάζι. θα ’ναι χιλιάδες... Υπάρχουν μέσα όλα τα είδη, ακόμα και πολλά από κείνα τα κοχάλος, που είχα πρωτοδεί στο Φαγκούα.
Μια μέρα σημείωσα πως τα πουλιά αυτά μυρμήγκιαζαν πάντα σιμά στο μπάσιμο του μπουγαζιού· μου φάνηκε παράξενη η προτίμησή τους γι’ αυτά τα νερά, επειδής βρισκόντανε σε αδιάκοπον αγώνα να κρατηθούν στη θέση τους, απ’ το δυνατό ρέμα που τα ’σπρωχνε με βία· να, όμως, τι δεν μπόρεσα να καταλάβω ολότελα: Τα κουνήματά τους φανέρωναν πως όλα πάσκιζαν να φτάξουνε στο ίδιο σημάδι, απάνου στο οποίο μυρμήγκιαζαν όπως οι μέλισσες γύρω στην κυψέλη, γεμίζοντας τον αγέρα μ’ έναν πολύφωνον αλαλαγμό.
Την απορία μου αυτή για τον ερεθισμό που κρατούσε στο κοπάδι, ζωήρευε η σκέψη πως τα πουλιά αυτά είναι ειρηνικά, και κάνουν μια μοναδική εξαίρεση ανάμεσα σε όλα τα φτερωτά του Ωκεανού, τα πλέον οξύθυμα και αχόρταγα πλάσματα της δημιουργίας. Μπορεί να τα παραφυλάξει κανένας μέρες ολάκερες, χωρίς ν’ ακούγει περισσότερο από ’να μελαγχολικό και μονότονο σφύριγμα, με το οποίο σα να μαρτυρούν την ευτυχία τους ψαρεύοντας. Μακραίνουν πάντα από τις μάχες που στήνουν οι αχόρταγες άρπυιες του νερού, μόλις χαράξει η μέρα· είναι το μόνο σόγι που λείπει πάντα σ’ αυτά τα συμπόσια, που ’ναι προσκαλεσμένοι όλοι οι λαίμαργοι του Ωκεανού, απ’ τα φουσκωμένα άλμπατρα έως το μικρό θαλασσοχελίδονο.
Σαν ρώτηξα τον Όσο, μου ’πε πως ματώνουνταν για να πιουν από μια φλέβα γλυκό νερό, που ανάβρυζε μέσα στη θάλασσα, μην κοτώντας πια να ζυγώσουν στο νερό που παίρναμε εμείς, όπως τους στήναμε καρτέρι συχνά εκεί πέρα...
Μέσα στο χειμώνα, μια νύχτα, ο Όσο μου είχε πει με κάτι παράξενα λόγια πως δε θα ’τανε χαμένος κόπος ν’ ανοίγαμε, σαν καλοκαίριαζε, ένα πηγάδι, για να ’χουμε νερό κοντά μας.
Παραξενεύτηκα, γιατί πρώτη φορά έδινε γνώμη για ένα πράμα, χωρίς να του τη ζητήξω. Ακόμα, απόρησα για τη ζωηράδα που ’χανε τα λόγια του· μάλιστα, σα να μου φάνηκε πως έπιασα μια κάποια σκιά ταραχής απάνου του.
Αλλά, στον παράξενον αυτόν άνθρωπο, αν δεν ήταν κάποιο πλάσμα άλλης λογής, όλα φωνάζανε επανάσταση απάνου στους νόμους που μας κυβερνούν, και πολλές φορές δεν εύρισκα στην έκφρασή του την ελάχιστη ανταπόκριση με ό,τι έχουν κοινό όλοι οι άνθρωποι. Στο τέλος, βλέποντας πως χωρίς άλλο είχα μπροστά μου κάποιο πλάσμα που υπάκουε σε δυνάμεις άγνωστες, ή που δεν υπάκουε σε καμιά, συνήθισα ν’ αφήνω ανεξέταστο κάθε τι που έπιανε το μάτι μου απάνου του, τουλάχιστο τις ώρες που δεν έμοιαζε για άνθρωπος.
Ωστόσο, μέσα σε λίγες μέρες (βρισκόμαστε τότες στη μέση του Οκτωβρίου), οι τρόποι του πήρανε μια τόσο ζωηρή νευρικότητα, που με κράζανε καθαρά πλέον να προσέξω.
Δε μιλούσε πια ολότελα. Λιγότερο σιωπηλή θα ’τανε η συντροφιά μιας σκιάς του Άδη. Το έβλεπα, μάταια πάσκιζε να χαμογελάσει. Περνούσε από κοντά μου κι ανατρίχιαζα. Τις περισσότερες νύχτες κειτόμουν άγρυπνος. Εκείνος δεν κάλυβε διόλου τα μάτια του.
Ώρες ώρες δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυα μου. Από είκοσι πέντε χρόνια δεν είχε δακρύσει το μάτι μου.
Βορινά απ’ το καλύβι μας, μπροστά στην ανοιχτή θάλασσα, βρισκότανε ένα ίσιωμα ανάμεσα στην ακρογιαλιά και σε μια σειρά βράχια, που άφηναν μονάχα ένα στενό πέρασμα. Εκεί βρήκα ένα δυο φορές τον Όσο να κάθεται συλλογισμένος. Ακόμα μια φορά τον είδα να βγαίνει ταραγμένος, σα να τον κυνηγούσαν.
Ύστερ’ απ’ αυτά, όταν μου έδειξε τούτο το μέρος για να σκάψουμε για νερό, μου πέρασε η σκέψη πως πάσκιζε να ξεχώσει ίσως κάποιο θησαυρό. Ένα τέτοιο πράμα δεν μπόρεσε να μου δώσει την παραμικρή συγκίνηση και, μα τα κόκαλα του Αδάμ, παραξενεύτηκα για την ταραχή που έλαβε απ’ την αγάπη του χρυσαφιού, ένας άνθρωπος που τον είχα πάρει για πέτρινον.
Το χώμα ήτανε αφράτο, και το σκεπάζανε αραιά βρούλα και κάτι χαμόδεντρα, φορτωμένα από μαύρες μικρές ρώγες όμοιες με του σταφυλιού. Μερικά απ’ αυτά τα δέντρα είχανε σκαλώσει στο αψηλότερο μέρος του βράχου, κι όταν φυσούσε αγέρας, το ψυχρό τους σούσουρο τάραζε ξαφνικά τη σιωπή του τάφου, που κρατούσε κάτου. Εκεί, ο αντίλαλος ήτανε λες ζωηρότερος απ’ τον κρότο που ξανάλεγε· το αυτί μου άρπαζε τη χλωμότερη σκιά του ήχου, κι ανατρίχιαζα όταν ένα ξηρό φύλλο κρημνιζότανε από πάνου. Μερικές στιγμές μου φαινότανε πως ο αλαφρύτερος κρότος θα μου έσκιζε το καύκαλο.
Είχα πάει στο κυνήγι. Κάθισα σιμά στο κανάλι να ξεκουραστώ, όταν μου φάνηκε ν’ άκουσα πολλά μουγκρητά μαζί, σα να βέλαζε ολάκερο κοπάδι βουβάλια. Στ’ αυτί μου έφταναν πνιγμένα, λες κι έβγαιναν μέσ’ από τη θάλασσα. Έμεινα στη θέση μου πολλή ώρα, χωρίς να ξανακούσω τίποτα.
Ξεκινώντας για το καλύβι, έστριψα κατά τύχη το κεφάλι μου, κι είδα τον Όσο να ’ρχεται σαν μεθυσμένος. Δεν του μίλησα, διόλου (αρχίζω να τον φοβάμαι)... Κείνος όμως ανέλπιστα με σιμώνει, και μου φωνάζει στ’ αυτί με δυνατή και άγρια φωνή:
- Είναι ανάγκη ν’ αρχίσουμε το σκάψιμο αύριο, Βάκα Γκάβρο! Δεν μπορώ χωρίς εσένα...
Έπειτα έσφιξε τη γροθιά του και μουρμούριξε μέσα στο στόμα του κάτι τις που δεν το ξεχώρισα.
ΤΟ μούτρο του τίναζε νευρικά, όπως ο σβέρκος του αλόγου που το τσιμπά η μύγα. Το χείλι του κρεμότανε. Οι φλέβες του λαιμού του, χοντρύτερες απ’ το δάχτυλό μου, φούσκωναν να κρεπάρουν.
Τι μπορεί να καταλάβει κανένας απ’ όλα τούτα;...
Αρχίσαμε να σκάβουμε στις 27 Οκτωβρίου του 1873. Ο Όσο είχε γιατρευτεί άξαφνα ένα δυο μέρες πριν· μάλιστα, εκείνο το πρωί ήτανε στο κέφι.
Σαν φτάξαμε στο μέρος που ανάφερα παραπάνου, και μπήκαμε απ’ το μοναδικό πέρασμα, έκανε μπρος δεξιά, και σταμάτησε από
τομα στη ρίζα του βράχου, φορτωμένος ένα φτυάρι, έναν καζμά κι ένα σκοινί. Έριξε το σκοινί χάμου όπως ήταν κουλουριασμένο, και κάρφωσε τον καζμά στη μέση του γύρου που σκεδιάστηκε απάνου στο χώμα, αναστενάζοντας αλαφρά. Έπειτα έσκυψε και χάραξε ένα γύρο μια φαρδιά περιφέρεια, κι αμέσως πιάσαμε τη δουλειά μας με μεγάλη θέρμη.
