Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Περί αγάπης


Πολλοί μιλούν για την αγάπη.
Πολλοί ερμηνεύουν την αγάπη.
Πολλοί κρύφθηκαν πίσω από την αγάπη.
Πολλοί ζητούν να καταλάβουν την αγάπη.
Πολλοί σταύρωσαν την αγάπη.
Πολλοί δεν κατάλαβαν την αγάπη, γιατί δεν ήθελαν να την καταλάβουν.
Η αγάπη δεν χρειάζεται εξηγήσεις και ερμηνείες, λόγια και υποσχέσεις. Στην αγάπη επικρατεί σιωπή. Αν και σταυρώθηκε, πάλι αγάπη έδωσε και συγχώρεσε.


Αδυνατούμε να διαχειριστούμε την χαρά και την αγάπη, γι' 'αυτό πληγώνουμε εύκολα, αλλάζουμε διάθεση συνεχώς. Ερμηνεύουμε όπως θέλουμε και όπως μας συμφέρει την αγάπη, κρύβοντας τον εγωισμό μας πίσω από αυτήν. Ξεχνούμε ότι και οι σταυρωτές έπνιγαν την συνείδησή τους, ονομάζοντας κακούργο την ίδια την Αγάπη, γιατί δεν ήθελαν να δουν Ποιον σταυρώνουν.

Ας απλουστεύσουμε την σκέψη μας, να ειρηνεύσει η συνείδησή μας, να σκύψουμε το κεφάλι κάτω από το πετραχήλι εν μετανοία, να καταπολεμήσουμε τον εγωισμό μας και με ειλικρίνεια να φωνάξουμε: Ὁ Θεὸς ἱλάσθητι μοι τῷ ἁμαρτωλῷ!

Είναι Θεός αγάπης, που μόνο συγχωρεί και αγαπά συνεχώς. Αυτή η αγάπη μάς έχει δοθεί ως δώρο ζωής. Είναι βίωμα και τρόπος ζωής. Χωρίς αγάπη δεν ζει ο άνθρωπος. Μονίμως πονά, πληγώνει και πληγώνεται, αρρωσταίνει και πεθαίνει.

Η αγάπη εξαφανίζει τον πόνο, επουλώνει τις πληγές, δίνει πνοή ζωής, ανασταίνει. Ο Χριστός είπε: Εγώ είμαι η αγάπη.

†αρχ. Βαρθολομαίος
Καθηγούμενος Ι.Μ. Εσφιγμένου

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ MΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ (1852-1938) ΚΑΤΑΓΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΦΑΚΟΠΗΓΑΔΙ ΚΙΣΑΜΟΥ



«΄Ήταν εις τας ημέρας του  ένα  στόλισμα της μονής, άγαλμα αρετής, αγωνιστής εις το έπαρκον, πνευματικός σεβάσμιος. Όλην του την ζωήν διήλθεν πυκτεύων και διακονών εις τρία και τέσσερα διακονήματα, διότι ήτο βιβλιοδέτης, βιβλιοθηκάριος, βηματάρης, ιεροψάλτης εις τον δεξιόν χορόν ως στύλος ακλόνητος, συνάμα δε και εφημέριος εις την λαγχάνουσαν αυτώ εβδομάδα».       
(†) Λάζαρος Μοναχός Διονυσιάτης
Μια  από τις μεγαλύτερες  πνευματικές  μορφές  του Αγίου Όρους του περασμένου και προπερασμένου αιώνα, ήταν ο Ιερομόναχος Μάρκος ο Κρητικός με καταγωγή από το Σφακοπηγάδι Κισάμου του οποίου τυγχάνει να είμαι συγγενής του (ήταν αδελφός του προ-προπάπου μου Σταύρου Πατινιωτάκη). Μοναχός για 57 χρόνια στην Ιερά Μονή Διονυσίου και ηγούμενος της  Μονής  κατά τα έτη 1926-1931. Στο βιβλίο του Αντωνίου Εμμ. Στιβακτάκη «Μορφές Κρητών Αθωνιτών» έκδοση της ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας, έχει καταχωρηθεί η βιογραφία του την οποία δημοσιεύω όπως έχει καταχωρηθεί συμπληρώνοντας κάποια στοιχεία από τη ζωή του που μου έχουν γνωρίσει οι συγγενείς.
Ένα από τα πιο συγκροτημένα και αυστηρά κοινόβια της μοναστικής Πολιτείας του Άθω είναι από πολλών ετών και η Ιερά Μονή Διονυσίου, η οποία είναι χτισμένη στη δυτική άκρη της αθωνικής χερσονήσου στο Σιγγιτικό κόλπο, πάνω σε ένα απόκρημνο βράχο ύψους 80 περίπου μέτρων από τη θάλασσα, στις ακτές της οποίας καταλήγουν τα κράσπεδα οι χαράδρες και οι απότομες  βουνοπλαγιές του Άθωνος.
Το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον της Μονής είναι «άγριο», επιβλητικό, τραχύ μεγαλοπρεπές και συγχρόνως ειδυλλιακό και ανεπανάληπτης ομορφιάς. Το κλίμα της είναι γενικά εύκρατο με κύριο χαρακτηριστικό τις καιρικές μεταβολές οι οποίες παρατηρούνται συχνά εδώ και δημιουργούν, χωρίς αμφιβολία, μια αληθινή μεγαλοπρέπεια, καθώς την τρικυμία διαδέχεται η γαλήνη και τις καταιγίδες οι ηλιόλουστες μέρες, διδάσκοντας και στον πιο απαισιόδοξο άνθρωπο τη δύναμη της ελπίδας και την αξία της υπομονής.
Σ’ αυτό το αυστηρό και ευλογημένο κοινόβιο του Άθω, στο οποίο κοινοβίασε ως απλός μοναχός ο Άγιος Νήφων, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ευτύχησε να έχει για πολλά χρόνια Καθηγούμενο τον Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ ηγετική πνευματική και διοικητική φυσιογνωμία του Αγίου Όρους και της Ορθοδοξίας, κοινοβίασαν άνδρες μεγάλης
αρετής οι οποίοι διακρίθηκαν στον πνευματικό στίβο και ανέβηκαν στα υψηλότερα σκαλοπάτια της πνευματικής κλίμακας.
Ανάμεσα τους υπήρξαν και αρκετοί μοναχοί που καταγόταν από τη μεγαλόνησο Κρήτη. Σ’ ένα βιβλίο της Ιεράς Μονής Διονυσίου στο οποίο καταγράφονται οι αναμνήσεις του Διονυσιάτη Μοναχού Γέροντος Λαζάρου (1892-1974) για τους ενάρετους Πατέρες του Μοναστηριού, αναφέρονται και δύο Κρήτες, ο Ιερομόναχος Μάρκος και ο Μοναχός Γεννάδιος.
Ο Ιερομόναχος Μάρκος γεννήθηκε το έτος 1852 στο Σφακοπηγάδι Κισάμου Χανίων και το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Πατινιωτάκης του Νικολάου. Νέος, περίπου το έτος 1880 απαρνήθηκε τα εγκόσμια (μετά από κάποιο ατύχημα που του συνέβη όπου με την επίκληση της Παναγίας γλύτωσε από βέβαιο θάνατο), και πήγε στο Άγιον Όρος γνωρίζοντας το ψαλμικό ότι «οι θεμέλιοι αυτού εν τοις όρεσιν τοις αγίοις» και έγινε μέλος της Διονυσιάτικης Αδελφότητας, την οποία διακόνησε από διάφορες καίριες θέσεις με διάκριση, με εργατικότητα, με πνευματικό ηρωισμό και αυτοθυσία.
Το έτος 1885 χειροτονήθηκε μοναχός. Όπως γράφει ο μοναχός Λάζαρος στις «Διονυσιάτικες Διηγήσεις» του, ο Ιερομόναχος Μάρκος «ήτο  εις τας ημέρας του  ένα  στόλισμα της μονής, άγαλμα αρετής, αγωνιστής εις το έπαρκον, πνευματικός σεβάσμιος. Όλην του την ζωήν διήλθεν πυκτεύων και διακονών εις τρία και τέσσερα διακονήματα, διότι ήτο βιβλιοδέτης, βιβλιοθηκάριος, βηματάρης, ιεροψάλτης εις τον δεξιόν χορόν ως στύλος ακλόνητος, συνάμα δε και εφημέριος εις την λαγχάνουσαν αυτώ εβδομάδα».           
Ο Ιερομόναχος Μάρκος διετέλεσε και Καθηγούμενος στην Ιερά Μονή Διονυσίου (από 24-6-1926 έως 2-1-1931 που παραιτήθηκε λόγω του ότι τυφλώθηκε και δεν μπορούσε πλέον να εκτελεί τα καθήκοντα του) σε μια δύσκολη και ταραχώδη χρονική περίοδο για τις σχέσεις του Αγιώνυμου Όρους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εξ’  αιτίας του σάλου που είχε ξεσπάσει επί πέντε ολόκληρα χρόνια για το «πατριαρχικό μνημόσυνο».
Σ’  αυτή τη «λεπτή» χρονική περίοδο ο Καθηγούμενος Μάρκος χειρίστηκε με επιδεξιότητα, σωφροσύνη και διάκριση αυτό το δύσκολο πνευματικό θέμα, το οποίο ταλάνισε το πλήρωμα της εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της ηγουμενίας του κατείχε το διακόνημα του ηγουμενιάρη ο μοναχός Γεννάδιος που ήταν και αυτός Κρητικός καταγόμενος από το χωριό Ακούμια Αγίου Βασιλείου, και τον υπηρέτησε με αφοσίωση, με αγάπη, με απόλυτη υπακοή και αυταπάρνηση.
Ο Ιερομόναχος Μάρκος ήταν πολύ εγκρατής. Σε όλη του τη μακρά μοναχική ζωή η διατροφή του ήταν μονοφαγία και ολιγοφαγία. Τίποτε δεν έτρωγε στο κελί του παρά μόνο ότι είχε η κοινή τράπεζα του Κοινοβίου και μάλιστα μία φορά την ημέρα μόνο το γεύμα. Το βράδυ δεν πήγαινε στην τράπεζα για το δείπνο, αλλά έμενε νηστικός. Μόνο όταν είχαν αγρυπνία στο Μοναστήρι, για να μπορέσει να αντέξει στην πολύωρη κοπιαστική ακολουθία συνήθιζε να πίνει ένα τσάι με λίγο παξιμάδι.
«Δεν κάμω βιογραφίαν» γράφει ο Μοναχός Λάζαρος «διότι θα έπρεπε να γίνει βιβλίο ολόκληρον, αλλά ταύτα τα ολίγα είπον, διά να βεβαιωθεί ότι είπον οι Πατέρες ότι εις την καλήν ζωήν ακολουθεί και καλόν τέλος ή το του Κυρίου: «τους δοξάσαντες με δοξάσω».
Έτσι πέρασε την πολύχρονη ζωή του στην Ιερά Μονή Διονυσίου ο Ιερομόναχος Μάρκος Διονυσιάτης ο Κρητικός. Είχε φτάσει πια το τέλος του έτους 1937 και ο γέρο-Μάρκος ήταν 85 ετών και τυφλός. Παρά τη μεγάλη ηλικία του διατηρούσε την πνευματική του διαύγεια, τον ψυχικό δυναμισμό του και την αγωνιστικότητα του. Το Δεκέμβριο αυτού του χρόνου αρρώστησε και με εντολή του μοναχού Νικολάου Γρηγοριάτου, που ήταν γιατρός, μεταφέρθηκε στο «νοσοκομείο» της Μονής όπου τον διακονούσε ο μοναχός Λάζαρος που είχε και εξασκούσε με μεγάλη επιμέλεια το διακόνημα του νοσοκόμου.
Όσο περνούσαν οι ημέρες η σωματική κατάσταση του Γέροντα χειροτέρευε αλλά η ψυχή του εξακολουθούσε να είναι ακμαία και δυνατή.
Τον Ιανουάριο του 1938 σταμάτησε εντελώς να λαμβάνει τροφή, οι σωματικές του δυνάμεις σιγά σιγά ατόνησαν εντελώς και όλα έδειχναν ότι έφτανε η στερνή του ώρα πάνω στη γη. Μόνο η ομιλία του και η πνευματική του διαύγεια διατηρούνταν ακόμη, πράγμα που του έδιδε τη δυνατότητα να προσεύχεται με όλη τη δύναμη της ψυχής του με τη νοερά προσευχή και να ζητά το έλεος του Θεού ενώπιον του Οποίου θα παρουσιαζόταν σύντομα.
Σ’ αυτή την κατάσταση έζησε ο Γέροντας Μάρκος μία περίπου εβδομάδα κατά τη διάρκεια της οποίας, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γέροντα Λαζάρου, συνέβησαν θαυμαστά γεγονότα. Ο Ιερομόναχος Μάρκος δέχθηκε τις τελευταίες δοκιμασίες από τον αιώνιο εχθρό του ανθρώπου, αλλά δέχτηκε με θαυμαστό τρόπο και την επίσκεψη της θείας Χάριτος κατά την ώρα της οσιακής κοιμήσεως του.
Το πρωί της 14ης Ιανουαρίου του έτους 1938, ημέρα της αποδόσεως των Θείων Θεοφανείων, ο μοναχός Λάζαρος τον πλησίασε και διαπίστωσε ότι ο γερο-Μάρκος βρισκόταν στις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του.
Με νόημα του έδωσε να καταλάβει ότι ήθελε να μεταλάβει και γι’ αυτό ο π. Λάζαρος ειδοποίησε τον τότε Καθηγούμενο Γαβριήλ (1886-1983) ο οποίος πήγε αμέσως στο «νοσοκομείο» της Μονής λειτούργησε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που βρίσκεται δίπλα, και στη συνέχεια κοινώνησε το γερο-Μάρκο, ο οποίος «συν θεώ» είχε ακόμη αίσθηση της πραγματικότητας.
Τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας, της 14ης Ιανουαρίου 1938 ο ο Ιερομόναχος Μάρκος Διονυσιάτης ο Κρητικός αναγεννήθηκε μέσα στην εκκλησία των προτοτόκων των «εν ουρανοίς απογεγραμμένων».
Έφυγε απ’  αυτή τη γη, αφήνοντας στους γήινους τα γήινα, και πήγε από την επίγεια ανθρώπινη παροικία στην ουράνια αιώνια κατοικία. Εκεί πλέον επάξια «εύρε τόπον τω Κυρίω σκήνωμα του θεώ Ιακώβ».
Αξίζει όμως να αναφέρουμε πως περιγράφει τις τελευταίες στιγμές της επίγειας βιοτής του και της οσιακής κοιμήσεως του ο μοναχός Λάζαρος, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης και αξιόπιστος μάρτυρας των γεγονότων.
Γράφει ο Μοναχός Λάζαρος ότι «κατά τας απογευματινάς ώρας ητοίμαζον τα προς χρήσιν αναγκαιούντα ρούχα δια την κήδευσιν παι περί την ενδεκάτην (βυζαντινήν) ώραν περίπου, έδειχνε σημεία ψυχοραγήματος. Εφ’  ώ φωνήσας τον βοηθόν μου τον Ιερομόναχον Ιωάννην, τον έστειλα να ειδοποιήσει τον Καθηγούμενο να κατέλθη να διαβάση την εις ψυχοραγούντας ευχήν του Αγίου Νήφωνος. Αλλ’ έως να έλθη ο Καθηγούμενος, ο ασθενής μας απεβίωσε.
Κατ’  εκείνην την στιγμήν επληρώθη όλο το δωμάτιο του νοσοκομείου μιας θαυμασιωτάτης ευωδίας, αποπνεούσης όλα τα αρώματα. Κατελθών ο ηγούμενος αμέσως μας ερωτά. «Τι συμβαίνει, εξαιρετικήν ευωδίαν αισθάνομαι». Εγώ εννοών, εκστατικός του είπον: «Ναι, γέροντα και ημείς την αισθανόμεθα». Πηγαίνοντες με τον ηγούμενον πλησίον του ασθενούς τον εύρωμεν κεκοιμημένον τον ύπνον των Δικαίων. Ως έθος,επελήφθημεν των προς επένδυσιν του λειψάνου και του συνήθους εν μανδύα τινι ραψίματος. Η εν λόγω θαυμάσια δε ευωδία διήρκεσε περίπου εν του τω νοσοκομείου δωματίω πλέον των 20 λεπτών ή και ημίσειας ώρας. Τούτο το  θαυμαστόν γεγονός κατά την ενταύθα εικοσαετή υπηρεσίαν μου εις άλλον τινά δεν εγένετο, δηλαδή αδελφόν αποθανόντα».
Και ο Γέροντας Λάζαρος Διονυσιάτης καταλήγει: «Ταύτα εις αιώνιαν μνήμην του μακαριστού Προηγουμένου Αρχιμανδρίτου Μάρκου, εις δόξαν και τιμήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
Αυτός ήταν ο ευλογημένος Ιερομόναχος Μάρκος Διονυσιάτης ο Κρητικός. Άλλο ένα μυρίπνοο πνευματικό άνθος που μεταφυτεύθηκε από την ευλογημένη επαρχία Κισάμου  στο πάντερπνο και πανεύοσμο Περιβόλι της Παναγίας όπου καλλιεργήθηκε πνευματικά, άνθισε και ευωδίασε.
Ας έχουμε την ευχή του και την ευλογία του! 
Για την αντιγραφή
Μανόλης Σπανουδάκης
Γερακιανά Κισάμου

