Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Η θέωσις, ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου (Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, Καθηγούμενος Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους)


ΒΙΒΛΙΑ







Πρόλογος
Η θέωσις, ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου
Η ενανθρώπησις του Θεού αιτία της θεώσεως του ανθρώπου
Η συμβολή της Θεοτόκου στην θέωσι του ανθρώπου
Η Εκκλησία, ο χώρος της θεώσεως του ανθρώπου

Η θέωσις δυνατή διά των ακτίστων ενεργειών του Θεού
Προϋποθέσεις για την θέωσι
α) Η ταπείνωσις
β) Η άσκησις
γ) Τα άγια Μυστήρια και η προσευχή
Εμπειρίες της θεώσεως
Αποτυχία πολλών ανθρώπων να φθάσουν στην θέωσι
α) Η προσήλωσις στις βιοτικές μέριμνες

β) Ο ηθικισμός
γ) Ο ανθρωποκεντρικός ουμανισμός
Συνέπειες της αγωγής της θεώσεως
Συνέπειες της αγωγής που δεν οδηγεί στην θέωσι




Πρόλογος



Είναι πολύ τολμηρό να ομιλεί κάποιος για την θέωση, όταν δεν την έχει γευθεί. Τολμήσαμε όμως τα υπέρ δύναμιν θαρρούντες εις τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Για να μη κρύψουμε από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς αδελφούς μας τον ύψιστο και τελικό σκοπό της ζωής μας, για τον οποίο πλασθήκαμε.
Για να γίνει σαφές ότι η μόνη ορθόδοξος ποιμαντική είναι η ποιμαντική της θεώσεως και όχι της κατά τα δυτικά πρότυπα ηθικής τελειοποιήσεως του ανθρώπου χωρίς την χάρη του Θεού.
Για να ποθήσουμε όλοι τα κρείττονα και έτσι να αγωνισθούμε για τα υψηλά και μόνα δυνάμενα να αναπαύσουν κατά βάθος την δίψα της ψυχής για το Απόλυτο, τον Τριαδικό Θεό.
Για να πλημμυρίσουμε από ευγνωμοσύνη προς τον Πλάστη και Δημιουργό μας για το μεγάλο δώρο Του, την κατά Χάριν θέωση μας.
Για να νοιώσουμε το αναντικατάστατο της Αγίας μας Εκκλησίας, ως της μόνης επί γής κοινωνίας θεώσεως.
Για να φανεί το μεγαλείο και η αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως μας, που μόνη αυτή διδάσκει και παρέχει την θέωση στα μέλη της.
Για να παρηγορηθούν οι ψυχές μας που όσο και αν έχουν δηλητηριαστεί και σκοτισθεί από την αμαρτία, λαχταρούν το φως του προσώπου του Χριστού.
Ελεήμων Κύριε, ευδόκησε, εν τη άπειρο αγάπη Σου, να μας αξιώσεις να εισέλθουμε στην οδό της θεώσεως, πριν να απέλθουμε από τον παρόντα πρόσκαιρο κόσμο.
Ελεήμων Κύριε, οδήγησε στην αναζήτηση της θεώσεως του Ορθόδοξους αδελφούς μας, που δεν χαίρονται γιατί αγνοούν το μεγαλείο της κλήσεως των ως "κεκελευσμένων θεών".
Ελεήμων Κύριε, οδήγησε και τα βήματα των ετεροδόξων Χριστιανών στην επίγνωση της Αλήθειας Σου, για να μην μείνουν έξω του Νυμφώνος Σου, στερημένοι της Χάριτος της θεώσεως.
Ελεήμων Κύριε, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου! Αμήν.


Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Αρχιμανδρίτης Γεώργιος.



Σημείωσις: Το κείμενο αυτό αποτελεί επεξεργασία ομιλιών μου που κατά καιρούς εξεφωνήθησαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος κατόπιν προσκλήσεως υπό των οικείων Σεβασμιότατων Μητροπολιτών.
Έτσι κατανοείται το ύφος του πονήματος που περιέχει απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα των ομιλιών.
Σημειωτέον ότι το θέμα αυτό ανέπτυξα, όπου για πρώτη φορά ομιλούσα, θεωρώντας αυτό πρωταρχικό για την πνευματική ζωή.



~~~~~~


Η θέωσις, ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου

Το θέμα του προορισμού της ζωής μας είναι πολύ σοβαρό, διότι αφορά το σπουδαιότερο ζήτημα για τον άνθρωπο: Για ποιο σκοπό ευρισκόμαστε πάνω στην γη. Αν ο άνθρωπος τοποθετηθεί σωστά στο θέμα αυτό, αν εύρη τον πραγματικό του προορισμό, τότε μπορεί να τοποθετηθεί σωστά και στα επί μέρους και καθημερινά ζητήματα της ζωής του, όπως είναι οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, οι σπουδές του, το επάγγελμα, ο γάμος, η απόκτησις και ανατροφή των παιδιών. Αν όμως δεν τοποθετηθεί σωστά σ' αυτό το βασικό θέμα, τότε θα αποτύχει και στους επί μέρους σκοπούς της ζωής. Διότι τι νόημα μπορούν να έχουν οι επί μέρους σκοποί, όταν στο σύνολο της η ανθρώπινη ζωή δεν έχει νόημα;
Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο της Αγίας Γραφής δηλώνεται ο σκοπός της ζωής μας, όταν ο ιερός συγγραφεύς μας λέγει, ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν" Του. Διαπιστώνουμε έτσι την μεγάλη αγάπη που έχει ο εν Τριάδι Θεός για τον άνθρωπο. Δεν τον θέλει απλώς ένα ον με κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια ανωτερότητα από την υπόλοιπη κτίση, αλλά τον θέλει θεό κατά Χάριν.
Ο άνθρωπος φαίνεται εξωτερικά ότι είναι μια βιολογική απλώς ύπαρξη όπως τα άλλα έμβια όντα, τα ζώα. Είναι βέβαια ζώον, αλλά "ζώον... τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον", όπως χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Λόγος εις τα Θεοφάνια, MPG 36, 324, 13). Είναι το μόνο ον που ξεχωρίζει απ' όλη την δημιουργία, το μόνο που μπορεί να γίνει θεός.
Το "κατ' εικόνα" σημαίνει τα χαρίσματα που έδωσε ο Θεός μόνο στον άνθρωπο, ξεχωριστά απ' όλα τα πλάσματα Του, ώστε να αποτελεί εικόνα του Θεού. Αυτά τα χαρίσματα είναι : Ο λογικός νους, η συνείδηση, το αυτεξούσιο, δηλαδή η ελευθερία, η δημιουργικότητα, ο έρως και ο πόθος του απολύτου και του Θεού, η προσωπική αυτοσυνειδησία και ότι άλλο κάνει τον άνθρωπο να είναι υπεράνω όλης της λοιπής δημιουργίας των εμβίων όντων και τον κάνει να είναι άνθρωπος και προσωπικότης. Ότι δηλαδή κάνει τον άνθρωπο πρόσωπο αυτά είναι τα χαρίσματα του "κατ' εικόνα".
Έχοντας το "κατ' εικόνα" καλείται ο άνθρωπος να αποκτήσει το "καθ' ομοίωσιν", δηλαδή την θέωση. Ο Δημιουργός, Θεός κατα φύσιν, καλεί τον άνθρωπο να γίνει θεός κατά Χάριν.
Εδόθησαν λοιπόν από τον Θεό τα χαρίσματα του "κατ' εικόνα" στον άνθρωπο για να φθάσει πολύ υψηλά, να πετύχει με αυτά την ομοίωση του με το Θεό και Πλάστη του, να έχει μια όχι εξωτερική, ηθική σχέση μαζί Του, αλλά μια προσωπική ένωση με τον Δημιουργό του.
Είναι ίσως πολύ τολμηρό ακόμη και να λέμε και να σκεπτόμαστε, ότι σκοπός της ζωής μας είναι θεοί κατα Χάριν. Όμως η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μας το απέκρυψαν.
Υπάρχει δυστυχώς άγνοια στους ανθρώπους εκτός της Εκκλησίας, αλλά και σε πολλούς μέσα στην Εκκλησία. Διότι νομίζουν ότι σκοπός της ζωής μας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς η ηθική βελτίωση μας, το να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Ενώ το Ευαγγέλιο, από την Παράδοση της Εκκλησίας και από τους αγίους Πατέρες, μας παραδίδεται ότι σκοπός της ζωής μας δεν είναι αυτό. Το να γίνει δηλαδή ο άνθρωπος μόνο καλύτερος απ' ότι είναι, ηθικώτερος, δικαιότερος, εγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν, αλλά δεν είναι ο μεγάλος σκοπός, ο τελικός σκοπός, για τον οποίο ο Πλάστης και Δημιουργός μας έπλασε τον άνθρωπο. Ποιος είναι αυτός ο σκοπός; Η θέωσις. Το να ενωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό, όχι με ένα εξωτερικό ή συναισθηματικό τρόπο, αλλά οντολογικά, πραγματικά.
Τόσο υψηλά τοποθετεί η ορθόδοξος ανθρωπολογία τον άνθρωπο. Αν συγκρίνουμε τις ανθρωπολογίες όλων των φιλοσοφικών, κοινωνικών, ψυχολογικών συστημάτων με την ορθόδοξη ανθρωπολογία, θα διαπιστώσουμε πολύ εύκολα πόσο πτωχές είναι, πόσο δεν ανταποκρίνονται στον μεγάλο πόθο του ανθρώπου για κάτι πολύ μεγάλο κι αληθινό στην ζωή του.
Επειδή ο άνθρωπος είναι "κεκελευσμένος θεός", έχει δηλαδή πλασθεί για να γίνει θεός, αν δεν ευρίσκεται στην πορεία της θεώσεως, αισθάνεται ένα κενό μέσα του, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Δεν χαίρεται, ακόμη κι όταν προσπαθεί να καλύψει το κενό με άλλες δραστηριότητες. Μπορεί να ναρκώνει τον εαυτό του, να κατασκευάζει ένα κόσμο φανταχτερό αλλά ταυτόχρονα πτωχό, μικρό, περιορισμένο, και να εγκλωβίζεται, να φυλακίζεται μέσα σ' αυτόν κι ο ίδιος. Μπορεί να οργανώνει έτσι την ζωή του, ώστε να μη μένει ποτέ σχεδόν ήσυχος, μόνος με τον εαυτό του. Μπορεί με τους θορύβους, την ένταση, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, την συνεχή πληροφόρηση για οτιδήποτε, να προσπαθεί σαν με ναρκωτικά να ξεχάσει, να μην σκέφτεται, να μην ανησυχεί, να μη θυμάται ότι δεν πορεύεται σωστά, ότι έχει ξεστρατίσει από τον σκοπό του.
Τελικά όμως δεν αναπαύεται ο ταλαίπωρος σύγχρονος άνθρωπος, έως ότου εύρη αυτό το κάτι άλλο, το ανώτερο που υπάρχει πράγματι στην ζωή του, το αληθινά όμορφο και δημιουργικό.
Μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί με τον Θεό; Μπορεί να κοινωνήσει μαζί Του; Μπορεί να γίνει θεός κατα Χάριν.


Η ενανθρώπησις του Θεού αιτία της θεώσεως του ανθρώπου

Λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο θεό. Δεν θα μπορούσε ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση αν ο θεός δεν είχε σαρκωθεί.
Στους προ Χριστού χρόνους ανεφάνησαν πολλοί σοφοί και ενάρετοι άνθρωποι. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φθάσει σε αρκετά υψηλά μέτρα φιλοσοφίας περί του αγαθού και περί του Θεού. Η φιλοσοφία τους μάλιστα περιείχε σπέρματα αληθείας, τον λεγόμενο "σπερματικό λόγο". Ήσαν άλλωστε πολύ θρησκευτικοί άνθρωποι, δεν ήσαν καθόλου άθεοι, όπως προσπαθούν να τους παρουσιάσουν μερικοί σύγχρονοι που δεν γνωρίζουν καλά τα πράγματα. Δεν γνώριζαν βεβαίως τον αληθινό Θεό, ήσαν ειδωλολάτρες, όμως ήσαν πολύ ευλαβείς, θεοφοβούμενοι. Γι' αυτό όσοι παιδαγωγοί, δάσκαλοι ή πολιτικοί και πολιτειακοί άρχοντες, ασυνεπείς προς τις μνήμες του γένους των Ελλήνων επιχειρούν να βγάλουν από την ψυχή του ευσεβούς λαού μας την πίστη του προς τον Θεό, χωρίς μάλιστα και την συγκατάθεση του, αυτοί αποτολμούν μίαν "ύβριν", με την αρχαία σημασία της λέξεως. Αποτολμούν ουσιαστικά τον αφελληνισμό του, αφού η Παράδοση των Ελλήνων, της αρχαίας μεταγενέστερης και νεωτέρας ιστορίας μας, είναι Παράδοσις ευλάβειας και σεβασμού προς τον Θεό, πάνω στην οποία βασίσθηκε και βασίζεται όλη η παγκόσμιος πολιτιστική προσφορά του ελληνισμού.
Στην φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων διακρίνεται μία νοσταλγία για τον άγνωστο Θεό, για την εμπειρία του Θεού. Ήσαν πιστοί, ευλαβείς, αλλά δεν είχαν την σωστή, ολοκληρωμένη γνώση του Θεού, έλειπε η κοινωνία του Θεού. Δεν ήταν δυνατή η θέωσις.
Στην Παλαιά Διαθήκη επίσης έχουμε δίκαιους και ενάρετους ανθρώπους. Όμως η πλήρης ένωση με τον Θεό, η θέωσις, γίνεται δυνατή, κατορθωτή, με την σάρκωση του Θεού Λόγου.
Αυτός είναι και ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού. Αν σκοπός της ζωής του ανθρώπου ήταν να γίνει απλώς ηθικά καλύτερος, δεν θα ήταν ανάγκη να έλθει στον κόσμο ο Χριστός, να γίνει όλη αυτή η ιστορία της θείας Οικονομίας, της σαρκώσεως του Θεού, ο σταυρός, ο θάνατος, η ανάστασις του Κυρίου, όλα όσα πιστεύουμε οι Χριστιανοί ότι έγιναν δια του Χριστού. Διότι και με τους Προφήτες, με τους φιλοσόφους, με τους δίκαιους ανθρώπους και διδασκάλους θα μπορούσε να διδαχθεί το ανθρώπινο γένος να γίνεται ηθικά καλύτερο.
Γνωρίζουμε ότι ο Αδάμ και η Εύα παρασύρθηκαν από τον διάβολο και θέλησαν να γίνουν θεοί, όχι όμως συνεργαζόμενοι με τον Θεό, όχι με ταπείνωση, με υπακοή, με αγάπη, αλλά βασιζόμενοι στην δική τους δύναμη, στο δικό τους θέλημα, εγωιστικά και αυτόνομα. Η ουσία δηλαδή της πτώσεως είναι ο εγωισμός. Έτσι υιοθετώντας τον εγωισμό και την αυτάρκεια χωρίστηκαν από τον Θεό, και αντί να πετύχουν των θέωση, πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο: Τον πνευματικό θάνατο.
Όπως λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ο Θεός είναι ζωή. Όποιος λοιπόν χωρίζεται από τον Θεό, χωρίζεται από την ζωή. Άρα ο θάνατος και η πνευματική νέκρωση, ο φυσικός δηλαδή και ο πνευματικός θάνατος, ήταν το αποτέλεσμα της παρακοής των πρωτοπλάστων.
Γνωρίζουμε όλοι τις συνέπειες της πτώσεως. Ο χωρισμός από τον Θεό έρριψε τον άνθρωπο στην σαρκική, κτηνώδη και δαιμονιώδη ζωή. Το λαμπρό δημιούργημα του Θεού έπεσε βαριά άρρωστο, σχεδόν νεκρό. Το "κατ' εικόνα" αμαυρώθηκε. Ο άνθρωπος μετά την πτώση δεν έχει τις προϋποθέσεις, που είχε πριν να αμαρτήσει, για να προχωρήσει στη θέωση. Σ' αυτήν την κατάσταση της βαριάς ασθένειας, σχεδόν νεκρός, δεν μπορεί πλέον να επαναπροσανατολισθεί προς τον Θεό. Χρειάζεται μια νέα ρίζα στην ανθρωπότητα. Χρειάζεται ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος θα είναι υγιής και θα μπορεί να προσανατολίσει πάλι την ελευθερία του ανθρώπου προς τον Θεό.
Αυτή η νέα ρίζα, ο νέος άνθρωπος, είναι ο Θεάνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, που σαρκώνεται για να πολεμήσει την νέα ρίζα, την νέα απαρχή, το νέο φύραμα της ανθρωπότητας.
Με την σάρκωση του Λόγου, όπως θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, πραγματοποιείται μία δεύτερα κοινωνία Θεού και ανθρώπων. Η πρώτη κοινωνία ήταν αυτή στον Παράδεισο. Αυτή όμως διασπάσθηκε. Χωρίστηκε ο άνθρωπος από τον Θεό. Ο πανάγαθος Θεός οικονόμησε τώρα μια άλλη, δευτέρα κοινωνία, ένωση δηλαδή Θεού και ανθρώπων, που να μην μπορεί πλέον να διασπαθή. Διότι αυτή η δευτέρα κοινωνία Θεού και ανθρώπων γίνεται στο πρόσωπο του Χριστού.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός, έχει δύο τέλειες φύσεις: Την θεία και την ανθρώπινη. Οι δύο αυτές τέλειες φύσεις ενώνονται "ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως", στο ένα πρόσωπο του Χριστού, κατά τον περίφημο όρο της Αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος, που εν συνόψει αποτελεί την εν Πνεύματι Αγίω θεολογική πανοπλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας κατά των παντός είδους Χριστολογικών αιρέσεων όλων των αιώνων. Έτσι έχουμε ένα Χριστό με δύο φύσεις: την θεία και την ανθρώπινη.