Το χώμα ήτανε αφράτο και χωρίς πέτρες, επειδής δεν ήτανε παρά τα τρίμματα του βράχου που είχε σωριάσει το νερό της βροχής, και προχωρούσαμε τόσο γλήγορα, που το βράδυ της ίδιας μέρας είδαμε πως το πρωί ήτανε ανάγκη να στήσουμε ένα μάγγανο για τα χώματα.
Λίγο πριν απ’ τα μεσάνυχτα σηκώθηκε ένας δυνατός αγέρας· το πρωί βρήκαμε την πόρτα της αποθήκης πεσμένη απάνου στο χώμα· βαρθήκαμε να τη δέσουμε την ίδια ώρα, κι είχε περάσει το μεσημέρι όταν τελειώσαμε. Κατόπι στήσαμε το μάγγανο απάνου απ’ το πηγάδι, κι έτσι, αυτή τη μέρα δε σκάψαμε διόλου.
Την άλλη, ο άνεμος φυσούσε με την ίδια φούρια. Μποδισμένοι από άλλες δουλειές, μόλις πιάσαμε αξίνα στις τρεις ύστερ’ απ’ το μεσημέρι.
Μ’ όλον τον αγέρα, ο ήλιος έκαιγε μέσα στον ξηρόν ουρανό. Καθώς κατεβαίναμε κατά την ακρογιαλιά, δεχόμαστε στο μούτρο το θρυμματισμένο νερό σα σιφούνι, σε διακόσια μέτρα απ’ τη θάλασσα.
Εγώ ακολουθούσα πίσω απ’ τον Όσο, και τον έβλεπα να βαδίζει πέφτοντας απάνου στον άνεμο όσο να σχηματίζει με τη γης μια γωνιά όχι μεγαλύτερη από πενήντα μοίρες. Τα χοντρά του ποδάρια σήκωναν ένα σύννεφο από μικρές πέτρες, που μερικές χτυπούσαν απάνου στο πρόσωπο μου και στα χέρια μου.
Εγώ στάθηκα στο μάγγανο κι εκείνος έπιασε να σκάβει χωρίς να μιλήσουμε. Θα ’χε περάσει ως μισή ώρα, όταν τον άκουσα να με φωνάζει. Έτρεξα, θαρρώντας πως μ’ έκραζε ν’ ανεβάσω το κελετέρι με το χώμα.
Τον βρήκα με τη ράχη ακουμπισμένη στον τοίχο του πηγαδιού και με τα χέρια απάνου στα λυγισμένα γόνατα· έτρεμε σύγκορμος και το κεφάλι του κρεμότανε πάνου στο στήθος του. Τα χείλια του ήτανε ξεβαμμένα, κι απ’ το κούτελο του πηδούσανε χοντροί κόμποι ίδρωτα.
Πήδηξα μέσα και, πιάνοντας τον από τους ώμους, τον ρώτηξα τι έχει. Τα χέρια μου, όπως τα ’βαλα απάνου του, ετρέμανε μαζί του, και για μια στιγμή ένας δυνατός σπασμός με κλόνισε ολάκερο, σα ν’ άγγιξα σε ηλεχτρική στήλη. Στο κούτελό του ο ίδρωτας ανάβρυζε κι έπεφτε χάμου, χτυπώντας τη λεπτή σκόνη ωσάν λιωμένο μέταλλο.
Απάνου σ’ αυτά πέρασε από πάνου μας ένα στροβίλι, και δέχτηκα μια φούχτα χώμα στα μάτια. Χωρίς να τ’ ανοίξω, σκάλωσα όξω βλαστημώντας, και στάθηκα σε μια πέτρα για να μην πέσω.
Το κεφάλι μου βρισκότανε σε μεγάλη ταραχή. Τ’ ακούμπησα απάνου στα γόνατά μου, τηρώντας κλειστά τα μάτια μου. Για μια στιγμή άκουσα τη βουή της θάλασσας... κι έπειτα έπεσα σε μαύρο χάος. Οι αισθήσεις μου μ’ άφηναν, κι η εντύπωση για ό,τι με περιστοίχιζε θόλωνε ολοένα, ως που πύκνωσε στο σκοτάδι του τάφου.
Όταν άρχισα να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, σταμάτησα λες απάνου στο κατώφλι της ζωής, με τη συνείδηση συγχυσμένη και αμυδρότατη, όχι ζωηρότερη απ’ του ανθρώπου που τον παίρνει ο ύπνος.
Δεν ξέρω πόσο διάστημα έμεινα σε τούτη τη θέση. Στο τέλος άρχιζα να ξεχωρίζω, μέσα στ’ αμέτρητο βάθος που βρισκόμουν, την κανονική δοξαριά που έκανε το αίμα κρούοντας τα μηλίγγια, και μαζί μ’ αυτό έπιασε να σχεδιάζεται κάποια χλωμή εντύπωση πως κάτι έπλευε μέσα, στο κεφάλι μου.
Σε λίγο, μέσα στο καύκαλό μου βούιζε ένα χάος από μυριάδες κεντίσματα που δεν πρόφταιναν να καθαρίσουν σε μια σκέψη, καθώς φωσφόριζαν κι έσβηναν με μιαν άπιαστη γληγοράδα...
Το μόνο που θα μπορούσα να προσδιορίσω είναι μια επίμονη προσπάθεια να σκεφτώ, χωρίς να φτάνω ωστόσο να δέσω μια σκέψη. Θα ’λεγα ένα είδος φτέρνισμα που κόβεται ακατάπαυστα, χωρίς να ξεσπάσει, φέρνοντας μια θανάσιμη επιθυμία ν’ αρπάξω κάτι που ξέφευγε ολοένα. Στο τέλος πια το μυαλό παράλυσε μ’ ένα χτύπημα κι άφησα να κατρακυλήσω ξανά μέσα στην άβυσσο...
Όταν ανέβηκα στον απάνου κόσμο, δε βρισκόμουν πια καθισμένος στην πρώτη μου θέση, αλλά κειτόμουν μπρούμυτος απάνου στο χώμα, κι ο παγωμένος αγέρας της νύχτας ροκάνιζε τις πλάτες μου.
Λυτή τη φορά η ψυχή μου ανέβηκε μ’ ένα χτύπημα, τόσο απότομα, που τ’ αυτιά μου κρατούσαν ακόμα το γάβγισμα κάποιας ύδρας του ταρτάρου.
Αλλά να, που οι φωνές έβγαιναν σε λίγα βήματα από μένα, ανακατεμένες με το λυπηρό βούισμα που έβγαζαν τ’ αγριόδεντρα.
Δεν ήτανε η φωνή ούτε ζώου ούτε ανθρώπου· δεν είχε καμιάν έκφραση, είτε λύπης είτε πόνου είτε χαράς. Μονάχα ήτανε τρομερή, τρομερότερη απ’ ό,τι άκουσε ποτές άνθρωπος...
Α! Τώρα βλέπω πως με ζώνει η πιο σκληρή φτώχεια σε λόγια, για να δώσω στους ομοίους μου μια χλωμή ιδέα της φωνής που άκουσα... Ωστόσο, πάντα φύλαγα μιαν αθώα πίστη στην ανθρώπινη γλώσσα, όσο κρατούσα κλειστό το στόμα μου. Τι παράξενη απάτη, μπροστά στα πράματα να αισθανόμαστε αυτή την πεποίθηση τόσο βαθύτερα, όσο η εντύπωση είναι ζωηρότερη, και μια μέρα να βλέπουμε πως όλ’ αυτά στέκουνται τρομερά μακριά απ’ τη γλώσσα του ανθρώπου!...
Αφού δυνάμωσε δυο τρεις φορές με τέτοιον φριχτόν τρόπο, που κατάλαβα πως η καρδιά μου μ’ άφηνε, άρχισε σιγά σιγά να σωπαίνει, και κατάντησε στο τέλος σε κάτι κομμένα γαβγίσματα. Έπειτα δεν άκουσα, παρά το λυπηρό βογκητό του ανέμου μέσα στο χάος των βράχων, ωσάν να ’πεφτε απάνου στις φλόγες μιας ξελοχισμένης φωτιάς.
Περίμενα χωρίς ν’ αλλάξω θέση· σε λίγο όμως ένοιωσα τον εαυτό μου πιο ήσυχον, κι έκανα να σταθώ στα πόδια μου· μα μόλις έβαλα τα χέρια μου καταγής, με ξαναπήρε ο φόβος, και δε στάθηκε τρόπος να κρατήσω τα δόντια μου που κροτούσαν…
Τότες έφταξε στ’ αυτιά μου σαν μια βουή από πολλές φωνές, που λες ερχόντανε απ’ ένα μίλι μακριά· μου φάνηκε πως ανέβαιναν από τα βάθη της γης, ίσα ίσα κάτου απ’ το μέρος που ήμουνα πεσμένος.
Ύστερ’ από λίγο σώπασαν· και τότες η απερίγραφτη φωνή που είχα ακούσει πρώτα πρώτα βρυχήθηκε: Ουά..., ουά...», χωρίς τέλος, σα σκύλος που του ’σπασαν το πόδι.