Μάρκος ιερομόναχος Διονυσιάτης (1852 - 1938)


Γεννήθηκε στο χωριό Περιβολάκια Χανίων Κρήτης το 1852. Νέος κατευθύνθηκε από το νότιο Αιγαίο στο βόρειο, στον εύδιο αθωνι­κό λιμένα της σωτηρίας. Προσορμίσθηκε με λαχτάρα στον αρσανά της μονής Διονυσίου το 1882. Το 1885 εκάρη μοναχός. Με την ίδια λαχτάρα διακόνησε τη μονή της μετανοίας του σε διάφορες θέσεις, από τις τελευταίες έως τις πρώτες.
Διακρίθηκε ως φιλότιμος διακονητής, εγκρατής μοναχός, φιλακόλουθος, νηστευτής και καλός Πνευματικός. Ο φιλάρετος μοναχός Λάζαρος Διονυσιάτης γράφει περί αυτού: «Ήτο εις τας ημέρας του ένα στόλισμα της Μονής: άγαλμα αρετής, αγωνιστής εις το έπακρον, πνευματικός σε­βάσμιος. Όλην του την ζωήν διήλθε πυκτεύων και διακονών εις τρία και τέσσερα διακονήματα, διότι ήτο βιβλιοδέτης, βιβλιοθηκάριος, βηματάρης, ιεροψάλτης εις τον δεξιόν χορόν ως στύλος ακλόνητος, συνάμα δε και εφημέριος εις την λαγχάνουσαν αυτώ εβδομάδα.
Εχρημάτισε και καθηγούμενος εις μίαν ταραχώδη εποχήν, όπου ο σάλος διά το πατριαρχικόν μνημόσυνον επί μίαν πενταετίαν (1926-1931) ευρίσκετο εις το έπακρον. 
Καθ’ όλην του την ζωήν η διατροφή του ήτο μονοφαγία. Ό,τι είχεν η κοινή τράπεζα, άπαξ της ημέρας, μόνο το γεύμα· το βράδυ δεν ήρχετο εις την τράπεζαν, διότι ενήστευε. Μόνον εάν ήτο αγρυπνία δι’ επίρρωσιν τινά των σωματικών του δυνάμεων και διά να ψάλλη εις τον χορόν, έπινε ένα τσάι με τεμάχιον ξηρού άρτου. Δεν κάμω βιογραφίαν, διότι θα έπρεπε να γίνη βιβλίον ολόκληρον, αλλά ταύτα τα ολίγα είπον διά να βεβαιωθή ό,τι είπον οι πατέρες, ότι εις την καλήν και ενάρετον ζωήν ακολουθεί και καλόν τέλος, ή το του Κυρίου: “τους δοξάζοντάς με δοξάσω”».
Προ του τέλους του οι δαίμονες ήλθαν ασθενή να τον πειράξουν. Το πρωί της 14.1.1938 μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων από τον ηγούμενο Γαβριήλ. Το εσπέρας της ίδιας ημέρας τελείωσε τον βίο του. Αφήνουμε τον μοναχό Λάζαρο να περιγράψει πιο καλά τα γεγονότα ως αυτόπτης μάρτυρας: «Κατ’ εκείνην λοιπόν την στιγμήν, επληρώθη όλον το δωμάτιον του νοσοκομείου μιας θαυμασιωτάτης ευωδίας, αποπνεούσης όλα τα αρώματα. Κατελθών ο ηγούμενος, αμέσως μας έρωτά: “Τί συμβαίνει, εξαιρετικήν ευωδίαν αισθάνομαι;” Εγώ εννοών, εκστατικός, του είπον: “Ναι, Γέροντα, και ημείς την αισθανόμεθα”. Πηγαίνοντες με τον ηγούμε­νον πλησίον του ασθενούς τον εύρομεν κεκοιμημένον τον ύπνον των Δι­καίων. Ως έθος, επελήφθημεν των προς επένδυσιν του λειψάνου και του συνήθους εν μανδύα τινί ραψίματος. Η εν λόγω θαυμασία ευωδία διήρκησε περίπου εν τω του νοσοκομείου δωματίω πλέον των 20 λεπτών ή και ημισείας ώρας. Τούτο το θαυμαστόν γεγονός κατά την ενταύθα εικο­σαετή υπηρεσίαν μου εις άλλον τινά δεν εγένετο, δηλαδή αδελφόν αποθανόντα».
Πηγές – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Διονυσίου. Λαζάρου Διονυσιάτου μοναχού, Διονυσιάτικαι Διηγήσεις, Άγιον Όρος 1988, σσ. 58-62. Αντωνίου Στιβακτάκη, Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, Ιεράπετρα 2007, σσ. 38-41.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ. 317-318

Τι είναι η μνήμη του θανάτου και ποιο είναι το νόημά της; Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου († 2014)