Τώρα πλέον η ανθρώπινη φύση δια της υποστατικής ενώσεως των δυο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού είναι τελεσίδικα ενωμένη με την θεία φύση. Διότι ο Χριστός είναι αιωνίως Θεάνθρωπος. Ως Θεάνθρωπος ανελήφθη στον ουρανό. ως Θεάνθρωπος κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Ως Θεάνθρωπος θα έλθει να κρίνει τον κόσμο στην δευτέρα Παρουσία Άρα λοιπόν η ανθρώπινη φύση είναι τώρα ενθρονισμένη στους κόλπους της Αγίας Τριάδος. Δεν μπορεί πλέον τίποτε να χωρίσει την ανθρώπινη φύση από τον Θεό. Γι' αυτό τώρα μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου, - όσο κι αν ως άνθρωποι αμαρτάνουμε, όσο και αν αποσπασθούμε από τον Θεό -, αν θέλουμε εν μετάνοια να ενωθούμε πάλι με τον Θεό, μπορούμε να το πετύχουμε. Μπορούμε να ενωθούμε μαζί Του, να γίνουμε θεοί κατά Χάριν.


Η συμβολή της Θεοτόκου στην θέωσι του ανθρώπου

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας δίδει αυτήν την δυνατότητα, να ενωθούμε με τον Θεό και να επανέλθουμε στον πρωταρχικό σκοπό που είχε τάξει ο Θεός για τον άνθρωπο. Γι' αυτό αναγγέλλεται από την Αγία Γραφή ως η οδός, η θύρα, ο ποιμήν ο καλός, η ζωή, η ανάσταση, το φως. Είναι ο νέος Αδάμ, ο οποίος διορθώνει το λάθος του πρώτου Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ μας χώρισε από τον Θεό με την ανυπακοή του και τον εγωισμό του. Ο δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός, μας επαναφέρει πάλι στον Θεό με την αγάπη Του και την υπακοή Του προς τον Πατέρα, υπακοή μέχρι θανάτου, "θανάτου δε σταυρού". Προσανατολίζει πάλι την ελευθερία μας προς τον Θεό, έτσι ώστε προσφέροντας την σ' Αυτόν να ενωνόμαστε μαζί Του.
Το έργο όμως του νέου Αδάμ προϋποθέτει το έργο της νέας Εύας, της Παναγίας, η οποία και αυτή διόρθωσε το λάθος της παλαιά Εύας. Η Εύα ώθησε τον Αδάμ στην παρακοή. Η νέα Εύα, η Παναγία, συντελεί στο να σαρκωθεί ο νέος Αδάμ, ο οποίος θα οδηγήσει το ανθρώπινο γένος στην υπακοή του Θεού. Γι' αυτό η Κυρία Θεοτόκος, ως και το πρώτο ανθρώπινο πρόσωπο που επέτυχε την θέωση - κατ' εξαίρετο και ανεπανάληπτο μάλιστα τρόπο -, διαδραμάτισε στο έργο της σωτηρίας μας όχι απλώς βασικό ρόλο, αλλά αναγκαίο και αναντικατάστατο.
Εάν η Παναγία δεν είχε προσφέρει με την υπακοή της την Ελευθερία της στον Θεό και, κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τον μεγάλο θεολόγο του ΙΔ' αιώνος, δεν είχε πει το "ναι" στον Θεό, δεν θα μπορούσε να σαρκωθεί ο Θεός. Διότι ο Θεός που έδωσε την ελευθερία στον άνθρωπο δεν θα μπορούσε να την παραβιάσει. Δεν θα μπορούσε να σαρκωθεί, εάν δεν ευρίσκετο μια τέτοια αγνή, παναγία, ακηλίδωτη ψυχή σαν την Θεοτόκο, η οποία θα προσέφερε ολοκληρωτικά την ελευθερία της, την θέληση της, τον εαυτό της όλο στον Θεό, ώστε να Τον ελκύσει προς τον εαυτό της και προς ημάς.
Οφείλουμε πολλά στην Παναγία μας. Γι' αυτό η Εκκλησία τιμά και ευλαβείται τόσο πολύ την Θεοτόκο. Γι' αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνοψίζοντας την Πατερική θεολογία, λέγει ότι η Παναγία μας έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, ότι είναι θεός μετά τον Θεόν, μεθόριο μεταξύ κτιστού και άκτιστου. "Προΐσταται των σωζόμενων", κατ' άλλη ωραία έκφραση θεολόγου της Εκκλησίας μας. Ο δε άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο νεώτερος αυτός απλανής φωστήρ και διδάσκαλος της Εκκλησίας, αναφέρει ότι και αυτά τα αγγελικά τάγματα φωτίζονται από το φως που λαμβάνουν από την Παναγία.
Γι' αυτό και από την Εκκλησία μας εγκωμιάζεται ως "τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ".
Η σάρκωσις του Λόγου και η θέωσις του ανθρώπου είναι το μέγα μυστήριο της Πίστεως και Θεολογίας μας.
Αυτό ζει κάθε ημέρα η Ορθόδοξος Εκκλησία μας με τα μυστήριά της, την υμνολογία της, τις εικόνες της, με όλη την ζωή της. Ακόμη και η αρχιτεκτονική ενός Ορθόδοξου Ναού αυτό μαρτυρεί. Ο τρούλος των εκκλησιών, πάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτωρ, συμβολίζει την κάθοδο του Ουρανού στην γη. Ότι ο Κύριος "έκλινεν ουρανούς και κατέβη". Ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος "και εσκήνωσεν εν ημίν", όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιω. α' 14).
Επειδή δε έγινε άνθρωπος διά της Θεοτόκου, εικονίζουμε την Θεοτόκο την κόγχη του ιερού, για να δείξουμε ότι δι' αυτής ο Θεός έρχεται στην γη και στους ανθρώπους. Αυτή είναι "η γέφυρα δι' ης κατέβη ο Θεός" και πάλι "η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν", η Πλατυτέρα των ουρανών, η χώρα του αχωρήτου, που εχώρησε μέσα της τον αχώρητο Θεό για την σωτηρία μας.
Στην συνέχεια δείχνει η Εκκλησία μας τους θεωμένους ανθρώπους. Αυτούς που έγιναν θεοί κατα Χάριν, επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος. Γι' αυτό στις Ορθόδοξες Εκκλησίες μας μπορούμε και εικονίζουμε όχι μόνο τον σαρκωθέντα Θεό, τον Χριστό, και την άχραντο Μητέρα Του, την Κυρία Θεοτόκο, αλλά και τους Αγίους, γύρω και κάτω από τον Παντοκράτορα. Σ' όλους τους τοίχους του Ναού ζωγραφίζουμε τα αποτελέσματα της σαρκώσεως του Θεού: Τους αγίους και θεωμένους ανθρώπους.
Άρα εισερχόμενοι μέσα σε ένα ορθόδοξο Ναό και βλέποντας την ωραία αγιογράφηση, αμέσως λαμβάνουμε μία εμπειρία: Μαθαίνουμε ποιο είναι το έργο του Θεού για τον άνθρωπο, ποιος είναι ο σκοπός της ζωή μας.
Όλα στην Εκκλησία ομιλούν για την ενανθρώπηση του Θεού και την θέωση του ανθρώπου.


Η Εκκλησία, ο χώρος της θεώσεως του ανθρώπου

Όσοι θέλουν να ενωθούν με τον Χριστό και διά του Ιησού Χριστού με τον Θεό Πατέρα γνωρίζουν ότι αυτή η ένωσις γίνεται στο σώμα του Χριστού, που είναι η αγία μας Ορθόδοξος Εκκλησία. Ένωσις όχι βέβαια με την Θεία ουσία, αλλά με την θεωμένη ανθρώπινη φύσι του Χριστού. Η ένωσις όμως αυτή με τον Χριστό δεν είναι εξωτερική, ούτε απλώς ηθική.
Δεν είμαστε οπαδοί του Χριστού, όπως ίσως οι άνθρωποι είναι οπαδοί ενός φιλόσοφου ή ενός διδασκάλου. Είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού, το πραγματικό και όχι το ηθικό, όπως λανθασμένα έγραψαν μερικοί θεολόγοι μη εμβαθύνοντας στο πνεύμα της αγία Εκκλησίας. Ο Χριστός μας παίρνει, τους Χριστιανούς, παρά την αναξιότητα και την αμαρτωλότητα μας, και μας ενσωματώνει στο σώμα Του. Μας κάνει μέλη Του. Και γινόμαστε πραγματικά μέλη του σώματος του Χριστού, όχι ηθικά. Όπως λέγει ο απόστολος Παύλος: "μέλη έσμεν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού" ('Εφεσ. ε', 30).
Βεβαίως ανάλογα με την πνευματική κατάσταση που έχουν οι Χριστιανοί, άλλοτε είναι ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστού και άλλοτε νεκρά. Αλλά και νεκρά δεν παύουν να είναι μέλη του σώματος του Χριστού. Ένας π.χ. που είναι βαπτισμένος, έχει γίνει μέλος του σώματος του Χριστού. Αν δεν εξομολογείται, δεν κοινωνεί, δεν ζει πνευματική ζωή, είναι νεκρό μέλος του σώματος του Χριστού. Όταν όμως μετανοήσει, αμέσως δέχεται την θεία ζωή. Αυτή τον διαποτίζει και γίνεται ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού. Αυτός δεν χρειάζεται να αναβαπτιστεί. Ο αβάπτιστος όμως δεν είναι μέλος του σώματος του Χριστού, ακόμη και αν ζει ηθική κατ' άνθρωπον ζωή. Χρειάζεται να βαπτιστεί, για να γίνει μέλος του σώματος του Χριστού, για να ενσωματωθεί στον Χριστό.
Επειδή λοιπόν είμεθα μέλη του σώματος του Χριστού, προσφέρεται η ζωή του Χριστού και γίνεται δική μας ζωή. Και έτσι ζωοποιούμαστε και σωζόμαστε και θεωνόμαστε. Δεν θα μπορούσαμε να θεωθούμε, αν ο Χριστός δεν μας έκανε μέλη του αγίου σώματος Του.
Δεν θα μπορούσαμε να σωθούμε, εάν δεν υπήρχαν τα άγια Μυστήρια της Εκκλησίας μας, τα οποία μας συσσωματώνουν με τον Χριστό και μας κάνουν, κατά τους αγίους Πατέρες, σύσσωμους και όμαιμους Χριστού. Να είμαστε δηλαδή ένα σώμα και ένα αίμα με τον Χριστό.
Τι μεγάλη ευλογία, να κοινωνούμε τα άχραντα Μυστήρια! Ο Χριστός γίνεται δικός μας, η ζωή του Χριστού γίνεται δική μας, το αίμα Του γίνεται αίμα μας. Γι' αυτό το λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι ο Θεός δεν έχει να δώσει τίποτε περισσότερο απ' αυτό που του δίδει στην θεία Κοινωνία. Ούτε ο άνθρωπος μπορεί να ζητήσει από τον Θεό τίποτε περισσότερο απ' αυτό που λαμβάνει από τον Χριστό στην θεία Κοινωνία.
Έτσι λοιπόν βαπτισμένοι, χρισμένοι, εξομολογούμενοι, κοινωνούμε το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και γινόμαστε και εμείς θεοί κατα Χάριν, ενωνόμαστε με τον Θεό, δεν είμαστε πλέον ξένοι, αλλά οικείοι Του.
Μέσα στην Εκκλησία, στην οποία ενωνόμαστε με τον Θεό, ζούμε αυτή την νέα πραγματικότητα που έφερε ο Χριστός στον κόσμο: την καινή κτήση. Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, του Χριστού, που γίνεται και δική μας ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Όλα μέσα στην Εκκλησία οδηγούν στην θέωση. Η θεία Λειτουργία, τα Μυστήρια, η θεία Λατρεία, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, η νηστεία, όλα εκεί οδηγούν. Η Εκκλησία είναι ο μοναδικός χώρος της θεώσεως.
Η Εκκλησία δεν είναι ένα κοινωνικό, πολιτιστικό ή ιστορικό ίδρυμα που μπορεί να ομοιάζει με άλλα ιδρύματα στον κόσμο. Δεν είναι όπως οι διάφοροι θεσμοί του κόσμου. Ο κόσμος ίσως έχει ωραίους θεσμούς, ωραίες οργανώσεις, ωραία ιδρύματα, και άλλα πράγματα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας όμως είναι ο ανεπανάληπτος, μοναδικός χώρος της κοινωνίας του Θεού με τον άνθρωπο, της θεώσεως του ανθρώπου. Μόνο μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός, πουθενά αλλού. Ούτε στα Πανεπιστήμια, ούτε στα ιδρύματα κοινωνικών υπηρεσιών, ούτε σε οτιδήποτε άλλο ωραίο και καλό έχει ο κόσμος. Όλα αυτά, όσο καλά και αν είναι, όμως δεν μπορούν να προσφέρουν αυτό που προσφέρει η Εκκλησία.
Γι' αυτό όσο και αν προοδεύσουν οι κοσμικοί θεσμοί και τα συστήματα, δεν μπορούν ποτέ να αντικαταστήσουν την Εκκλησία.
Είναι δυνατόν, εμείς οι αδύνατοι και αμαρτωλοί άνθρωποι, να περνούμε κρίσεις και δυσκολίες κατά καιρούς, μέσα στην Εκκλησία. Είναι δυνατόν να συμβαίνουν και σκάνδαλα μέσα στου κόλπους της Εκκλησίας. Και αυτά γίνονται, διότι στην Εκκλησία είμαστε σε πορεία προς την θέωση και είναι πολύ φυσικό να υπάρχουν οι ανθρώπινες αδυναμίες. Γινόμαστε, αλλά δεν είμαστε θεοί. Όσο όμως και να συμβαίνουν αυτά, εμείς ποτέ δεν θα φύγουμε από την Εκκλησία, διότι στην Εκκλησία έχουμε την μοναδική δυνατότητα να ενωθούμε με τον Θεό.
Όταν π.χ. πηγαίνουμε στον Ναό για να εκκλησιασθούμε, και συναντούμε εκεί ίσως μερικούς που δεν προσέχουν στη ιερά ακολουθία και συζητούν μάλιστα μεταξύ τους, έτσι ώστε και να αποσπούν προς στιγμήν την προσοχή μας απ' αυτή, έρχεται ένας, εύλογος τάχα, λογισμός που μας λέγει: - "Τι κερδίζεις τελικά που έρχεσαι στην Εκκλησία; Δεν κάθεσαι καλύτερα στο σπίτι σου, όπου θα έχεις και περισσότερη ησυχία και άνεση για να κάνεις προσευχή;".

Εμείς όμως πρέπει με σύνεση να αντιλέξουμε στον πονηρό αυτόν λογισμό:
- "Ναι μεν, θα έχω ίσως περισσότερη εξωτερική ησυχία στο σπίτι μου, αλλά δεν θα έχω την Χάρι του Θεού, να με θεώνει και να με αγιάζει. Δεν θα έχω τον Χριστό, ο Οποίος είναι παρών στην Εκκλησία Του. Δεν θα έχω το άγιο Σώμα Του και το τίμιο Αίμα Του, που ευρίσκονται στον ιερό Ναό Του, επάνω στην αγία Τράπεζα. Δεν θα συμμετέχω στον μυστικό Δείπνο της θείας Λειτουργίας. Θα είμαι αποκομμένος από τους εν Χριστώ αδελφούς μου, με τους οποίους μαζί συναποτελούμαι το σώμα του Χριστού".
Έτσι λοιπόν ότι κι αν συμβεί, εμείς δεν θα φύγουμε από την Εκκλησία, διότι σ' αυτήν μόνο ευρίσκουμε τον δρόμο της θεώσεως.


Η θέωσις δυνατή διά των ακτίστων ενεργειών του Θεού

Στην Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού μπορεί ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση, επειδή η Χάρις του Θεού, σύμφωνα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι άκτιστος. Ο Θεός δεν είναι μόνο ουσία, όπως νομίζουν οι Δυτικοί, αλλά είναι και ενέργεια. Εάν ο Θεός ήταν μόνο ουσία, δεν θα μπορούσαμε να ενωθούμε, να κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι η ουσία του Θεού είναι φοβερή και απρόσιτη στον άνθρωπο, κατά το "ου γάρ μή ιδή άνθρωπος το πρόσωπον μου και ζήσεται" (Εξ. λγ', 20).
Ας αναφέρουμε ένα κάπως σχετικό παράδειγμα από τα ανθρώπινα. Αν πιάσουμε ένα ηλεκτρικό καλώδιο γυμνό, θα πεθάνουμε. Όταν όμως ενώσουμε μια λάμπα στο καλώδιο, φωτιζόμαστε. Την ενέργεια του ηλεκτρικού ρεύματος την βλέπουμε, την χαιρόμαστε, μας βοηθεί. Την ουσία του δεν μπορούμε να την πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ας μας επιτραπεί να πούμε, συμβαίνει και με την άκτιστο ενέργεια του Θεού.
Εάν θα μπορούσαμε να ενωθούμε με την ουσία του Θεού, θα γινόμασταν και εμείς κατ' ουσίαν θεοί. Δηλαδή, όλα θα γινόντουσαν θεοί, θα υπήρχε μια σύγχυσις, και τίποτε δεν θα ήταν ουσιαστικά θεός. Ότι πιστεύουν με λίγα λόγια στις ανατολικές θρησκείες, π.χ. στον Ινδουισμό, όπου ο θεός δεν είναι προσωπική ύπαρξις, αλλά συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ' όλον τον κόσμο, και στους ανθρώπους και στα ζώα και στα πράγματα (Πανθεϊσμός).