Όταν έπαψε, κράτησε μια σύντομη σιωπή, κι υστέρα μια λυπηρή φωνή, μια ανθρώπινη φωνή χτύπησε καθαρά την ακοή μου. Γνώρισα τη φωνή του Όσο, μ’ όλο που ήτανε πολύ παραμορφωμένη· γιατί έκλαιγε. Θεέ παντοδύναμε! Ο Όσο! Παρακαλούσε! Έλεγε: «Ξεκούρασέ με, σενιόρ Λεοκάντιο! Σενιόρ Λεοκάντιο!» Έπειτα άρχιζε να κράζει με φριχτές φωνές, και σε λίγο πετάχτηκε όξω και στάθηκε με τα πόδια χωμένα μέσα στα χώματα.
Δεν ξέρω πώς δεν πέθανα από το φόβο μου!... Το λίγο φως της μέρας που κρατούσε ακόμα, τον φώτιζε αρκετά. Στο κούτελο του είχε μια πληγή, εκεί που αρχίζουν τα μαλλιά, και το αίμα έσταζε από την άκρη της μύτης του. Ωστόσο εκείνο που με πάγωσε ήτανε το ολάνοιχτο στόμα του. Το κάτω σαγόνι ήτανε πεσμένο σαν ξεκλείδωτο, κι απάνου στ’ αχείλι, που κρεμότανε κατάμαυρο όπως της αρκούδας, αναπαύουνταν η μεγάλη γλώσσα του, ενώ ένας άσπρος αφρός έβγαινε αδιάκοπα μέσ’ απ’ το στόμα του.
Μόλις έλαβα καιρό να τον δω, και ρίχτηκε πάλι μέσα στο πηγάδι, κράζοντας: «Σενιόρ Λεοκάντιο! Σενιόρ Λεοκάντιο!» Μιαν απερίγραφτη αντάρα ακλούθησε, και σύρτηκα τρέμοντας όξω απ’ το καταραμένο αυτό μέρος.
Ο άνεμος φυσούσε με μεγάλη μανία, και κάποια χλωμή αντιφεγγιά μού έδειχνε πως τα σύννεφα τρέχανε ολωσδιόλου χαμηλά.
Ευτύς ρίχτηκα, απάνου στο δρόμο του σπιτιού· μα σε λίγο είδα πως έπρεπε να περάσω σιμά από κάτι σκοτεινά βράχια, κι η ιδέα τούτη μ’ έκανε να περιτρέξω έναν μεγάλο γύρο ανάμεσα στα χαμόδεντρα που μαύριζαν εδώ κι εκεί.
Φτάνοντας στο καλύβι, ρίχτηκα μέσα με παραλυμένα γόνατα. Όλη τη νύχτα μέσ’ από το κρεβάτι μου άκουγα τον αγέρα, που βοούσε με φριχτή αγριάδα. Προς την αυγή με πήρε ο ύπνος και με κράτησε όλη τη μέρα μακριά απ’ τα βάσανα της γης.
Ξυπνώντας, είδα πως πλησίαζε να νυχτώσει, και πως η τρικυμία δεν είχε λασκάρει διόλου.
Την άλλη μέρα έμεινα μέσα. Στις τρεις τ’ απομεσήμερο το φως της μέρας θόλωσε τόσο, που άναψα το φως. Η τρικυμία βογκά με περισσότερη μανία από χτες, κι οι πόρτες κουδουνίζουν χωρίς ανάπαψη.
Κάθισα ώρες ολάκερες, έχοντας μπροστά μου το κερί που έκαιγε χωρίς την αλαφρότερη κίνηση· σε μια στιγμή μου φάνηκε σαν ψέμα πως ζούσα ακόμα στον κόσμο, που θυμόμουν πως κάποτε είχα γεννηθεί· το ίδιο κερί έστεκε στα μάτια μου άγνωστο και ακατανόητο. Σύντομα, ήμουν άρρωστος...
Πέρασα πολύ άσκημα τη νύχτα. Προς την αυγή σηκώθηκα αφανισμένος και βλαστήμησα. Αυτή η κακή συνήθεια μ’ είχε αφήσει από τότε που ξεμάκρυνα από τους όμοιούς μου, κι η άγρια γης που πατούσα σα ν’ άρχισε να τρέμει κάτου απ’ τα πόδια μου. Μου κατέβηκε να έβγω όξω να ουρλιάξω μαζί με τον άνεμο, και να πλανηθώ στα έρημα ακρογιάλια, που δεν υπήρχε ένα καν πλάσμα... Το κερί σίμωνε να τελειώσει, και τράβηξε την προσοχή μου η φλόγα του, που είχε πάρει άξαφνα ένα ζωηρό γαλάζιο χρώμα.
Συλλογίστηκα πως ίσως μου κρατά συντροφιά ο διάολος[3]... Ύστερ’ από λίγο το ’σβησα, και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, ρωτώντας μέσα μου αν ό,τι μας είχε έρτει δεν είχε την αιτία του σε κανένα χαμένο τελώνιο, που πλανήθηκε μέσα στο έρημο μέρος της σφαίρας που βρισκόμαστε.
Η νύχτα δεν έμοιαζε να έχει τέλος, μου έλειψε η υπομονή και σηκώθηκα να έβγω όξω’ γιατί είχα πάρει στερεή απόφαση να πάγω να βρω τον Όσο.
Κι αλήθεια, βγαίνοντας ξεχώρισα μια σκιά να σαλεύει μέσ’ από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας, και στάθηκα ταραγμένος. Έκραξα πολλές φορές τ’ όνομά του, μα βλέποντας πως δε μ’ απαντούσε, αποφάσισα να καρτερήσω την αυγή.
Άμποτε να μη ξημέρωνε η μέρα κείνη, γιατί το μεδούλι πάγωσε μέσα στα κόκαλά μου, κι ένας μαύρος ίσκιος δεν τραβήχτηκε πια απ’ την ψυχή μου, όλες τις μέρες που ήρταν κατόπι της. Δεν ήξερα πως για τον άνθρωπο, που του κράτησε συντροφιά ο σατανάς τη νύχτα, στέκεται ανόητο να φυλάξει τη ζωή του ως να ξημερώσει. Ύστερ’ από δυο μέρες τον σκότωσα με το χέρι μου τον Όσο, αφού κείνη τη μέρα του έσπασα το ποδάρι.
Είπα πως περίμενα να ξημερώσει· δεν ήξερα καν γιατί έκανα έτσι, ούτε τι θαν αποφάσιζα σαν θα ξημέρωνε... Μια φορά δε θέλω να κρύψω πως με κρατούσε ένα μεγάλο κακό.
Με την αυγή μου ήρτε κάποια αλάφρωση. Άναψα ένα φανάρι και τον ξεχώρισα, όπως ήτανε κουβαριασμένος δίπλα σ’ ένα βαρέλι, με το μούτρο κατά τον τοίχο. Η μισή πλάτη του ήτανε γυμνή· ο χοντρός σβέρκος του μου φάνηκε γρατζουνισμένος, λες κι είχε περάσει τη νύχτα του μέσα στην αγκαλιά του διαόλου.
Πριν να λάβω τον καιρό να δω καλύτερα, έφαγα μια κατακεφαλιά· μου φάνηκε πως μου είχε πάρει σύρριζα τη μύτη και πως ένα σιντριβάνι αίμα πηδούσε μέσ’ από τ’ ανοιγμένα μου τ’ άρκανα... Το φανάρι τσακίστηκε ανάμεσα στα πόδια μου. Όταν έπαψε να κατρακυλά, κράτησε μέσα στο σκοτάδι μια σιωπή του τάφου...
Σιγά σιγά τραβήχτηκα όξω. Η μύτη μου έστεκε στη θέση της. Δεν είδα καν μια σταλαματιά αίμα απάνου μου...
Προς το μεσημέρι ο αγέρας έκοψε ξαφνικά. Απάνου απ’ το νησί κρεμόντανε κάτι σύννεφα όμοια με αραιόν καπνό. Πίσω απ’ τη γραμμή του πελάγου μια τεράστια μάζα από άσπρους ατμούς έστεκε ακίνητη, λες κι ήτανε αφρός που φούσκωνε ολοένα... Η σιωπή με συγκίνησε!
Δεν μπορώ να ξέρω αν άλλος κανένας παθαίνει το ίδιο με μένα. Κάτι με γαργάλιξε μες στη μύτη κι έσφιξα τα μάτια μου για να μη δακρύσω.
Δεν μπορώ ν’ αρνηστώ πως είναι ένα κακό φυσικό για έναν άντρα· η ψυχή μου είναι αθώα σαν το γιαλοπούλι που ζητά τη θροφή του, ανάμεσα στις μικρές πέτρες, την ώρα που τραβιέται η θάλασσα...
Ένα σιδερένιο χέρι χούφτιασε την καρδιά μου... Πήγα κι ακούμπησα στην πόρτα της αποθήκης, και φώναξα με μαλακή φωνή τ’ όνομά του.. .
Εκείνος δε μίλησε διόλου, δε μετατόπισε διόλου.
Ύστερ’ από λίγη ώρα έκανα το ίδιο. Τούτη τη φορά χύθηκε κι άρπαξε τη γάτα που κοιμότανε εκεί κάπου, έβαλε τα πόδια της απάνου στο βαρέλι και τα ’κοψε με μια σατίρα που κρατούσε. Το ζώο πετάχτηκε σαν τόπι στον αγέρα. Μια βιτσιά σφύριξε στο μάγουλό μου, μαζί μ’ ένα ράντισμα από ζεστό αίμα...