Η μνήμη του θανάτου μάς βοηθεί να ξεπεράσουμε τον παλαιό άνθρωπο γιατί φέρει ταπείνωση στην ψυχή μας. Όταν λησμονούμε τον θάνατο, έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε αιώνιοι επάνω στην γη και αυτό αυξάνει την αλαζονεία μας, την απληστία μας, την σαρκολατρεία μας, την διάθεση να εκμεταλλευόμαστε τους άλλους ανθρώπους. Η μνήμη του θανάτου μάς δίδει την αίσθηση των ορίων μας στην γη και της σημασίας που έχουν οι πράξεις μας, οι λόγοι μας, οι σκέψεις μας για την αιωνιότητα και την μετά θάνατον ζωή.
Έτσι μας βοηθεί να αντιμετωπίζουμε την παρούσα ζωή με σοβαρότητα, υπό το πρίσμα της αιωνιότητος, να μη σπαταλούμε άσωτα, απερίσκεπτα και επιπόλαια
την επίγεια ζωή μας, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Γι’ αυτό ελέχθη και από τον αρχαίο έλληνα σοφό Σωκράτη, ότι «οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι, και το τεθνάναι ήκιστα αυτοίς ανθρώπων φοβερόν» (Πλάτωνος Φαίδων, 67e). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβουλεύει να επισκεπτόμαστε συχνά τα κοιμητήρια για να φιλοσοφούμε στην ματαιότητα των ανθρωπίνων.
Όλοι γνωρίζουμε ότι μετά από μία επίσκεψη σε κοιμητήριο είμαστε ταπεινότεροι, ευσπλαχνικότεροι, λιγότερο προσκολλημένοι στην ύλη, πιο ανοιχτοί στον Θεό και στον άνθρωπο.
Η μνήμη του θανάτου, για την οποία ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και άλλοι άγιοι Πατέρες έχουν γράψει πολλά, δεν έχει σχέση με κάποια αρρωστημένη, μελαγχολική και νευρωτική κατάσταση. Κάτι τέτοιο δεν είναι ωφέλιμο στην ψυχή, γιατί φέρει απελπισία και πρέπει με την βοήθεια του πνευματικού να ξεπερνιέται.
Η κατά Θεόν μνήμη του θανάτου είναι κατάσταση χαρισματική και πνευματική που φέρει στην ψυχή ταπείνωση, ειρήνη και χαρά. Είναι δώρο του Θεού και από τον Θεό πρέπει να την ζητούμε.
Πώς επιτυγχάνεται η μνήμη του Θεού;
Όσο ο άνθρωπος ξεπερνά την εγωκεντρική ζωή και αγαπά περισσότερο τον Θεό, τόσο περισσότερο σκέπτεται τον Θεό.
Ο άνθρωπος σκέπτεται αυτό που τον απασχολεί και αυτό που αγαπά. Το είπε και ο Κύριος: «Όπου ο θησαυρός υμών εκεί και η καρδία υμών».
Η μελέτη του Λόγου του Θεού στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες της Εκκλησίας, η συναναστροφή μας με ανθρώπους πνευματικούς που αγαπούν τον Θεό, η θερμή προσευχή, η τακτική φοίτηση στις Ιερές ακολουθίες και η συχνή και άξια συμμετοχή μας στην Θεία Κοινωνία αυξάνουν μέσα μας την αγάπη του Θεού και άρα την μνήμη του Θεού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας συμβουλεύει: «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον». Δηλαδή, συχνότερα να σκεπτόμαστε, να θυμόμαστε τον Θεό, από όσο αναπνέουμε.
Η συνεχής μνήμη του Θεού φέρει στην ψυχή βαθειά ειρήνη και χαρά, ακόμη και μέσα στις πιο δύσκολες καταστάσεις της ζωής.

Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου († 2014)
(Πηγή: Αγιορειτική Μαρτυρία, τ. 2, σ. 71-72)

Ευλόγησον, Κύριε, τον ενιαυτόν… Ομιλία του Καθηγουμένου της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου π. Γεωργίου Καψάνη

- Ευλόγησον, Κύριε, τον ενιαυτόν…

Η είσοδός μας στο νέο έτος μας δίδει την αφορμή να σκεπτόμεθα περί του χρόνου. Όλοι βιώνουμε το πόσο γρήγορα περνά ο χρόνος ή μάλλον πόσο γρήγορα εμείς περνάμε μέσα στο χρόνο. 
Νοιώθουμε ότι πλέουμε, ταξιδεύουμε στην απέραντη θάλασσα του χρόνου.
Μακάριοι όσοι στο ταξίδι τους αυτό έχουν συμπλέοντα και κυβερνήτη τον Χριστό.
Μακάριοι όσοι γνωρίζουν ότι το ταξίδι τους έχει ως τελικό προορισμό την Βασιλεία του Θεού.
Αυτοί έχοντες μαζί τους τον Χριστό όχι μόνο πορεύονται προς την Βασιλεία αλλά και προγεύονται την χαρά της Βασιλείας.
Έτσι ο χρόνος δεν μπορεί σαν άλλος Κρόνος ούτε να τους εξουδετερώσει ούτε να τους καταφάγη.
Έχοντες κοινωνία με τον Άκτιστο και Αιώνιο υπερβαίνουν τον χρόνο και τον
μεταμορφώνουν.
Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα για όσους ταξιδεύουν στον χρόνο χωρίς τον Χριστό και χωρίς το όραμα της Βασιλείας.
Ο χρόνος γίνεται η φυλακή τους, αν μη και η κόλασίς τους. 
Αλλά και εμείς που έχουμε τον Χριστό κυβερνήτη κινδυνεύουμε  από την λήθη, την ακηδία, την πνευματική οκνηρία, ένεκα των οποίων δεν αρνούμεθα μεν τον Χριστό αλλά και διακόπτουμε την ζωντανή μαζί Του κοινωνία.
Τότε και εμείς ταξιδεύουμε ακυβέρνητοι.
Χάνουμε και το σκοπό του ταξιδιού μας.
Αυτό περιμένει ο εχθρός της σωτηρίας μας και ο χωρίς Χριστό κόσμος για να μας καταποντίση.
Όσο ο Απόστολος Πέτρος είχε την ακράδαντη πίστη και ένωσι με τον Χριστό περπατούσε επί των κυμάτων. Μόλις ολιγώρησε και ωλιγοπίστησε, άρχισε να καταποντίζεται.
Κύριε σώσε μας από την ακηδία και ολιγωρία. Βοήθησε μας πάντα να έχουμε ζωντανή την σχέσι και κοινωνία μαζί Σου και πάντα εσύ να μας κατευθύνης προς την Βασιλεία Σου.
Βοήθησέ μας, ώστε ποτέ να μην μας εγκαταλείπη η μνήμη Σου και η μνήμη του θανάτου, με την οποία συνειδητοποιούμε το σύντομο τέλος του επιγείου ταξιδιού μας.
Η λήθη Σου είναι ο εχθρός μας.
Η μνήμη Σου ο ευεργέτης μας.
Βοήθησε μας Κύριε με την επίκληση του Αγίου Ονόματός Σου, την τήρησι των αγίων εντολών Σου, την υπακοή μας, την αξία συμμετοχή μας στα Άγια Μυστήριά Σου, να κρατάμε αδιάλειπτο την μνήμη Σου και την Χάρη Σου.
Σε ευχαριστούμε, Κύριε γιατί μέσα στα λίγα ή στα πολλά χρόνια του επιγείου ταξιδιού μας μπορούμε με την χάρι Σου να κερδίσουμε την δυνατότητα του ατελείωτου ταξιδιού μας στην αιώνια και άκτιστη Βασιλεία Σου συν πάσι τοις Αγίοις, μεταξύ των οποίων λάμπει και ο σήμερον εορταζόμενος θεοφάντωρ Μ. Βασίλειος, του οποίου την ευλογία επικαλούμαι επί πάντας ημάς. 
Ομιλία του Καθηγουμένου της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου
π. Γεωργίου Καψάνη
επι τη εισόδω εις το Νέον Έτος (2002).

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Ο Χριστός έδειξε τις πληγές του στον πικραμένο μοναχό! στάρετς Ιωνάς

 


Ήμουν στεναχωρημένος (ο όσιος, στάρετς Ιωνάς) στις 4 και 5 Ιανουαρίου όλη την ημέρα. Είχε σχεδόν βραδιάσει. Μετά τη θεία λειτουργία και τον μέγα αγιασμό οι γέροντες ήρθαν ν’ αγιάσουν κι έτσι αξιώθηκα ν’ ασπαστώ τον Τίμιο Σταυρό και να με ραντίσουν με τον μέγα αγιασμό. Και τότε όμως μου είπαν πάλι ότι είμαι υπό δυσμένεια. Μετά αυτοί οι άγιοι γέροντες έφυγαν κι εγώ συνέχισα να περιποιούμαι τον άρρωστο. Όταν νύχτωσε, τον τακτοποίησα και τον έβαλα να κοιμηθεί. Τότε βίασα τον εαυτό μου να φάω κάτι. Ύστερα αφού διάβασα τις προσευχές προ του ύπνου*, κάθισα στο σκαμνί για τη νοερά προσευχή. Έσβησα το φως και προσπαθούσα να ξεπεράσω τη συνεχιζόμενη εναντίον μου εχθρική επίθεση των γερόντων αυτών· δεν τα κατάφερα όμως.
Ο όσιος, στάρετς, Ιωνάς του Κιέβου (1805-1902).

Τελικά νικήθηκα: τόσο πληγώθηκε η καρδιά μου από τη θλίψη, ώστε εξαντλήθηκα εντελώς και με δάκρυα στα μάτια πήγα και ξάπλωσα. Το μόνο που σκεφτόμουν και παρακαλούσα γι’ αυτό τον Θεό, την Παναγία και όλους τους αγίους ήταν να με βοηθήσουν αυτή την ώρα της φοβερής θλίψεως.
Στις δέκα σήμαναν οι καμπάνες για την αγρυπνία και πικράθηκα ακόμη περισσότερο: όλοι οι αδελφοί θα ψάλλουν στην αγρυπνία των Θεοφανείων κι εμένα δεν μου επιτρέπουν ούτε να πάω στην εκκλησία. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου

Βίος του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Δανιήλ του εκ Τσιοτίου


Αυτός ο ουράνιος άνθρωπος και επίγειος Άγγελος εβλάστησε στο Τσιότι,σ ένα μικρό χωριό του θεσσαλικού κάμπου,την σημερινή Φαρκαδόνα.
Οι γονείς του,άνθρωποι φτωχοί,εργατικοί και πάνω απ’όλα πιστοί και ενάρετοι χριστιανοί προσπάθησαν με κάθε τρόπο και μέσο να εμφυσήσουν στο παιδί τους το θείο φόβο,την τήρηση των εντολών του θεού και την αγάπη στην πατρίδα.
Η οικογενιεακή προσευχή,οι βίοι των αγίων της εκκλησίας μας αλλά και η γνήσια χριστιανική ζωή τους,βοήθησαν τον Όσιο να αγαπήσει τον Κύριο και την εκκλησία Του.

Με τους γονείς του πήγαινε πολλές φορές στα γύρω μοναστήρια,όπως της Ζωοδόχου Πηγής,του ΄Αϊ-Δημήτρη,του Άϊ-Γιάννη του Θεολόγου…
Η αγία ζωή των πατέρων που ασκούνταν σ΄αυτά,άναψε μέσα του την επιθυμία να μονάσει.Το πύρωμα αυτό της καρδιάς του μετά από προσευχή το γνώρισε στους γονείς του.Αυτοί σαν πιστοί χριστιανοί θεώρησαν την κλίση του παιδιού τους σαν ιδιαίτερη ευλογία του Θεού στο σπίτι τους.
Στο χωριό τους ερχόταν κατά καιρούς μοναχοί από τα μοναστήρια των Μετεώρων.Οί συζητήσεις μαζί τους και το παράδείγμα τους ,τον οδήγησαν στο Πέτρινο δάσος.