Εάν πάλι ο Θεός είχε μόνο την αμέθεκτη θεία ουσία χωρίς τις ενέργειες Του, θα παρέμενε ένας θεός αυτάρκης, κλεισμένος στον εαυτό του, ακοινώνητος στα πλάσματα του.
Ο Θεός, κατά την ορθόδοξο θεολογική θεώρηση είναι Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι. Όπως λέγουν χαρακτηριστικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και άλλοι άγιοι Πατέρες, ο Θεός εμφορείται από μία αγία αγάπη, ένα άγιο έρωτα για τα πλάσματα Του. Από αυτήν την άπειρη και εκστατική αγάπη Του εξέρχεται από τον Εαυτό του και ζητεί να ενωθεί μαζί τους. Τούτο εκφράζεται και πραγματοποιείται με την ενέργεια του, ή καλύτερα με τις ενέργειες Του.
Με τις άκτιστες αυτές ενέργειες Του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και συνεχίζει να τον συντηρεί. Δίδει ουσία και υπόσταση στον κόσμο μας με τις ουσιοποιητικές ενέργειες Του. Είναι παρών στην φύση και συντηρεί το σύμπαν με τις συντηρητικές ενέργειες Του. Φωτίζει τον άνθρωπο με τις φωτιστικές του ενέργειες. Τον αγιάζει με τις αγιαστικές ενέργειες. Τον θεώνει, τέλος με τις θεοτικές ενέργειες του. Άρα με τις άκτιστες ενέργειες Του ο άγιος Θεός μπαίνει στην φύση, στον κόσμο, στην ιστορία, στη ζωή των ανθρώπων.
Οι ενέργειες του Θεού είναι θείες ενέργειες. Είναι κι αυτές Θεός χωρίς να είναι η ουσία Του. Είναι Θεός και γι' αυτό θεώνουν τον άνθρωπο. Εάν οι ενέργειες του Θεού δεν ήσαν θείες, άκτιστες ενέργειες, τότε δεν θα ήσαν Θεός, δεν θα μπορούσαν να μας θεώσουν, να μας ενώσουν με τον Θεό. Θα υπήρχε μια αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Με το να έχει όμως ο Θεός θείες ενέργειες και με τις ενέργειες αυτές να ενώνεται μαζί μας, μπορούμε να κοινωνούμε μαζί του και να ενωνόμαστε με την Χάρι του, χωρίς να ταυτιζόμαστε με τον Θεό, όπως θα γινόταν αν ενωνόμασταν με την ουσία Του.
Ενωνόμαστε λοιπόν με τον Θεό διά των άκτιστων θείων ενεργειών του κι όχι διά της φύσεως Του. Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής μας.
Αυτό δεν μπορούν να το δεχθούν οι Δυτικοί αιρετικοί. Επειδή είναι ορθολογιστές, δεν κάνουν διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας του Θεού, και λέγουν ότι ο Θεός είναι μόνο ουσία. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ομιλούν περί θεώσεως του ανθρώπου. Διότι πως θα θεωθεί κατ' αυτούς ο άνθρωπος, αφού δεν δέχονται άκτιστες αλλά κτιστές τις θείες ενέργειες; Και πώς μπορεί κάτι κτιστό, δηλαδή έξω από τον ίδιο τον Θεό, να θεώσει τον κτιστό άνθρωπο;
Για να μη πέσουν στον πανθεϊσμό δεν ομιλούν καθόλου για θέωση. Και ποίος τότε απομένει κατ' αυτούς ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου; Απλώς μια ηθική καλυτέρευσις. Αφού δηλαδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωθεί με την θεία Χάρι, τις θείες ενέργειες, τι σκοπό έχει η ζωή του; Απλώς να γίνη ηθικά καλύτερος. Αλλά η ηθική τελειοποίηση είναι πολύ λίγο για τον άνθρωπο. Δεν μας αρκεί να γίνουμε απλώς καλύτεροι από πριν, να κάνουμε ηθικές πράξεις. Εμείς ως τελικό στόχο μας έχουμε να ενωθούμε με τον άγιο Θεό. Αυτός είναι ο σκοπός της δημιουργίας του σύμπαντος. Αυτό θέλουμε. Αυτή είναι η χαρά μας, η ευτυχία μας, η ολοκλήρωση μας.
Η ψυχή του κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού πλασθέντος ανθρώπου λαχτάρα τον Θεό, ποθεί την ένωση μαζί Του. Όσο ηθικός, όσο καλός κι αν είναι ο άνθρωπος, όσες καλές πράξεις κι αν κάνει, αν δεν εύρη τον Θεό, αν δεν ενωθεί μαζί Του, δεν αναπαύεται. Διότι ο ίδιος ο άγιος Θεός έβαλε μέσα του αυτήν την αγία δίψα, τον θείο έρωτα, τον πόθο για την ένωση μαζί Του, την θέωση. Έχει την ερωτική δύναμη μέσα του, που λαμβάνει από τον Δημιουργό του, για να αγαπά αληθινά, δυνατά ανιδιοτελώς, όπως ο άγιος Δημιουργός του ερωτεύεται τον κόσμο Του, τα πλάσματα Του. Να ερωτεύεται με την αγία αυτή ερωτική φορά και αγαπητική δύναμη τον Θεό. Αν δεν είχε ο άνθρωπος την εικόνα του Θεού μέσα του, δεν θα μπορούσε να αναζητεί το πρωτότυπο της. Ο καθένας μας είμαστε εικόνα του Θεού, και ο Θεός είναι το πρωτότυπο. Η εικόνα ζητεί το πρωτότυπο, και μόνο όταν το βρει αναπαύεται σ' αυτό.
Τον ΙΔ' αιώνα έγινε μια μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία, την οποία προκάλεσε ένας Δυτικός μοναχός, ο Βαρλαάμ. Άκουσε αυτός ότι οι αγιορείτες μοναχοί ομιλούσαν περί θεώσεως. Πληροφορήθηκε ότι γίνονται άξιοι μετά από πολύ αγώνα, κάθαρση από τα πάθη και πολλή προσευχή, να ενωθούν με τον Θεό, να λάβουν εμπειρία του Θεού, να δουν τον Θεό. Άκουσε ότι έβλεπαν το άκτιστο φως, το οποίο είδαν οι άγιοι Απόστολοι κατά την Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού στο όρος Θαβώρ.
Έχοντας όμως ο Βαρλαάμ το δυτικό, αιρετικό, ορθολογιστικό πνεύμα αδυνατούσε να αντιληφθεί την γνησιότητα αυτών των θείων εμπειριών των ταπεινών μοναχών, κι έτσι άρχισε να κατηγορεί τους αγιορείτες ως τάχα πλανεμένους, αιρετικούς και ειδωλολάτρες. Έλεγε δηλαδή ότι είναι αδύνατο να βλέπει κανείς την Χάρι του Θεού, επειδή δεν γνώριζε τίποτε περί διακρίσεως ουσίας και ακτίστου ενέργειας στον Θεό.
Τότε η Χάρις του Θεού ανέδειξε ένα μεγάλο και φωτισμένο διδάσκαλο της Εκκλησίας μας, τον αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αυτός με πολλή σοφία και φώτιση από το Θεό, αλλά και από προσωπική του εμπειρία, είπε και έγραψε πολλά και δίδαξε, σύμφωνα και με τις άγιες Γραφές και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, ότι είναι άκτιστο το φως της Χάριτος του Θεού, είναι θεία ενέργεια. Ότι όντως βλέπουν το φως αυτό οι θεωμένοι άνθρωποι ως ανώτατη, ύψιστη εμπειρία της θεώσεως, και βλέπονται μέσα στο φως αυτό του Θεού. Αυτό είναι η δόξα του Θεού, η λαμπρότης Του, τα Θαβώρειο φως, το φως της Αναστάσεως του Χριστού και της Πεντηκοστής, και η φωτεινή νεφέλη της Παλαιάς Διαθήκης. Πραγματικό άκτιστο φως Θεού κι όχι συμβολικό, όπως πλανεμένα νόμιζε ο Βαρλαάμ και οι όμοιοι του.
Στη συνέχεια όλη η Εκκλησία, με τρεις μεγάλες Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη, δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και κήρυξε πως η εν Χριστώ ζωή δεν είναι απλώς ηθικοποίησις του ανθρώπου αλλά θέωσις, που σημαίνει συμμετοχή στην δόξα του Θεού, θέα του Θεού, της Χάριτος Του, του ακτίστου φωτός Του.
Οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, διότι με την φώτιση που έλαβε από τον Θεό, με την εμπειρία και θεολογία του μας παρέδωσε την διδασκαλία και αιώνιο πείρα της Εκκλησίας σχετικά με την θέωση του ανθρώπου.
Ο Χριστιανός δεν είναι Χριστιανός επειδή μπορεί απλώς να ομιλεί για τον Θεό. Είναι Χριστιανός διότι μπορεί να έχει εμπειρία του Θεού. Κι όπως όταν αγαπάς πραγματικά ένα πρόσωπο και συνομιλής μαζί του, το αισθάνεσαι, το χαίρεσαι, έτσι συμβαίνει και στην κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν υπάρχει μια εξωτερική απλώς σχέση, αλλά μυστική ένωσις Θεού και ανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι.
Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ' όψιν στον θεολογικό διάλογο με του Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filioque, το πρωτείο εξουσίας και το "αλάθητο" του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι αν δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήσει την θέωση, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;


Προϋποθέσεις για την θέωσι

Λέγουν βέβαια οι άγιοι Πατέρες ότι μέσα στην Εκκλησία μπορούμε να επιτύχουμε την θέωση. Όμως η θέωσις είναι δώρο του Θεού. Δεν είναι κάτι που επιτυγχάνουμε εμείς μόνοι μας. Φυσικά πρέπει να θέλουμε, να αγωνιζόμαστε και να προετοιμαζόμαστε, για να είμαστε άξιοι, ικανοί και δεκτικοί να δεχθούμε και να φυλάσσουμε το μεγάλο αυτό δώρο του Θεού, εφ' όσον ο Θεός δεν θέλει τίποτε να κάνη σ' εμάς χωρίς την ελευθερία μας. Πλην όμως η θέωσις είναι δωρεά του Θεού. Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες λέγουν ότι εμείς μεν πάσχουμε την θέωση, ο Θεός δεν ενεργεί την θέωση.
Διακρίνουμε δε ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις στην πορεία του ανθρώπου προς την θέωση.

α) Η ταπείνωσις

Πρώτη κατά τους αγίους Πατέρας προϋπόθεση για την θέωση είναι η ταπείνωσις. Χωρίς την ευλογημένη ταπείνωση ο άνθρωπος δεν μπορεί να τεθή στην τροχιά της θεώσεως, να δεχθεί την θεία Χάρι, να ενωθεί με τον Θεό. Και μόνο για να αναγνωρίσει ότι σκοπός της ζωής του είναι η θέωσις, χρειάζεται ταπείνωσις. Γιατί πως χωρίς ταπείνωση θα αναγνωρίσεις ότι ο σκοπός της ζωής σου είναι έξω από τον εαυτό σου, είναι στο Θεό;
Όσο ο άνθρωπος ζει εγωκεντρικά, ανθρωποκεντρικά, αυτόνομα, τοποθετεί τον εαυτό του ως κέντρο και σκοπό της ζωής του. Πιστεύει ότι μπορεί να αυτοτελειωθή, να αυτοορισθή, να αυτοθεωθή. Αυτό είναι άλλωστε και το πνεύμα του σύγχρονου πολιτισμού, της σύγχρονης πολιτικής. Να κάνουμε ένα κόσμο έστω καλύτερο, δικαιότερο, αλλά αυτόνομα. Ένα κόσμο που θα έχει κέντρο τον άνθρωπο χωρίς αναφορά στον Θεό, χωρίς να αναγνωρίζει ότι ο Θεός είναι η πηγή κάθε καλού. Αυτό το λάθος έκανε κι ο Αδάμ, που πίστεψε πως μόνο με τις δικές του δυνάμεις μπορούσε να γίνει Θεός, να ολοκληρωθεί. Το λάθος του Αδάμ κάνουν όλοι οι ουμανισμοί όλων των αιώνων. Δεν θεωρούν απαραίτητη την κοινωνία με τον Θεό για την ολοκλήρωση του ανθρώπου.
Όλα τα ορθόδοξα είναι θεανθρωποκεντρικά, έχουν κέντρο τον Θεάνθρωπο Χριστό. Όλα τα μη ορθόδοξα, Προτεσταντισμός, Παπισμός, Μασονισμός, Χιλιασμός, αθεϊσμός, ότι άλλο εκτός Ορθοδοξίας, αυτόν τον κοινό παρονομαστή έχουν: Κέντρο είναι ο άνθρωπος. Σε μας κέντρο είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός. Γι' αυτό είναι εύκολο να γίνει κανείς αιρετικός, χιλιαστής, μασόνος, οτιδήποτε άλλο, αλλά είναι δύσκολο να γίνει Χριστιανός Ορθόδοξος. Για να γίνεις Χριστιανός Ορθόδοξος, πρέπει να δεχθείς ότι κέντρο του κόσμου δεν είσαι εσύ αλλά ο Χριστός.
Άρα η αρχή της οδού προς την θέωση είναι η ταπείνωσις, να αναγνωρίσουμε δηλαδή ότι ο σκοπός της ζωής μας είναι έξω από τον εαυτό μας, είναι στον Πατέρα μας, τον Πλάστη και Δημιουργό μας.
Χρειάζεται ακόμη ταπείνωσις, για να δούμε ότι είμαστε άρρωστοι, ότι είμαστε εμπαθείς, γεμάτοι αδυναμίες και πάθη.
Κι αυτός πάλι που αρχίζει την πορεία της θεώσεως, πρέπει να έχη διαρκή την ταπείνωση, για να διατηρείται συνεχώς στην πορεία αυτή. Διότι αν δεχθεί τον λογισμό ότι με τις δικές του δυνάμεις τα καταφέρνει καλά και προχωρεί, τότε εισέρχεται μέσα του η υπερηφάνεια. Χάνει ότι κέρδισε και χρειάζεται να αρχίσει πάλι από την αρχή, να ταπεινωθεί, να δει την αδυναμία του, την ανθρώπινη ασθένεια του και να μη βασίζεται στον εαυτό του. Χρειάζεται να βασίζεται στην Χάρι του Θεού, για να μπορεί να βρίσκεται συνεχώς στην πορεία της θεώσεως.
Γι' αυτό στους βίους των Αγίων μας κάνει εντύπωση η μεγάλη ταπείνωση τους. Ενώ ήταν κοντά στον Θεό, έλαμπαν μέσα στο φως του Θεού, ήταν θαυματουργοί, μυροβλύτες, την ίδια στιγμή επίστευαν για τον εαυτό τους ότι ήταν πολύ χαμηλά, πολύ μακριά από τον Θεό, ότι ήταν οι χειρότεροι από τους ανθρώπους. Αυτή η ταπείνωση τους ήταν που τους έκανε θεούς κατα Χάριν.

β) Η άσκησις

Μας λέγουν επίσης οι Πατέρες ότι η θέωσις έχει στάδια. Αρχίζει από τα χαμηλότερα και προχωρεί προς τα υψηλότερα. Έχοντας την ταπείνωση, αρχίζουμε με μετάνοια και πολλή υπομονή τον καθημερινό μας εν Χριστώ αγώνα, την άσκηση της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού, για να καθαρισθούμε από τα πάθη. Λέγουν δε οι άγιοι Πατέρες ότι μέσα στις εντολές Του κρύβεται ο ίδιος ο Θεός, κι όταν ο Χριστιανός από αγάπη και πίστη στον Χριστό τις τηρεί, τότε ενώνεται μαζί Του.
Αυτό κατά τους αγίους Πατέρας είναι το πρώτο στάδιο της θεώσεως, το οποίο ονομάζεται και "πράξις". Είναι η πρακτική αγωγή, η αρχή του δρόμου προς την θέωση.
Φυσικά αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι ο αγώνας για να ξεριζωθούν τα πάθη από μέσα μας είναι μεγάλος. Χρειάζεται κόπος πολύς, ώστε σιγά-σιγά ο χέρσος εσωτερικός μας αγρός να καθαρίζεται από τα αγκάθια και τις πέτρες των παθών και να καλλιεργείται πνευματικά, ώστε να μπορεί να πέφτει ο σπόρος του λόγου του Θεού και να καρποφορεί. Απαιτείται μεγάλη και συνεχής βία στον εαυτό μας για όλα αυτά. Γι' αυτό ο Κύριος είπε ότι "η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν". (Ματθ. ια', 12). Και πάλι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν: "Δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα", δηλαδή δεν μπορείς να λάβεις το Άγιο Πνεύμα, αν δεν δώσεις το αίμα της καρδιάς σου στον αγώνα για να καθαριστείς από τα πάθη, να μετανοήσεις πραγματικά και σε βάθος, και να αποκτήσεις τις αρετές.