Ξεκρέμασα το πιστόλι απ’ τον τοίχο και του ’ριξα μια. Δεν τον πήρα.
Εκείνος φάνηκε σα να μην άκουσε τίποτα. Προχώρησε και σταμάτησε στη μέση με λυγισμένα γόνατα και με το πηγούνι ακουμπισμένο στο στήθος.
Χωρίς να χάσω καιρό τον ξανασημάδεψα.
Αυτή τη φορά τον βρήκα στο πόδι. Το ’πιασε με τα πελώρια χέρια του σα να ’θελε να το σπαράξει. Μέσα στο κεφάλι μου στέκει πάντα καθαρά τούτη η στιγμή. Σίγουρα σε κανένα πλάσμα της δημιουργίας δεν μπορεί κανείς να δει μια παρόμοια αγριάδα...
Προς το βράδυ σηκώθηκε μια ξαφνική φουρτούνα. Το φεγγάρι βγήκε αργά.
Κλείστηκα μέσα, και πέρασα όλη τη νύχτα ακουμπώντας στο παράθυρο. Η ματιά μου πλανιότανε απάνου στις μελανές σπιλάδες του ανέμου, που τρέχανε βιαστικά απάνου στην έρημη θάλασσα. Μια ή δυο φορές τον άκουσα να μουγκρίζει.
Το πρωί ήμουν έτσι αφανισμένος, που είπα πως θα πέθαινα. Τα δόντια μου κροταλούσαν.
Είδα πως δεν είχα παρά να τον ξεκουράσω και να ’βγω κι εγώ από τούτη την ανυπόφορη θέση. Ζούσα κοντά σε λαβωμένο λύκο. Έπρεπε να τον αποτελειώσω... Τα ρούχα του ήτανε μαγαρισμένα· χάμου οι πλάκες βρωμολογούσαν γεμάτες αποχωρήματα.
Πήρα το πιστόλι μου... Είχε τυλίξει το ποδάρι του μέσα σε μια προβιά.
Όταν μ’ είδε, χίμηξε απάνου μου· το πόδι του όμως τον μπόδιζε... Μου φαίνεται πως τον πέρασε η σφαίρα μου στο πλευρό... Για μια στιγμή στυλώθηκε απάνου στα νύχια του, τέντωσε και βρόντηξε ανάσκελος. Το ένα ποδάρι του ξακολουθούσε να τινάζει.
Έσκυψα απάνου του. Μ’ όλο που κειτότανε σε σκοτεινό μέρος, ξεχώρισα μιαν άγρια σπίθα στα μάτια του. Ο ίδρωτας τον έλουζε, λες περνούσε τον αγώνα του θανάτου χίλιων ανθρώπων αντάμα. Τότες, όπως ήμουν πεσμένος απάνου του, απάνου απ’ το ανοιχτό του στόμα, μου ήρτε στ’ αυτί σαν ένας ήχος αραιός και σβησμένος, ξεσυρμένος μέσα σ’ ένα λεπτό φύσημα; Κάβνα. ..»
Παράλυσα! Τούτο έβγαινε πλέον από τα σύνορα της γης! Μου φάνηκε σα να έστριψε το μούτρο μου πίσω, κατά την πλάτη. Σάλεψε ο νους μου, φαίνεται πως τρελάθηκα... Ήμουν τρελός, θεότρελος!
Έσυρα το άψυχο κορμί ως την πόρτα. Μιαν άγρια μανία χόχλαζε μέσα μου. Ίσως ήτανε ο διάολος. Μου ’ρτε να του σπάσω τα πλευρά μ’ ένα δαυλό, για να τον κάνω να συρτεί, προτού ξεψυχήσει, όξω από το καλύβι, εκεί που θα μπορούσα να τον θάψω. Πέρασε απ’ το μυαλό μου η γάτα με τα πελεκημένα πόδια... Θεέ μου! Σε τι κατάσταση βρισκόμουν! ...
Ξέσκισα πέρα πέρα το πουκάμισο του, με τι σκοπό; Να μετρήσω το στήθος του, αν μπορούσα να τ’ αγκαλιάσω! ... Μ’ έκαιγε η αλλόκοτη τούτη περιέργεια.
Έως τον αφαλό ήτανε σκεπασμένος από σκέδια και γράμματα. Ανάμεσα στα βυζιά του ήτανε ζουγραφισμένο ένα αρμπαλέτο, και χώριζε στη μέση το όνομα:
Pedro Cazas
1530
Το ένα πλευρό του ήτανε γεμάτο από γράμματα σβησμένα σχεδόν ολότελα· ξεχώρισα μονάχα τη λέξη Πάβο.
1530! Είχα λοιπόν μπροστά μου έναν άνθρωπο που χε ζήσει απάνου από τρακόσα χρόνια ή που γύρισε απ’ τον Άδη; Σίγουρα, αν δεν ήμουνα τρελός, θα πέθαινα από φόβο.
Βέβαια τρελός. Το μυαλό μου μ’ ένα χτύπημα είχε αρνηστεί τους νόμους που το κυβερνούσαν. Ένας πρωτάκουστος σεισμός είχε ταράξει τα θεμέλια του είναι μου. Η κρίση δεν εύρισκε πλέον καμιά δυσκολία να παραδεχτεί πράματα, που βγαίνουν απ’ τα σύνορα της ανθρώπινης πίστης. Κολυμπούσα μέσα σ’ έναν ωκεανό που δε βαφτίστηκε κανένα τέκνο της γης.
Ύστερ’ από λίγο πήγα να τον ξανακοιτάξω.
Το πρόσωπο του ήτανε βαμμένο ζωηρά. Το δυνατό πηγούνι του έστεκε τώρα στη θέση του, κρατώντας το στόμα κλεισμένο σφιχτά.
Τη νύχτα τον άφησα με το κεφάλι ακουμπισμένο στο κατώφλι της αποθήκης. Δε μου ’δινε πια κανέναν κόπο να περνώ και να ξαναπερνώ από πάνου του, περασμένα τα μεσάνυχτα. Δεν κοιμήθηκα ολότελα κάπου πέντε μερόνυχτα.
Είχα κατεβεί ως το κανάλι. Θυμάμαι πως ήτανε η μέρα καθαρή κι απάνου κάτου μεσημέρι. Το πρωί είχα καταλάβει άξαφνα ένα σκληρόν πόνο στο πλευρό... Θυμάμαι πως ήμουν αφανισμένος, και τα πόδια μου κόβουνταν.
Χωρίς να το καταλάβω έφταξα κάτου από τα βράχια και προχώρησα ως το πηγάδι. Άμα είδα πού είχα φτάξει, δε μου πέρασε απ’ την καρδιά τίποτε σαν φόβος. Αλλά, όπως έσκυψα, είδα μέσα ένα σκέλεθρο ανάσκελο. Το καύκαλο έστεκε ακόμα απάνου στα σποντύλια του λαιμού. Τα δόντια του όλα στη θέση τους, άσπρα και μεγάλα. Γύρω στα κόκαλα του μεριού και στα μπράτσα μαύριζαν σαν σιδερένια κλειδιά.
Πήδηξα μέσα... Έτσι ήτανε. Ακόμα πρόσεξα πως είχε άλλα δυο σίδερα σε κάθε αστράγαλο. Το κορμί ήτανε καρφωμένο στο χώμα και διατηρούσε ένα φριχτό σπασμό αγωνίας. Ο σβέρκος στεκότανε τεντωμένος, σαν του πουλιού που το σέρνουν απ’ τη φτερούγα... Η πετρωμένη γης, ανάμεσα στα πλευρά του και στις κλειδώσεις, ήτανε ο δεσμός που το κρατούσε έτσι ολόσωμο και μπόδιζε τα κόκαλα να σκορπίσουν. Γύρω απ’ το σκελετό τα χώματα ήτανε καθαρισμένα μ’ επιμέλεια...
Αυτός ο άνθρωπος είχε χωθεί ζωντανός... Ακούμπησα στον
τοίχο του πηγαδιού και παρατηρούσα τα κοκκινωπά κόκαλα κάμποση ώρα... Στο τέλος πιάστηκα από το σκοινί να βγω απάνου.
Τότες ίσα ίσα μου ’πεσε στο μάτι ένα μακρύ σπαθί μέσα στο θηκάρι του, μισοχωμένο, κι έσκυψα και το σήκωσα. Το θηκάρι έπεφτε σχεδόν κομμάτια κομμάτια απ’ τη σκουριά. Το καθάρισα, κι όταν έμεινε σκέτη η λάμα, ξεχώρισα τη μάρκα του σπαθιού, δυο σιδερένιες φούχτες σφιχτοδεμένες. Η μάρκα ήτανε του περίφημου Γκάτα, που έφτιανε τα καλύτερα σπαθιά στη Λιζμπόνα στα 1500... Απ’ τ’ άλλο μέρος διάβασα καθαρά, μα ολωσδιόλου καθαρά, το όνομα:
Leocadio Calvo
Ο Θεός πρέπει να λυπήθηκε το κακόμοιρο το μυαλό μου!...
Τάχα εκείνος ο αλυσωμένος άνθρωπος ήτανε ο ίδιος ο Λεοκάντιο Κάλβο, ένας από τους προπάτορές μου, που είχε αφήσει πεθαίνοντας μια θρυλική φήμη!...