Ο πανύψηλος βράχος του Μεγάλου Μετεώρου τράβηξε την προσοχή του.
Μετά από ένα κοπιαστικό ανέβασμα πάτησε το βράχο του Αγίου Αθανασίου του Μετεωρίτου.

Αποτέλεσμα εικόνας για Οσίου Δανιήλ του Μετεωρίτου και εκ Τσιοτίου (Φαρκαδόνος) καταγομένου
Οι Πατέρες τον υποδέχθηκαν με ειληκρινή αγάπη.
Μετά από κάμποσες ημέρες πήρε την απόφαση΄ «εδώ θα μείνω,να αγωνιστώ,να καθαρίσω τον έαυτό μου από τα πάθη,να εργαστώ για την σωτηρία της ψυχής μου».
Αφού δοκιμάσθηκε στις διακονίες και γυμνάσθηκε καλά στην άσκηση μετά την κεκανονισμένη δοκιμασία που κράτησε τρία χρόνια,σύμφωνα με τους θείους θεσμούς.ενεδύθη το μέγα και αγγελικό σχήμα των μοναχών.
Ο Όσιος Δανιήλ κάνοντας υπακοή στον ηγούμενο και την αδελφότητα πέρασε σχεδόν από όλα τα διακονήματα.Εκτός από την αρετή της υπακοής,ο Όσιος καλλιέργησε την αρετή της σιωπής και της προσευχής και ιδιαίτερα της νοεράς προσευχής.Τα λόγια «Κύριε Ιησού Χριστέ ελεήσόν με» δεν έλειπαν καθόλου από το μυαλό και χείλη του.

Ήλθαν οι άγγελοι και με κοινώνησαν!


 

Όσιος Σεραφείμ της Βύριτσας.
[Ο όσιος Σεραφείμ της Βύριτσας]: Παρακάλεσε να ειδοποιήσουν τον π. Αλέξιο Κυμπάρδιν. Όταν ο π. Αλέξιος ήλθε στο σπίτι του είπε:
– Η Παναγία πρόσταξε να με κοινωνείς κάθε μέρα.
Πράγματι, για δεκαπέντε μέρες ο π. Αλέξιος τον κοινωνούσε καθημερινά, μέσα στη νύχτα. Κάποια μέρα όμως συνέβη ένα ακόμη θαυμαστό γεγονός, όπως διηγείται ο π. Αλέξιος.
Κάθε μέρα, πολύ πριν ξημερώσει, πήγαινα και κοινωνούσα το γέροντα. Κάποια φορά όμως δεν άκουσα το ξυπνητήρι και δεν ξύπνησα στις 2.00 π.μ. όπως συνήθιζα. Ξύπνησα στις 4.00 π.μ.
Πήρα τα Τίμια Δώρα και έτρεξα στον γέροντα.
Ήταν ξαπλωμένος, αλλά το πρόσωπό του ήταν ολοφώτεινο. Γύρω του σκορπούσε φως!
Του ζήτησα συγγνώμη και ετοιμάστηκα να τον κοινωνήσω. Όμως ο γέροντας δεν με άφησε.
– Μην ανησυχείτε, πάτερ. Ήλθαν οι άγγελοι και με κοινώνησαν!
Έμεινα έκθαμβος. Το φωτεινό πρόσωπό του έδειχνε ότι ήταν αλήθεια.

Από το βιβλίο του Αρχιμ. Νεκταρίου Αντωνοπούλου, νυν Μητροπολίτη Αργολίδας, ο “Στάρετς Σεραφείμ της Βύριτσα 1866-1949”, των εκδόσεων Ακρίτας.

ΤΟ ΠΝΕΥ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΟ ΚΙ­ΝΗ­ΜΑ ΤΩΝ ΚΟΛ­ΛΥ­ΒΑ­ΔΩΝ Νι­κο­λά­ου Ντα­νυ­λέ­βυτ­ς

 
 
Ὁ μο­να­χι­σμὸς ὑ­πῆρ­χε πά­ντο­τε ὁ σθε­να­ρὸς πρό­μα­χος τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως καὶ ὁ θε­μα­το­φύ­λα­κας τῶν ἱ­ε­ρῶν πα­ρα­δό­σε­ων τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Πο­λὺ συ­χνὰ ὅ­μως οἱ μο­να­χοὶ ἐ­δι­ώ­χθη­καν καὶ βα­σα­νί­στη­καν ἐξ αἰ­τί­ας τῶν ἀ­κλο­νή­των θρη­σκευ­τι­κῶν πε­ποι­θή­σε­ών τους καὶ τοῦ ἀ­γῶ­να τους ὑ­πὲρ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἔ­τσι εἶ­ναι γνω­στοὶ οἱ ἀ­γῶ­νες τῶν μο­να­χῶν ὑ­πὲρ τῶν ἱ­ε­ρῶν Εἰ­κό­νων, κα­τὰ τὴν δι­άρ­κει­α τῆς Εἰ­κο­νο­μα­χί­ας τὸν Ηʹ καὶ Θʹ αἰ. Μὲ αὐ­τὴ τὴν στά­ση ὁ μο­να­χι­σμὸς πολ­λὲς φο­ρὲς δι­α­τη­ροῦ­σε ὄ­χι μό­νον τὴν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­νί­σχυ­ε τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου λα­οῦ καὶ τὸν βο­η­θοῦ­σε νὰ ἐ­πι­ζή­σει, "νὰ δι­α­σώ­σει τὴν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α του καὶ τὴν ἱ­ε­ρὴ ἀ­νά­μνη­ση ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να πε­ρι­ού­σι­ο λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ" (1).
Τὸν ΙΔʹ αἰ­ῶ­να, στὰ χρό­νι­α τῆς πα­ρα­κμῆς τῆς Βυ­ζα­ντι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, μέ­σα στὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς ἀ­κα­τα­στα­σί­ες, ποὺ εἶ­χαν ἤ­δη προ­κα­λέ­σει ὄ­χι μό­νο μί­α κρί­ση κοι­νω­νι­κῶν δο­μῶν, ἀλ­λὰ καὶ μί­α βα­θύ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κὴ κρί­ση, ἐμ­φα­νί­σθη­κε ὁ Ἡ­συ­χα­σμός. Αὐ­τὸ τὸ φαι­νό­με­νο, ποὺ ἦ­ταν γνή­σι­α ἔκ­φρα­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἡ πε­μπτου­σί­α της, θὰ λέ­γα­με, δὲν ἦ­ταν μό­νον μί­α ὀρ­θό­δο­ξη θε­ω­ρη­τι­κὴ ἀ­πά­ντη­ση στὰ σύγ­χρο­νά του φι­λο­σο­φι­κὰ καὶ θε­ο­λο­γι­κὰ προ­βλή­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ὑ­πό­βα­θρο τῆς ἐ­πι­βι­ώ­σε­ως τῶν ὀρ­θο­δό­ξων λα­ῶν καὶ τῆς κα­θο­λι­κῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας στὰ ἐ­περ­χό­με­να χρό­νι­α τῶν δει­νῶν τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας (2). Τὸ κί­νη­μα τοῦ Ἡ­συ­χα­σμοῦ ξε­κί­νη­σε ἀ­πὸ τὴν "Ἀ­κρό­πο­λη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας", τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. Ὁ ἐ­ξο­χώ­τε­ρος ἐκ­πρό­σω­πός του ἀ­νε­δεί­χθη ὁ Ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς, ἀρ­χι­κὰ ἁ­γι­ο­ρεί­της μο­να­χὸς καὶ με­τέ­πει­τα Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Θεσ­σα­λο­νί­κης (+1359).

Η επεισοδιακή επίσκεψη δύο αδελφών στον στάρετς Αμβρόσιο

 


Δύο αδελφές σε μια πλουσία αρχοντική οικογένεια διέφεραν ριζικά στον χαρακτήρα. Η μία ευσεβής και ειρηνική. Η άλλη, η Βέρα, εγωίστρια και ανήσυχη. Όσες φορές την παρακαλούσε η αδελφή της να πάνε μαζί στην Όπτινα, στον στάρετς Αμβρόσιο [1812-1891], αρνείτο με πείσμα. Αριστοκράτισσα αυτή και φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, να επισκεφθή έναν γέρο «λιτσιμέρα» (=υποκριτή, πλάνο)! -έτσι αποκαλούσε τον π. Αμβρόσιο. Το θεωρούσε υποτιμητικό.
Κάποτε όμως για να δείξη την ανωτερότητά της, «συγκατέβη» στην παράκλησι της αδελφής της και απεφάσισε να την συνοδεύση ως την Όπτινα. Στον δρόμο όμως όλο κάτι ειρωνικό είχε να πη εις βάρος των ανθρώπων που τόσο ευλαβούντο τον στάρετς. Είχε μάθει και τούτο το «φοβερό»: Όταν ο στάρετς βγαίνη, να ευλογήση τους Χριστιανούς, εκείνοι γονατίζουν. Αυτό την κτυπούσε πολύ στα νεύρα. «Εγώ, έλεγε, δεν πρόκειται επ’ ουδενί λόγω να γονατίσω. Να δεχθώ τέτοιον υποβιβασμό! Ποτέ»!
Ο Όσιος Αμβρόσιος της Όπτινα (1812-1891).
Πράγματι, όταν έκανε την εμφάνισί του ο σεβάσμιος Γέροντας όλοι γονάτισαν. Μόνο η Βέρα ήταν όρθια, πλάϊ στην πόρτα. Μάλιστα καθώς άνοιξε η πόρτα την εκάλυψε και δεν, φαινόταν. Ο στάρετς όμως γυρίζει προς το μέρος της την βλέπει όρθια και ερωτά με χαρούμενο ύφος: «Μα ποιος γίγαντας στέκεται εδώ»; Και χωρίς καθυστέρηση πλησιάζει πιο κοντά και συνεχίζει με σιγανή φωνή:
«Α! ναι, είναι η Β έ ρ α
που ήρθε να ιδή τον λ ι τ σ ι μ έ ρ α»!
Η απροσδόκητη αυτή φράσις με την επιτυχημένη ομοιοκαταληξία δημιούργησε στην νεαρή φοιτήτρια τα πιο αντίθετα αισθήματα. Θαυμασμό και εντροπή. Από το ένα μέρος εθαύμαζε την προφητική δύναμι του στάρετς και από το άλλο δεν ήξερε πώς να κρύψη τη μεγάλη της εντροπή. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα τύχαινε κάτι τέτοιο. Πάντως άρχισε να σέβεται πολύ το πρόσωπό του. Φεύγοντας από την Όπτινα σκέφθηκε να πάρη μαζί της και το πορτραίτο του – θα το εύρισκε στο περίπτερο της Μονής, απ’ όπου το αγόραζαν ευλογία όλοι σχεδόν οι προσκυνηταί. Όταν έφθασε εκεί κι ερώτησε για την τιμή, της είπαν πως αξίζει είκοσι καπίκια μόνο. Περίμενε μεγαλύτερη τιμή γι’ αυτό είπε με την σκέψι της: «Θεέ μου! Τόσο λίγο! Εγώ ήμουν έτοιμη για ρούβλια. Πόσο φτηνός είναι ο μπάτουσκας»!
Την ίδια ημέρα την περίμενε καινούργια έκπληξις. Την ώρα της κοινής ευλογίας περνώντας από κοντά του στάρετς την ακούμπησε απαλά στο κεφάλι και με χάρι ψιθύρισε: «Πόσο φτηνός είναι ο μπάτουσκας! Πόσο φτηνός»! Εκείνη παρ’ ολίγο να χάση το μυαλό της. Ακούς εκεί», μονολογούσε, να εξιχνιάζη όλες τις σκέψεις»!
Μετά από χρόνια η Βέρα κατέληξε μοναχή Ζαμορντίνο -το γυναικείο Μοναστήρι του στάρετς- και κατά καιρούς διηγείτο τα δύο εντυπωσιακά περιστατικά. Η συνάντησις με τον προορατικό στάρετς είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο στην ζωή της. Όσο κυριαρχούσε στην ψυχή της η άγνοια και η υπεροψία τον θεωρούσε γερό «λιτσιμέρα» και «γλεύκους μεμεστωμένον». Όταν όμως την επεσκίασε η Χάρις αντελήφθη πως τον καθοδηγούσε το Άγιον Πνεύμα. Γι’ αυτό και μπορούσε να γνωρίζη «τα άδηλα και τα κρύφια».
Από το βιβλίο ο “Όσιος Αμβρόσιος της Όπτινα” των εκδόσεων της Ιεράς Μονής Παρακλήτου.