Όλες δε οι αρετές είναι όψεις της μίας και μεγάλης αρετής, της αρετής της αγάπης. Όταν ο Χριστιανός αποκτήσει την αγάπη, έχει όλες τις αρετές. Η αγάπη είναι εκείνη που εκδιώκει από την ψυχή του ανθρώπου την αιτία όλως των κακιών και όλων των παθών, η οποία κατά τους αγίους Πατέρας είναι η φιλαυτία. Όλα τα κακά μέσα μας πηγάζουν από την φιλαυτία, που είναι η αρρωστημένη αγάπη του εαυτού μας. Γι' αυτό η Εκκλησία μας έχει την άσκηση. Χωρίς άσκηση δεν υπάρχει πνευματική ζωή, ούτε αγώνας, ούτε προκοπή. Υπακούμε, νηστεύουμε, αγρυπνούμε, κοπιάζουμε με μετάνοιες, ορθοστασίες, για να μπορούμε να καθαριζόμαστε από τα πάθη μας. Αν η Ορθόδοξος Εκκλησία παύση να είναι ασκητική, παύει να είναι Ορθόδοξος. Παύει να βοηθεί τον άνθρωπος να απαλλάσσεται από τα πάθη του και να γίνεται θεός κατα Χάριν.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναπτύσσουν μεγάλη και βαθειά ανθρωπολογική διδασκαλία για την ψυχή και τα πάθη του ανθρώπου. Κατ' αυτούς η ψυχή διακρίνεται στο λογιστικό και παθητικό μέρος. Το παθητικό πάλι περιέχει το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Στο λογιστικό περιέχονται οι λογικές ενέργειες της ψυχής, δηλαδή οι λογισμοί, οι σκέψεις. Το θυμοειδές είναι τα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα, η αγάπη, το μίσος. Το επιθυμητικό είναι οι καλές επιθυμίες των αρετών και οι κακές επιθυμίες των ηδονών, των απολαύσεων, η φιλοχρηματία, η κοιλιοδουλία, η σαρκολατρεία, τα σαρκικά πάθη. Αν αυτά τα τρία μέρη της ψυχής, το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό, δεν καθαρισθούν, δεν μπορεί ο άνθρωπος να δεχθεί μέσα του την Χάρι του Θεού, να θεωθεί. Το λογιστικό καθαρίζεται με την νήψι, που είναι η συνεχής τήρησις του νοός από τους λογισμούς, με το να κρατεί δηλαδή του καλούς λογισμούς και να αποδιώχνη του κακούς. Το θυμοειδές πάλι καθαρίζεται με την αγάπη. Και το επιθυμητικό, τέλος, καθαρίζεται με την εγκράτεια. Όλα αυτά πάντως από κοινού καθαρίζονται και αγιάζονται με την προσευχή.

γ) Τα άγια Μυστήρια και η προσευχή

Ο Χριστός εγκαθίσταται στην καρδιά του ανθρώπου με τα άγια Μυστήρια. Με το άγιο Βάπτισμα, το Χρίσμα, την ιερά εξομολόγηση, την Θεία Ευχαριστία. Στους Ορθόδοξους Χριστιανούς που είναι εν κοινωνία Χριστού, ο Θεός, η Χάρις Του, είναι μέσα τους, στην καρδιά τους, διότι είναι βαπτισμένοι, χρισμένοι, εξομολογημένοι, κοινωνημένοι.
Τα πάθη όμως καλύπτουν την θεία Χάρι, όπως η στάχτη την σπίθα. Με την άσκηση και την προσευχή η καρδιά καθαρίζεται από τα πάθη, η σπίθα της θείας Χάριτος αναζωπυρούται και ο πιστός αισθάνεται τον Χριστό στην καρδιά του, που είναι το κέντρο της υπάρξεως του.
Κάθε προσευχή της Εκκλησίας βοηθεί στην κάθαρση της καρδιάς. Ιδιαιτέρως όμως βοηθεί η λεγόμενη μονολόγιστος ευχή ή νοερά προσευχή ή καρδιακή προσευχή, το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλόν". Αυτή η προσευχή, που ανέκαθεν παραδίδεται στο Άγιον Όρος, έχει το εξής πλεονέκτημα: επειδή είναι μονολόγιστος, δηλαδή μόνο μία πρότασις, μας βοηθεί να συγκεντρώνουμε εύκολα τον νου μας. Συγκεντρώνοντας τον νου μας τον βυθίζουμε στην καρδιά και προσέχουμε εκεί να μη απασχολείται με άλλα πράγματα και νοήματα, ούτε καλά, ούτε κακά, αλλά μόνο με τον Θεό.
Η άσκησις στην καρδιακή αυτή προσευχή, που μπορεί να γίνει με την Χάρι του Θεού συν τω χρόνω συνεχής, είναι ολόκληρη επιστήμη, τέχνη ιερά, που Άγιοι της Πίστεως μας λεπτομερώς περιγράφουν στα ιερά του συγγράμματα, όπως και σε μια μεγάλη συλλογή πατερικών κειμένων, την "Φιλοκαλία".
Βοηθεί και χαροποιεί λοιπόν τον άνθρωπο η προσευχή αυτή. Κι όταν προχωρήσει ο Χριστιανός στην προσευχή αυτή, και ταυτοχρόνως η ζωή του είναι σύμφωνη με τις άγιες εντολές του Θεού και της Εκκλησίας, τότε αξιώνεται να λάβει εμπειρία της θείας Χάριτος. Αρχίζει να γεύεται την γλυκύτητα της κοινωνίας του Θεού, να γνωρίζει εκ πείρας το "γεύσασθε και ίδετε ότι Χρηστός ο Κύριος" (Ψαλμ. λγ', 9). Για μας τους Ορθοδόξους ο Θεός δεν είναι ιδέα, κάτι που το σκεπτόμαστε μόνο ή για το οποίο συζητούμε ή διαβάζουμε, αλλά είναι Πρόσωπο, με το Οποίο ερχόμαστε σε ζωντανή και προσωπική κοινωνία, κάτι που το ζούμε, του Οποίου λαμβάνουμε εμπειρία.
Τότε βλέπουμε τι μεγάλη και άρρητη και ανέκφραστη ευτυχία είναι να έχουμε τον Χριστό μέσα μας και να είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Πολύ βοηθεί τους Χριστιανούς που είναι στον κόσμο, μέσα στις διάφορες μέριμνες και απασχολήσεις της κάθε ημέρας, να βρίσκουν τουλάχιστον λίγα λεπτά ησυχίας για να ασκούνται σ' αυτήν την προσευχή.
Τους αγιάζουν βέβαια κι όλες οι κατά Θεόν εργασίες και καθήκοντα, όταν γίνονται ταπεινά και με αγάπη. Όμως χρειάζεται και η προσευχή. Σ' ένα ήσυχο δωμάτιο (είναι καλό ίσως μετά από κάποια μελέτη πνευματική ή αφού ανάψουν το καντήλι εμπρός στις εικόνες και θυμιάσουν), όσο γίνεται μακρυά από θορύβους και απασχολήσεις, και αφού ησυχάσουν από άλλες σκέψεις και λογισμούς, να βυθίζουν τον νου τους στην καρδιά λέγοντας την ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με τον αμαρτωλόν (ή την αμαρτωλήν)". Πόση ειρήνη και δύναμη αντλούν οι ψυχές μ' αυτήν την κατά Θεόν ησυχία! Πόσο τις ενισχύει και στις υπόλοιπες ώρες της ημέρας να διατηρούνται ειρηνικές, χωρίς νεύρα και ένταση και άγχος, αλλά να έχουν όλες τις δυνάμεις τους σε αρμονία και ενότητα!
Μερικοί αναζητούν λίγη ψυχική ησυχία με τεχνητά μέσα σε άλλους χώρους, πλανεμένους και δαιμονικούς, όπως στις ανατολικές λεγόμενες θρησκείες. Προσπαθούν να εύρουν κάποια ησυχία με εξωτερικές ασκήσεις, διαλογισμό, κ.λπ., για να επιτύχουν κάποια ισορροπία ψυχής και σώματος. Το λάθος είναι ότι σ' όλα αυτά ο άνθρωπος, που προσπαθεί να λησμονήσει τις διάφορες σκέψεις και τον υλικό κόσμο, ούτε ουσιαστικά δεν κάνει διάλογο με τον Θεό, αλλά μονόλογο με τον εαυτό του. Καταλήγει δηλαδή πάλι στον ανθρωποκεντρικό και αποτυγχάνει.


Εμπειρίες της θεώσεως

Οι εμπειρίες της θεώσεως είναι ανάλογες με την κάθαρση του ανθρώπου. Όσο περισσότερο καθαρισθεί ο άνθρωπος από τα πάθη, τόσο ανώτερη εμπειρία λαμβάνει του Θεού, βλέπει τον Θεό, κατά το "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται" (Ματθ. ε', 8).
Όταν αρχίζει ο άνθρωπος να μετανοεί, να εξομολογείται και να κλαίει για τις αμαρτίες του, λαμβάνει τις πρώτες εμπειρίες της χάριτος του Θεού. Τέτοιες δε εμπειρίες είναι πρώτα τα δάκρυα της μετάνοιας, που φέρουν χαρά ανεκλάλητη στην ψυχή, και η βαθειά ειρήνη η οποία ακολουθεί. Γι' αυτό και το πένθος αυτό για τις αμαρτίες μας λέγεται "χαροποιόν πένθος", όπως είπε ο Κύριος στους Μακαρισμούς Του: "Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται" (Ματθ. ε', 4).
Μετά προχωρεί σε ανώτερα στάδια, όπως είναι ο θείος φωτισμός, με τον οποίο φωτίζεται ο νους και βλέπει με άλλη χάρι τα πράγματα, τον κόσμο, τους ανθρώπους.
Αγαπά τότε ο Χριστιανός τον Θεό περισσότερο Και έρχονται άλλα δάκρυα, ανώτερα, που είναι δάκρυα αγάπης για τον Θεό, θείου έρωτος. Όχι πια για τις αμαρτίες του, διότι έχει την βεβαιότητα ότι ο Θεός συγχώρησε τις αμαρτίες του. Τα δάκρυα αυτά, που φέρουν μεγαλύτερη ευτυχία, χαρά και ειρήνη στην ψυχή, είναι ανώτερη εμπειρία θεώσεως.
Αποκτά μετά ο άνθρωπος την απάθεια, την ζωή χωρίς τα διαβλητά πάθη, τις εφάμαρτες αδυναμίες. Και είναι τότε ειρηνικός και ατάραχος σε κάθε προσβολή εξωτερική, απαλλαγμένος από υπερηφάνεια, μίσος, μνησικακία, σαρκικές ορέξεις.
Αυτό είναι το δεύτερο στάδιο της θεώσεως, το καλούμενο "θεωρία", κατά το οποίο ο άνθρωπος καθαρισμένος ήδη από τα πάθη φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, ελλάμπεται και θεώνεται. Θεωρία σημαίνει θέα. Θεωρία του Θεού σημαίνει θέα του Θεού. Για να μπορεί όμως κανείς να βλέπει τον Θεό, πρέπει να είναι θεωμένος άνθρωπος. Άρα θεωρία του Θεού σημαίνει θέωσις.
Όταν μάλιστα καθαρισθεί τελείως, προσφερθεί τελείως στον Θεό, τότε λαμβάνει και την μεγαλύτερη στους ανθρώπους εμπειρία της θείας Χάριτος, που κατά τους αγίους Πατέρας είναι η θέα του ακτίστου φωτός του Θεού. Αυτό το φως το βλέπουν οι πολύ προχωρημένοι στην θέωση, ελάχιστοι σε κάθε γενεά. Το βλέπουν οι Άγιοι του Θεού, και φαίνονται μέσα σ' αυτό, όπως άλλωστε εικονίζονται στις άγιες εικόνες τους με τα φωτοστέφανα.
Στον βίο π.χ. του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου αναφέρεται ότι όταν ο Μ. Βασίλειος προσευχόταν στο κελί του, τον έβλεπαν οι άλλοι, όσοι βέβαια μπορούσαν να τον δουν να λάμπει όλος αυτό και το κελί του μέσα σ' αυτό το άκτιστο φως του Θεού, το φως της θείας Χάριτος. Στους βίους πολλών αγίων Νεομαρτύρων της Πίστεως μας, διαβάζουμε πως αφού οι Τούρκοι μετά από φρικτά βασανιστήρια κρεμούσαν τα σώματα τους στις πλατείες των πόλεων προς εκφοβισμό των λοιπών Χριστιανών, πολλές φορές τις νύχτες φαινόταν ένα φως να τους περιλάμπη. Κι έλαμπε τόσο φανερά και έντονα, που οι ίδιοι οι κατακτητές, επειδή αποδεικνυόταν έτσι περίτρανα η αλήθεια της Πίστεως μας, διέτασαν και τα κατέβαζαν, ώστε να μην ντροπιάζονται στους Χριστιανούς, οι οποίοι έβλεπαν πως ο Θεός δόξαζε τους αγίους Μάρτυρας Του.
Η Χάρις της θεώσεως διατηρεί άφθαρτα και τα σώματα των Αγίων, τα άγια λείψανα, μυροβλύζοντα και θαυματουργούντα. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η Χάρις του Θεού αφού πρώτα ενωθεί με τις ψυχές των Αγίων, κατόπιν σκηνώνει και στα άγια σώματα τους, και χαριτώνει κι αυτά. Κι όχι μόνο στα σώματα τους, αλλά και στους τάφους τους, στις εικόνες τους και στους Ναούς τους. Να γιατί προσκυνούμε και ασπαζόμαστε τις εικόνες, τα άγια λείψανα, τους τάφους, τους Ναούς των αγίων. Διότι όλα αυτά έχουν κάτι από την Χάρι του Θεού που είχε ο Άγιος στην ψυχή τους λόγω της ενώσεως του με τον Θεό, λόγω της θεώσεως του.
Γι' αυτό μέσα στην Εκκλησία απολαμβάνουμε την Χάρι της θεώσεως όχι μόνο με την ψυχή, αλλά και με το σώμα μας, επειδή και το σώμα συγκοπιάζοντας με την ψυχή, ασφαλώς και συνδοξάζεται, ως ναός του ενοικούντος σ' αυτό Αγίου Πνεύματος.
Αυτή η Χάρις πηγάζοντας από τον άγιο Κύριο, τον Θεάνθρωπο Χριστό, εκχύνεται στην Παναγία μας, στους Αγίους και έρχεται και σε μας τους ταπεινούς.
Αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι όλες οι τυχόν εμπειρίες του Χριστιανού δεν είναι εκ του ασφαλούς εμπειρίες θεώσεως και πνευματικές. Πολλοί πλανήθηκαν από δαιμονικές η ψυχολογικές εμπειρίες. Για να μη υπάρχει λοιπόν κίνδυνος πλάνης και δαιμονικής επήρειας, πρέπει να αναφέρονται όλες ταπεινά στον Πνευματικό, ο οποίος και με τον παρά Θεού φωτισμού θα διακρίνει την γνησιότητα ή μη αυτών των εμπειριών και θα καθοδηγήσει αναλόγως την εξομογούμενη ψυχή. Γενικώς δε η υπακοή μας στον Πνευματικό είναι εκ των πλέον βασικών σημείων της πνευματικής μας πορείας, διά της οποίας αποκτούμε εκκλησιαστικό πνεύμα μαθητείας εν Χριστώ και εξασφαλίζεται η νόμιμος άθλησις μας που θα μας οδηγήσει στην ένωση μας με τον Θεό.
Ένας ιδιαίτερος χώρος θεώσεως, εντός πάντοτε της Εκκλησίας, είναι και ο Μοναχισμός, όπου οι μοναχοί αγιαζόμενοι λαμβάνουν υψηλές εμπειρίες ενώσεως με τον Θεό.
Έτσι, όσο μοναχοί μετέχουν στην θέωση και τον αγιασμό, βοηθούν και όλη την Εκκλησία. Διότι όπως πιστεύουμε οι Χριστιανοί, ακολουθώντας την μακραίωνα Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, ο αγώνας των μοναχών έχει θετική επίδραση στην ζωή του κάθε αγωνιζόμενου πιστού μέσα στον κόσμο. Γι' αυτό στην Ορθοδοξία μας ο λαός του Θεού έχει πολλή ευλάβεια στον Μοναχισμό.
Στην Εκκλησία μας εξ' άλλου συμμετέχουμε στην κοινωνία των Αγίων, έχουμε την εμπειρία και χαρά της εν Χριστώ ενότητος. Με αυτό εννοούμε ότι μέσα στην Εκκλησία δεν είμαστε άτομα μεμονωμένα, αλλά μία ενότης, μία αδελφότης, μία αδελφική κοινωνία. Κι όχι μόνο μεταξύ μας αλλά και με τους Αγίους του Θεού που ζουν επί γης σήμερα ή έχουν κοιμηθεί. Αφού και με τον θάνατον ακόμη δεν χωρίζονται οι Χριστιανοί. Ο θάνατος δεν μπορεί να χωρίσει τους Χριστιανούς διότι είναι όλοι τους ενωμένοι στο ανεστημένο σώμα του Χριστού.
Γι' αυτό κάθε Κυριακή, και κάθε φορά που τελείται η θεία Λειτουργία, είμαστε σ' αυτήν όλοι παρόντες, μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους όλων των αιώνων. Είναι ακόμη και οι συγγενείς μας που έχουν πεθάνει, αν βέβαια είναι ενωμένοι με τον Χριστό. Όλοι εκεί είμαστε και κοινωνούμε μεταξύ μας μυστικά, όχι εξωτερικά αλλά εν Χριστώ.
Αυτό φαίνεται και στην Προσκομιδή, όπου στο άγιο Δισκάριο, γύρω από τον Αμνό Χριστό, τοποθετούνται οι μερίδες της Παναγίας, των Αγίων και των ζώντων και κεκοιμημένων Χριστιανών. Όλες αυτές οι μερίδες εμβάπτονται, μετά το καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, στο Αίμα του Χριστού.