Γονάτισα σιμά σ’ εκείνα τ’ άψυχα κόκαλα, και το μάτι μου περπατούσε απάνου στα γυμνά παΐδια χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι τρέχει... Θυμάμαι ακόμα τ’ αχαμνά μπράτσα του και τον αγκώνα του, που ήτανε χωμένος στη γη, σα να ’θελε ν’ ανασηκωθεί. Η σκουριά είχε ποτίσει το κόκαλο ένα γύρο στα κλειδιά. Η λεκάνη ήτανε ένας σκληρός βώλος χώμα. Το καύκαλο είχε μια τρύπα στην κορφή, απ’ όπου κατέβαινε μια πένθιμη αντιφεγγιά, που ξέφευγε μέσ’ απ’ τις μασέλες...
Έτσι, σα να μου ’ρχεται να σταματήσω. Το παράθυρό μου είναι ανοιχτό, κι ο αγέρας είναι πλημμυρισμένος από φως. Μια παρέα ψαρόπαιδα ξεντύθηκαν, κι αυτή τη στιγμή βλέπω τα κοκκινωπά κορμιά τους να τρέχουν κατά τη θάλασσα, βγάζοντας δυνατές φωνές.
Είναι κάμποσες μέρες που έπιασα τούτο το σπιτάκι, και μου στέκει αδύνατο να πάω πιο πέρα στην ιστορία μου...
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα τελευταία λόγια που έχω γραμμένα: «Έτσι, σα να μου ’ρχεται να σταματήσω.» Κάθε φορά όλο και περσότερο βρίσκω πως γράφτηκε καλά· βέβαια δε χρειάζεται περσότερο...
Για να πω πιο σωστά, από δω και πέρα, αν αποφασίσω να πω ένα δυο λόγια, θα ’ναι χαμένα λόγια...
Το σπιτάκι μου είναι χτισμένο σιμά στο Βαλφερμόζο. Είμαι τόσο καλά, που συλλογιέμαι πια να πεθάνω εδώ. Πρώτη φορά δοκιμάζω την παράξενη μανία που πιάνει τον άνθρωπο, να διαλέγει το μέρος που θα πεθάνει με μεγαλύτερη φροντίδα, παρ’ όσο το μέρος που θα περάσει τη ζωή του.
Όπως και να ’ναι, το Φάρο είναι μια ζεστή γωνιά χωρίς ταίρι, είτε για να ζήσει είτε για να πεθάνει κανένας. Μονάχα για να τελειώσω το βιβλίο μου δε γίνεται τρόπος… Το τραπέζι μου με τα χοντρά ποδάρια του είναι φτιαγμένο για κρασί.
Ωστόσο θέλω να βάνω ακόμα λίγα λόγια στην ιστορία μου… Τάχα θα μου φάει πολλές μέρες ακόμα;
Αυτό το καράβι έρχεται από την Ταβίρα. Κοιτάξτε! Όσο να ξεχωρίσω τη φιγούρα του, θα ’χω τελειώσει...
Από τώρα κιόλας γεμίζω το ποτήρι μου και το βάζω δίπλα στο καλαμάρι μου. Ο Θεός να σκεπάζει την πρωτεύουσα της Αλγκάρβας από κακό. Καλότυχα παιδιά! Το γέλιο σας πετιέται μέσ’ απ’ τα βρούλα σαν το κελάηδισμα μέσ’ απ’ τις φωλιές. Σηκώνω το ποτήρι μου στην υγειά σας! Να, που έρχεται στ’ αυτί μου μια μακρινή μουσική... Δίχως άλλο, απόψε θα καθαρίσω για πάντα απ’ τα χαρτιά το μαύρο τραπέζι μου...
Βέβαια είναι μια σκοτεινή ιστορία το πως χάθηκε ο Λεοκάντιο Κάλβο. Μας χωρίζουν κιόλας παραπάνου από τρακόσα χρόνια. Άλλοι είπανε πως πνίγηκε ανεβαίνοντας στη Λιζμπόνα από την Ιντία, κι ακόμα πως τον έπνιξε ο Άγιος Λορέντζος για τ’ άπρεπο κάμωμά του να ρίξει το εικόνισμά του στη θάλασσα, λέγοντας πως δεν είχε καθόλου την ανάγκη του για να στρίψει την Καλή Ελπίδα. Άλλοι πάλε είπαν πως τον ρίξανε στη θάλασσα οι σύντροφοί του από φόβο μην πνιγούν, ύστερ’ από τ’ άσκημο φέρσιμο του στον Άγιο Λορέντζο.
Μια φορά κι οι δυο τούτες ιστορίες φαίνεται πως δεν πάνε απάνου στην αλήθεια. Η αλήθεια, κατά τη δική μου γνώμη, βρίσκεται μέσα στο βιβλίο «Ιστορία των νησιών της Μολούκας» του γιατρού Βάντερ Λεμπρούν. Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο σπανιόλικα στα 1588. Όπως φαίνεται, ο Λεμπρούν αυτός γνώριζε τα σπανιόλικα όπως τη γλώσσα του, κι όσα γράφει δείχνουν πως ήταν ένας σοφός άνθρωπος. Περσότερο απ’ όλα, η αμεροληψία του κάνει το βιβλίο τούτο σίγουρα μοναδικό. Οι Κάτου Χώρες, λίγα χρόνια πριν, είχανε πετάξει τη σπανιόλικη κυριαρχία κι είχανε πιάσει τις πορτουγέζικες σκάλες του Ινδικού. Απάνου σ’ αυτά, αρμόζει να πάρουμε την ιστορία με περσότερη τάξη.
Τα νησιά της Μολούκας για εκατό χρόνια, απάνου κάτου, στάθηκαν το σκάνταλο ανάμεσα στους Σπανιόλους και στους Πορτουγέζους. Ο Μαγελάνος μπόρεσε να τα φτάσει μονάχα στα 1521, μ’ άλλα λόγια δέκα χρόνια αργότερα απ’ τους Πορτουγέζους, που είχανε ξεμπαρκάρει στα νησιά αυτά στα 1511 μ’ ένα καράβι του Αλμπουκέρκη. Είναι φανερό όμως πως δε φάνηκε των Σπανιόλων αρκετή δόξα ο γύρος της γης, γιατί δεν έδειξαν καμιά διάθεση ν’ αφήσουνε ήσυχους τους Πορτουγέζους να γεμίζουν τα καράβια τους απ’ τα μπαχάρια της Μολούκας. Οι Πορτουγέζοι υπερασπίστηκαν τα δίκαια τους, κι έτσι και τα δυο μέρη κράτησαν τη θέση τους με πείσμα ανάλογο με τους θησαυρούς που είχαν να διαφεντέψουν ή ν’ αρπάξουν.
Η αλήθεια είναι πως υπήρχε η βούλα της 4 Μαΐου του 1493, που όριζε για σύνορο ανάμεσα στις κτήσεις των δύο εθνών το μεσημβρινό που περνά εκατό λεύγες δυτικά απ’ τις Αζόρες κι από τα νησιά του Πράσινου Κάβου.
Απ’ άλλο μέρος, οι δυο βασιλιάδες είχαν έρθει σε συμφωνία (7 Ιουνίου 1494) βάζοντας μεταξύ τους το μεσημβρινό που περνά τρακόσες εξήντα λεύγες δυτικά απ’ τις Αζόρες. Οι Σπανιόλοι ζήτησαν τότες να στηριχτούν στην τελευταία σύμβαση, και δίκαια, όμως οι Πορτουγέζοι φώναξαν πως τα δυο στέμματα δεν είχαν τη δύναμη ν’ αλλάξουν τίποτα απ’ την απόφαση που είχε βγάλει ο Πάπας στα 1493.
Η κατάσταση έμεινε η ίδια ως τα 1524, όπου αποφάσισαν να λύσουν τη διαφορά τους μ’ ένα είδος συμβούλιο. Ανάμεσα στους αντιπρόσωπους της Σπάνιας βρέθηκε και ο φημισμένος θαλασσινός Σεβαστιανός Καμπότ μαζί με το γιο του Κολόμπου Δον Φερδινάνδο. Μάταια. Το κογκρέσο δεν μπόρεσε να έρθει σε συνεννόηση, γιατί η κάθε μερίδα κρατούσε επίμονα το μέρος της. Οι Πορτουγέζοι έκραζαν να λογαριαστούν οι 100 λεύγες από το ανατολικότερο μέρος της Αζόρας, απαίτηση ολότελα ανόητη, αφού η βούλα του Βατικανού εννοούσε καθαρά πως η γραμμή τούτη έπρεπε να περνά εκατό λεύγες πέρ’ από το δυτικότερο σημείο που φτάνουν τα δυο μαζέματα των νησιών, που είπαμε παραπάνου. Οι Σπανιόλοι από τ’ άλλο μέρος έψελναν από το Μπανταχόθ τα δικά τους, υποστηρίζοντας πως είχαν προλάβει τους Πορτουγέζους στην ανακάλυψη των περισσότερων νησιών της μικρής Μολούκας. Στο τέλος έριξαν στ’ αυτιά των Πορτουγέζων την αξίωση, πως είναι δικά τους όχι μόνο τα νησιά της Μολούκας, παρά και της Σόντας, παραχωρώντας τους ένα μέρος της Αμερικής, από την μπούκα του ποταμού Ματανιάν, έως πέρα από το Ρίο Τζανέιρο.