Πώς εξομολογούσε ο στάρετς Θεόφιλος ο διά Χριστόν σαλός


 


O στάρετς Θεόφιλος ο διά Χριστόν σαλός (1788-1853).
Ήταν παράξενο να βλέπης – έχουν πη αυτόπτες μάρτυρες – πώς ο μακάριος [ο στάρετς Θεόφιλος ο διά Χριστόν σαλός] έκανε την εξομολόγηση των ανθρώπων που έρχονταν σ’ αυτόν.
Δεν ρωτούσε για τις αμαρτίες τους, όπως συνήθως κάνουν οι πνευματικοί, αλλά έχοντας ακουμπήσει τ’ αγιασμένα χέρια του πάνω στο κεφάλι του ανθρώπου που εξομολογούσε, κοιτώντας ψηλά στον ουρανό, εκείνος ο ίδιος άρχιζε να απαριθμή όλες τις απόκρυφες αμαρτίες του.
Τότε ο εξομολογούμενος όχι μόνον έχυνε δάκρυα μετανοίας με συντριβή, αλλά και αυτές οι τρίχες της κεφαλής του σηκώνονταν όρθιες από τη φρίκη που τον καταλάμβανε και τη ντροπή του.
Από το βιβλίο ο «Στάρετς Θεόφιλος ο διά Χριστόν σαλός, ασκητής της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου», έκδοση Ιεράς Μονής «Παναγία του Έβρου».

Ο Άγιος Νεομάρτυς και Οσιομάρτυς Χριστόφορος ο Διονυσιάτης

Ο Άγιος καταγόταν από την Ανδριανούπολη της Θράκης, από γονείς ευσεβείς. Το κοσμικό του όνομα ήταν Χριστόδουλος. Ήταν πράος, ήσυχος και καλοπροαίρετος άνθρωπος. Πολύ ευλαβής και θερμός Χριστιανός.
Στεναχωριόταν όταν άκουγε πως κάποιος Χριστιανός εξισλαμίζεται και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον αποτρέψει. Αυτό όμως για το οποίο λυπόταν το έπαθε και ο ίδιος. Πώς συνέβη το γεγονός; Ο Άγιος ήταν ράφτης και είχε με ενοίκιο δικό του ραφείο. Έτυχε να χάσει κάποια χρήματα, που ήταν για να πληρώσει τα χρέη του και ούτε δουλειά είχε για να οικονομήσει κάτι. Ήταν πολύ απελπισμένος, δεν είχε να αγοράσει ούτε ψωμί αλλά ντρεπόταν να το φανερώσει παραπέρα.
Ένα πρωί πήγε σε ένα καφενέ που είχε ένας Αρμένιος εξωμότης. Μόλις τον είδε ο καφετζής τον χαιρέτισε. Τι κάνεις, Χριστόδουλε; Άνοιξες το μαγαζί σου;
Ναι, το άνοιξα, του απάντησε ο Άγιος, ενώ δεχόταν τον καφέ από τον καφετζή. Πίνοντας τον καφέ λέει στον καφετζή : Θ’ αλλάξω.
Αυτό το ξεστόμισε χωρίς να έχει τίποτα στο νου του, ούτε που του είχε περάσει η ιδέα να εξισλαμιστεί.
Αμέσως όμως αντιλήφθηκε ότι ο λόγος του είχε εκληφθεί διαφορετικά και λέει του καφετζή, πάω να κλείσω το μαγαζί μου κι έρχομαι. Με σκοπό να απομακρυνθεί μήπως και τον κάνουν Τούρκο με τη βία.
Μόλις τ’ άκουσε ο αρμένης ο εξωμότης του λέει, κάθισε εδώ που είσαι και για το ραφείο μη φοβάσαι, δεν χάνεις τίποτε. Και,βγάζοντας το μιαρό κεφάλι του από το παράθυρο, φώναξε στους Τούρκους που ήσαν εκεί, βλέπετε αυτόν τον νέο; Ζητά να γίνει μουσουλμάνος.
Έφεραν αμέσως τον χότζα και του έκαναν περιτομή δια της βίας. Αυτός από την θλίψη του, για το κακό που τον βρήκε, λιποθύμησε. Τον συνέφεραν με νερό και ξύδι. Σαν πέρασαν λίγες ημέρες και θεραπεύτηκε η περιτομή, ο καφετζής ήθελε να τον κάνει γαμπρό του στην κόρη του και κληρονόμο της περιουσίας του. Όμως ο Άγιος δεν άκουγε καθόλου όλα αυτά, μόνο προσπαθούσε να βρει τρόπο να επιστρέψει στον Χριστό. Πήγε γι’ αυτόν τον σκοπό στην Κωνσταντινούπολη, βρήκε κάποιο πνευματικό, εκείνος όμως δεν τον δέχτηκε, υποπτευόμενος παγίδα, με τη δικαιολογία ότι εκεί είναι η έδρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αν το μάθουν οι Τούρκοι θα κινδύνευαν οι Χριστιανοί. Έτσι ο Άγιος έφυγε άπρακτος και περίλυπος.

Το Συναξάρι της Πεμπτουσίας / Συναξαριακές μορφές


Είναι γεγονός πώς ή ιερά μονή Βατοπαιδίου κατά τον 14ο αιώνα, τον χρυσό αιώνα του Αγίου Όρους, αποτελεί ισχυρό, ακμαίο και φημισμένο κέντρο του ησυχασμού. Γι΄ αυτό συνάζει εντός και γύρω της σπουδαίες ησυχαστικές μορφές όπως τών αγίων Σάββα του Νέου, Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοθέου Κοκκίνου και Νικοδήμου του Ησυχαστού. «Όλοι τους ήταν θερμοί υπέρμαχοι της ησυχαστικής εμπειρίας και θεολογίας κι επιλέγουν ως τόπο ασκήσεως τους, είτε τη Μονή, είτε τα γειτονικά κελλιά της».
Ο όσιος Νικόδημος, κατά κόσμο Νικηφόρος, ασκήτευε σε κελλί κοντά στη μονή Βατοπαιδίου στις αρχές του 14ου αιώνα. Προήρχετο από το όρος του Αυξεντίου, πού βρισκόταν κοντά στη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας και αποτελούσε περίφημο μοναστικό κέντρο από τον 5ο αιώνα. Λόγω επιδρομών τών Τούρκων ήλθε στό Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε πλησίον της μονης Βατοπαιδίου. Εκεί τον βρήκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ασκούμενο και λόγω της μεγάλης του αρετής θέλησε να του υποταχθεί. Πληροφορίες σχετικές μας δίνει ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος στην εξαίσια βιογραφία του: Ο άγιος Γρηγόριος «παρά τη του Βατοπεδίου γενόμενος λαύρα Νικοδήμω φοιτά τω γενναίω, ανδρί θαυμαστώ κατά τε πράξιν και θεωρίαν, ως οι Άθω παροικούντες πλην ολίγων είσασι πάντες, κατά μεν τον Αυξεντίου βουνόν, ος απαντικρύ Βυζαντίου προς ανατολάς εν Χρυσουπόλει πέραν προς τω άκρω κείται της Προποντίδος, πρότερον πάσαν αρετής οδόν ησκηκότι προς άκρον, εν τη του Βατοπεδίου δ΄ ες ύστερον γενομένω και τους αυτούς της αρετής άθλους μετά της σης σπουδής και της προθυμίας επί πλείστον διηνυκότι, ένθα δη και του θαυμαστού και μακαρίου μακαρίως διά Χριστόν τετύχηκε τέλους.

Άγ. Αμβρόσιος ο Κύπριος, ο κρυμμένος θησαυρός του αγιολογίου



Ο Όσιος Αμβρόσιος, ο Κύπριος

Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου

Τούς αφανείς ήρωες της πίστεως ο Κύριός μας τους καθιστά εμφανείς, για να δοξάσει τα κατορθώματά τους και να μας διαβεβαιώσει ότι «Ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον Αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού» (Εβρ. δ΄ 13). Ο Θεός μας, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. 7, 9 ), Αυτός που γνωρίζει τα εσώβαθα των καρδιών μας και το βάθος των λογισμών μας, τιμά και βραβεύει τους ταπεινούς και αφανείς δούλους Του και το μεγάλο βραβείο Του δεν είναι άλλο από το «βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ΄ 14). Καθενός μας βλέπει τα έργα και τις επιθυμίες και τα κρυπτά μας και μας τα ανταποδίδει στα φανερά, κατά το λόγιό Του: «Ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. στ΄ 4). Άλλωστε, η γνωριμία μας με τους αφανείς ήρωες της πίστεως πολλή ωφέλεια προξενεί στους πιστούς, αφού, όπως λέγει και ο σοφός Σειραχείδης, ποιά ωφέλεια υπάρχει και μπορεί να προέλθει από σοφία κρυμμένη και από θησαυρό που δεν φαίνεται: «Σοφία κεκρυμμένη και θησαυρός αφανής, τις ωφέλεια εν αμφοτέροις;» (Σοφ. Σειρ. κ΄ 30).
SAmvrosios
Ο Όσιος Αμβρόσιος, ο Κύπριος, είναι ένας κρυμμένος θησαυρός στο κυπριακό αγιολόγιο. Ο πανδαμάτορας χρόνος έφερε στη λήθη τη μνήμη του και τα πνευματικά του παλαίσματα. Το όνομά του προφέρεται από πολλούς ασυναίσθητα, αφού δύο χωριά της Ορθόδοξης Μεγαλονήσου μας φέρουν το όνομά του. Στην πραγματικότητα σήμερα ο Όσιος Αμβρόσιος είναι ένας αφανής, ένας αγνωστος Ασκητής. Δεν γνωρίζουμε τον τόπο της ασκήσεώς του, καθώς και τη χρονολογία που έζησε και ευαρέστησε στο Θεό με τα σύντονα κατορθώματά του. Ασφαλώς νέκρωσε τη σάρκα του με την αδιάκοπη άσκηση και ζώωσε το πνεύμα του. Έδωσε αίμα, για να πάρει πνεύμα.