Αυτή είναι η μεγάλη ευλογία της Εκκλησίας, το ότι είμαστε μέλη της και μπορούμε να κοινωνούμε όχι μόνο με τον Θεό, αλλά και μεταξύ μας ως μέλη τους σώματος του Χριστού.
Κεφαλή του αγίου αυτού σώματος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Η ζωή έρχεται από την κεφαλή στο σώμα. Το σώμα βέβαια έχει ζωντανά μέλη, αλλά έχει και μέλη που δεν έχουν την ίδια ζωντάνια, δεν έχουν όλα τέλεια υγεία. Τέτοιοι είμαστε οι περισσότεροι από εμάς. Από τον ίδιο τον Χριστό όμως και από τα ζωντανά μέλη του έρχεται η ζωή, το αίμα το υγιές, και στα άλλα μέλη τα λιγότερο υγιή, ώστε σιγά-σιγά να υγιαίνουν και δυναμώνουν κι αυτά. Να γιατί πρέπει να είμαστε μέσα στην Εκκλησία! Για να λαμβάνουμε υγεία και ζωή, αφού έξω από το σώμα της Εκκλησίας δεν υπάρχει αυτή η δυνατότης να αναρρώσουμε και να ζωοποιηθούμε.
Αυτά όλα φυσικά δεν έρχονται αμέσως. Σ' όλη του την ζωή πρέπει να αγωνίζεται ο Ορθόδοξος Χριστιανός, για να μπορεί σιγά-σιγά με την Χάρι του Θεού, μέσα στην Εκκλησία, με την ταπείνωση, την μετάνοια, την προσευχή, τα άγια Μυστήρια, να αγιάζεται και να θεώνεται.
Αυτός όμως είναι ο σκοπός της ζωής μας, ο στόχος ο μεγάλος. Δεν έχει τόση σημασία που ακριβώς θα φτάσουμε. Αξία έχει ο αγώνας μας, τον οποίο ο Θεός ευλογεί πλουσίως και στον παρόντα και στον μέλλοντα αιώνα.


Αποτυχία πολλών ανθρώπων να φθάσουν στην θέωσι

Ενώ λοιπόν έχουμε κληθεί για αυτόν τον μεγάλο σκοπό, να ενωθούμε με τον Θεό να γίνουμε θεοί κατά Χάριν και να απολαύσουμε αυτή την μεγάλη ευλογία, για την οποία μας έπλασε ο Πλάστης και Δημιουργός μας, εμείς πολλές φορές ζούμε σαν να μη υπάρχει αυτό ο μεγάλος, ο υψηλός στόχος. Κι έτσι γεμίζει αποτυχία η ζωή μας.
Ο άγιος Θεός μας έπλασε για την θέωση. Αν λοιπόν δεν θεωθούμε, όλη η ζωή μας είναι αποτυχία.

Ας αναφέρουμε μερικές αιτίες γι' αυτό.

α) Η προσήλωσις στις βιοτικές μέριμνες

Μπορεί να κάνουμε καλά και ωραία πράγματα. Σπουδές, επάγγελμα, οικογένεια, περιουσίες, φιλανθρωπίες. Όταν βλέπουμε και χρησιμοποιούμε τον κόσμο ευχαριστισιακά ως δώρο του Θεού, τότε όλα συνδέονται μαζί Του και γίνονται δρόμοι ενώσεως με τον άγιο Θεό. Αν δεν ενωθούμε ωστόσο με τον Θεό, αποτύχαμε, όλα είναι άχρηστα.
Συνήθως οι άνθρωποι αποτυγχάνουν, διότι παρασύρονται από αυτούς τους δευτερεύοντες σκοπούς στη ζωή τους. Δεν βάζουν ως πρώτο και κύριο στην ζωή τους την θέωση. Απορροφούνται από τα ωραία του κόσμου τούτου και χάνουν τα αιώνια. Δίδονται ολοκληρωτικά στα δευτερεύοντα και ξεχνούν το "εν ου έστι χρεία" (βλ. Λουκ. ι', 42).
Υπάρχει σήμερα ιδίως μία διαρκής απασχόλησις, συνεχείς δραστηριότητες, - ίσως είναι και τέχνασμα του διαβόλου για να πλανά και τους εκλεκτούς - ένεκα των οποίων παραμελούμε την σωτηρία μας. Π.χ. τώρα έχουμε σπουδές, μελέτες, διάβασμα, δεν ευκαιρούμε να προσευχόμαστε, να εκκλησιαζόμαστε, να εξομολογούμαστε, να κοινωνούμε. Αύριο θα έχουμε συνέδρια, συμβούλια, κοινωνικές και προσωπικές ευθύνες, πως να βρούμε χρόνο για τον Θεό! Μεθαύριο γάμο, οικογενειακές μέριμνες, αδύνατο να ασχοληθούμε με τα πνευματικά. Συνεχώς επαναλαμβάνουμε και εμείς στον Χριστό: "ου δύναμαι έλθειν... Ερωτώ σε, έχε με παρητημένον" (βλ. Λουκ. ιδ', 19-20).
Κι έτσι χάνουν και την αξία τους όλα αυτά τα ωραία και νόμιμα. Όλα αυτά έχουν πραγματική, ουσιαστική αξία, όταν γίνονται με την Χάρι του Θεού, όταν δηλαδή προσπαθούμε να τα κάνουμε όλα προς δόξαν Θεού. Αλλά και όταν δεν παύουμε να νοσταλγούμε, να επιδιώκουμε αυτό που είναι πέρα από τις σπουδές, πέρα από το επάγγελμα, πέρα από την οικογένεια, πέρα από τις όποιες καλές και ιερές ευθύνες και δραστηριότητες: να ποθούμε την θέωση. Τότε βρίσκουν κι όλα αυτά το πραγματικό τους νόημα και την αιώνιο προοπτική τους και μας ωφελούν.
Είπε ο Κύριος: "Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν" (Ματθ. στ', 33). Η βασιλεία του Θεού είναι η θέωσις, το να λάβουμε την Χάρι του Παναγίου Πνεύματος. Όταν έλθει η θεία Χάρις και βασιλεύσει μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος βασιλεύεται από τον Θεό. Και διά των θεωμένων ανθρώπων έρχεται η Χάρις του Θεού και στους άλλους ανθρώπους και στην κοινωνία. Αλλά κι όπως διδάσκουν οι Πατέρες, στην Κυριακή Προσευχή το "ελθέτω η βασιλεία" σημαίνει "ελθέτω η Χάρις του Αγίου Πνεύματος", που όταν έλθει θεώνει τον άνθρωπο.

β) Ο ηθικισμός

Το πνεύμα του δυστυχώς του ηθικισμού που προαναφέραμε, το να περιορίσουμε δηλαδή την χριστιανική ζωή στην ηθική βελτίωση, έχει επηρεάσει αρνητικά, αρκετά και στον τόπο μας, την ευσέβεια και την πνευματικότητα των Χριστιανών. Λόγω δυτικής θεολογικής επιδράσεως πολλές φορές παύουμε να επιδιώκουμε την θέωση.
Η αγωγή όμως της ηθικής καλυτέρευσις είναι αγωγή ανθρωποκεντρική, με κέντρο τον άνθρωπο. Σ' αυτήν προέχει η ανθρώπινη προσπάθεια κι όχι η Χάρις του Θεού. Φαίνεται όχι μας σώζει η ηθική μας κι όχι η Χάρις του Θεού. Γι' αυτό και σε μια τέτοια κατάσταση και ζωή δεν έχουμε αληθινές εμπειρίες του Θεού, και η ψυχή δεν αναπαύεται πραγματικά, δεν ξεδιψά. Αυτή η αγωγή, που έδωσε εξετάσεις και απέτυχε, μη εκπροσωπώντας το γνήσιο πνεύμα της Εκκλησίας του Χριστού, είναι εν πολλοίς υπεύθυνη και για την αθεΐα και την αδιαφορία προς την πνευματική ζωή πολλών συνανθρώπων μας και δη νέων.
Αντί να μιλούμε οι γονείς, οι διδάσκαλοι, οι κληρικοί, και όλοι οι εργάτες της Εκκλησίας, στα Κατηχητικά μας, στα κηρύγματα και αλλού, για μια στείρα βελτίωση του ανθρώπου ας παιδαγωγούμε τους Χριστιανούς μας προς την θέωση, όπως είναι το γνήσιο πνεύμα και η εμπειρία της Εκκλησίας. Οι αρετές άλλωστε, όσο μεγάλες κι αν είναι, δεν αποτελούν τον σκοπό της χριστιανικής ζωής μας, αλλά μέσα και τρόπους που μας προετοιμάζουν να δεχθούμε την θέωση, την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, όπως επιγραμματικά διδάσκει ο άγιος Σεραφείμ ο Σάρωφ.

γ) Ο ανθρωποκεντρικός ουμανισμός

Ο αυτόνομος ουμανισμός πάλι ως φιλοσοφικοκοινωνικό σύστημα, χωρισμένο, αυτονομημένο από τον Θεό, οδηγεί σε ένα πολιτισμό φιλαυτίας και αδιεξόδου τον σύγχρονο άνθρωπο. Θέλει να μας απομακρύνει από την Ορθόδοξο Πίστη μας εν ονόματι τάχα της αξιοποιήσεως και απελευθερώσεως του ανθρώπου. Υπάρχει όμως μεγαλύτερη αξιοποίησις για τον άνθρωπο από την θέωση;


Συνέπειες της αγωγής της θεώσεως

Η αγωγή που δίδει η Ορθόδοξος Εκκλησία μας με την θεία Λατρεία, την Πατερική θεολογία, τον Μοναχισμό, είναι αγωγή θεώσεως, αγωγή θεανθρωποκεντρική, με κέντρο τον Θεάνθρωπο Χριστό.
Αυτή δίδει μεγάλη χαρά στην ζωή μας, όταν γνωρίζουμε τι μεγάλο προορισμό έχουμε, τι μακαριότης μας αναμένει.
Γλυκαίνει τον πόνο σε κάθε δοκιμασία και στεναχώρια της ζωής με την προοπτική της θεώσεως.
Όταν αγωνιζόμαστε με προοπτική την θέωση, αλλάζει προς το καλύτερο και στάση μας έναντι των συνανθρώπων μας. Όταν δηλαδή βλέπουμε ο ένας τον άλλο ως υποψήφιους θεούς. Πόσο βαθαίνει και ουσιαστικοποιείται τότε και η αγωγή που δίδουμε στα παιδιά μας! Πόσο θεάρεστα, αγαπούν τότε και σέβονται ο πατέρας και η μητέρα τα παιδιά τους, αισθανόμενοι την ευθύνη και ιερή αποστολή που έχουν απέναντι τους, να τα βοηθήσουν να πετύχουν την θέωση, τον σκοπό για τον οποίο με την Χάρι του Θεού τα έφεραν στον κόσμο! Και φυσικά πως θα τα βοηθήσουν, αν οι ίδιοι δεν κατευθύνονται προς αυτόν τον σκοπό, την θέωση; Αλλά και πόση εκτίμηση θα έχουμε στον εαυτό μας, χωρίς εγωισμό και υπερηφάνεια αντίθεη, όταν συναισθανόμαστε ότι είμαστε πλασμένοι γι' αυτόν τον μεγάλο σκοπό!
Λέγουν μάλιστα οι Άγιοι Πατέρες και θεολόγοι της Εκκλησίας ότι έτσι, ξεπερνώντας την ανθρωποκεντρική φιλοσοφία του εγωισμού και της φιλαυτίας μας, γινόμαστε πραγματικά πρόσωπα, αληθινοί άνθρωποι. Συναντούμε τον Θεό με σεβασμό και αγάπη, αλλά και τον συνάνθρωπο με εκτίμηση κι αληθινή αξιοπρέπεια, βλέποντας τον όχι ως σκεύος ηδονής και εκμεταλλεύσεως αλλά ως εικόνα του Θεού προορισμένο για την θέωση.
Όσο είμαστε κλεισμένοι στον εαυτό μας, στο εγώ μας, είμαστε άτομα, όχι όμως πρόσωπα. Μόλις εξέλθουμε από την κλειστή ατομική μας ύπαρξη κι αρχίσουμε, σύμφωνα με την αγωγή της θεώσεως - με την Χάρι του Θεού αλλά και την δική μας συνεργεία - να αγαπούμε, να προσφερόμαστε όλο και περισσότερο σ' Αυτόν και τον πλησίον μας, γινόμαστε πρόσωπα αληθινά. Όταν δηλαδή το εγώ μας συναντήσει το Συ του Θεού και το συ του αδελφού, τότε αρχίζουμε να βρίσκουμε τον χαμένο εαυτό μας. Αφού μέσα στην κοινωνία της θεώσεως, για την οποία πλασθήκαμε, μπορούμε να ανοιγόμαστε, να επικοινωνούμε, να χαιρόμαστε ο ένας τον άλλον πραγματικά κι όχι φίλαυτα.
Αυτό είναι και το ήθος της θείας Λειτουργίας, στην οποία μαθαίνουμε να ξεπερνούμε το στενό, ατομικό μας συμφέρον, στο οποίο μας εξωθεί ο διάβολος, η αμαρτία και τα πάθη μας, και να ανοιγόμαστε σε κοινωνία θυσίας και αγάπης εν Χριστώ.
Αναπαύει και ολοκληρώνει πραγματικά τον άνθρωπο η αίσθηση αυτή της μεγάλης κλήσεως του, δηλαδή της θεώσεως.
Ο ορθόδοξος ανθρωπισμός της Εκκλησίας μας βασίζεται σ' αυτήν την μεγάλη κλήση του ανθρώπου, γι' αυτό και αξιοποιεί στο έπακρο όλες τις δυνάμεις του.
Ποιος άλλος ανθρωπισμός, όσο προοδευτικός και φιλελεύθερος κι αν φαίνεται, είναι τόσο επαναστατικός όσο ο ανθρωπισμός της Εκκλησίας, που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο Θεό; Τέτοιο όντως υψηλό ανθρωπισμό μόνο η Εκκλησία έχει;
Γι' αυτό ιδιαίτερα σήμερα, που πολλοί προσπαθούν να ξεγελάσουν του ανθρώπους, και κυρίως του νέους, προβάλλοντας τους ψευτοανθρωπισμούς τους, οι οποίοι κατ' ουσίαν κολοβώνουν τον άνθρωπο και δεν το ολοκληρώνουν, έχει μεγάλη σημασία ο τονισμός αυτής της αγωγής της Εκκλησίας.


Συνέπειες της αγωγής που δεν οδηγεί στην θέωσι

Σήμερα οι νέοι άνθρωποι ζητούν εμπειρίες. Δεν αρκούνται σε μία υλιστική ζωή, σε μία ορθολογιστική κοινωνία, όπως τους την παραδίδουμε οι μεγαλύτεροι. Τα παιδιά μας, που είναι εικόνες Θεού, "κεκελευσμένοι θεοί", ζητούν κάτι πέρα από τα λογικά σχήματα μιας υλιστικής φιλοσοφίας και αθέου παιδείας που τους προσφέρουμε. Ζητούν εμπειρίες αληθινής ζωής. Δεν τους αρκεί μάλιστα να ακούν για τον Θεό. Επιθυμούν την εμπειρία Του, το φως Του, την Χάρι Του. Κι επειδή δεν γνωρίζουν πολλοί απ' αυτούς, ότι η Εκκλησία έχει την δυνατότητα να τους αναπαύσει, έχει την εμπειρία που διψούν, μάταια αναζητούν και καταφεύγουν σε διάφορα άλλα φθηνά υποκατάστατα, προκειμένου να εύρουν κάτι το εξωλογικό, το υπέρλογο.
Και άλλοι μεν οδηγούνται σε ανατολικούς μυστικισμούς, τύπου γιόγκα. Άλλοι στον αποκρυφισμό ή στον γνωστικισμό, τελευταία δε δυστυχώς και σε απροκάλυπτο σατανισμό.
Αλλά και στην ηθική δεν γνωρίζουν κανένα φραγμό, αφού αυτή χωρισμένη και στερημένη από την ουσία και τον σκοπό της, να τους ενώσει με τον άγιο Θεό, καταντά χωρίς κανένα απολύτως νόημα.
Έτσι πλεονάζουν τραγικά φαινόμενα όπως ο αναρχισμός και η τρομοκρατία, με τα οποία πολλοί νέοι άνθρωποι που κατά βάθος θέλουν να ικανοποιήσουν ένα δυναμισμό που έχουν μέσα τους, - και που δεν εκπληρώνεται βαθειά αυτό ο πόθος τους, γιατί δεν έτυχαν αυτή της αγωγής της θεώσεως -, και βιαιότητες κατά των συνανθρώπων τους.
Η πλειονότης των νέων, και όχι μόνο, τον πολύτιμο χρόνο της ζωής τους και τις δυνάμεις τους, που έδωσε ο Θεός για την επιτυχία στον σκοπό της θεώσεως, τα κατασπαταλούν στην ηδονοθηρία και σαρκολατρεία, που, με την ανοχή δυστυχώς και της πολιτείας μερικές φορές, γίνονται τα σύγχρονα είδωλα, οι σύγχρονοι "θεοί", προκαλώντας έτσι μεγάλη φθορά στα σώματα και τις ψυχές τους.
Άλλοι ζώντας χωρίς καθόλου ιδανικά κατατρίβονται σε διάφορες άσκοπες, ανούσιες και βλαβερές ασχολίες, άλλοι αισθάνονται απόλαυση τρέχοντας υπέρμετρα στους δρόμους - με τραγικές πολλές φορές καταλήξεις τους τραυματισμούς και τον θάνατο -, κι άλλοι πάλι μετά από περιπλανήσεις παραδίδονται άνευ όρων στην δαιμονική εξάρτηση των ναρκωτικών, την νέα αυτή μάστιγα του αιώνος μας.