Δεν είναι δύσκολο να κρίνει κανένας αν οι Πορτουγέζοι έμειναν ικανοποιημένοι. Οι αντίδικοί τους όμως έδειξαν πως δεν τους σκότιζε ολότελα πλέον η περίφημη υπόθεση, παίρνοντάς την για λυμένη, κι έστρεψαν την προσοχή τους στα παρακάτου λόγια της βούλας.
Κατά τα γραφόμενα του Πάπα, οι δοσοληψίες των Σπανιόλων με τα νησιά των μπαχαρικών έπρεπε να γίνουνται από το δρόμο της Δύσης, πράμα που τους στένευε να περνούν μέσα απ’ το ρέζιγο μπουγάζι του Μαγελάνου, και να παίρνουν βόλτα περισσότερο απ’ το μισό μήκος της γης. Ένας τότες από τους συμβούλους, ο Εστεβάν Γκομέζ, βάρθηκε να ζητήξει κάποιο πέρασμα προς τα βορειοδυτικά, και μέσα σε δέκα μήνες το καράβι του έμπαινε στο λιμάνι της Κορούνιας. Ο κόσμος έπιασε το περιγιάλι για να δει το ένδοξο πρόσωπο, κράζοντας ανυπόμονα στους θαλασσοπόρους πριν ακόμα φουντάρουν: «Τι φέρατε; «Κλάβος!» (clavos, μοσχοκάρφια) απαντάν εκείνοι. Η αλήθεια ήτανε πως η φρεγάτα δεν είχε μέσα παρά σκλάβους, esclavos κι η θαλασσοταραχή δεν άφησε την απάντηση τους να φτάξει ολόκληρη στ’ αυτιά του κόσμου της Κορούνιας. Ο Γκομέζ δεν ερχότανε, όπως νόμιζαν, από τα νησιά των μπαχαρικών. Αφού βασανίστηκε μέσα στο Σαν Λορέντζο, ζητώντας μάταια πέρασμα, για να μη γυρίσει στην Ευρώπη με άδεια χέρια, είχε αιχμαλωτίσει κάμποσους, με τη σκέψη να τους πουλήσει για σκλάβους.
Πιο σύντομος φάνηκε ο Κάρολος ο V, παίρνοντας, χωρίς να σκοτιστεί από τα λόγια της βούλας, τον αντίθετο δρόμο για την Ιντία. Η κυβέρνηση της Λιζμπόνας δέχτηκε άσκημα την παράβαση τούτη, και τα πράματα μηνούσανε κακό τέλος. Η αλήθεια είναι πως ο Κάρολος V, ζωσμένος από πολέμους, δεν επιθυμούσε διόλου να καταπιαστεί άλλον έναν, και ζήτηξε να συμβιβαστεί με τους Πορτουγέζους ειρηνικά. Η ευκαιρία δεν άργησε. Στα 1529, έχοντας ανάγκη από χρήματα για να χριστεί βασιλιάς στην Ιταλία, τους πρότεινε ν’ αγοράσουν τα δικαιώματά του απάνου στα νησιά, μετρώντας του τρακόσες πενήντα χιλιάδες δουκάτα, κι έτσι έγινε. Μολαταύτα, ύστερ’ από λίγα χρόνια, έπεσαν ξανά στα χέρια του γιου του, για να καταντήσουν, σχεδόν ευτύς, χτήμα της Ολλανδίας.
Μέσα στο βιβλίο του Λεμπρούν βρήκα τα παρακάτου για το Λεοκάντιο Κάλβο. Λίγους μήνες ύστερ’ από τη δήλωση του Μπανταχόθ, με την οποία οι Σπανιόλοι ζητούσανε δικά τους τα περισσότερα νησιά της ινδικής θάλασσας, οι Πορτουγέζοι έσφαξαν κοντά στα νησιά Μπάντα ένα σπανιόλικο καράβι, που είχε ξεμακρύνει απ’ το μικρό στόλο που κυβερνούσε ο Πέδρο Καζάς. Αυτός ο Σπανιόλος ήτανε γιος κάποιου κακούργου, που σκοτώθηκε από το χέρι του Κορτέζ ύστερ’ από το κρέμασμα του Γκουατιμοζίνου, επειδής τον είχε πάρει η σατανική όρεξη να βιάσει μια νέα Ιντιάνα, ενώ ήτανε πλέον γέρος εξήντα χρονών. Ο Πέδρο αυτός είχε μια φήμη πιο μαύρη απ’ τον πατέρα του.
Λίγο διάστημα ύστερ’ απ’ τη λευτέρωσή του από το κάτεργο, όπου πέρασε σχεδόν όλα τα χρόνια της νιότης του, του δόθηκε η διοίκηση απάνου σ’ ένα δυο κομμάτια μέσα στην αρμάδα της Μέξικας, πράματα που γινόντανε συχνά σε μιαν εποχή, όπου για μεγαλύτερη αξιοσύνη περνούσε η σκληρή καρδιά.
Με το κάμωμα των Πορτουγέζων τον συνεπήρε μια μεγάλη λύσσα. Έπεσε απάνου σε πενήντα Πορτουγέζους, ενώ δούλευαν στην ανατολική άκρη του Τιμόρ, και τους πετσόκοψε· μια γριά που έλαχε μαζί τους την κρέμασε για φιγούρα, όπως είπε, στο μποπρέσο της γαλέρας του και την άφησε ώσπου έμεινε το σκέλεθρό της. Όπως είπανε, το καύκαλό της βρισκότανε ακόμα εκεί, τον καιρό που ο αιμοβόρος αυτός κακούργος έγινε, κουρσάρος.
Όταν βρέθηκαν απάνου στους βράχους της ακρογιαλιάς, περάσανε για σκοτωμένοι από τους ντόπιους. Ωστόσο οι Πορτουγέζοι μάσησαν μερικά παράπονα, όταν κυκλοφόρησε κάποια φήμη για τους πραγματικούς φονιάδες, στα οποία το σπανιόλικο στέμμα, απάντησε με αξιοπρέπεια θαυμαστή.
Τον άλλον μήνα ο Πέδρο κυνήγησε ένα μικρό καράβι με πορτουγέζικη σημαία σιμά στα νησιά Παλάος. Η κυβέρνηση της Λιζμπόνας έστειλε τότες μια σφοδρή διαμαρτυρία στο βασιλιά της Ισπανίας, που νόμισε, πως της δίνει αρκετή ικανοποίηση αλλάζοντας τη θέση του Καζάς, και βάζοντάς τον επικεφαλής των κατεργάρηδων που έλαμναν μέσα στις γαλέρες του κράτους. Όμως είναι φανερό πως η κυβέρνησή του επικροτούσε τα αιμοβόρα του καμώματα, και πως τραβούσε απ’ αυτόν μεγαλύτερη ωφέλεια, στέλνοντάς τον στις μακρινές εκείνες θάλασσες, όπως έλπιζε να κερδίσει την υπόθεση τρομοκρατώντας τους Πορτουγέζους.
Γι’ αυτό, λίγους μήνες αργότερα, ο Καζάς ξαναφαίνεται στην παλιά θέση του. Τη φορά τούτη βάρθηκε να πατήσει ολότελα τα συμφωνημένα ανάμεσα στις δυο χώρες, και καταπιάστηκε ν’ ανέβει στην Ευρώπη από το δρόμο της Καλής Ελπίδας. Τότες απαντήθηκε με τα δυο καράβια του Λεοκάντιο Κάλβο μέσα στην ινδική θάλασσα, κάπου σιμά στον τροπικό του Αιγόκερω, όπως φαίνεται από τα γραφόμενα του Λεμπρούν.
Ο Κάλβο έκραξε στους Σπανιόλους, στ’ όνομα του βασιλέα, ν’ αλλάξουν δρόμο, γιατί, όπως τραβούσαν, πάσκιζαν να βιάσουν το δρόμο της Ιντίας που είχαν ανοίξει οι Πορτουγέζοι, ενώ κανένας δεν τους πείραζε στο πέρασμα του Μαγελάνου. Ο Πέδρο δε σταμάτησε καν ν’ ακούσει. Ο Κάλβο όμως, έχοντας ενάντιο τον άνεμο, αφού τελείωσε τα λόγια του, πήρε βόλτα κι έπεσε πίσω από τους Σπανιόλους, που κατέβαιναν ολόπριμα. Σε λίγο τους πρόφταξε και, πέφτοντας στο πλευρό τους, έριξε απάνου στην κουβέρτα του Καζά κάπου πενήντα νομάτους, αντάμα κι ο ίδιος, Ένα ελεεινό μακελειό ακολούθησε. Ο Λεοκάντιο πήρε πρώτος στο μερί μια λαβωματιά από κοντάρι.