Άγ. Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής, ο θεόπτης



Άγιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής (23 Δεκεμβρίου)
Πρόκειται για ένα σχεδόν άγνωστο άγιο Ιεράρχη της Αλεξανδρινής Εκκλησίας του δ΄ αιώνα, που αξιώθηκε πολλές θείες οπτασίες και που ο Μέγας Αθανάσιος μαρτυρεί την αγιότητά του.
Ο Αγαπητός, πατέρας του αγίου, ήταν ο πρώτος άρχοντας της Αλμυροπόλεως της Αιγύπτου. Ο άγιος Νήφων πήγε σε ηλικία οκτώ ετών στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει. Μαζί με τον πόθο για μόρφωση παρουσίαζε και μεγάλη ευλάβεια προς τον Θεό. Παρασύρθηκε όμως σε μια ταραγμένη και άσωτη νεανική ζωή εξαιτίας της απειρίας του. Οι φίλοι του τού θύμιζαν την προηγούμενη χριστιανική του ζωή αλλά ο Νήφωνας παρέμενε στην αμαρτία. Όταν μια νύκτα αποφάσισε να προσευχηθεί ένα μαύρο σύννεφο φάνηκε μπροστά του ώστε τον παρέλυσε και τον έκανε να πέσει στο κρεβάτι σαν νεκρός. Το πρωί, ελεεινολογώντας τον εαυτό του πήγε στην Εκκλησία και είπε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας : «Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε, μητέρα του ελέους και της ευσπλαχνίας, λυπήσου με και ελέησέ με τον αμαρτωλό». Ο Νήφων ένιωσε μεγάλη παρηγοριά βλέποντας την Θεοτόκο να τον κοιτάζει με βλέμμα ήμερο και ιλαρό και είχε μέσα του την αίσθηση ότι ήταν δυνατή η μετάνοια. Πήγαινε στην Εκκλησία και μετανοούσε μετά από κάθε αμαρτία που έκανε και επέμενε στον αγώνα κατά των παθών νηστεύοντας, αγρυπνώντας και κατηγορώντας τον εαυτό του.
nifkwn1
Στους πολέμους κατά των ακαθάρτων δαιμόνων παρακαλούσε με πολλή θέρμη τον Θεό χρησιμοποιώντας το όνομα του Χριστού και δικά του τεχνάσματα για να αντιμετωπίσει τα τεχνάσματά τους. Ταλαιπωρούσε το σώμα του για να θυμάται τις τιμωρίες της κολάσεως. Παντοτινή συνήθεια ήταν να λέει  ελεεινολογώντας τον εαυτό του «αλλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό». Το άγιο Πνεύμα του φανέρωσε ότι η ταπείνωση, η ελεημοσύνη, η αυτομεμψία και η αποφυγή της κατακρίσεως ήταν τα όπλα με τα οποία θα κατανικούσε το σαρκικό φρόνημα. Μια ημέρα παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου και, σε αναγνώριση των άθλων του, τού έδωσε μια νέα καρδιά, την “συντετριμμένη και τεταπεινωμένη καρδία”. Θεωρούσε ότι ήταν ελαχιστότερος και από την σκόνη που οι αδελφοί τινάζουν από τα πόδια τους μπαίνοντας στο ναό· και όταν κάποιος γονάτιζε μπροστά του ζητώντας την ευλογία του, οι λογισμοί του κατέρχονταν μέχρι τα βάθη της κολάσεως. “Βάλε τον εαυτό σου κάτω από τους άλλους”, έλεγε, “και θα ζεις με τον Χριστό”. Όταν έδινε ελεημοσύνη σε κάποιον πτωχό, επαναλάμβανε τα λόγια της θείας Λειτουργίας: “Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρωμεν κατά πάντα και δια πάντα”, αποδίδοντας στον Θεό κάθε ενάρετη πράξη του. Μια ημέρα εκεί που θρηνούσε για τις αμαρτίες του, ο Νήφων περιβλήθηκε ξαφνικά από ουράνιο φως, δυο πελώρια χέρια από τον ουρανό τον αγκάλιασαν και άκουσε την φωνή του Θεού να επαναλαμβάνει τα λόγια του πατέρα του ασώτου. Άγγελος Κυρίου ήλθε τότε και περιέλουσε τον άγιο με άρωμα ανείπωτης ευωδίας. Είχε αποκτήσει την χάρη της μετανοίας.

Ο Άγιος Νεομάρτυς και Ιερομάρτυς Δαμασκηνός ο Χιλανδαρινός

 


Μαρτύρησε στις 16 Ιανουαρίου το 1771
Καταγόταν από το χωριό Γάμπροβο της επαρχίας Τυρνόβου της Βουλγαρίας.
Ήλθε στο Άγιον Όρος και έγινε μοναχός στην Ι. Μ. Χιλανδαρίου. Αργότερα χειροτονήθηκε ιερομόναχος και εξελέγη και προηγούμενος της Μονής.
Οι Άγιοι Πατέρες οι εν τω Αγίω Όρει του Άθω. Φορητή εικόνα Ι.Μ. Αγίου Παύλου (αρχές 20ου αιώνα). Από το βιβλίο «Οι Άγιοι του Αγίου Όρους», Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου, εκδ. Μυγδονία (σελ. 304).

Εστάλη κάποτε από τους πατέρες της Μονής στη Βουλγαρία,στο Σφιστόβι, όπου η Μονή είχε μετόχι, για να συγκεντρώσει κάποια έσοδα για τη Μονή.
Ενώ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο Άγιο Όρος, ζήτησε από κάποιους Τούρκους να του επιστρέψουν χρήματα τα οποία τους είχε δανείσει. Εκείνοι, άδικοι και κακότροποι, σκέφτηκαν όχι απλώς να μην επιστρέψουν τα δανεικά αλλά και να του αποσπάσουν και όσα άλλα είχε συγκεντρώσει.
Και να τι τους εσόφισε ο διάβολος να κάνουν. Συνεννοήθηκαν με μια τουρκάλα και τη νύχτα την ανέβασαν με σκάλα στον όροφο του μετοχιού και την έβαλαν μέσα. Κατόπιν κατέβηκαν, έσπασαν την πόρτα και μπήκαν μέσα, όπου δήθεν βρήκαν την τουρκάλα. Άρπαξαν αμέσως τον Άγιο, τον έδεσαν, πήραν ό,τι πράγματα είχε στο μετόχι και,δέρνοντάς τον και κλωτσώντας τον,τον έφεραν στον δικαστή

Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, ο ασκητής με την κοινωνική διδασκαλία



Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (4 Φεβρουαρίου)
Ο Όσιος Ισίδωρος γεννήθηκε περί το 360 στην Αλεξάνδρεια από ευσεβείς και ευγενείς γονείς. Οι ίδιες οι επιστολές του φανερώνουν λαμπρή και επιμελημένη μόρφωση. Ο ίδιος ομολογεί την «αυτάρκη» εκπαίδευσή του στα ελληνικά γράμματα και τις τέχνες. Χαρακτηρίζεται ως «ανήρ ελλογιμώτατος, φιλόσοφος και ρήτωρ». Στην Αλεξάνδρεια έλαβε μέρος ενεργό στο κατηχητικό έργο της Εκκλησίας.
isidpilusxrdl2
Το όνομα «Πηλουσιώτης» το πήρε από το ιστορικό Πηλούσιο, σημερινό Πορτ-Σάιντ, περιοχή της Αιγύπτου ανατολικά του Νείλου. Αποσύρθηκε στην έρημο της Νιτρίας ακολουθώντας το μοναχικό βίο εκπληρώνοντας την επιθυμία που είχε από νεαρή ηλικία.
Μετά ένα χρόνο ασκητικής ζωής, επέστρεψε στο Πηλούσιο, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Αμμώνιο, ο οποίος του εμπιστεύθηκε καθήκοντα διδαχής πιστών και κατηχουμένων. Πολλοί Εβραίοι και ειδωλολάτρες ακούοντας το κήρυγμά του έγιναν χριστιανοί.
Το 413, όμως, κάποιος Ευσέ­βιος εξελέγη νέος επίσκοπος Πηλουσίου και άσκησε τέτοια πίεση στην Εκκλησία, ώστε ο Ισίδωρος αποφάσισε να «φύγει» πάλι προς την έρημο. Αποσύρθηκε, σε μονή κοντά στο Αφναίο. Φορούσε μόνο ένα σκληρό τρίχινο ένδυμα και ζούσε, κατά το παράδειγμα του αγίου Ιωάννη του Προδρό­μου, με άγρια χόρτα, και φύλλα.
Σε δύο εκκλησιαστικά θέματα του αναγνωρίζεται σημαντική συμβολή· η εγγραφή του ονόματος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στα δίπτυχα της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας από τον Κύριλλο και η καταπολέμηση του Νεστοριανισμού, στα πλαίσια της οποίας συνέβαλε αποφασιστικά στη συμφιλίωση του Κυρίλλου και του αγίου Ιωάννη Αντιοχείας.
Από τις επιστολές του, από τις οποίες σώζονται περισσότερες από δύο χιλιάδες, αντλούμε πληροφορίες για την οργανωμένη ζωή του στην έρημο, την προσωπικότητα και τη δράση του. Στην έρημο και στο προσφιλές του όρος βρίσκει τις προϋποθέσεις, μακριά από τους θορύβους των πόλεων, για να κατορθώσει την αρετή και τη σωτηρία της ψυχής του· «ο μη σχολάσας, Θεόν γνώναι ου δύναται» έγραφε. Προσκαλούσε κοντά του όσους ήθελαν την μοναχική ζωή· «αρνήσου τον εαυτόν σου, σήκωσε τον σταυρό και φύγε όπως εγώ».
Ο Όσιος Ισίδωρος οργάνωσε μια μοναστική αδελφότητα, με την οποία ζούσε σε ένα οίκημα με οργανωμένο σύστημα διακονιών. Επικοινωνούσε και επισκεπτόταν άλλους αναχωρητές και άλλα μοναστήρια της περιοχής του και εξυπηρετούσε τις λειτουργικές τους ανάγκες ως πρεσβύτερος. Συνήθιζε την πλήρη απομόνωσή του για ορισμένο χρόνο με σκοπό την μεγαλύτερη άσκηση, που την χαρακτήριζε η λιτότητα και η ολιγάρκεια. Η αυστηρή άσκηση κλόνισε την υγεία του και τον έκανε να υποφέρει συχνά από ασθένειες

Αββάς Κασσιανός, ο μεγάλος ασκητής της Δύσης Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος


Ο Άγιος Κασσιανός, παραμένει στο μεγάλο πλήρωμα της Εκκλησίας άγνωστος αν και είναι σημαντική   πατερική μορφή. Αυτό οφείλεται στο ότι όλοι οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στα συγγράμματά του επειδή ο άγιος έγραψε στη λατινική γλώσσα. Μόνο μερικά τμήματα απ’ αυτά μεταφράστηκαν παλιότερα στα ελληνικά.
Έζησε κατά τα τέλη του 4ου μ. Χ. αιώνα, γύρω στο 360-365. Μέχρι σήμερα οι ερευνητές δεν κατόρθωσαν να καθορίσουν πότε και πού γεννήθηκε. Δύο χώρες θεωρούνται ως γενέτειρές του. Η Μικρή Σκυθία και η Νότια Γαλατία. Περισσότερες πιθανότητες έχει η Μικρή Σκυθία, στις εκβολές του Δούναβη, σημερινή Δοβρουτζά της Ρουμανίας.
cassian
Αμφιβολίες υπάρχουν και για το όνομά του. Συγγραφείς τον αναφέρουν ως «Κασσιανό» ενώ ο ίδιος στα συγγράμματά του ονομάζει τον εαυτόν του «Ιωάννη». Σύγχρονός του τον αναφέρει «Ιωάννην, τον λεγόμενον Κασσιανόν». Πιθανότερη εκδοχή είναι ότι το όνομά του, βαπτιστικό ή μοναχικό, ήταν Ιωάννης και το Κασσιανός προσωνύμιο.
Η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη και ευσεβής και του έδωσε την ευκαιρία να λάβει ικανοποιητική και ευρεία μόρφωση. Ο ίδιος στα συγγράμματά του ομολογεί ότι η συνεχής μελέτη απορρόφησε πολύ τις πνευματικές του δυνάμεις και τον εμπόδιζαν στην προσευχή. Είναι γνώστης των έργων των Πατέρων της πρώτης Εκκλησίας αλλά και άλλων συγγραφέων.
Στη νεανική του ηλικία με τον αδελφικό του φίλο Γερμανό ακολούθησε την μοναχική ζωή σε κάποια Μονή της Βηθλεέμ που βρισκόταν κοντά στο Σπήλαιο της Γεννήσεως του Κυρίου. Εκεί γνώρισε τον μοναχισμό της Παλαιστίνης, της Συρίας και της Μεσοποταμίας. Ποθώντας την αναχωρητική ζωή και τις ψηλότερες πνευματικές αναβάσεις αποφάσισε μαζί με το φίλο του Γερμανό να επισκεφθούν τους αναχωρητές της Αιγύπτου. Μετά από ευλογία του ηγουμένου επισκέφθηκαν τους τρείς φημισμένους αββάδες Χαιρήμονα, Νισθερώ, Ιωσήφ και το ονομαστό κοινόβιο του αββά Πινουφρίου. Προχώρησαν στην έρημο που βρισκόταν στις εκβολές του Νείλου και συνάντησαν πατέρες με τους οποίους συνομίλησαν για τις λεπτομέρειες της μοναχικής ζωής.
Μετά από 7 χρόνια επέστρεψαν στην Μονή της Βηθλεέμ και μετά από λίγο επανήλθαν στην Αίγυπτο για να επισκεφθούν την έρημο της Σκήτης, που βρισκόταν στην κοιλάδα της Νιτρίας όπου συνάντησαν τον αββά Μωυσή, τον αββά Παφνούτιο, τον αββά Σεραπίωνα και άλλους μεγάλους πατέρες, με τους οποίους συνομιλεί και καταγράφει την ζωή τους στα κοινόβια, τις πνευματικές και ασκητικές τους εμπειρίες. Οι δύο επισκέψεις στην Αίγυπτο πρέπει να έγιναν μεταξύ των ετών 380 και 400 μ.Χ.
Αργότερα, μεταβαίνει στην Κων/πολη, συνδέεται με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και χειροτονείται διάκονος. Η παραμονή του κοντά στον μεγάλο Ιεράρχη τον βοήθησε στην πληρέστερη δογματική κατάρτισή του, συμπλήρωσε τις ελλείψεις του στο θεολογικό, ερμηνευτικό τομέα και τη λειτουργική του εμπειρία.
Με την εκθρόνιση και εξορία του Χρυσοστόμου ο Κασσιανός καταφεύγει στη Ρώμη και παραδίδει στον Πάπα Ιννοκέντιο Α΄ την επιστολή του κλήρου και λαού της Κων/πόλεως. Στη Ρώμη παρέμεινε περίπου 10 χρόνια υπηρετώντας την Εκκλησία όπου κατά πάσα πιθανότητα χειροτονήθηκε ιερέας.
Περί το 415 μ. Χ. βρίσκομε τον αββά Κασσιανό στη Γαλλία, στην περιοχή της Μασσαλίας, όπου ιδρύει δύο μοναστήρια, ένα ανδρικό αφιερωμένο στον Άγιο Βίκτωρα, μάρτυρα του 3ου αιώνα και ένα γυναικείο αφιερωμένο στον Σωτήρα Χριστό, τα οποία οργανώνει σύμφωνα με τα πρότυπα του κοινοβιακού μοναχισμού της ορθοδόξου Ανατολής.
Στη Μασσαλία, μέσα σε περιβάλλον που ήταν καχύποπτο προς τη μοναχική ζωή, κατοχυρώνει θεωρητικά τον μοναχισμό με τα τρία μεγάλα έργα του: «Τους Κοινοβιακούς Κανονισμούς», «Τις Συνομιλίες με τους Πατέρες της ερήμου» και  το «Περί Ενσαρκώσεως, και κατά του Νεστορίου».
Κοιμήθηκε περί το 435 και τα Τίμια λείψανά του φυλάσσονται στη Μονή του Αγίου Βίκτωρα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και η μνήμη του τιμάται στις 29 Φεβρουαρίου. Ο καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Φ. Δημητρακόπουλος, στο έργο του: «Σελίδες για τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο στην παλιά πόλη της Λευκωσίας», (Ακτή, 1997) αναφέρει ότι στη μαρτυρική Κύπρο πολλοί ναοί (25) είναι καθιερωμένοι στο όνομά του και πανηγυρίζουν την ημέρα της μνήμης του. Αντίθετα η Δυτική Εκκλησία δεν τον κατέταξε στο επίσημο Αγιολόγιό της και δεν τον τιμά, εκτός της περιοχής της Μασσαλίας. Ένας ακόμη λόγος της περιθωριοποίησης του Αγίου Κασσιανού από τη Δυτική Εκκλησία είναι ότι υπήρξε ο κύριος αντίπαλος της θεωρίας του απόλυτου προορισμού του Ι. Αυγουστίνου, την οποία ενστερνίστηκε η δυτική θεολογία.

/ Το Συναξάρι της Πεμπτουσίας / Συναξαριακές μορφές


 

Ο Άγιος Μεθόδιος (κατά κόσμον Μιχαήλ) και ο αδελφός του Κύριλλος (κατά κόσμον Κωνσταντίνος) ήταν τέκνα του δρουγγάριου – στρατιωτικού διοικητού Λέοντος και γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Ο Κωνσταντίνος είχε μεγάλη επιμέλεια στα γράμματα. Σπούδασε φιλοσοφία, διέπρεψε στις σπουδές του και αρχικά διορίσθηκε χαρτοφύλακας (αρχιγραμματέας) του Πατριαρχείου και αργότερα καθηγητής της φιλοσοφίας στη σχολή της Μαγναύρας.
κυρ κ μεθ12
Ο Μιχαήλ ακολούθησε την σταδιοδρομία του πατέρα τους. Έγινε στρατιωτικός και ανέλαβε την διοίκηση της περιοχής των πηγών του Στρυμόνος, δηλαδή στα σημερινά σύνορα Βουλγαρίας και Σερβίας, όπου και γνώρισε καλά τους Σλάβους. Παρά την επιτυχημένη σταδιοδρομία και των δύο αδελφών, βαθιά τους συγκλόνιζε ο ζήλος για την πνευματική ζωή. Είχαν μοναστική κλίση, αλλά πίστευαν στη μαρτυρική διακονία της κλίσεώς τους αυτής, για να σωθούν και άλλες ψυχές.
Αρχικά ο Κωνσταντίνος αναπτύσσει ιεραποστολικό έργο μεταξύ των Χαζάρων. Η μεγάλη όμως ευκαιρία δίνεται το καλοκαίρι του 862 μ.Χ., όταν φθάνει στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία του ηγεμόνος των Μοραβών Ραστισλάβου, που το έθνος του κατοικούσε από τη Βοημία μέχρι τα Καρπάθια και το Δούναβη. Ο Ραστισλάβος ζητά από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ ιεραποστόλους, για να τους διδάξουν στη γλώσσα τους την αληθινή πίστη και να προσέλθουν και άλλοι στον Χριστό. Είχαν βαπτισθεί πολλοί, αλλά και οι βαπτισμένοι από τους Λατίνους ιεραποστόλους αγνοούσαν τον Χριστιανισμό, όσο και οι αβάπτιστοι, αφού οι Λατίνοι, συνεπείς στην παράδοσή τους, τους επέβαλαν την γνώση του Ευαγγελίου στα λατινικά και την λατρεία πάλι στα λατινικά, δηλαδή σε μία γλώσσα που αγνοούσαν.
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ προσκαλεί τον φιλόσοφο Κωνσταντίνο να αναλάβει αυτήν την αποστολή προς τους Μοραβούς. Ο Κωνσταντίνος δέχεται και την άνοιξη του 863 μ.Χ., παίρνει τον αδελφό του Μιχαήλ, που είχε γίνει μοναχός με το όνομα Μεθόδιος, και φθάνει στην αυλή του Ραστισλάβου. Η εργασία τους διαρκεί τρία χρόνια. Έκαναν σπουδαίες μεταφράσεις, εισήγαγαν την βυζαντινή παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας στη Μοραβία. Άνοιξαν τους πολιτιστικούς ορίζοντες του ευαγγελιζόμενου λαού. Συγκρότησαν γραπτή σλαβική γλώσσα, μετέφρασαν τα λειτουργικά βιβλία στη γλώσσα αυτή, καθιέρωσαν την σλαβική ως λειτουργική γλώσσα, έγραψαν και πρωτότυπα έργα και κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητών για την επάνδρωση της τοπικής Εκκλησίας. Έγιναν οι πραγματικοί φωτιστές του.
Στις αρχές του 868 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος φθάνουν στη Ρώμη κομίζοντας τα ιερά λείψανα του ιεραποστόλου Κλήμεντος, που είχε μαρτυρήσει στη χώρα των Χαζάρων. Εκεί η μόρφωση και η ευσέβεια των δύο αδελφών κατέπληξε τους πάντες.
Στο διάστημα της παραμονής τους στη Ρώμη, ο Κωνσταντίνος αρρωσταίνει βαριά. Προαισθάνεται το τέλος του και ζητά να πεθάνει ως μοναχός. Κείρεται μοναχός και ονομάζεται Κύριλλος. Στις 4 Φεβρουάριου του 869 μ.Χ. ο πύρινος ιεραπόστολος, που άναψε την φωτιά της πίστεως και του πολιτισμού στο σλαβικό κόσμο, κοιμήθηκε με ειρήνη. Ο Μεθόδιος θέλει να μεταφέρει το σκήνωμά του στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο Πάπας Ανδριανός δεν το επιτρέπει και τον θάβει στο ναό του Αγίου Κλήμεντος, όπου μέχρι και σήμερα δείχνεται ο τάφος του.
Στη συνέχεια, ο Μεθόδιος χειροτονείται από τον Πάπα Αρχιεπίσκοπος Σιρμίου, για να εγκατασταθεί στην Παννονία. Η Ρώμη επιδέξια οικειοποιείται το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Η ζωή όμως του Μεθοδίου, ως Αρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στους ανταγωνισμούς των Λατίνων και των Φράγκων Επισκόπων, στις δολοπλοκίες των ηγεμόνων και των αρχόντων και γίνεται μαρτυρική. Τον φυλακίζουν δυόμιση χρόνια σε μοναστήρι του Μέλανος Δρυμού και μόλις το 873 μ.Χ. ο Πάπας Ιωάννης Η΄ τον ελευθερώνει και τον αποκαθιστά.
Στις 6 Απριλίου του 885 μ.Χ., στη Μοραβία, ο Μεθόδιος παραδίδει το πνεύμα του προφέροντας τις τελευταίες λέξεις: «Κύριε, εις χείράς σου παραθήσομαι το πνεύμά μου». Είχε προετοιμάσει πολυάριθμους νέους ιεραποστόλους. Αυτοί ξεχύθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη, διέδωσαν και στερέωσαν την Ορθοδοξία στα σλαβικά Έθνη. Ήταν τέτοια δε η δύναμη και το ρίζωμα του έργου τους, ώστε ούτε η λαίλαπα της Ουνίας του 16ου  αιώνος μ.Χ. κατόρθωσε να εξανεμίσει το θεολογικό και πολιτισμικό έργο των δύο Ισαποστόλων αδελφών, του Κυρίλλου και του Μεθοδίου.
Κατά την εξόδιο ακολουθία του Αγίου Μεθοδίου αναρίθμητος λαός τον συνόδευσε και θρήνησε τον αγαθό διδάσκαλο και ποιμένα.
Ο Άγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τον Απόστολο Παύλο στην περιφρόνηση των κινδύνων, ιδίως στα ταξίδια και τις περιπλανήσεις του. Γι’ αυτό και ο βιογράφος του σημειώνει ότι σε όλα τα ταξίδια του ο Μεθόδιος περιέπεσε σε πολλούς κινδύνους, που προκλήθηκαν από τον κακό εχθρό.
Κινδύνευσε στις ερήμους από τους ληστές, στη θάλασσα από τρικυμίες, στα ποτάμια από θανάσιμους κινδύνους και έτσι εκπληρώθηκε σε αυτόν ο λόγος του Αποστόλου: «Κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις, εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψη» και σε όλα τα παθήματα, τα μνημονευόμενα από τον Μεγάλο Απόστολο.