Και τέλος αρκετοί, μετά από μια σχετικά σύντομη ζωή, γεμάτη από αποτυχίες και απογοητεύσεις, συνειδητά ή ασυνείδητα δίδουν τέλος στο μαρτύριο της μάταιης αναζητήσεως τους καταφεύγοντας δυστυχώς στην έσχατη μορφή απελπισίας, την αυτοκτονία.
Δεν είναι αλήτες όλα αυτά τα παιδιά που καταφεύγουν σ' αυτά τα παράλογα και τραγικά. Είναι νέοι, παιδιά του Θεού και παιδιά μας, που απογοητευμένα από την υλιστική, αυτάρκη κοινωνία που τους παραδίδουμε, δεν βρίσκουν αυτό για το οποίο έχουν πλασθεί, το αληθινό, το αιώνιο, που δεν τους το δώσαμε και γι' αυτό και το αγνοούν. Αγνοούν τον μεγάλο σκοπό της ζωής του ανθρώπου, την θέωση. Γι' αυτό και μη βρίσκοντας ανάπαυση σε οτιδήποτε άλλο καταφεύγουν στην απελπισία με τις μορφές που αναφέρθηκαν.
Σήμερα αρκετοί Ποιμένες της αγίας Εκκλησίας μας, αρχιερείς ιερείς, πνευματικοί, αλλά και λαϊκοί αδελφοί, από αγάπη ανιδιοτελή αναλώνονται καθημερινώς στην καθοδήγηση των νέων μας με σκοπό την θέωση τους. Τους είμαστε ευγνώμονες για την θυσία και προσφορά τους, για το θεάρεστο αυτό έργο τους, με το οποίο διά της Χάριτος του Θεού σώζονται και αγιάζονται ψυχές υπέρ ων Χριστός απέθανε.
Ταπεινά βοηθεί και συμπαραστέκεται στον μεγάλο αυτόν πόνο της Εκκλησίας και το Άγιον Όρος. Το Περιβόλι της Παναγίας μας όντας ένας ιδιαίτερος χώρος αγιασμού και κατά Θεόν ησυχίας, απολαμβάνει την ευλογία της θεώσεως, ζει την κοινωνία του Θεού, έχει έντονη και εναργή την εμπειρία της Χάριτος Του, του Φωτός Του. Γι' αυτό και πολλοί συνάνθρωποι μας, στην πλειοψηφία τους νέοι, ωφελούνται, ενισχύονται, αναγεννώνται εν Χριστώ με κάποιο προσκύνημα τους στον Άθωνα ή και διατηρώντας πιο ιδιαίτερους δεσμούς μαζί του. Κι έτσι χαίρονται τον Θεό στην ζωή τους και αρχίζουν να καταλαβαίνουν τι είναι Ορθοδοξία, Χριστιανική ζωή, αγώνας πνευματικός, και τι χαρά και μεγάλο νόημα δίδουν αυτά στην ύπαρξη τους. Γεύονται δηλαδή κάτι από το μεγάλο δώρο αυτό του Θεού στον άνθρωπο, την θέωση.
Ας μη ξεχνούμε λοιπόν όλοι οι Ποιμένες της Εκκλησίας, οι θεολόγοι, οι κατηχηταί, την αγωγή της θεώσεως διά της οποίας οι νέοι άνθρωποι, αλλά και όλοι εμείς οι ταπεινοί, με την Χάρι του Θεού και μέσα στον καθημερινό μας αγώνα, τον αγώνα της μετανοίας και της τηρήσεως των αγίων εντολών Του, αποκτούμε την δυνατότητα να απολαύσουμε αυτή την ευλογία του Θεού, την ένωση μαζί Του, να χαρούμε πολύ δυνατά σ' αυτήν την ζωή, αλλά και να κερδίσουμε την αιώνιο ευτυχία και μακαριότητα.
Ας ευχαριστήσουμε συνεχώς τον άγιο Κύριο για το δώρο της αγάπης Του. Στην δική Του αγάπη ας ανταποκριθούμε με την δική μας αγάπη. Ο Κύριος θέλει και ποθεί να θεωθούμε. Γι' αυτόν τον σκοπό άλλωστε έγινε άνθρωπος και απέθανε επί του σταυρού. Για να λάμπει ως ήλιος εν μέσω ήλιων, ως Θεός εν μέσω θεών.




(Το βιβλίον "Η θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου" του Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Καθηγούμενου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, τυπώθηκε τον Μάιο του 2005 σε 5.000 αντίτυπα από τις γραφικές τέχνες - εκδόσεις "Μυγδόνια" (Δαβάκη 18 τ.κ. 570 09 Καλοχώρι Θεσσαλονίκης Τηλ: 2310 754 254) ως έκδοση της Ιεράς μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους - Άθω.)


(Πηγή: www.ixthis.gr)

θέωση Του Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσ. Γρηγορίου

 



Η θέωση
H θέωση δυνατή δια των ακτίστων ενεργειών του Θεού
Του Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσ. Γρηγορίου
Θέωση και Ορθοδοξία

Στην Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού μπορεί ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση, επειδή η Χάρις του Θεού, σύμφωνα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι άκτιστος. Ο Θεός δεν είναι μόνο ουσία, όπως νομίζουν οι Δυτικοί, αλλά είναι και ενέργεια. Εάν ο Θεός ήταν μόνο ουσία, δεν θα μπορούσαμε να ενωθούμε, να κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι η ουσία του Θεού είναι φοβερή και απρόσιτη στον άνθρωπο, κατά το «ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Εξ. λγ', 20).

Ας αναφέρουμε ένα κάπως σχετικό παράδειγμα από τα ανθρώπινα. Αν πιάσουμε ένα ηλεκτρικό καλώδιο γυμνό, θα πεθάνουμε. Όταν όμως ενώσουμε μία λάμπα στο καλώδιο, φωτιζόμαστε. Την ενέργεια του ηλεκτρικού ρεύματος την βλέπουμε, την χαιρόμαστε, μας βοηθεί. Την ουσία του δεν μπορούμε να την πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ας μας επιτραπή να πούμε, συμβαίνει και με την άκτιστο ενέργεια του Θεού.

Εάν θα μπορούσαμε να ενωθούμε με την ουσία του Θεού, θα εγινόμαστε και εμείς κατ' ουσίαν θεοί. Δηλ. όλα θα εγίνοντο θεοί, θα υπήρχε μία σύγχυσις, και τίποτε δεν θα ήταν ουσιαστικά θεός. Ό,τι πιστεύουν με λίγα λόγια στις ανατολικές θρησκείες, π.χ. στον Ινδουϊσμό, όπου ο θεός δεν είναι προσωπική ύπαρξις, αλλά συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ' όλον τον κόσμο, και στους ανθρώπους και στα ζώα και στα πράγματα (Πανθεϊσμός).

Εάν πάλι ο Θεός είχε μόνο την αμέθεκτη θεία ουσία χωρίς τις ενέργειές Του, θα παρέμενε ένας θεός αυτάρκης, κλεισμένος στον εαυτό του, ακοινώνητος στα πλάσματα του.[...]

Με τις άκτιστες αυτές ενέργειές Του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και συνεχίζει να τον συντηρή. Δίδει ουσία και υπόστασι στον κόσμο μας με τις ουσιοποιητικές ενέργειές Του. Είναι παρών στην φύσι και συντηρεί το σύμπαν με τις συντηρητικές ενέργειές Του. Φωτίζει τον άνθρωπο με τις φωτιστικές Του ενέργειες. Τον αγιάζει με τις αγιαστικές ενέργειες. Τον θεώνει, τέλος, με τις θεωτικές ενέργειές Του. Άρα με τις άκτιστες ενέργειές Του ο άγιος Θεός μπαίνει στην φύσι, στον κόσμο, στην ιστορία, στην ζωή των ανθρώπων.

Οι ενέργειες του Θεού είναι θείες ενέργειες.  Είναι κι αυτές Θεός χωρίς να είναι η ουσία Του. Είναι Θεός και γι' αυτό θεώνουν τον άνθρωπο. Εάν οι ενέργειες του Θεού δεν ήσαν θείες, άκτιστες ενέργειες, τότε δεν θα ήσαν Θεός, δεν θα μπορούσαν να μας θεώσουν, να μας ενώσουν με τον Θεό. Θα υπήρχε μία αγεφύρωτη απόστασις μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Με το να έχη όμως ο Θεός θείες ενέργειες και με τις ενέργειες αυτές να ενώνεται μαζί μας, μπορούμε να κοινωνούμε μαζί Του και να ενωνώμαστε με την Χάρι Του, χωρίς να ταυτιζώμαστε με τον Θεό, όπως θα εγίνετο αν ενωνώμαστε με την ουσία Του.

Ενωνόμαστε λοιπόν με τον Θεό δια των ακτίστων θείων ενεργειών Του κι όχι δια της ουσίας Του. Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής μας.

Αυτό δεν μπορούν να το δεχθούν οι Δυτικοί αιρετικοί. Επειδή είναι ορθολογισταί, δεν κάνουν διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, και λέγουν ότι ο Θεός είναι μόνο ουσία. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ομιλούν περί θεώσεως του ανθρώπου. Διότι πώς θα θεωθή κατ' αυτούς ο άνθρωπος, αφού δεν δέχονται άκτιστες αλλά κτιστές τις θείες ενέργειες; Και πώς μπορεί κάτι κτιστό, δηλ. έξω από τον ίδιο τον Θεό, να θεώση τον κτιστό άνθρωπο; [...]

 Τον ΙΔ' αιώνα έγινε μία μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία, την οποία προκάλεσε ένας Δυτικός μοναχός, ο Βαρλαάμ. Άκουσε αυτός ότι οι αγιορείται μοναχοί ωμιλούσαν περί θεώσεως. Πληροφορήθηκε ότι εγίνοντο άξιοι μετά από πολύ αγώνα, κάθαρσι από τα πάθη και πολλή προσευχή, να ενωθούν με τον Θεό, να λάβουν εμπειρία του Θεού, να δουν τον Θεό. Άκουσε ότι έβλεπαν το άκτιστο φως, το οποίο είδαν οι άγιοι Απόστολοι κατά την Μεταμόρφωσι του Σωτήρος Χριστού στο όρος Θαβώρ.

Έχοντας όμως ο Βαρλαάμ το δυτικό, αιρετικό, ορθολογιστικό πνεύμα αδυνατούσε να αντιληφθή την γνησιότητα αυτών των θείων εμπειριών των ταπεινών μοναχών, κι έτσι άρχισε να κατηγορή τους αγιορείτας ως τάχα πλανεμένους, αιρετικούς και ειδωλολάτρας. Έλεγε δηλ. ότι είναι αδύνατο να βλέπη κανείς την Χάρι του Θεού, επειδή δεν γνώριζε τίποτε περί διακρίσεως ουσίας και ακτίστου ενεργείας στον Θεό.

Τότε η Χάρις του Θεού ανέδειξε ένα μεγάλο και φωτισμένο διδάσκαλο της Εκκλησίας μας, τον αγιορείτη άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αυτός με πολλή σοφία και φώτισι από το Θεό, αλλά και από προσωπική του εμπειρία, είπε και έγραψε πολλά και εδίδαξε, σύμφωνα και με τις άγιες Γραφές και την Ιερά Παράδοσι της Εκκλησίας, ότι είναι άκτιστο το φως της Χάριτος του Θεού, είναι θεία ενέργεια. Ότι όντως βλέπουν το φως αυτό οι θεωμένοι άνθρωποι ως ανωτάτη, υψίστη εμπειρία της θεώσεως, και βλέπονται μέσα στο φως αυτό του Θεού. Αυτό είναι η δόξα του Θεού, η λαμπρότης Του, το Θαβώρειο φως, το φως της Αναστάσεως του Χριστού και της Πεντηκοστής, και η φωτεινή νεφέλη της Παλαιάς Διαθήκης. Πραγματικό άκτιστο φως Θεού, κι όχι συμβολικό, όπως πλανεμένα νόμιζε ο Βαρλαάμ και οι όμοιοί του.

Στη συνέχεια όλη η Εκκλησία, με τρεις μεγάλες Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και κήρυξε πως η εν Χριστώ ζωή δεν είναι απλώς ηθικοποίησις του ανθρώπου αλλά θέωσις, που σημαίνει συμμετοχή στην δόξα του Θεού, θέα του Θεού, της Χάριτός Του, του ακτίστου φωτός Του. [...]

Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ' όψιν στον θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filiogue, το πρωτείο εξουσίας και το «αλάθητο» του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι αν δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήση την θέωσι, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;

(Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Καθηγουμένου της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Η θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου, σελ. 34-41)

Από το περιοδικό Εν Συνειδήσει. Έκδοση της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου. Δεκέμβριος 2006. 

Η σπουδαιότητα του Ησυχασμού στην ιστορία του γένους του Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού

 


του Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού


Μελέτη για το ρόλο του Ησυχασμού, ως παράγοντα συνοχής της Ρωμηοσύνης, πάνω στη βάση της Ορθόδοξης εν Αγίω Πνεύματι κληρονομιάς.
Περιορίζομαι αναγκαστικά σε κάποιες γενικές επισημάνσεις, ενδεικτικές της αστασίαστης διασύνδεσης του Ησυχασμού με το Γένος των Ρωμηών, δηλαδή των Ορθοδόξων.
1. Ο Ησυχασμός συνιστά την πεμπτουσία της ρωμαϊκής (ορθοδόξου) παραδόσεως, ταυτιζόμενος με αυτό, που περικλείει και εκφράζει ο όρος Ορθοδοξία. Ορθοδοξία έξω από την ησυχαστική παράδοση είναι αδιανόητη και ανύπαρκτη. Η ησυχαστική, εξ άλλου, πράξη είναι η «λυδία λίθος» για την αναγνώριση της αυθεντικής χριστιανικότητας. «Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή» αποκτώνται τα «ουράνια χαρίσματα» στην ορθόδοξη παράδοση. Πρέπει δε να αποσαφηνιστεί, ότι ο Ησυχασμός νοείται κυρίως ως πορεία προς τη θέωση και εμπειρία θεώσεως και δευτερευόντως ως (θεολογική) καταγραφή αυτής της μεθόδου εμπειρίας. Τα κείμενα, ως γνωστόν, στην Ορθοδοξία, την αυθεντική χριστιανικότητα, ακολουθούν την πράξη και την περιγράφουν, αλλά ποτέ δεν την υποκαθιστούν. Οι «διάδοχοι» του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά δεν βρίσκονται στην ακαδημαϊκή θεολογία, αλλά στην ασκητική συνέχειά του.
«Ο Ησυχασμός, ως ασκητική θεραπευτική αγωγή, ήτο η καρδιά της Ορθοδοξίας από την εποχή των Αποστόλων (1) και εκυριάρχη εις όλην την Ρωμαϊκήν βασιλείαν, Ανατολήν και Δύσιν» (2). Αυτή είναι η υπεύθυνη διαπίστωση ενός εκ των εγκυροτέρων ερευνητών του Ησυχασμού και του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, του π. Ιωάννου Ρωμανίδη. Στο πλαίσιο της εμψυχούμενης από τον Ησυχασμό παραδόσεως είναι δυνατόν να κατανοηθεί και να ερμηνευτεί έγκυρα η εθνική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική -ακόμη- ιστορία της Ρωμηοσύνης (3). Σ᾽αυτό, ακριβώς, το πλαίσιο μπορεί να αποτιμηθεί ορθά και η συμβολή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. «Αποτελών συνέχειαν των αρχαίων Πατέρων», της ενιαίας και αδιάτμητης πατερικής παραδόσεως, «εξέφρασε -κατά τον σεβαστόν Γέροντα π. Θεόκλητον Διονυσιάτην- το αιώνιον πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανανεώνων τας εμπειρίας της, τα βιώματά της, την διδασκαλίαν της και τας επαγγελίας της» (4). Συνέβαλε, έτσι αποφασιστικά στη διάσωση της καθόλου ταυτότητός της (5).
2. Είναι βέβαια, γεγονός, ότι οι συνέπειες των ιδεολογικών ερίδων του 14ου αιώνος, πνευματικών και κοινωνικών, αποδυνάμωσαν αισθητά την συρρικνωμένη ήδη από τον 13ο αιώνα αυτοκρατορία, αφήνοντάς την αθωράκιστη στις επεκτατικές διαθέσεις των γειτόνων της και κυρίως των Οθωμανών. Το 1354 οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν την Καλλίπολη, πατώντας σταθερά στην ευρωπαϊκή πλευρά της. Η αυτοκρατορία βάδιζε νομοτελειακά προς την δύση της, καταντώντας βαθμιαία θλιβερό λείψανο του παλαιού εαυτού της (6).