Απάνου σ’ αυτά σηκώθηκε ξαφνικά ένας φουρτουνιασμένος άνεμος. Τα δυο καράβια, όπως ήταν μπερδεμένα ανάμεσά τους, κυλούσαν κουτουλώντας το ’να τ’ άλλο με μεγάλες αβαρίες, ώσπου η φουρτούνα τα βίασε να χωρίσουν. Όταν έπεσε η νύχτα, έχασε ο ένας τον άλλον. Ο Κάλβο είχε δίκαιο να παραπονεθεί για το τέλος που πήρε η ιστορία· την ώρα που ξέφυγαν οι Σπανιόλοι, οι μισοί τους σκεπάζανε με τα κορμιά τους την κουβέρτα. Ο ίδιος ο Πέδρο είχε αρπάξει μια σπαθιά στο πρόσωπο από το χέρι του Κάλβο. Ένα δυο όμως Πορτουγέζοι δεν πρόφταξαν να περάσουν στο καράβι τους κι έμειναν στα χέρια του κακούργου. Τους θανάτωσε με τα βασανιστήρια, που επινοούσε με μια σατανική ευκολία.
Ανέλπιστα, τέσσερα ή πέντε χρόνια αργότερα, πέταξε τη βασιλική εύνοια κι έγινε μπουκανιέρος[4]. Αυτό μαρτυρεί πως ούτε η ταπεινότερη εθνική φιλοδοξία δεν τον έσπρωχνε να πράξει, όπως είχε πράξει, αλλά απλά η πλέον άσβηστη δίψα του αιμάτου, αφού άρχισε την άτιμη τέχνη του βάζοντας στο χέρι ένα καράβι της αμερικάνικης αρμάδας, με την ελπίδα να εύρει χρυσάφι· με λίγα λόγια, πρωτόβαψε τα χέρια του με σπανιόλικο αίμα.
Για δυο χρόνια βρίσκεται, είτε στα νερά των Αντιλλών είτε σιμά στον Πράσινον Κάβο. Αφάνταστη είναι η γληγοράδα που βάζει στα μακρινά τούτα ταξίδια. Η Αμερική και η Ιντία του πληρώνουν ταχτικά χαράτσι, όπως οι Σπανιόλοι και οι Πορτουγέζοι του δίνουν να πιει αίμα. Και για τους δυο είναι ο διάβολος.
Όπως φαίνεται, το παλαιό μίσος του απάνου στο Λεοκάντιο Κάλβο τον σπιρούνισε στο τέλος να περάσει στη θάλασσα της Ιντίας. Κανένας δεν ξέρει πώς έπεσε στα νύχια του ο κακόμοιρος ο Πορτουγέζος. Βγήκε η φήμη πως τον έχωσε ζωντανόν. Αντάμα με το Λεοκάντιο είχε πιάσει και τον αδερφό του Σιδόνιο. Τούτον τον θανάτωσε γαργαλώντας τον. Ο Πέδρο βασάνιζε κάποτε τους οχτρούς ταυ μ’ ένα παρόμοιο τρόπο.
1
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ
Σηκώνω το ποτήρι μου και πίνω! Ο Θεός να σκεπάζει την πρωτεύουσα της Αλγκάρβας από κακό!... Καλότυχα παιδιά του Φάρο, σηκώνω το ποτήρι μου στην υγειά σας... Πίνω στην υγειά των ζωντανών, και παρακαλώ για την ειρήνη εκεινών που ’ναι στον κάτω κόσμο...
Αφήστε με να κλάψω από αγάπη για ένα ξερονήσι του Ωκεανού, που απάνω του αυτή τη στιγμή ταξιδεύει ένα βουβό σύννεφο... Δίχως άλλο, απόψε θα καθαρίσω από ένα σωρό χαρτιά το μαύρο τραπέζι μου. Λάβετε λίγη υπομονή· θέλω να βάλω λίγα λόγια ακόμα..., λίγα λόγια του κρασιού...
...Τάχα ήρτε στο κεφάλι κανενός ένα τέτοιο πράμα; Όπως κι αν το πάρουμε, είναι πρωτάκουστο... Ο άνθρωπος αυτός, αντάμα με τον οποίον έζησα, ήτανε ο Καζάς, ο Πέδρο Καζάς, τ’ όνομά του ήτανε γραμμένο ανάμεσα στα βυζιά του. Ή έζησε τρακόσα χρόνια, ή γύρισε απ’ τον Άδη. Εγώ όμως ξέρω πως ανέβηκε απ’ την Κόλαση. Είχε περάσει από πάνω του κάτι, που δεν είναι του απάνου κόσμου. Αυτό είναι απίστευτο για όλους, εξόν από μένα. Και όμως, όπως όλοι σας, κι εγώ είμαι παιδί της γης τούτης.
Δεν ξέρω πώς δεν πέθανε η ψυχή μου, βιασμένη να παραδεχτεί για αλήθεια ένα πράμα που θα ’τανε ψέμα για όλες τις γενεές των ανθρώπων που έχουν περάσει απάνου από τη σφαίρα μας!
Κοιτάξτε. Θα παρακαλούσα με δάκρυα να με πιστέψουν ανθρώπους που περιφρονώ. Ο πιο τιποτένιος άνθρωπος θα ’τανε αδερφός μου, αν έδινε μια μικρή πίστη στα λόγια μου. Θα του πουλούσα την ψυχή μου.. .
Βλέπω να με περιπαίζουν πρόσωπα που περιφρονώ. Και όμως έχω τρομερή ανάγκη από την πίστη τους...
Κοιτάξτε! Θα έπνιγα από μίσος τους πρόστυχους αυτουνούς. Να, η αλήθεια του κόσμου, που παίρνει με το μέρος της τους πιο τιποτένιους, για να μου ανοίξει τις φλέβες από απελπισία...
Γυρίζουν μέσα στο κεφάλι μου πράματα, που δεν τα είπε κανένας, ούτε εγώ μπορώ να τα πω. Αν ήμουν στη θέση σας, ξέρω πως θα ’κανα όπως κάνετε, δε θα πίστευα· το συλλογίστηκα και το ξέρω.
Αυτή η σκέψη ωστόσο δε με κάνει να σας συχωρέσω. Δεν καταλαβαίνω πως είναι σωστό να δείξω καμιά επιείκεια για την απιστία σας. Το μυαλό μου έπαθε κάποια ανάκουστη μεταβολή. Η καρδιά μου τρέμει και χτυπά συχνά, σα να περιμένει ολοένα κάτι φοβερό!....
Να, που καταλαβαίνω την πικρή ανάγκη να ζητιανέψω από τους φτωχούς του κόσμου, να πλύνω τα λερωμένα ποδάρια σας με τα χέρια μου. Για μένα είναι πλέον σιμά μου κάτι, που για σας είναι όξω από τα πλέον τολμηρά σύνορά σας.
Μας χωρίζει ένα χάος. Μολαταύτα ζητώ με δάκρυα την πίστη σας. Μα όλα μπορεί να τα ζητήσει κανένας, όξω απ’ αυτή. Δεν είναι τάχα το ίδιο μια μύγα που περνά βουίζοντας, και η καμπάνα της Μόσκας που ζυγίζει εκατόν ογδόντα χιλιάδες κιλά, για το αυτί ενός άπιστου;...
Κανείς δε δοκίμασε ακόμα το σκληρό βάσανο που περνώ. Στη ζωή μου περιφρόνησα τους ομοίους μου, και να τώρα που χρειάζουμαι το πλέον δυσκολόδοτο πράμα απ’ αυτούς, την πίστη τους. Έχω την ανάγκη τους, όσο ένας απελπισμένος χρειάζεται ένα μαχαίρι για να σκοτωθεί... Όξω απ’ αυτό, τους περιφρονώ, όπως πάντα...
Αφήστε με να κλάψω για ένα ρημονήσι του Ωκεανού... Οι νύχτες είναι ψυχρές και καθαρές. Κάποτε κάποτε περνά χαμηλά, απάνω απ’ τη θάλασσα, ένα παράξενο σύννεφο αραιό και κλωσμένο σαν καπνός από τσιγάρο. Το μυαλό μου είναι καθαρό, όπως ο ουρανός του Πόρτου τον Απρίλη.
Πάγω και κάθουμαι κοντά στο κανάλι και κοιτάζω τον πράσινο βυθό, για να δω να περνά κανένα ψάρι. Συχνά έρχεται στο κεφάλι μου η ιδέα πως είμαι μοναχός απάνω σ’ ένα νεκρό άστρο... Και όμως ανάμεσα στις πέτρες βρίσκω κάποτε κάτι μικρά λουλούδια, που δεν τα είχα δει ως τα τώρα...
Άραγες γιατί να χασμουριέμαι τόσο συχνά;... Ανοίγω το στόμα μου άθελα, χωρίς να νυστάζω. Δεν κοιμάμαι ολότελα... Μου φαίνεται πως ποτές μου δε νύσταξα...
Δεν πιστεύω να δω πια τον ήλιο. Η νύχτα που με ζώνει δεν περιμένει καμιάν αυγή...
Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω από πάνω μου τον Σταυρό της Νοτιάς. Το νησί μου λες και σιμώνει ολοένα στον πόλο... Τα άστρα είναι μεγάλα, με μια καθαρή περιφέρεια. Μολαταύτα βγάζουν
μια χλωμή λάμψη, κι είναι βαμμένα με χρυσά χρώματα...
Το κρύο μου καίει το πρόσωπο. Η ατμόσφαιρα είναι καθαρή και σιωπηλή. Ακούω να παφλάζουν γύρω μου βαθιά ζαφειρένια ρέματα.
Με ζώνουν νερά... Όλη η γης είναι σκεπασμένη από νερά...