Πηγή: Ημερολόγιον 2015, Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο δυναμικός θεμελιωτής του δόγματος Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος



Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (9 Ιουνίου)
Ο άγιος Κύριλλος γεννήθηκε περί το 375 (ή 380) στην Αλεξάνδρεια από πλούσιους γονείς της ελληνικής κοινωνίας της πόλεως. Διακρινόταν για την ευστροφία, την επιμονή, την ορμητικότητα και το ανυποχώρητο στις επιδιώξεις των σκοπών για τους οποίους αγωνιζόταν. Τέθηκε υπό την προστασία του θείου του Θεοφίλου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, ο οποίος του εξασφάλισε ολοκληρωμένη μόρφωση στην ρητορική και στην φιλοσοφία, πρωτίστως όμως στην Αγία Γραφή, την οποία ο Κύριλλος γνώριζε σχεδόν απ’ έξω και ήταν σε θέση να χρησιμοποιεί με θαυμαστό τρόπο. Φοίτησε στην Κατηχητική Σχολή και είχε δάσκαλο τον Δίδυμο τον Τυφλό.
κρ12
Σε ηλικία περίπου 18 ετών, ο θείος του τον έστειλε στην έρημο της Νιτρίας για να συμπληρώσει την μόρφωσή του με την ασκητική επιστήμη. Εκεί ασκήτευσε για πέντε χρόνια στη Μονή του Αγίου Μακαρίου υπό την καθοδήγηση του γέροντος Σεραπίωνος. Ο ίδιος έλεγε ότι: «Εις χείρας πατέρων τεθράμμεθα ορθοδόξων και αγίων». Όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, έθεσε την μεγάλη του παιδεία στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ο Θεόφιλος του εμπιστεύθηκε την διδασκαλία της Αγίας Γραφής, τον ενέταξε στον κλήρο και τον προετοίμαζε για διάδοχό του. Ο Κύριλλος τον συνόδευσε στην Βασιλεύουσα και παραβρέθηκε στην παράνομη σύνοδο της Δρυός (403), η οποία καταδίκασε αδίκως τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Έκτοτε αρνιόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα να μνημονεύσει το όνομα του αγίου ιεράρχη στα δίπτυχα – περισσότερο λόγω της προσήλωσής του στην μνήμη του θείου του, παρά εξαιτίας δογματικής αντίθεσης προς τον Χρυσόστομο -και μόνο μετά από επίμονες παροτρύνσεις του οσίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου και, καθώς λέγεται, από όραμα της Θεοτόκου, η οποία είχε στο πλευρό της τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, συναίνεσε να αποκαταστήσει το όνομά του και έγινε μάλιστα ένθερμος υποστηρικτής της τιμής του (417).
Όταν εκοιμήθη ο Θεόφιλος (412), ο Κύριλλος χειροτονήθηκε αμέσως αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Αμέσως επιδόθηκε στην στερέωση της ενότητας της Εκκλησίας του, που βρισκόταν τους χρόνους εκείνους σε πλήρη άνθιση, αλλά απειλούνταν από ποικίλα διαιρετικά στοιχεία. Αντιμετώπισε τις διάφορες αιρέσεις και σχίσματα, υπολείμματα των οποίων ακόμα υπήρχαν.
Για να καταπολεμήσει την ειδωλολατρία και τις δεισιδαιμονίες, που παρέμεναν ριζωμένες στους κόλπους του λαού, μετέφερε τα λείψανα των αγίων Μαρτύρων Κύρου και Ιωάννου από την Αλεξάνδρεια στο ειδωλολατρικό μαντείο στην Μένουθι, κοντά στην Κανώπη, το οποίο ήταν περιβόητο για τους χρησμούς, που έδιναν οι δαίμονες, και μπήκε ο ίδιος επικεφαλής της λιτάνευσης, που διήρκεσε μία ολόκληρη εβδομάδα (414).Στράφηκε κατά των Ιουδαίων που είχαν την υποστήριξη του έπαρχου Ορέστη και συμπεριφέρονταν προκλητικά στους χριστιανούς.
Ο άγιος επίσκοπος αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στην συγγραφή ερμηνευτικών έργων, τα οποία σχολίαζαν συστηματικά, σύμφωνα με τον αλληγορικό και ηθικό τρόπο, όλες τις λεπτομέρειες της Παλαιάς Διαθήκης, στην οποία διέκρινε το «Μυστήριο του Χριστού φανερωμένο εν αινίγμασι». Αγωνίσθηκε σθεναρά κατά του Νεστορίου που δημιούργησε την αίρεση του Μονοφυσιτισμού. Ο Νεστόριος δεν δεχόταν την ένωση των δύο φύσεων του Χριστού, θείας και ανθρώπινης σε μία υπόσταση, και αποδεχόταν μόνο συνοίκηση ή συνάφειά τους και θεωρούσε την Παναγία όχι Θεοτόκο αλλά «Χριστοτόκο» ή «ανθρωποτόκο».
Πληροφορούμενος την νέα αυτή αίρεση, ο άγιος Κύριλλος εξέθεσε επισήμως σε πασχάλιο επιστολή του ότι όντως η Παρθένος γέννησε τον Ενανθρωπήσαντα Υιό του Θεού και ότι πρέπει συνεπώς να ονομάζεται δικαίως Θεοτόκος. Ο όρος Θεοτόκος συνοψίζει άριστα την ενότητα του προσώπου του Χριστού.
Απηύθυνε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’, στη σύζυγό του και στις αδελφές του μία πραγματεία περί ορθής πίστεως, και απέστειλε στον πάπα Ρώμης, Κελεστίνο, μία έκθεση για τις πλάνες του Νεστορίου. Ο πάπας συνεκάλεσε Σύνοδο στην Ρώμη, η οποία τις καταδίκασε. Ο άγιος Κύριλλος συγκάλεσε Σύνοδο των επισκόπων της Αιγύπτου, η οποία συνέταξε έκθεση του χριστολογικού δόγματος, ακολουθούμενη από τους δώδεκα Αναθεματισμούς των προτάσεων του Νεστορίου, τους οποίους ο Κύριλλος είχε απευθύνει στον αιρετικό στην Τρίτη Επιστολή του.
Η κατάσταση ανάγκασε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο να συγκαλέσει το 431 Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο. Καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας Ιωάννης και η συνοδεία του αργούσαν, αποφασίστηκε να ανοίξει δίχως αυτούς η πρώτη συνεδρίαση. Προήδρευε ο άγιος Κύριλλος, ως αναπληρωτής του πάπα Ρώμης, οι λεγάτοι του οποίου είχαν επίσης καθυστερήσει. Μετά την ανάγνωση του Συμβόλου της Νικαίας, της Επιστολής του Κυρίλλου προς Νεστόριο και της απαντήσεως του τελευταίου, οι διακόσιοι περίπου παρόντες Πατέρες διακήρυξαν την νομιμότητα του «Θεοτόκος» και καθαίρεσαν τον Νεστόριο, ο οποίος είχε αρνηθεί τρεις φορές να παρευρεθεί.
Μόλις έφθασαν στην Έφεσο, πέντε ημέρες αργότερα, ο Ιωάννης και η συνοδεία του, προσβεβλημένοι από το γεγονός ότι δεν τους περίμεναν, συγκρότησαν σύνοδο με σαράντα τρεις επισκόπους και κατηγορώντας τον Κύριλλο ότι ανανεώνει την αίρεση του Απολλιναρίου, αποφάσισαν την καθαίρεσή του, χωρίς άλλη διαδικασία, καθώς και εκείνη του Μέμνονος Εφέσου. Η Οικουμενική Σύνοδος μετατράπηκε έτσι σε ένα βίαιο και εμπαθή αγώνα ανάμεσα στα δύο μέρη, που προσπαθούσαν να προσελκύσουν την προστασία του αυτοκράτορα. Ευρισκόμενος μακριά και λάθος πληροφορημένος, ο Θεοδόσιος, μετά από μάταιες προσπάθειες για συμφιλίωση, διέταξε να συλληφθούν ο Κύριλλος και ο Μέμνων, κηρύσσοντας ταυτόχρονα τον Νεστόριο αιρετικό, και έδωσε εντολή να διαλυθεί η Σύνοδος. Με επέμβαση της ευσεβούς Πουλχερίας, αδελφής του αυτοκράτορα, ο Θεοδόσιος κάλεσε να εμφανισθούν ενώπιον του αντιπρόσωποι των δύο πλευρών. Τότε αφού τους άκουσε αποδέχθηκε τις θέσεις των Ορθοδόξων.
Έχοντας ολοκληρώσει το έργο, που του ανέθεσε ο Θεός για την οικοδομή της Εκκλησίας του, ο άγιος Κύριλλος κοιμήθηκε ειρηνικά στις 9 Ιουνίου 444. Τιμήθηκε σύντομα ως άγιος και εγκωμιάσθηκε ως «φωστήρας του κόσμου», «ανίκητος υπέρμαχος της Ορθοδοξίας» και ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης  τον ονόμασε «Σφραγίδα των Πατέρων». Η Εκκλησία θέλοντας να τιμήσει την μνήμη των δύο Μεγάλων Πατέρων και Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας Αθανασίου και Κυρίλλου όρισε το συνεορτασμό τους στις 18 Ιανουαρίου.