Ενώ όμως οι εμφύλιοι σπαραγμοί, τα κοινωνικά ρήγματα και οι εχθρικές προσβολές εξασθένιζαν προοδευτικά την αυτοκρατορία, οι πνευματικές δυνάμεις του Γένους, αναβαπτιζόμενες διαρκώς στην Ησυχαστική πατερική παράδοση, απέτρεψαν τον κίνδυνο να μεταβληθεί η Ρωμανία (Βυζάντιο) σε φράγκικο προτεκτοράτο, ενώ παράλληλα διέσωσαν την ανεξάντλητη πηγή των πνευματικών δυνάμεων, της ρωμαλαιότητας και του ψυχικού δυναμισμού της μέσα στην μακρόσυρτη δουλεία. Μετά την λατινική (1204) και την οθωμανική (1453) άλωση, αυτό που εθίγη ήταν, κυρίως, το πολιτικό μέρος της ζωής του Γένους, όχι όμως και το πνευματικό. Απόλυτο κέντρο της Ρωμηοσύνης παρέμεινε ο θεούμενος, ο οποίος μπορεί να φθάσει στη θέωση «εις οποιανδήποτε εποχήν ή κατάστασιν, κρατικήν ή πολιτικήν» (7). Οι ´Αγιοι της περιόδου της δουλείας και τα ιερά λείψανα, όπως των Αγίων Γερασίμου και Διονυσίου, στις ενετοκρατούμενες μάλιστα περιοχές, είναι η ισχυροτέρα -και κατά τον Ευγένιο τον Βούλγαρη (8)- διαβεβαίωση, ότι η πνευματική ακμή του Γένους δεν έσβησε κατά την δουλεία, ούτε επιτεύχθηκε η αλλοτρίωσή του, και μάλιστα σε περιοχές πολύ ευνοϊκές προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως οι λατινοκρατούμενες. Η ησυχαστική πνευματικότητα με κέντρο το ´Αγιον Όρος (9) διαπότιζε τη συλλογική συνείδηση του Γένους, αφήνοντας εδώ και εκεί τους ευχύμους καρπούς της παρουσίας, λειτουργικότητας και δυνάμεώς της. «Η ησυχαστική πατερική παράδοσις παρέμεινεν [...] η μεγαλύτερη πνευματική δύναμις του Γένους» (10).
«Οι ησυχαστές πατέρες -κατά τον ´Αγιον Ναυπάκτου- ήσαν Ρωμηοί και […] με τους αγώνες τους διεφύλαξαν την ουσία της Ρωμηοσύνης. Οι αντιησυχαστές ήταν ξένοι προς την Ρωμηοσύνη» (11). Συμφωνώ δε πλήρως μαζί του, όταν υποστηρίζει, ότι «η ησυχαστική συζήτηση (ενν. τον 14ο αι.) και η νίκη της ορθοδόξου παραδόσεως ήταν ευλογία Θεού για την ερχόμενη δουλεία του Γένους μας […]. Αυτός ο ησυχαστικός τρόπος ζωής κράτησε το Γένος με την εθνική και ορθόδοξη συνείδηση και ανέδειξε τους μάρτυρας (12) και ομολογητάς της πίστεως, αυτός δημιούργησε τις οργανωμένες κοινότητες και τους συνεταιρισμούς, αυτός διεφύλαξε την εσωτερική ψυχική ελευθερία και αυτός δημιούργησε την Επανάσταση του 1821. Είναι γνωστόν, όπως υποστηρίχθηκε από μελετητές, ότι όλοι οι ήρωες της Επαναστάσεως ήταν διαμορφωμένοι βάσει της Ρωμαϊκής παραδόσεως και δεν διαπνέονταν από τον δυτικό διαφωτισμό. Στην παράδοση του Γένους μας είχαμε δικό μας φωτισμό, τον φωτισμό του νοός, όπως τον είπε και τον εξέφρασε ο ´Αγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, ο Μακρυγιάννης κ.α.» (13).
Αφήσαμε να ακουστεί η φωνή του λόγιου Ιεράρχου και όχι του επαγγελματία ιστορικού, ο οποίος όμως ανεπιφύλακτα προσυπογράφει αυτές τις επισημάνσεις. Ο Ησυχασμός, ως υπαρκτή Ορθοδοξία, διαμόρφωσε τη συνείδηση του Γένους, το φρόνημά του, πραγματούμενο δημιουργικά σ᾽ όλη την ιστορική διάρκειά του.
Το Γένος επέζησε με τη διάσωση της πατερικής θεραπευτικής, που σωζόμενη στην πληρότητά της στα πρόσωπα των Αγίων, άρδευε ακατάπαυστα τη συλλογική συνείδηση στην πλατειά λαϊκή βάση, μέσω των συλλογικά αποδεκτών, έστω και πλημμελώς, πρακτικών της. Οι φυγόκεντρες τάσεις βέβαια συνεχίσθηκαν, εντοπιζόμενες κυρίως στο χώρο της επηρεαζόμενης από τη Δύση λογιοσύνης (14). Η τελευταία συνέβαλε στη βαθμιαία αλλοτρίωση της ορθοδόξου παραδόσεως, κάτι που κορυφώνεται στις ημέρες μας (15), με το καθημερινά διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πατερικότητας και ραγδαίας εισαγόμενης αντιπατερικότητας σ᾽ όλο το φάσμα του βίου (λ.χ. η δυτική αντίληψη περί «διπλής» πνευματικότητος, μοναστικής και κοσμικής).
3. Η εμμονή όμως στην ησυχαστική παράδοση καθόρισε, περαιτέρω, τις στάσεις απέναντι στη χριστιανική, αλλ᾽ όχι πλέον ορθόδοξη, Δύση, αλλά και στην ελληνική αρχαιότητα, ή μάλλον στα ανησυχητικά φαινόμενα μονιστικής στροφής σ᾽ αυτήν, ως αρχαιολατρίας. Μέσω τις αντιπαραβολής της ανατολικής παραδόσεως με την δυτική έγινε κατανοητό ότι η Δύση όχι μόνο δεν ήταν πλέον ομόψυχη της Ανατολής, αλλά απειλούσε και αυτή την ιστορική ύπαρξή της.
Τον 14ο αιώνα έλαβε χώρα η πρώτη σε βάθος αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσεως στο χώρο της εκκλησιαστικής-θεολογικής παραδόσεως. Για πρώτη φορά δόθηκε η ευκαιρία, με την παρουσία ενός αυθεντικού «δυτικού» θεολόγου στην Ανατολή, φορέα της αυγουστίνειας θεολογικής παραδόσεως και μεθόδου (16), να τεκμηριωθεί η ριζική διαφοροποίησή τους και το ασύμπτωτο μεταξύ τους. Απεδείχθη, ότι είχε διαμορφωθεί στη Δύση μια αλλοτριωμένη χριστιανοσύνη, υποστασιούμενη ένα πολιτισμό στους αντίποδες της ρωμαϊκής Ανατολής. Η νοοτροπία, που ενσάρκωνε ο Βαρλαάμ, κορυφώθηκε στον ´Αγγλο ιστορικό Γίββωνα (1737-1794), που εξέφρασε με κλασικό τρόπο τη συνείδηση της Δύσεως για τη Ρωμαίικη Ανατολή και προετοίμασε, μαζί με τον ρασιοναλιστή εκκλησιαστικό ιστορικό Mosheim (18ος αι.) (17), τον Αδαμάντιο Κοραή ως πατριάρχη των δυτικιζόντων. Το εσωτερικό φως των Ησυχαστών ήταν για τον Γίββωνα «προϊόν μιας κακόγουστης ιδιοτροπίας, δημιουργία ενός κενού στομάχου και ενός κούφιου μυαλού». Ο Ησυχασμός είναι γι᾽ αυτόν η κορύφωση «των θρησκευτικών ανοησιών των Γραικών» (18). Αυτές οι προκαταλήψεις, παγιωμένες στην ευρωπαϊκή συλλογική συνείδηση μέσω της παιδείας, διαμορφώνουν έκτοτε τη δυτική στάση έναντι της Ορθόδοξης Ανατολής, και ιδιαίτερα έναντι του Ελληνισμού ως σήμερα. Η «έκπληξη», συνεπώς, για την σημερινή στάση των δυτικών Ηγεσιών έναντι της Ελλάδος και των βαλκανικών χωρών γενικότερα προδίδει πέρα των άλλων άγνοια της ιστορίας.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνικότητα, που ενσάρκωναν οι σχολαστικοί του «Βυζαντίου», όπως ο Νικηφόρος Γρηγοράς (διεκήρυττε απροκάλυπτα ότι είναι «Έλλην», διαφοροποιούταν διαμετρικά από την ελληνικότητα, όπως αυτή αφομοιώθηκε μέσα στην πατερικότητα και συνιστά την φυσική συνέχεια της ελληνικής αρχαιότητας, μέσα όμως από την πατερική σύνθεση ελληνικότητας και χριστιανικότητας, που οδήγησε στην πολιτιστική πραγματικότητα της Ρωμηοσύνης(19).
4. Ο Ησυχασμός θα διαδραματίσει, εξ άλλου, σημαντικό ενωτικό ρόλο στα ταραγμένα πολιτιστικά και διασπασμένα λόγω των περιπετειών τους τεκταινόμενα στα Βαλκάνια. Οι Ησυχαστές θα μετακινούνται ελεύθερα σ᾽ όλη την Ορθόδοξη Ανατολή, από τόπο σε τόπο, υπερβαίνοντας τις εθνικές διαφορές. Από τον μεγάλο αγιολόγο Fr. Halkin έγινε λόγος για μία «Διεθνή του Ησυχασμού». Όταν σήμερα γίνεται λόγος για «ορθόδοξο τόξο», ως προπύργιο κατά του μουσουλμανισμού, δεν πρέπει να παραθεωρείται η ησυχαστική πνευματικότητα, η μόνη, που μπορεί να εξασφαλίσει αληθινή ενότητα στα όρια της ρωμαϊκής υπερεθνικής και υπερφυλετικής ομοψυχίας. Στην ησυχαστική παράδοση θεμελιώνεται η διαβαλκανική ενότητά μας (19α).
Η ενότητα του Γένους, στη βαλκανική διάθλασή της, απειλήθηκε, αλλά και περιστασιακά καταλύθηκε, από την παράταξη των αντιησυχαστών, «λατινελλήνων» (κατά τον ´Αγιο Γρηγόριο Παλαμά) και «γραικολατίνων» (κατά τον ´Αγιο Μάρκο Ευγενικό), οι οποίοι ταυτίστηκαν με τη φραγκολατινική μεταφυσική, συνεχίζοντας τον πνευματικό δυϊσμό της «βυζαντινής» λογιοσύνης, που ενσάρκωσαν προγραμματικά ο Ψελλός και ο Ιταλός. Οι δυτικίζοντες αντιησυχαστές θεωρούσαν παρακμή το γεγονός, ότι η Ανατολή δεν είχε σχολαστική θεολογία και εμερίμνησαν για την εισαγωγή της στη ζωή και την παιδεία του Γένους.
Η εγκατάλειψη του Ησυχασμού και η στροφή στη μεταφυσική θεολόγηση αλλοτρίωσε προοδευτικά την ταυτότητα του Γένους, το οποίο μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, απελευθερώθηκε μεν από τη δουλεία της «Τουρκίας», αλλά όχι και από εκείνη της «Φραγκιάς». Κατά τον π. Ρωμανίδη, «με την εκδίωξιν των ησυχαστών από την ιδεολογίαν του Νεοελληνισμού και την επικράτησιν του Κοραϊσμού, η κάθαρσις αντικατεστάθη με την ηθικήν και ο φωτισμός με την κατήχησιν. Έτσι, οι ησυχαστές πνευματικοί Πατέρες αντικατεστάθησαν από ηθικολογούντες οργανωτές κατηχητικών σχολείων, που εφόρτωσαν την νεολαίαν με ηθικόν σύστημα, που μόνον υποκριτής ημπορεί να δώση την εντύπωσιν ότι εφαρμοζεται. Έτσι, και οι βίοι των Αγίων κατήντησαν εν πολλοίς είδος μυθολογίας» (20). Ο Ησυχασμός εκτοπίσθηκε από τον μεταφυσικό στοχασμό και τον δογματισμό στο χώρο της θεολογήσεως, αλλά και από τον ευσεβισμό στο χώρο της λαϊκής θρησκευτικότητας. Τα μοναστήρια έχασαν, έτσι, το αληθινό θεραπευτικό νόημά τους, υποκαθιστάμενα από κοσμικά ιεραποστολικά σχήματα, με το αίτημα να μεταβληθούν και αυτά σε κέντρα δράσεως δια κοινωφελείς σκοπούς.
Η έκδοση των έργων του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, υπό τη διεύθυνση του αειμνήστου καθηγητού κ. Παν. Χρήστου, και η επιστημονική αλλά και βαθύτατα παραδοσιακή προσέγγιση του Ησυχασμού από αγιορείτες, όπως ο σεβαστός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης και θεολόγους, με πρωτοπόρο τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, συνέβαλαν στην επανακάλυψη της ησυχαστικής παραδόσεως, των πατερικών δηλαδή θεμελίων μας. «Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, συνειδητοποιούμε τη μεγάλη αξία της Ρωμαϊκής-ησυχαστικής παραδόσεως» (21). Ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητεί θεραπεία από τα ψυχολογικά και υπαρξιακά προβλήματά του. Η προσφορά, συνεπώς, μιας ιδεολογικοποιημένης ή θρησκειοποιημένης «Ορθοδοξίας» περιπλέκει μάλλον τα προβλήματα, αντί να τα επιλύει, καθιστώντας την Ορθοδοξία αποκρουστική και άχρηστη. Αυτό ζήσαμε πρόσφατα στις Η.Π.Α. ο ´Αγιος Ναυπάκτου και ο γράφων. Η ησυχαστική μας παράδοση θεραπεύει, αντίθετα «τον πυρήνα της υπάρξεως του ανθρώπου» (22). Καταλήγω, συνεπώς, ταυτιζόμενος και στο σημείο αυτό με τον ´Αγιο Ναυπάκτου: «Ο Ησυχασμός, όπως τον εξέφρασε ο ´Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και τον διεφύλαξε ως κόρην οφθαλμού η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι η ζωή του σύγχρονου κόσμου» (23) και η μόνη δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. π. Ι.Σ.Ρωμανίδου, Εκκλησιαστικαί Σύνοδοι και Πολιτισμός, Θεολογία τ. 66(1995) 646-680 [και αγγλιστί στον τ. 63(1992) 421-450]. Πρβλ. του Ιδίου, Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της, στον τόμο Ορθοδοξία και Ελληνισμός, εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Β᾽ Τόμος, σ. 67-68.
2. π. Ι.Σ.Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας. Γρηγορίου Παλαμά, Έργα, 1: Υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων, Τριάς Α᾽. Θεσσαλονίκη 1984, σ.12
3. Πρβλ. π. Ι.Σ.Ρωμανίδου, στο ίδιο, σ. 32
4. Αθωνικά ´Ανθη, 1(1962) σ. 79 (=Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο ´Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς).
5. Βλ. π. Γ.Δ.Μεταλληνού, Ορθόδοξος και Ευρωπαϊκός πολιτισμός. Μεγέθη αλληλοσυμπληρούμενα ή αλληλοαποκλειόμενα; -Αθήναι 1996.
6. Βλ. πρόχειρα στου π. Γ.Δ.Μεταλληνού, Ελληνισμός Μαχόμενος, Αθήνα 1995 (εδώ: σ. 13-40: Ησυχαστές και Ζηλωτές. Πνευματική ακμή και κοινωνική κρίση στον βυζαντινό 14ο αιώνα).
7. π. Ι.Σ.Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες…, σ. 32
8. Βλ. Επιστολή Ευγενίου του Βουλγάρεως προς Πέτρον Κλαίρκιον, Περί των μετά το σχίσμα Αγίων της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και των γινομένων εν αυτή θαυμάτων, Αθήνησιν 1844.
9. Αρχιμ. Ιεροθέου Σ. Βλάχου (Μητροπολ. Ναυπάκτου), Ο ´Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης, Λιβαδειά 1992. Και κατά τον π. Ι. Ρωμανίδη (Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες, σ. 31 : «η θεραπευτική αγωγή του φωτισμού και της θέσεως μετεφέρθη από την κοσμικήν Ενορίαν, όπου εξησθένισεν, εις την μοναστικήν Ενορίαν […]. Ο Μοναχισμός έγινε είδος ιατρικής Σχολής, όπου εσπούδαζαν την αποστολικήν θεραπευτικήν οι υποψήφιοι επίσκοποι. Παράλληλα το έργον κάθε κοσμικής ενορίας ήτο να μιμηθεί την μοναστικήν ενορίαν κατά δύναμιν».
10. π. Ι. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες, σ. 80.
11. Οπ. Π., σ. 242.
12. «Οι Νεομάρτυρες της Τουρκοκρατίας απέδειξαν επανειλημμένως, ότι η δύναμις αυτή (=του φωτισμού) του προσευχομένου Αγίου Πνεύματος μέσα εις την καρδίαν του πιστού ήτο πολύ μεγαλυτέρα από τα χειρότερα βασανιστήρια, που ημπορούσαν οι Τούρκοι να επινοήσουν» (π. Ι. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες, σ. 26).
13. Οπ. π., σ. 244/45.
14. Ιδιαίτερα από την εμφάνιση του Ελληνικού Διαφωτισμού.
15. Αυτό επεσήμανε ήδη ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης (οπ.π., σ. 77) : «Ομολογουμένως η πορεία της θεολογίας μας σήμερον πόρρω απέχει από του να είναι ορθόδοξος, τόσο κατά την εφαρμογήν των ορθοδόξων αιτημάτων, όσον και δια την ενατένισιν και εξάντλησιν των δυνατοτήτων του ανθρώπου της Χάριτος, μέχρις αυτής της θεώσεως, η οποία αποτελεί επηγγελμένον και υποχρεωτικόν αγαθόν».
16. Ο π. Ιω. Σ. Ρωμανίδης, κατέδειξε σαφώς την πηγή της διδασκαλίας του Βαρλαάμ, τον ιερό δηλ. Αυγουστίνο (Βλ. Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες, οπ. π., σ. 111 ε.). Τα πορίσματα της μακράς έρευνάς του δημοσιεύονται στο Internet αυτή την εποχή. Στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα, ποια δυνατότητα διαλόγου μπορεί να υπάρξει, όταν η Δύση εξακολουθεί να επιμένει στην «gratia creata».