Το καλύβι μου κάθεται φοβισμένο κάτου απ’ τα ακίνητα άστρα. Στη θέση του Μακρόραμφου στέκεται ένα άστρο, δυο φορές χοντρύτερο από του Κενταύρου. Χαμηλά, στο μέρος της Νοτιάς, ένα άλλο με χρώμα κρασιού ρίχνει τη λυπηρή αντιφεγγιά του μέσα στο τυφλό χάος του Ωκεανού... Ώρες ώρες καταλαβαίνω στο πρόσωπό μου ένα ρέμα από ζεστόν αγέρα, που μου φέρνει μια μυρουδιά σαν από θειάφι...
Δεν ξέρω ποιος σατανάς φοβερίζει την ψυχή μου. Κρημνίζουμαι μέσα σ’ ένα έρημο και κρύο χάος, έχοντας πλάι μου μιαν αχτίνα, που κατεβαίνει..., κατεβαίνει χωρίς τέλος... Το κρύο μού καίει τα κρέατα...
Για δες! Τάχα ο μεγάλος Θεός μου δάνεισε τα μάτια του σήμερα;... Βλέπω τη σκιά μου να μακραίνει..., να μακραίνει..., η άκρη της, ψιλότερη από μια τρίχα, βρίσκεται σε ανιστόρητο βάθος...
Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Βλέπω καθαρά! Ο ουρανός κόβεται από ένα σταχτί βουνό πλουμισμένο με κάτι μεγάλα λουλούδια από φωτιά...
Σα να ακούγω μια μακρινή αρμονία. ..
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ
Έχω την ιδέα πως ο «Πέδρο Καζάς» έχει τα σφάλματα και τις χάρες της νιότης. Σήμερα θ’ άλλαζα τη γλώσσα του σε πολλές μεριές, θα ’βγαζα από μέσα και πολλά φανταχτερά, από κείνα ίσα ίσα π’ αρέσουνε στον κόσμο.
Μολαταύτα δεν έχει και πολλή σαβούρα, μάλιστα απορώ κι εγώ ο ίδιος πως βγήκανε τόσα αληθινά πράματα από την πέννα μου, που την κράταγε τούτο το ίδιο χέρι, που τότες ήτανε ντελικάτο, σαν παιδιακίσιο.
Αλλά τώρα δεν είναι καιρός για τέτοια, θέλω μονάχα να πω δυο λόγια για την επίδραση, που λένε πως είχε ο «Πέδρο Καζάς» και γενικά το γράψιμό μου απάνου στη νέα λογοτεχνία της Ελλάδας.
Εγώ δεν το παραδέχουμαι. Γιατί, όξω από κάποια εξωτερικά πράματα, στη γλώσσα και στη μορφή του λόγου γενικά, που ξομπλιάσανε από μένα κάποιοι λογοτέχνες, και που τα ξεφυλλίσανε σε κούφια σκέρτσα και σε ψεύτικες απομιμήσεις, η επίδραση η βαθύτερη στην ουσία, ώστε να γίνει ένα έργο πιο τίμιο και πιο απλό κι αυστηρό, μια τέτοια επίδραση δεν υπάρχει. Δηλαδή, μ’ άλλα λόγια, δεν είχε επίδραση απάνου στη ζωή μας, κι αυτό θα πει πως κανένα καλό δε βγήκε από μένα για τους άλλους. Πολλοί, μ’ όλο που λένε πως ωφεληθήκανε από μένα, με τα έργα τους δείχνουνε ότι τα πήρανε όλα στ’ αλαφριά, αφού δε νοιώσανε μέσα στο γράψιμό μου κάποιο πράγμα, που ’ναι το τιμιότατον.
Αυτό φαίνεται φανερά από την ξεπεσούρα στην οποία βρίσκεται η τέχνη μας σήμερα, που πάει κατρακυλώντας. Ο Νάρκισσος ζαλίστηκε πια να κοιτάζει την ψεύτικη ομορφιά του στο νερό κι έπεσε μέσα και το ’κανε βούρκο, και κολυμπά λασπωμένος και φχαριστημένος.
Την τέχνη την πήραμε στα χωρατά· ο καθένας γράφει και ζωγραφίζει. Δεν υπάρχει ανοησία, ξυπνάδα, κρυάδα, κουβέντα νερουλιασμένη, που να μη γίνεται βιβλίο· γυναικολογήματα, λόγια αδιαφόρετα, σαν εκείνα που λέγει όλος ο κόσμος, γίνουνται αξιομνημόνευτα πράματα! Κι όλα τούτα γραμμένα με τον πιο άτεχνο τρόπο. Όσοι διαβάζουνε, άλλοι τόσοι γράφουνε. Κανένας δεν έχει πια παράπονο, και καμαρώνουμε. Άνθρωποι που δεν είναι ούτε καν για αναγνώστες, γίνουνται συγγραφείς. Ανακαλύψανε το δυτικό πόλο, γιατί το βόρειο και το νότιο τον βρήκανε πια, θέλω να πω για την πραγματικότητα, την ξώπετση και την εξωτερική, τη χεροπιαστή πραγματικότητα. Οι δε περισσότεροι απ’ όσους κρίνουνε, οι δικαστές κι οι ελλανοδίκες να πούμε της τέχνης, αυτοί γράφουνε, γράφουνε, τι ψυχολογίες, τι υποσυνείδητα, τι ιψενικά τρίγωνα, τι πασχαλικά τετράγωνα, τι σοφίες που τρέμει ο κόσμος, τι θεωρίες, φοβερά πράματα! Κι όλα τούτα, για τίποτα. Μα τι πράμα είναι η Τέχνη; Χαμπάρι! Πέρα βρέχει! Παίρνουνε το έργο, συνοφρυώνουνται σαν το γιατρό, πιάνουνε ύστερα το νυστέρι και το κάνουνε κιμά, ψιλόν ψιλό, για να τον χωνέψει το κοινό, που δεν μπορεί να φάει το ψαχνό αλιάνιστο. Τι είπε ο Προυστ, τι έκανε ο Μποντελέρ, σε πόσες εκδόσεις βγήκε ο τάδες; Επιστήμη, κύριε, εδώ δεν περνάνε αφέλειες! Με τέτοια λοιπόν καθοδήγηση, γέμισε ο κόσμος από λογής λογής ξεράσματα και χαρτοφάναρα.
Λοιπόν έτσι θα ανεβάσετε το ιδεώδες της ζωής; Με τέτοια έμπλαστρα θα γιατρέψετε τη σακατεμένη ανθρωπότητα, που τη δέρνει, την κακομοίρα, η ψευτιά κι η απάτη; Κι εσείς δος του ψευτιά στην ψευτιά και φαρμάκι αντίς για θροφή! Γαργαλίζετέ την, αυτή την υστερική γυναίκα, ξεθεώσετέ την με πρόστυχα ερωτικά σαλιαρίσματα, που κι αυτά είναι χοντροκομμένα και μπουνταλάδικα, αποτελειώστε αυτό το ψοφίμι με τα ναρκωτικά σας, που ’χουνε τόση πέραση.
Εσείς λοιπόν είσαστε οι ήρωες του πνεύματος, οι παιδαγωγοί, κείνοι που ομορφαίνουνε τη ζωή και την κάνουνε πολύτιμη; Μα εσείς είσαστε πάμφτωχοι, ανθρωπάκηδες συμβιβαστικοί, ευνούχοι που τυραννάτε τα νιάτα και θα τα ρίξετε στην απελπισία, άμα περάσει η πρώτη ζάλη.
Βρισκόμαστε λοιπόν ή δε βρισκόμαστε, αγαπητέ αναγνώστη, εκεί που βρισκόμαστε τότες πόγραφα τα ίδια, παιδί με αγνή καρδιά, στον Πρόλογο του «Πέδρο Καζάς»; Ναι, αλίμονο, εκεί βρισκόμαστε, και σε πολύ χειρότερα.
Η τέχνη είναι χάρισμα μεγάλο, είναι όμως και χρέος μεγάλο. Αγώνας μέγιστος και έσχατος!
Πρόσεχε λοιπόν να μην προδώσεις αυτό το μεγάλο αξίωμα που σου δόθηκε. Μα, αν είσαι αληθινός τεχνίτης, δε θα το προδώσεις, γιατί, με το να είσαι τέτοιος, θε να ’σαι τίμιος όσο κανένας άνθρωπος, κι αξιοπρεπής δίχως να ’σαι ακατάδεχτος, κι απάνου σου θα τσακίζουνται οι σαγίτες της κολακείας, και θα χαίρεσαι σε περιστάσεις που άλλοι κλαίνε κι απελπίζουνται και ζητάνε παρηγοριά στα μικρά και στα τριμμένα, μ’ έναν λόγο, αν είσαι αληθινός τεχνίτης, δε φοβάσαι Θάνατο.
Δεκέμβρης 1943
[1] Τούτοι οι ατρόμητοι Εγγλέζοι τράβηξαν με την απόφαση να μη γυρίσουν στην Ευρώπη πριν απ’ τα 1925.
[3] Μια τέτοια πρόληψη κρατά σε κάποια μέρη της Ευρώπης.
[4] Boucaniero, από τη λέξη Boucan, μέρος όπου οι Ιντιάνοι της Αμερικής καπνίζουν τα κρέατα. Μπουκανιέροι λεγόντανε οι τυχοδιώκτες που κυνηγούσαν τ’ αγριόβοδα στο XVI και XVII αιώνα. Γύριζαν συχνά σε κουρσάρους.