17. Johann Lorenz Mosheim (1694-1755), δημιουργός της καλουμένης «πραγματικής» ιστορίας. [RGG 4(1960), 1157/8 (Μ. Schmidt και LTK 7(1962) 656/7 P. Meinhold).
18. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ελληνισμός μαχόμενος, οπ. π., σ. 23.
19. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ορθοδοξία και Ελληνικότητα. Αθήνα 1992, σ. 13 ε.ε. Πρέπει να δηλωθεί, ότι οι εκπρόσωποι των αρχαιολατρικών τάσεων της εποχής μας, όπως γνωρίζω από τους δημόσιους διαλόγους μαζί τους, «δέχονται» τον Βαρλαάμ ως εκπρόσωπο μιας δήθεν «ελληνιζούσης» παραδόσεως, ενώ απορρίπτουν τον Παλαμά, ως «ανθέλληνα» (=απήχηση της θέσεως του αειμνήστου π. Ι. Μάϊεντορφ), ανεξάρτητα, βέβαια, από την θεολογία αμφοτέρων, που φυσικά την απορρίπτουν.
19α. Ακριβώς για την ορθόδοξη ενότητα είναι ανάγκη να αναθεωρηθεί από την Εκκλησία της Ρωσίας ο αναθεματισμός του Ησυχασμού στο πρόσωπο του Αγίου Μαξίμου του Αγιορείτου (ή Γραικού), έστω και αν έγινε (1988) η εκκλησιαστική διακήρυξη της αγιότητός του, ως και η απάλειψη του κατά του Βαρλαάμ αναθέματος που έγινε επί Αικατερίνης της Β᾽.
20. Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες, σ. 25
21. Ιεροθέου Βλάχου, Ο ´Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σ. 245.
22. Στο ίδιο.
23. Στο ίδιο.

Βιβλιογραφία (κατ᾽ επιλογήν)
Αρβελέρ-Γλύκατζη, Ελ., Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (μεταφρ. Τ. Δρακοπούλου), Αθήνα 1977.
Beck, H-G. Humanismus und Palamismus. Xlle Congres International des Etudes Byzantines, 3 Belgrade 1961, σ. 63-82.
Charanis P., Observations on the “Anti-Zealot” Discourse of Cabasilas. Revue des Etudes Sud-Est Europeenes. IX(1971), σ. 369-76.
Charanis P., Internal Strife in Byzantium during the fourteenth century, Byzantion, XV(1940-41) σ. 208-230.
Χρήστου Π., άρθρο «Ζηλωταί» στη ΘΗΕ 6 (1965). Στ. 461-64.
Γιανναρά Χρ., Ορθοδοξία και Δύση στην Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992.
Guilland R., Essai sur Nicephore Gregoras. L᾽ home et l᾽ oeuvre. Paris 1926.
Hrochava (V), La revolte des Zelotes a Salonique et les commynes italiennes. Byzantinoslavica 22 (1961) 1-15.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών) Θ (1980), σ. 152 ε.ε., 375 ε.ε. (Αγγ. Λαΐου και Μ. Ανάστος.
Jugie M., “Palamas Gregoire” και “Palamite Controverse”, στο Dictionnaire de Theologie Catholique, XI (Paris, 1932), σ. 1735-1818.
Κορδάτος Γ., Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα 1931. Του Ιδίου, Η κομμούνα της Θεσσαλονίκης 1928.
Μαντζαρίδη Γ., Παλαμικά. Θεσσαλονίκη 1983. Του Ιδίου, Μέθεξις Θεού, Θεσσαλονίκη 1979.
Ορθόδοξη πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη 1993.
Meyedorff J. Introduction a l᾽ Etude de Gregoire Palamas. Paris 1959. Του Ιδίου, Byzanine Hesychasm, Historical, Theological and Social problems, London 1974. Του Ιδίου, Gregory Palamas and orthodox spirituality, N. York 1974.
Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, Εν Βόλω 1969. Nicol D.M., Church and Society in the last centuries of Byzantium. Cambridge 1979. Του Ιδίου, The last centuries of Byzantium, 1261-1453, London 1972.
Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. «Μέλισσα», τ. Α᾽. 1966.
Παπαδοπούλου Στ. Γ., Συνάντησις Ορθοδόξου και Σχολαστικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1970.
Φειδά Βλ. Ι., Εκκλησιαστική Ιστορία. τ. Β᾽, Αθήνα 1970. Του ιδίου, Η Βυζαντινή Θεοκρατία, Αθήνα 1982.
π. Ρωμανίδη, Ι.Σ., Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη 1981. Του Ιδίου, Franks, Romans, Feudalism and doctrine. An Interplay between Theology and Sosiety, 1981. Του Ιδίου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες, τ. Ι. Θεσσαλονίκη 1984.
Sevcenko I., Nicolas Cabasilas “Anti-Zealot” Discourse: A Reinterpretation, D.O.P. 11(1957) 79-171. Του Ιδίου, Alexios Makrembolites and his “Dialogue” between the Rich and the Poor, Zbornik, Radova 6 (1960) 187-228.
Setton, Kenneth M. (μεταφρ. Π.Π. Παναγιώτου). Το βυζαντινό υπόβαθρο της Ιταλικής Αναγέννησης. Αθήνα 1989.
Σωτηροπούλου Χ., Θέματα Θεολογίας του ΙΔ᾽ αιώνος. Αθήναι 1987.
Tafrali, O., Thessalonique au XIVe siecle, Paris 1913.
Vassiliev A.A., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. 324-1453 (μεταφρ. Δ. Σαβράμη), Αθήνα 1954.
π. Βλάχου Ιεροθέου. Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Έδεσσα 1986. Του Ιδίου. Ο ´Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης. (χ.τ.χρ.). Του Ιδίου, Μικρά Είσοδος, Αθήνα 1992.
Weiss, G., Joannes Kantakuzenos – Aristocrat, Staatsmann, Kaiser and Mönch – in der Gesellschaftsentwicklung von Byzanz im 14. Jahrhundert, Wiesbaden 1969.
Werner E., Gesellschaft und Kultur im XIV Jahr, “Sozial Okonomischen Fragen”. Acts du XIVe Congres International des Etudes Byzantines. I. Bucarest 1974, 93-110.
Ζακυθηνού Δ., Ιδεολογικαί Συγκρούσεις εις την πολιορκουμένην Κωνσταντινούπολιν, Ν. Εστία 47 (1950) 794-99.




(Επιμέλεια: Θωμάς Δρίτσας)
(Πηγή: ΟΟΔΕ)

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης: «Ο πειρασμός σε ξεγελά και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου!»

          

Ο πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε.
Αλλιώς ξεκινάμε κι αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε.
Δεν προσέχουμε.
Δεν σας έχω πει παραδείγματα; Παλαιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν λοιπόν μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ένα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάει στα Γιάννενα, να πάρει δάνειο, για να αγοράσει ένα άλογο, να οργώνει τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβει με την τσάπα.
Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε. Τον έβλεπε ο ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!».
Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Παρ’ το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω φθηνό». Έφευγε από τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα, του έλεγε ο Εβραίος, θα σου δώσω το πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε.
Ζαλίστηκε στο τέλος ο καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο, σου λέει «τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε…», και δήθεν «για τα παιδιά του πιο φθηνό», έδωσε τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο! Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει;
Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί. Έπαιρνε όσο του χρειαζόταν. Τελικά γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Αλλά τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνει να σκάβει με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώσει το δάνειο!
Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβει με την τσάπα! Αλλά για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε; Έτσι κάνει και ο διάβολος. Σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από ‘δω, σε τραβάει από ‘κει, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για αλλού ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξεις. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου. Ο διάβολος κάνει το παν για να μη βοηθηθεί ο άνθρωπος.
 Πηγή:romnios.

Γέροντας Γαβριήλ, ο Γέροντας της αγάπης

          

gerontas_gabriil
Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Θλιβερή ανθρωπίνως είδηση πριν λίγο μας σήμανε το επίγειο τέλος της ζωής του Αγίου της Κύπρου μας, του πνευματικού Πατρός πλήθους πιστών της Μεγαλονήσου μας και όχι μόνο, του μαρτυρικού Καθηγουμένου της κατεχόμενης ιστορικής Μονής του Αποστόλου Βαρνάαβα, του ουρανοπολίτου πλέον Αρχιμανδρίτου, Γέροντος Γαβριήλ.
Αδελφοί μου, μετέστη από τη φθορά προς την αφθαρσία, από τα γήϊνα στα ουράνια ο Γέροντας Γαβριήλ, ο Γέροντας της προσφοράς και της πίστεως «δι’ αγάπης ενεργουμένης», ο αφανής «άνθρωπος του Θεού, που αποτελούσε το την πηγή της προσφοράς και της ψυχικής κενώσεως στην ανάγκη του πλησίον. Σύνθημά του είχε πάντοτε τη φράση: «Η αγάπη έξω βάλλει τον κόπον».
Δεν υπήρχε ακατάλληλη ώρα για αυτούς που κτυπούσαν την πόρτα του κελλιού του Γέροντος Γαβριήλ. Πάντοτε προσιτός ήταν έτοιμος να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες σ’ αυτούς που κατέφευγαν στις συμβουλές και την πνευματική του πατρότητα.
Ο Λυσιώτης πρόσφυγας, το πνευματικό βλάστημα του Μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα, που η αγάπη του Γέροντος Νικηφόρου τον έφερε και τον εγκατέστησε στο Μοναστήρι του Κύκκου, δίνοντάς του και τον τίτλο του πνευματικού της Μάνδρας, αφού εκτίμησε την άοκνη προσπάθειά του και την ικανότητά του στη χειραγώγηγη των ψυχών, ζούσε και ανέπνεε με την προσδοκία της επιστροφής του στο Μοναστήρι της μετανοίας του.
Ο πανδαμάτορας χρόνος όχι μόνο δεν αλλοίωσε την επιθυμία του αυτή, αλλά την αύξησε. Οι κτύποι της καρδιάς του κτυπούσαν στο ρυθμό της επιστροφής του στα αγιασμένα χώματα του Μοναστηριού του, στο μυροβλύζοντα τάφο του ιδρυτή της Κυπριακής Εκκλησίας.
Η πνευματική του επικοινωνία με τον «Υιό της Παρακλήσεως» (Πραξ. δ  36) κατέδειξε στις ημέρες μας, με την διαπιστωμένη ύπαρξη πολλών θαυμασίων την παρρησία του Γέροντος στον πολιούχο άγιο της Κύπρου μας, Βαρνάβα το θαυματουργό.
Μετά το άνοιγμα των συνόρων ο Γέροντας Γαβριήλ «μυροφόρου εκτελών χρέη» μαζί με το ιερό σμήνος των πνευματικών του παιδιών δεν έχανε ευκαιρία να τρέξει, να ευπρεπίσει τον τάφο του αποστόλου Βαρνάβα, να τον λειτουργήσει και να απολαύσει το άϋλο φως και την ευωδία που αυτός εκχέει δεικνύοντας τη ζωντανή παρουσία του στο χώρο της ταφής του. Υπήρχε μία πνευματική ταύτιση του Γέροντος Γαβριήλ με τον Απόστολο Βαρνάβα και τη χάρη του ο Άγιος την έστελνε μέσα από τον σεβάσμιο και με ιλαρό πρόσωπο κοσμούμενο ιερομόναχο του Μοναστηριού του.
Στις 10 Ιουνίου του 2007 μετά από εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. κ. Χρυσοστόμου του Β , και ομόφωνη έγκριση των μελών της Ιεράς Συνόδου ενθρονίσθηκε Καθηγούμενος της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα «εν εξορία. Πολιέ Γέροντά μου Γαβριήλ, κάθε τόσο μας έλεγες ότι ο καλός Θεός σε κρατά σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, για να δεις ελευθερωμένο το μοναστήρι σου. Μας διαβεβαίωνες ότι πολύ σύντομα θα λειτουργήσουμε όχι στο μικρό ναΰδριο του τάφου του, αλλά στο ευρύχωρο Καθολικό, στο οποίο θα πνέει ο άνεμος της ελευθερίας και θα κυματίζει η σημαία του Σταυρού. Το μυροβόλο αγέρι του Πενταδάκτυλου θα περάσει από την πολύπαθη και σκλαβωμένη Μεσαορία μας και θα δροσίσει με άρωμα ελευθερίας το Μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα, τη Σαλαμίνα, το Βαρώσι μας, την Καρπασία μας. Περίμενες αυτή την ευλογημένη στιγμή με αγωνία, για να αναφωνήσεις μαζί με το θεοδόχο Συμεών: «Νυν απολύεις τον δούλόν Σου, Δέσποτα» (Λουκ. β  29).
Τώρα η απόλυση ήλθε για σένα, Γέροντα, χωρίς την εκπλήρωση της επιθυμίας σου. Την προσδοκούμε, όμως, σύντομα, με τις θεοπειθείς σου πρεσβείες.
Γνωρίζω, Γέροντά μου, ότι ποτέ δεν ονειρεύτηκες τίτλους· η ζωή σου ήταν πάντοτε απλή, ζωή δοσμένη στο Θεό. Έτσι σε γνωρίσαμε, έτσι σε αγαπήσαμε, έτσι σε ζήσαμε και μας στήριζεις και μας ανάπαυες.
Η ηγουμενία δεν πρόσθεσε τίποτα στην ισάγγελη πολιτεία σου, στην πνευματική σου αξία. Ήταν μόνο μία επισφράγιση των αγώνων σου για το Μοναστήρι σου και τις αφανείς υπηρεσίες σου στον ευλογημένο λαό του Θεού μας.
Η θλίψη μας για τη μετάστασή σου, Γέροντά μου μετατρέπεται σε χαρμολύπη και αυτή σε χαρά. Και τούτο γιατί πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο θάνατος για τον Χριστιανό είναι αρχή πανηγυριού, αρχή χαράς. Εμείς «οι ζώντες, οι περιλυπόμενοι» είμαστε γεμάτοι από χαρμολύπη.
Λύπη για την πρόσκαιρη απουσία σου, χαρά όμως γιατί είμαστε βέβαιοι για την ανάπαυσή σου στην Άνω Ιερουσαλήμ. Είμαστε βέβαιοι ότι θα σε συναντήσουμε στην ατελεύτητη μακαριότητα, αν εμάς μας αξιώσει αυτής της τιμής ο Κύριος με τις δικές σου πρεσβείες.
Και τούτο, γιατί ο θάνατος δεν είναι η αρχή μιας αξημέρωτης νύχτας, όπως λέγει ο ποιητής Γ. Δροσίνης, αλλά μιας αβράδιαστης ημέρας. Θα μας υποδεχθείς στην Άνω Ιερουσαλήμ, και πρέπει να θεωρούμε μακάριους τους εαυτούς μας που σε γνωρίσαμε, που σε έστειλε ο Κύριος στο δρόμο της ζωής μας να τον ομορφήνεις, και τώρα να σε έχουμε έχουμε τον πνευματικό μας συγγενή στον ουρανό.
Έτσι μας μακαρίζει και ο Προφήτης Ησαΐας, που λέγει: «Μακάριος ος έχει σπέρμα εν Σιών και οικείους εν Ιερουσαλήμ» (Ησ. λα  9).
Χριστέ μου,
Σ’ ευχαριστούμε για την άκρα Σου αγαθότητα και φιλανθρωπία, η οποία μας έδωσε το μεγάλο απόστολό Σου Βαρνάβα όχι μόνο ως φωτιστή της αγαπημένης μας Κύπρου, αλλά και ως άγρυπνο φύλακα και ρύστη ετοιμότατο των οικετών Σου από κάθε θλίψη και ανάγκη στους αιώνες.
Σ’ ευχαριστούμε επίσης για το ότι ανέδειξες τον τάφο του πηγή ανεξάντλητη και βρύση ιαμάτων αστείρευτη.
Όχι λιγώτερο Σ’ ευχαριστούμε και για το Γέροντα Γαβριήλ, τον τελευταίο Ιερομόναχο της Μονής του Αποστόλου Σου και άξιο Καθηγούμενο της «εν εξορία», που μας τον χάρισες τόσα χρόνια, για να μας παρηγορεί, να μας ενισχύει πνευματικά, να μας τρέφει με το ουράνιο μάνα της στοργικής του αγάπης.
Τώρα ήλθε η ώρα να τον πάρεις κοντά Σου. Σε ευχαριστούμε, γιατί μας δίνεις άλλη μία ευκαιρία να έχουμε πρεσβευτή μας στη Μεγαλωσύνη Σου το Γέροντα Γαβριήλ. Πιστεύουμε ότι, όπως τον άκουγες προσευχόμενο και του εκπλήρωνες τις ευγενείς επιθυμίες, έτσι θα τον ακούς και τώρα και θα στέλνεις τους Αγίους Σου Αγγέλους να μας απαλύνουν τους βιοτικούς πόνους, να μας βοηθούν στην επίλυση των προβλημάτων μας και στον ανηφορικό μας Γολγοθά για κατάκτηση της αρετής.
Πιστεύουμε ότι την προσδοκία του για ελευθέρωση της Μονής του θα την κάνεις πράξη τώρα, που ο Γέροντας θα βρίσκεται κοντά Σου και θα πρεσβεύει ακατάπαυστα γι’ αυτήν.
Με τις ευχές, λοιπόν, Κύριε, του Γέροντος Γαβριήλ, κατάπεμψον σε όλους μας τα ελέη Σου και ελευθέρωσε εμάς και την ευλογημένη μας πατρίδα από τους ορατούς και νοητούς εχθρούς μας, που καραδοκούν να μας ρίξουν στην απελπισία, στη φθορά, στην εξαθλίωση, στον αφανισμό και τη συντριβή μας.
Δρ. Χαραλάμπης Μπούσιας